Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Μανώλης Αναγνωστάκης: «Στο αλλοιωμένο τοπίο της εποχής μας δε θα ξαναγράψω. Το έργο μου το ολοκλήρωσα. Επιλέγω τη σιωπή»

Πάντοτε ὁ καπιταλισμὸς βρίσκει περάσματα καὶ ξεπερνᾶ τὶς δύσκολες τὶς κρίσεις. Κι ἕνα πρωί: «Ἀπαγορεύονται τὰ ἄσματα καὶ κοπιάστε στὸ..

Πάντοτε ὁ καπιταλισμὸς βρίσκει περάσματα
καὶ ξεπερνᾶ τὶς δύσκολες τὶς κρίσεις.
Κι ἕνα πρωί: «Ἀπαγορεύονται τὰ ἄσματα
καὶ κοπιάστε στὸ τμῆμα γιὰ ἀνακρίσεις».

Τώρα νὰ σπάσεις δὲν μπορεῖς πιά, σὲ χρωμάτισαν
καὶ σ᾿ ἔχουν σὰν τὸν ποντικὸ μέσα στὴ φάκα

Ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της μεταπολεμικής γενιάς, ο Μανώλης Αναγνωστάκης, γεννήθηκε σαν σήμερα (9/3/1925) στη Θεσσαλονίκη, από γονείς Κρητικούς. Μαθητής, ακόμα, του Γυμνασίου, το 1942, εμφανίστηκε στο περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα», που εξέδιδαν ΕΑμίτες και άλλοι προοδευτικοί λογοτέχνες του Πειραιά, και το 1944 στο ΕΠΟΝίτικο φοιτητικό περιοδικό «Ξεκίνημα», του οποίου ήταν αρχισυντάκτης.

Μετά τη δημιουργία της ΕΠΟΝ, εντάχθηκε στην Οργάνωση της Θεσσαλονίκης και στο ΚΚΕ, ενώ με τη διάσπαση του ΚΚΕ, το 1968, εντάχθηκε στο ΚΚΕ «Εσωτερικού». Σπούδασε Ιατρική στο ΑΠΘ και το 1955 μετεκπαιδεύτηκε στη Βιέννη. Για τη δράση του συνελήφθη το 1948, βασανίστηκε, καταδικάστηκε για παράνομη δράση από έκτακτο στρατοδικείο σε θάνατο και φυλακίστηκε στο Επταπύργιο, έως το 1951. Μετά την αποφυλάκισή του εργάστηκε στη Θεσσαλονίκη σαν ακτινολόγος. Το 1978 εγκαταστάθηκε, με την σύζυγο και τον μοναχογιό του, στην Αθήνα. Στα χρόνια των αγώνων και του εγκλεισμού του, ο Μ. Αναγνωστάκης έγραψε και δημοσίευσε τις παρακάτω ποιητικές συλλογές: «Εποχές» (1945), «Εποχές 2» (1948), «Εποχές 3» (1951). Ακολούθησαν οι συλλογές «Η συνέχεια» (1954), «Η συνέχεια 2» (1956), «Η συνέχεια 3» (1962), «Το περιθώριο» (1968-1969), «Ο στόχος» (1970), «Κόμμα» (1971). Το 1975 δημοσίευσε τη συλλογή «Τα Ποιήματα (1941-1971)». Το 1983, εκτός εμπορίου, τη συλλογή «Υ.Γ» (επανεκδόθηκε κανονικά το 1992), η οποία περιλαμβάνει ποιήματα μιας ή δυο φράσεων, που μοιάζουν με αυτοβιογραφικά αλλά ετερογραφικά «επιγράμματα». Το 1987 εκδόθηκαν «Τα συμπληρωματικά», «Παιδική μούσα» (τραγούδια για μικρά παιδιά) και το 1990 η συλλογή – ανθολογία «Η χαμηλή φωνή».

Φοβάμαι

τους ανθρώπους που εφτά χρόνια

έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι

και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–

βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας

«Δώστε τη χούντα στο λαό».

Φοβάμαι τους ανθρώπους

που με καταλερωμένη τη φωλιά

πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.

Φοβάμαι τους ανθρώπους

που σου ‘κλειναν την πόρτα

μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια

και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο

να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.

Φοβάμαι τους ανθρώπους

που γέμιζαν τις ταβέρνες

και τα ‘σπαζαν στα μπουζούκια

κάθε βράδυ

και τώρα τα ξανασπάζουν

όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη

και έχουν και «απόψεις».

Φοβάμαι τους ανθρώπους

που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν

και τώρα σε λοιδορούν

γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.

Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.

Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.

Ο Μ. Αναγνωστάκης, σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, εξήγησε τη σχεδόν δεκαπεντάχρονη ποιητική «σιωπή» του: «Στο αλλοιωμένο τοπίο της εποχής μας δε θα ξαναγράψω. Το έργο μου το ολοκλήρωσα. Επιλέγω τη σιωπή».

Παράλληλα με την ποίησή του, που μεταφράστηκε στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ιταλικά, και μελοποιήθηκε από συνθέτες, όπως οι Μίκης Θεοδωράκης, Θάνος Μικρούτσικος, Μιχάλης Γρηγορίου, Δημήτρης Παπαδημητρίου κ.ά., ασχολήθηκε και με τη μελέτη και την κριτική της λογοτεχνίας, συνεργαζόμενος με διάφορα περιοδικά και με την εφημερίδα «Αυγή». Επίσης, είχε ανακηρυχτεί επίτιμος διδάκτωρ του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Κι ήθελε ακόμη

 Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ  

Δεν παραδέχτηκα την ήττα. 

Έβλεπα τώρα 

Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω 

Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες. 

Μιλάτε, δείχνετε πληγές, αλλόφρονες στους δρόμους 

Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σα σημαία 

Καρφώσατε σ’ εξώστες με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα 

Η διάγνωσίς σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις. 
Εκεί, προσεκτικά, σε μια γωνιά, μαζεύω τάξη, 
Φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο 
Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω 

Με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω, 
Με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω 
Όρθιος και μόνος σαν και πρώτα περιμένω.

Απόψεις