Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Η ανακήρυξη του Αυτοκέφαλου — Από την υποταγή στο πατριαρχείο στην απόλυτη εξάρτηση από την Πολιτεία!

Με την Επανάσταση του 1821 οι δεσμοί του πατριαρχείου με την Ελλάδα και το κράτος που προέκυψε μετά τον ξεσηκωμό..

Με την Επανάσταση του 1821 οι δεσμοί του πατριαρχείου με την Ελλάδα και το κράτος που προέκυψε μετά τον ξεσηκωμό των ελλήνων είχαν ουσιαστικά διακοπεί. 

Όπως είδαμε και στο προηγούμενο σημείωμα, η προσπάθεια του πατριάρχη Αγαθάγγελου, που λειτουργούσε ως ενεργούμενο του σουλτάνου, να στείλει το 1828 αντιπροσωπεία (από τους μητροπολίτες Νικαίας, Χαλκηδόνος, Λαρίσης και Ιωαννίνων) στον Καποδίστρια για να συστήσουν στους έλληνες να εγκαταλείψουν τα όπλα και να υποταχθούν στους οθωμανούς, απέτυχε. 

Όμως οι φαναριώτες ιεράρχες, εκτελώντας τις σουλτανικές εντολές δεν εγκατέλειψαν τις προσπάθειες. Έτσι δυο χρόνια μετά ο διάδοχος του Αγαθάγγελου, Κωνστάντιος Α΄ επικοινώνησε με τον Καποδίστρια και του ζήτησε να απαγορεύσει την κυκλοφορία στην Ελλάδα καλβινιστικών βιβλίων και παράλληλα «εξέφραζε την ζωηράν επιθυμίαν όπως οι έλληνες επανέλθωσιν πάλιν υπό τας ζωοπαρόχους ακτίνας του ορθοδόξου πατριαρχείου». 

Ο πατριάρχης Κωνστάντιος Α΄, παρέμεινε στον πατριαρχικό θρόνο μόνο για τέσσερα χρόνια (1830-1834).

Από την πλευρά του ο Καποδίστριας, βαθύτατα θρησκευόμενος, θεωρούσε ότι εκτελεί «θεία εντολή» και γι’ αυτό επιδίωκε η Εκκλησία να αποτελέσει τμήμα του «πατερναλιστικού» κράτους του. Για να γίνει όμως αυτό θεωρούσε ότι  προϋπόθεση ήταν η ομαλοποίηση των σχέσεων με το Φανάρι. 

Έτσι άρχισαν συνομιλίες με στόχο μια συμφωνία που θα παραχωρούσε αυτοδιοίκηση στις επαρχίες του νέου κράτους οι οποίες: 

–Θα εξακολουθούσαν να εξαρτώνται πνευματικά και να βρίσκονται υπό την εποπτεία του πατριαρχείου. 

–Θα διοικούνταν σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες της ορθόδοξης Εκκλησίας. 

Όμως η δολοφονία του Καποδίστρια (27 Σεπτεμβρίου-9 Οκτωβρίου 1831) ματαίωσε την οποιαδήποτε προσπάθεια για επίτευξη συμφωνίας. 

Λίγους μήνες αργότερα, το Μάρτιο του 1832, η Ε΄ Εθνοσυνέλευση του  Άργους παίρνει την πρώτη απόφαση για την αυτονομία της Εκκλησίας στο ελεύθερο πλέον κράτος. Αποφασίζεται η σύσταση «Πενταμελούς Εκκλησιαστικού Συμβουλίου» από αρχιερείς του ελεύθερου κράτους, που θα διορίζονται από την κυβέρνηση. 

Στην ίδια Συνέλευση του Άργους ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός, τον οποίο θα συναντήσουμε αργότερα ως υπουργό Εξωτερικών, μίλησε για την ανάγκη κατάρτισης από την Πολιτεία ενός θεμελιώδους Νόμου (Καταστατικού Χάρτη) της Εκκλησίας. 

Με τις ευλογίες του πάπα 

Στο μεταξύ οι τρεις μεγάλες δυνάμεις (Αγγλία , Ρωσία, Γαλλία) με συνθήκη που υπέγραψαν στο Λονδίνο στις 25 Απριλίου – 7 Μαΐου 1833 διόρισαν βασιλιά της Ελλάδας τον Όθωνα, δευτερότοκο γιo του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου. Το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου ο καθολικός Όθων ξεκίνησε το ταξίδι του για την Ελλάδα με προσκύνημα στο Βατικανό, για να πάρει την ευλογία του πάπα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι επρόκειτο για απαίτηση του ίδιου του αρχηγού της καθολικής Εκκλησίας, που όμως ήταν μια ξεκάθαρη ύβρις για την ορθόδοξη Εκκλησία και τους έλληνες ορθοδόξους. Ο πάπας δέχτηκε τον Όθωνα  για αρκετή ώρα και του ζήτησε να «λάβη υπό την προστασία του τους καθολικούς» της Ελλάδας. 

Η άφιξη του Όθωνα στην Ελλάδα

Aπόλυτος μονάρχης ο Όθων στην πρώτη προκήρυξή του ως «ελέω Θεού» βασιλιάς της Ελλάδας περιορίζεται σε μια λακωνική αναφορά του στην πίστη των υπηκόων του: « …Αναβαίνων του θρόνου της Ελλάδος δίδω την πάνδημον βεβαίωσιν του να προστατεύω ευσυνειδήτως την θρησκείαν σας, να διατηρώ πιστώς τους νόμους, να διανέμεται η δικαιοσύνη προς ένα έκαστον και να διαφυλάττω  ακέραια δια της θείας βοηθείας, εναντίον οποιουδήποτε , την ανεξαρτησίαν σας, δια της θείας βοηθείας, εναντίον οποιουδήποτε, την ανεξαρτησίαν σας, τας ελευθερίας σας και τα δικαιώματά σας…». 

Η αντιβασιλεία 

Τον Όθωνα συνόδευαν τρεις αντιβασιλείς, οι οποίοι θα ασκούσαν την εξουσία μέχρι την ενηλικίωσή του. Ο κόμης Άρμανσπεργ, αρχηγός του βαυαρικού Συνταγματικού Κόμματος, ο νομομαθής καθηγητής Μάουερ και ο υποστράτηγος Έιδεκ. Από τα πρώτα μελήματα της αντιβασιλείας ήταν και η επίλυση του εκκλησιαστικού προβλήματος στο σκέλος που αφορούσε τις σχέσεις με το Φανάρι.

Εκείνες τις μέρες η εκκλησιαστική κατάσταση στο νεοσύστατο κράτος ήταν τραγική. Από τις τριάντα τρεις αρχιεπισκοπές και τις είκοσι τρεις επισκοπές στις περιοχές που είχαν απελευθερωθεί, οι δέκα εννέα ήταν κενές. Τα οικονομικά του κλήρου και της Εκκλησίας ήταν σε άθλια κατάσταση. Και σαν να μην έφταναν τα παραπάνω υπήρχε και το πρόβλημα με τους πρόσφυγες αρχιερείς και μοναχούς από όλα τα μέρη της οθωμανικής αυτοκρατορίας, που είχαν καταφύγει στην ελεύθερη Ελλάδα και οικονομικά εξαθλιωμένοι ήταν δύσκολο να αντισταθούν στο δέλεαρ ενός αξιώματος που τους προσφέρονταν με αντάλλαγμα την υποταγή τους. Από την άλλη μεριά οι ντόπιοι αρχιερείς αντιλαμβάνονταν ότι για να αποφύγουν την αντικατάστασή τους από τους πρόσφυγες κληρικούς έπρεπε να επιζητούν την εύνοια της κρατικής εξουσίας. 

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων δεν ήταν δυνατή η συγκρότηση ενός συλλογικού οργάνου, όπως ήταν η σύνοδος. 

Κοραής: «…είναι απρεπέστατον να υπακούη
εις προσταγάς Πατριάρχου εκλεγμένου από τύραννον» 

Έξω από τα στενά εκκλησιαστικά όρια και μέσα στο λαό υπήρχε ένας βαθύτατος διχασμός.  

Από τη μια μεριά ήταν ο αμαθής κατώτερος κλήρος βυθισμένος στις δεισιδαιμονίες και  σημαντική μερίδα των πιστών που τον ακολουθούσαν. 

Από την άλλη μεριά ήταν οι φιλελεύθεροι λόγιοι και αστοί, αλλά και η πλειοψηφία λαού και κλήρου, που ζητούσαν να αποκοπεί ο ομφάλιος λώρος με το Φανάρι που ήταν ένα απλό εκτελεστικό όργανο της σουλτανικής εξουσίας .  

Ο Αδαμάντιος Κοραής υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής του Αυτοκεφάλου.

Ο πρώτος που ζήτησε να ανακηρυχθεί η ελληνική Εκκλησία αυτόνομη και ανεξάρτητη από το πατριαρχείο ήταν ο Αδαμάντιος Κοραής. Από την αρχή της Επανάστασης έγραφε:

«Του έως την ώραν ταύτην ελευθερωθέντος μέρους της Ελλάδος ο κλήρος δεν χρεωστεί πλέον να γνωρίζη εκκλησιαστικόν αρχηγόν του τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, εν όσω η Κωνσταντινούπολις μένει μολυσμένη από την καθέδραν του ανόμου τυράννου, αλλά πρέπει να κυβερνάται από Σύνοδον ιερέων, εκλεγομένων ελευθέρως από ιερείς και κοσμικούς, καθώς έπραττεν η αρχαία Εκκλησία και πράττει μέχρι σήμερον ακόμη των ομοθρήσκων Ρώσσων η Εκκλησία. Ελευθέρων και αυτονόμων Γραικών κλήρος είναι απρεπέστατον να υπακούη εις προσταγάς Πατριάρχου εκλεγμένου από τύραννον και αναγκασμένου να προσκυνή τύραννον». 

Ο Θεόκλητος Φαρμακίδης 

Ο Θεόκλητος Φαρμακίδης πρωτεργάτης της ανακήρυξης του Αυτοκέφαλου της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Από τους κυριότερους υποστηρικτές των απόψεων του Κοραή ήταν ο αρχιμανδρίτης Θεόκλητος Φαρμακίδης. Σαράντα εννέα ετών το 1833, με σπουδές στην πατριαρχική σχολή της Κωνσταντινούπολης και το Γκέτιγκεν της Γερμανίας, κοσμοπολίτης που έζησε στο Βουκουρέστι και τη Βιέννη, αγωνιστής της Επανάστασης, συγκρούστηκε με το Δημήτριο Υψηλάντη μετά την άρνησή του να δεχτεί λογοκρισία στα κείμενά του και καταδιώχτηκε στα χρόνια του Καποδίστρια. 

Η προσωπικότητα του Φαρμακίδη προξένησε μεγάλη εντύπωση στον Μάουρερ από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας τους. Προτεστάντης , και κατά συνέπεια ξένος προς τις παραδόσεις της ανατολικής Εκκλησίας, ο βαυαρός  υιοθέτησε τις απόψεις του Φαρμακίδη για απογαλακτισμό από τη «μητέρα Εκκλησία» της Κωνσταντινούπολης. 

Ο καθηγητής Μάουρερ, από τη μία «απογαλάκτισε» την Εκκλησία στην ελεύθερη Ελλάδα από το πατριαρχείο και από την άλλη την υπήγαγε στον ασφυκτικό έλεγχο της κρατικής εξουσίας.

Έτσι στις 15 Μαρτίου 1833, συγκροτείται με διάταγμα της αντιβασιλείας επταμελής επιτροπή , με πρόεδρο τον «γραμματέα της Επικρατείας επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως» Σπυρίδωνα Τρικούπη και μέλη τον Θεόκλητο Φαρμακίδη  (σ.σ. και οι δυο ανήκαν στο «αγγλικό» κόμμα), τον υπέργηρο αγωνιστή Πανούτσο Νοταρά, τους πρόσφυγες επισκόπους Αρδαμερίου Ιγνάτιο και Ελαίας Παίσιο, τον Σκαρλάτο Βυζάντιο και τον Κωνσταντίνο Σχινά. Σκοπός της επιτροπής ήταν  να «εξακριβώση» την στάση της «Ελληνικής Εκκλησίας» και των μοναστηριών και να υποδείξει μέτρα για βελτίωση των οικονομικών τους. 

«Εκκλησία πολιτικώς έχουσα αρχηγόν της τον Βασιλέα» 

Η επιτροπή συζήτησε  το θέμα «περί ανεξαρτησίας της Ελληνικής Εκκλησίας» και ψήφισε ομόφωνα απόφαση στην οποία , χωρίς να γίνεται αναφορά στο πατριαρχείο, ορίζονταν τα εξής: «Απεφασίσθη ομοψήφως ότι η Εκκλησία του Βασιλείου της Ελλάδος, πνευματικώς μεν μη γνωρίζουσα κανέναν αρχηγόν ή κεφαλή της, παρά μόνον τον θεμελιωτήν της Εκκλησίας, τον Ιησούν Χριστόν, πολιτικώς δε έχουσα και γνωρίζουσα αρχηγόν της τον Βασιλέα της Ελλάδος, είναι και μένει ανεξάρτητος από πάσαν άλλην Εκκλησίαν, καθ’ όσον δε αφορά το δογματικόν, είναι και μένει δια παντός ηνωμένη με όλας τας λοιπάς Εκκλησίας του Ανατολικού Δόγματος. Την ανεξαρτησίαν της ταύτην, αφού η Ελληνική Εκκλησία την ανακηρύξει επισήμως, θέλει την γνωστοποιήσει εγγράφως δια της πολιτικής αρχής εις όλας τας Εκκλησίας του Ανατολικού Δόγματος». 

Το Διάταγμα περί ανεξαρτησίας 

Οι προτάσεις της επιτροπής εγκρίθηκαν από το υπουργικό συμβούλιο και σύνοδο αρχιερέων, η δεύτερη συνήλθε για το θεαθήναι για να εγκρίνει ήδη ειλημμένες αποφάσεις. Ελάχιστοι ήταν οι αρχιερείς που διαφώνησαν με την απόφαση της επιτροπής. 


Ο ιστορικός Σπυρίδων Τρικούπης πρόεδρος της επταμελούς επιτροπής, που εισηγήθηκε το Αυτοκέφαλο. Πίστευε πως ένας από τους σκοπούς της Επανάστασης ήταν και η αποτίναξη της πατριαρχικής εξουσίας στην Εκκλησία της ελεύθερης Ελλάδας.

Έτσι στις 23 Ιουλίου 1833 εκδόθηκε το Διάταγμα της αντιβασιλείας ( ο πρώτος Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας). 

Στο πρώτο άρθρο ανακηρυσσόταν η Εκκλησία της Ελλάδος ως αυτοκέφαλη και ανεξάρτητη από κάθε άλλη εξουσία. Διοικητικά, όμως, θα είχε αρχηγό τον (…καθολικό!) βασιλιά, ο οποίος είχε την «υπερτάτην εκκλησιαστικήν εξουσίαν».  

Στο δεύτερο άρθρο την εξουσία αυτή ο βασιλιάς την εκχωρούσε στη Διαρκή Ιερά Σύνοδο του Βασιλείου της Ελλάδος. Με την ονομασία αυτή η σύνοδος αναγνωριζόταν ως κρατικό όργανο εξαρτώμενο από τη βασιλική εξουσία και υπό την εποπτεία της Γραμματείας (υπουργείου) και όχι ως εκκλησιαστικό διοικητικό όργανο. 

Το τρίτο άρθρο όριζε ότι ο πρόεδρος και τα μέλη της συνόδου διορίζονταν με απόφαση της κυβέρνησης και το τέταρτο ότι η θητεία της θα ήταν ετήσια. 

Στη σύνθεση της συνόδου περιλαμβάνονταν και ο βασιλικός επίτροπος ο οποίος προσυπέγραφε τις αποφάσεις εκ μέρους του βασιλιά. Καμιά απόφαση δεν ίσχυε αν δεν είχε την υπογραφή του επιτρόπου. Με τον τρόπο αυτό θεμελιώθηκε η πολιτειοκρατική αντίληψη, η οποία στην ουσία υποτάσσει την Εκκλησία στην αρχή της «νόμω κρατούσης πολιτείας».  

Η εξάρτηση του πατριαρχείου από την οθωμανική εξουσία, η διαφθορά που πρόδιδαν η σιμωνία (σ.σ. η εξαγορά των πατριαρχικών και μητροπολιτικών θρόνων) και οι αλλαξοπατριαρχίες , αλλά και οι κάθε μορφής αυθαιρεσίες της πατριαρχικής αυλής ήταν αναμφισβήτητα γεγονότα . Με το διάταγμα της «Ανεξαρτησίας» η Εκκλησία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους δημιουργούσε ένα πυρήνα απεξάρτησης από το πατριαρχείο. Έμπαινε όμως σε μια σχέση εξάρτησης έως και υποτέλειας στις εκάστοτε κυβερνήσεις της χώρας. Αυτή η υποταγή έγινε τόσο συμπαγής, ώστε τα δεσμά που δημιούργησε ακόμη και σήμερα 188 χρόνια μετά ούτε η Πολιτεία ούτε και η Εκκλησία δείχνουν να θέλουν να τα σπάσουν.  

Με δυο λόγια η ελληνική Εκκλησία απαλλάχθηκε από την πατριαρχική εξουσία, αλλά έπεσε στην υποταγή στο κράτος. Από τη Σκύλα στη Χάρυβδη. Και χρόνια τώρα το ‘να χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το σύστημα. 

Αντιδράσεις στο Αυτοκέφαλο 


Ο Γαβριήλ Κατακάζης, φαναριώτης στην καταγωγή, κινούσε όλα τα νήματα της φιλορωσικής προπαγάνδας στην ελεύθερη Ελλάδα.

Η ανακήρυξη του Αυτοκέφαλου προκαλεί αντιδράσεις, που έχουν για κίνητρό τους τόσο πολιτικά όσο και εκκλησιαστικά συμφέροντα. Το πατριαρχείο τη χαρακτηρίζει πράξη επαναστατική και ορισμένοι μητροπολίτες (κυρίως πρόσφυγες από τις άλλες οθωμανικές περιοχές)  προσπαθούν — μάταια αφού η καταστολή είναι άμεση — να ξεσηκώσουν το λαό. Αντίθετος είναι και ο τσάρος της Ρωσίας, που θεωρεί το Αυτοκέφαλο προσπάθεια «ρυμούλκησης» της Ελλάδας στη Δύση και τον καθολικισμό. Γι’ αυτό και στέλνει στο Ναύπλιο το μοναχό Προκόπιο Δενδρινό, που μαζί με τον ρώσο πρεσβευτή Γαβριήλ Κατακάζη οργανώνουν κίνημα. Συμπαρίστανται και οι ηγέτες του ρωσόφιλου κόμματος των «Ναπαίων»  (ανάμεσά τους και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης), που ξεκινούν, μέσω της εφημερίδας τους «Χρόνος», εκστρατεία, καταγγέλλοντας  κινδύνους για την Εκκλησία και ζητώντας την παρέμβαση του τσάρου για την αποπομπή της αντιβασιλείας. 

Οι Άρμανσπεργ, Μάουερ και Έιδεκ απαντούν με πρωτοφανείς για τη σκληρότητά τους κατασταλτικές πρακτικές , αλλά και με κινήσεις αποπροσανατολισμού και αλλαγής συμμαχιών στο πολιτικό επίπεδο. Συλλαμβάνουν  τρία ηγετικά στελέχη του κόμματος των «Ναπαίων» και παράλληλα αναθέτουν δυο από τα βασικότερα υπουργεία , των Εξωτερικών και της Δικαιοσύνης στους ηγέτες του γαλλόφιλου κόμματος, τον Ιωάννη Κωλέτη και τον Κωνσταντίνο Σχινά. 

Η δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας και η διάλυση των μοναστηριών 

Πριν περάσει πολύς καιρός, η αντιβασιλεία , κάνοντας χρήση των απόλυτων εξουσιών της, προχώρησε  στην αφαίρεση  περιουσιακών στοιχείων της Εκκλησίας. Είχε προηγηθεί η αποτυχημένη προσπάθεια του Καποδίστρια με το ψήφισμα της 2ας Αυγούστου 1829 «περί αγαθής διαθέσεως των εισοδημάτων των μονών υπέρ των εκκλησιών και σχολείων». Λίγες  μέρες μετά την εγκαθίδρυσή της, στις 19 Αυγούστου 1833, η Ιερά Σύνοδος ζητά από το «υπουργείο» να κλείσουν τα μοναστήρια που είχαν λιγότερους από τρεις μοναχούς, να δημευτεί η περιουσία τους και τα έσοδα να διατεθούν για τη δημιουργία Εκκλησιαστικού Ταμείου, το οποίο θα αναλάμβανε τη μισθοδοσία του κλήρου. 

Στις 25 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου, εκδίδεται Διάταγμα με το οποίο διαλύονται 412 από τα 545 ανδρικά μοναστήρια και όλη η περιουσία τους κινητή και ακίνητη (εικόνες, σκεύη λατρείας κ.λπ.) διατίθενται για τους σκοπούς που όριζε το ψήφισμα του Καποδίστρια. Έξι μήνες μετά διατάσσεται και το κλείσιμο των δεκαπέντε από τα δεκαοκτώ γυναικεία μοναστήρια που υπήρχαν τότε στα όρια του νέου κράτους. 

Οι αποφάσεις αυτές πάρθηκαν σε εποχή που το αγροτικό πρόβλημα με τους χιλιάδες ακτήμονες, από τη μια μεριά, και την τεράστια μοναστηριακή περιουσία, από την άλλη, της οποίας μάλιστα η διαχείριση δεν συμβάδιζε με τις αρχές του ορθόδοξου μοναχισμού, απαιτούσε άμεση και ριζική λύση. Ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος αρχιεπίσκοπος στα χρόνια του μεσοπολέμου (1922-1938) έγραφε χαρακτηριστικά στην «Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος»: «Εν δε μόνον είναι βέβαιον, ότι η κτηματική περιουσία των Μοναστηρίων ήτο παραμελημένη, τα εισοδήματα καταδαπανώντο υπό των μοναχών, η δε καθόλου κατάστασις του μοναχικού βίου ήτο δυσάρεστος». 

Η βιαιότητα μιας ξένης εξουσίας 

Όμως ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόστηκε το μέτρο κάθε άλλον παρά επιτυχής και αποδεκτός ήταν.  Μια εξουσία ξένη προς τις παραδόσεις και τις αντιλήψεις του απλού λαού , ο οποίος θεωρούσε τα μοναστήρια αναπόσπαστο κομμάτι της κοινοτικής και θρησκευτικής ζωής, προχώρησε με βιαιότητα στην εφαρμογή του μέτρου.  

Κρατικοί υπάλληλοι, στρατιώτες και όργανα της εξουσίας των βαυαρών, νομάρχες , έπαρχοι, χωροφύλακες απομάκρυναν με τη βία τους μοναχούς, ξήλωναν τις εικόνες και έκαιγαν τα «άχρηστα» στα προαύλια των εκκλησιών.  Και το χειρότερο: Αντί να προχωρήσουν σε συστηματική καταγραφή, έκλεβαν τα πολύτιμα σκεύη! 

Στρατιώτες του 2ου Μικτού Συντάγματος του Eπικουρικού Σώματος στην Ελλάδα, εικόνα του Ρίχαρντ Κναίτελ. Οι άνδρες του «Βαυαρικού Επικουρικού Σώματος», που λειτουργούσαν ως στρατός κατοχής.

 Τέτοιες πράξεις , όχι μόνο δεν νομιμοποιήθηκαν ποτέ στα μάτια των απλών ανθρώπων, αλλά, αντίθετα, είχαν ως αποτέλεσμα ν’ αρχίσει ν’ αναπτύσσεται σε ευρύτατα λαϊκά στρώματα η ιδέα πως οι βαυαροί επιδιώκουν να εξαναγκάσουν τους  έλληνες να ασπαστούν το ρωμαιοκαθολικό δόγμα. Ο Μακρυγιάννης έγραφε στα «Απομνημονεύματά» του για την εντύπωση που προξένησαν στο λαό οι ενέργειες των βαυαρών: «Αφάνισαν όλως διόλου τα μοναστήρια, αφού οι καϊμένοι οι καλόγεροι,  οπού αφανίστηκαν εις τον αγώνα, πεθαίνουν της πείνας μέσα στους δρόμους (…)  Και οι αναθεματισμένοι της πατρίδας μας πολιτικοί και οι διαφταρμένοι αρχιγερείς κι’τουρκοπιασμένος Κωνσταντινουπολίτης Κωστάκης Σχινάς συνφώνησαν με τους Μπαυαρέζους και χάλασαν και ρήμαξαν όλους τους ναούς των μοναστηριών». 

Η έλλειψη Συντάγματος, η σατράπικη συμπεριφορά των βαυαρών και η περιφρόνηση προς την κληρονομιά ενός λαού που μάλιστα έβγαινε από τον αγώνα, είχαν ως φυσικό επακόλουθο τις συνεχείς λαϊκές εξεγέρσεις. Από το 1833 έως το 1852 έγιναν δεκαεπτά εξεγέρσεις, στις οποίες δίπλα στα πολιτικά κίνητρα υπήρχαν και τα θρησκευτικά. Σε μια επαναστατική προκήρυξη που κυκλοφόρησε στη Ρούμελη το 1836 αναφέρονταν και τα εξής: «Μολονότι εχύσαμεν το αίμα μας δια την ελευθερίαν της φιλτάτης πατρίδος, και πολλοί εξ ημών έχωσιν ακόμη ανοιγμένας τας πληγάς ας έλαβον από τους Τούρκους, απεπέμφθημεν  των τάξεων του στρατού ως μεμολυσμένοι , αγροίκοι και απείθαρχοι, ενώ εις την πρωτεύουσαν , εις τας πόλεις και τους αγρούς περιφέρονται κορδακιζόμενοι και προπετείς στρατιώται εκ Βαυαρίας κληθέντες, οι οποίοι και την άμωμον ημών φύσιν χλευάζουσι και την αθάνατον  ημών γλώσσαν αγνοούσιν». 

Ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων 

Ο Κωνσταντίνος Οικονόμος, πολέμησε το Αυτοκέφαλο , πιστεύοντας ότι μόνο η ενότητα με το πατριαρχείο θα μπορούσε να εξουδετερώσει τις δυτικές επιρροές.

Ηγετικό ρόλο στο κίνημα κατά του Αυτοκέφαλου αλλά και στις κινήσεις κατά του Όθωνα έπαιξε ένας κληρικός από την Τσαριτσάνη της Θεσσαλίας, ο πρωτοπρεσβύτερος Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων (1780-1857). 

Καθηγητής στο Φιλολογικό Γυμνάσιο στη Σμύρνη προεπαναστατικά, θαύμαζε τον Κοραή και αλληλογραφούσε με τον Θεόκλητο Φαρμακίδη. Ομως δεν άργησε να ακολουθήσει το δικό του, διαφορετικό δρόμο, θεωρώντας ότι οι απόψεις τους οδηγούσαν στον αφελληνισμό του γένους.  

Το 1819 ήταν ιεροκήρυκας στο πατριαρχείο, ενώ λίγες μέρες μετά την Επανάσταση φυγαδεύτηκε στην Πετρούπολη όπου εκλέχτηκε εταίρος της Εκκλησιαστικής Ακαδημίας της πόλης.  

Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1834 και αμέσως τάχθηκε κατά της ανακήρυξης του Αυτοκέφαλου, προκαλώντας την αντίδραση του Φαρμακίδη, ο οποίος τον αποκάλεσε «Ρώσον» και «μίσθιον όργανον της Ρωσίας». Θεολόγος με μεγάλη μόρφωση, αλλά αντιδραστικός και φανατικός ρωσόφιλος ο Οικονόμος προπαγάνδιζε τις ιδέες του με την εφημερίδα που έβγαλε, την «Ελληνική Σάλπιγγα». Το 1839 πρωτοστάτησε στην  ίδρυση της «Φιλορθοδόξου Εταιρείας» της οποίας, όπως γράφει ο Γιάνης Κορδάτος διευθύνων νους ήταν ο ρώσος πρεσβευτής Κατακάζι. «Το σύνθημα της Εταιρείας, γράφει ο Κορδάτος, για την ένωση της Ελληνικής Εκκλησίας με το Πατριαρχείο της Πόλης ευνοούσε τα σχέδια της Πετρούπολης. Με το πρόσχημα ότι ο τσάρος ήταν ο υπέρμαχος προστάτης της ορθοδοξίας ήταν και ο φυσικός αρχηγός όλων των ορθόδοξων λαών. Κάτω λοιπόν από την «φιλορθόδοξη» κίνηση κρύβονταν οι ύπουλοι σκοποί του τσάρου. Ή ο Όθωνας θα γινόταν ορθόδοξος, που σήμαινε ότι θα ήταν τυφλό όργανό του, ή θα παρέμενε καθολικός, οπότε σαν εχθρός της ορθοδοξίας, έπρεπε να φύγει από την Ελλάδα»… 

 

Στο προηγούμενο:
Ποιος τελικά ήταν ο ρόλος της Εκκλησίας
στην Επανάσταση του 1821;

 

Σχετικά θέματα

Απόψεις