Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

H μερίδα του λέοντος της Ντίσνεϊ

Έχουν περάσει αρκετές δεκαετίες από τότε που πληθώρα ευυπόληπτων μελών της αμερικανικής κοινωνίας πέρναγε το κατώφλι της διαβόητης Επιτροπής κατά..

Έχουν περάσει αρκετές δεκαετίες από τότε που πληθώρα ευυπόληπτων μελών της αμερικανικής κοινωνίας πέρναγε το κατώφλι της διαβόητης Επιτροπής κατά των Αντιαμερικανικών Ενεργειών (HUAC) προκειμένου να συνδράμει στην πάταξη κάθε «αντεθνικής δραστηριότητας». 

Προσωπικότητες όπως ο Αντόλφ Μανζού, ο Γκάρι Κούπερ, αλλά και οι Ρόμπερτ Τέιλορ και Γουόλτ Ντίσνεϊ προσέρχονταν ο ένας μετά τον άλλο στο αντικομμουνιστικό πανηγύρι του Μακάρθι το οποίο προηγουμένως με δηλώσεις του είχε εγκαινιάσει ο Τρούμαν φορώντας την καλοραμμένη κουκούλα του καταδότη.

Αναφορικά με τον Ντίσνεϊ, πρόκειται για την κλασική περίπτωση ενός σκληρού Ρεπουμπλικάνου, ο οποίος πίστευε ότι ο αμερικανισμός και ο κομμουνισμός δεν συνδέονται. Μα, και κάτι ακόμη. Οι επιτροπές της HUAC έδωσαν την ευκαιρία στον Αμερικανό animator να πάρει τη ρεβάνς απέναντι στους «κόκκινους» διοργανωτές της απεργίας του ’41 που παρέλυσαν την εταιρεία του. Αρκούσε απλά να τους σταμπάρει με την υποψία της κομμουνιστικής επιρρέπειας για να τους καταστρέψει τη ζωή και την καριέρα. Πράγμα το οποίο και έπραξε …

Η τέλεια ληστεία ενός «λιονταριού»

Ιστορίες γνωστές ή λιγότερο γνωστές που μας ήρθαν στο μυαλό αναμένοντας την πολυδιαφημισμένη φωτορεαλιστική μεταφορά της ταινίας κινουμένων σχεδίων της Disney, ο «Βασιλιάς των Λιονταριών», η οποία θα κάνει την επίσημη πρεμιέρα της στις κινηματογραφικές αίθουσες στις 18 Ιουλίου.

Πριν «βουτήξουμε», όμως, για τα καλά στον ωκεανό των παιδικών αναμνήσεων που μας ξυπνά το «Lion King», θα θέλαμε να σας παρουσιάσουμε άλλη μια… σκοτεινή πλευρά τού κατά τ’ άλλα πολύχρωμου κόσμου της Disney Productions κι όχι μόνο αυτού…

Ήταν στα 1939, όταν ο Ζουλού εργάτης Σόλομον Λίντα βρέθηκε πίσω απ’ τα μικρόφωνα της μοναδικής δισκογραφικής εταιρείας της Ν. Αφρικής (Gallo) για να τραγουδήσει 13 νότες που θα έμπαιναν στο παλμαρέ της μουσικής ιστορίας. Ήταν η στιγμή της ηχογράφησης του «Mbube». Toυ τραγουδιού-χρυσωρυχείο, η χρήση του οποίου απέφερε κέρδη ύψους 16 εκατ. δολαρίων. Όχι, βέβαια σε εκείνον…

 

Οι πωλήσεις του «Mbube» (λιοντάρι) έφτασαν τoυς 100 χιλ. δίσκους, μια τεράστια επιτυχία για την εποχή, ονοματοθετώντας ταυτόχρονα το ίδιο το μουσικό είδος.

Το 1999, μετά τον πάταγο που έκανε το κομμάτι, έπειτα απ’ την προβολή του «Βασιλιά των Λιονταριών» στον κινηματογράφο και το ομώνυμο μιούζικαλ στο Μπρόντγουεϊ (αμφότερα παραγωγές της Disney), ο δημοσιογράφος Ρίαν Μάλαν ( συγγενής του Ντ. Φ. Μάλαν, του πρωθυπουργού που επέβαλε το Απαρτχάιντ στη Ν. Αφρική) άρχισε να σκαλίζει την υπόθεση, ερευνώντας όχι τις «παράξενες» νότες των μαύρων, αλλά τα παχυλά πορτοφόλια των λευκών. Όπως λέει κι ο ίδιος: «η μουσική ήταν το εύκολο μέρος της έρευνας, έπρεπε, όμως, να δούμε πού πήγαν τα λεφτά»…

Έτσι, έψαξε να βρει τους κληρονόμους του Λίντα, τις τρεις κόρες του. Τις βρήκε. Έμεναν στο «βασίλειο των φτωχών», στο Σοβέτο του Ζόλα. Οι τρεις τους υποδέχτηκαν τον Μάλαν και τις ανακαλύψεις του γεμάτες έκπληξη, αφού μέχρι εκείνη τη στιγμή αγνοούσαν το γεγονός ότι η σύνθεση και η ερμηνεία ενός τραγουδιού μπορεί να αποφέρει χρήματα.

To «Mbube» έφτασε στη Ν. Υόρκη τη δεκαετία του ’50 ως μέρος ενός πακέτου που είχε στείλει από το Γιοχάνεσμπουργκ ο σπουδαίος Νοτιοαφρικανός μουσικολόγος Χιου Τρέισι. Ήθελε όπως έλεγε «να κάνει τους Αμερικανούς να αγαπήσουν αυτό το είδος μουσικής», αλλά μάταια… Οι Αμερικανοί ήταν έτοιμοι να πετάξουν την πολιτιστική πραμάτεια του στα σκουπίδια, μέχρι που εμφανίστηκε ο επίσης μουσικολόγος Άλαν Λόμαξ και το ‘δωσε στον τραγουδοποιό Πίτ Σίγκερ. Αυτό ήταν. Ο Σίγκερ κατενθουσιάστηκε με το κομμάτι. Έσβησε αμέσως όσα είχε γράψει στο πεντάγραμμό του και άρχισε να ξαναγράφει το τραγούδι νότα-νότα. Βέβαια, η ιδιοποίηση ξένης κουλτούρας απαγορεύεται, αλλά στις αρχές του ’50, ένα παραδοσιακό φολκ τραγούδι δεν ανήκε σε κανέναν.

Ωστόσο, εδώ προκύπτει ένα ερώτημα: Πώς γνώριζαν τα λευκά αγόρια στις όχθες του ποταμού Χάντσον ότι πρόκειται για ένα παραδοσιακό τραγούδι; Το πιθανότερο είναι, διαβάζουμε στην αρθρογραφία του Μάλαν στο περιοδικό Rolling Stone, ότι το 1952, κι ενώ το “Wimoweh’’, η πρώτη διασκευή του «Mbube», φιγούραρε με τις φωνές των The Weavers στο αμερικανικό top 10, οι τύποι της Gallo είπαν «Θεέ, αυτό είναι δικό μας κομμάτι»…

Ματαιοπονούσαν, βέβαια, περιμένοντας έσοδα από τη χρήση του τραγουδιού εκτός Αφρικής. Η Folkways, η εταιρεία που κατείχε τα αμερικανικά δικαιώματα είχε τυλίξει σε μια κόλλα χαρτί τόσο τον Λίντα, όσο και την Gallo. Συν τοις άλλοις το νοτιοαφρικανικό δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας βρισκόταν ακόμη σε εμβρυακή μορφή και η παράδοση των Ζουλού φάνταζε στο μυαλό των τύπων πέριξ της Times Square απλά ως μια τυπική μουσική έκφραση των Αφρικανών της υπαίθρου.

Κι αν διακρίνατε έναν υφέρποντα ρατσισμό σ’ αυτή την επιχειρηματολογία, πολύ καλά κάνατε. Αφού, ως γνωστόν ο ρατσισμός αποτελεί πρόπλασμα της κλοπής του πλούτου των «από κάτω».

Δούρειος Ίππος αυτής της επιχείρησης ιδιοποίησης ήταν το «φάντασμα» του διασκευαστή Πολ Κάμπελ. Της πλαστής οντότητας που σκαρφίστηκαν οι εταιρείες του κλάδου για να εισπράττουν δικαιώματα από τα τραγούδια που δεν ήταν μέχρι εκείνη τη στιγμή κατοχυρωμένα.

Μόνο που, στην περίπτωσή μας, τα πράγματα ήταν ακόμη πιο περίπλοκα. Από τη μια πλευρά η Folkways διατεινόταν ότι είχε στα χέρια της συμβόλαιο παραχώρησης από τον Λίντα, ενώ απ’ την άλλη, η Gallo ισχυριζόταν εξίσου ότι “στον φάκελο του Μbube –στη δισκογραφική– υπήρχε ένα εκχωρητήριο του Λίντα προς αυτήν’’.

Μήπως μπερδευτήκατε, μεταξύ συμβολαίων και δικαιοσύνης; Πιστέψτε μας, και εμείς. Ίσως, όμως, αν σας λέγαμε ότι εκείνο το διάστημα ο Λίντα εργαζόταν ως χαμηλόμισθος συσκευαστής στο εργοστάσιο της Gallo, να περνάγατε μαζί μας τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ της «αλήθειας» των δισκογραφικών και αυτής του δημιουργού. Ενός δημιουργού που πέθανε πάμφτωχος, με μόλις δέκα δολάρια στον λογαριασμό του, που ήταν αμόρφωτος και που, πιθανώς, να μην είχε απόλυτη γνώση όσων τον έβαζαν να υπογράψει, αν φυσικά δεχθούμε ότι υπέγραφε εκείνος…

 

Απ’ το Μπρούκλιν στον Βασιλιά των Λιονταριών

«Μεγάλωσα στο Μπρούκλιν. Τότε, ανά λίγα οικοδομικά τετράγωνα υπήρχε κι ένα συγκρότημα. Έτσι προσελκύαμε τα κορίτσια –και μ’ αυτό τον τρόπο φτάσαμε να τραγουδάμε – το Wimoweh. (…) Όμως τι σήμαινε Wimoweh; Δεν είχα ιδέα.(…) Πήγα στο προξενείο της Ν. Αφρικής στη Νέα Υόρκη και βρήκα ότι η σωστή λέξη(…) ήταν (…) Mbube. Έδωσα την πληροφορία στους παραγωγούς μου και εκείνοι κάλεσαν τον στιχουργό Τζορτζ Γουάις.(…) Αυτός έβγαλε τον στίχο «μες στη ζούγκλα, την άγρια ζούγκλα, ο λέων κοιμάται».

Μ’ αυτά τα λόγια εξιστορούσε πρόσφατα την προσθήκη των διάσημων στίχων στο Wimoweh o τραγουδιστής των «Τhe Tokens», Jay Siegel στο σχετικό με το θέμα μας ντοκιμαντέρ του Sam Cullman.

To 1961, ο Γουάις και δύο συμπαραγωγοί του κατονομάστηκαν συνθέτες του τραγουδιού, λαμβάνοντας το 50% των εισπράξεων. Το άλλο μισό συνέχιζε να λαμβάνεται από την Folkways. Για το μερίδιο του Λίντα ούτε λόγος. Έναν χρόνο αργότερα ο Ζουλού εργάτης και καλλιτέχνης έφυγε απ ‘τη ζωή με μόνη του περιουσία τα 10 δολάρια για τα οποία μιλήσαμε πριν και την υπέροχη φωνή του…

 

«Είμαι ένα σκεύος με το οποίο ο Πανάγαθος στέλνει σκέψεις»,

Τζορτζ Γουάις

Αφήνοντας ασχολίαστο το μέγεθος αυτοαναφορικότητας του Γουάις, ερχόμαστε στην αγωγή που κατέθεσε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 η Folkways εναντίον του. Κατηγορούνταν εμμέσως πλην σαφώς για… κλοπή. Αν καταλάβατε, δηλαδή, δύο ομάδες ζάμπλουτων λευκών Αμερικανών φιλονικούσαν πάνω απ’ το κουφάρι ενός κομματιού που δεν έγραψαν ποτέ. Όταν οι κόρες του Λίντα ζούσαν κυριολεκτικά στο σκοτάδι του νοτιοαφρικανικού Σοβέτο.

Τελικά, ο Γουάις κέρδισε την υπόθεση και έντυσε με τους πρόσθετους στίχους του Wimoweh τον περίπατο των Τιμόν και Πούμπα στη ζούγκλα του «Βασιλιά των Λιονταριών», την ίδια ώρα που οι ιθύνοντες της Disney και κολυμπούσαν σ’ ένα νέο λουτρό δολαρίων.

Ήταν η στιγμή που ράγισε το γυαλί για τον Μάλαν και τον δικηγόρο της οικογένειας Λίντα, Hanro Friedrich: Θα τα έβαζαν με τη Disney, ακόμη κι αν δεν είχαν καμιά ελπίδα. Το κίνητρο άλλωστε ήταν ισχυρό, φήμη τ’ όνομά του, ιδίως για τον δικηγόρο.

Έτσι, από κοινού με την Gallo, απευθύνθηκαν στον Όουεν Ντιν, διακεκριμένο νομικό, ειδικευμένο σε θέματα πνευματικής ιδιοκτησίας, προκειμένου να βρει δικαιώματα ή εισοδήματα που έπρεπε και δεν είχαν αποδοθεί στους Λίντα.

Όμως, το εμπόδιο της εκχώρησης από τον ίδιο τον δημιουργό, παρά τις υποψίες περί πλαστογραφίας, παρέμενε. «Ήταν σαν να πουλάς το σπίτι σου», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ντιν. Μολοταύτα, λύση βρέθηκε ή, τουλάχιστον, η οικογένεια απέκτησε ένα καλό χαρτί στο δικαστικό πόκερ που επέκειτο με τη νομική πυροβολαρχία του αμερικανικού εταιρικού γίγαντα.

Ένας άγνωστος βρετανικός νόμος πνευματικής ιδιοκτησίας του 1911 που ίσχυε τότε οπουδήποτε στην πρώην Βρετανική Αυτοκρατορία, άρα και στη Νότια Αφρική και προέβλεπε ότι 25 έτη μετά τον θάνατο του δημιουργού τα πνευματικά του δικαιώματα “επέστρεφαν” στον διαχειριστή της περιουσίας του, χωρίς να ενδιαφέρουν προγενέστερες συμφωνίες εκχώρησής τους, αποτέλεσε τη λύση στο σισύφειο αίνιγμα ιδιοκτησίας του «Μbube». Για την Ιστορία να αναφέρουμε ότι χρήση της συγκεκριμένης διάταξης είχε κάνει και η οικογένεια του Καρόλου Ντίκενς μετά τον θάνατό του.

Συνεχίζουμε.

Αυτή η διάταξη έδωσε τη δυνατότητα στην οικογένεια να υποστηρίξει ότι καμία μεταγενέστερη χρήση του τραγουδιού δεν ήταν σύννομη με τη νομοθεσία πνευματικής ιδιοκτησίας, αφού δεν είχε δοθεί σε καμία περίπτωση η σχετική άδεια.

Ο δρόμος για την πρωτεύουσα της Disneyland ήταν πλέον ανοικτός και οι υπερασπιστές της νοτιοαφρικάνικης κληρονομιάς έτοιμοι να καρφώσουν τη δαμόκλειο σπάθη της δικαιοσύνης στην καρδιά του Μίκι Μάους…

Τι έκαναν; Αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν υπέρ τους τη διάταξη νόμου που επέτρεπε τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων κάποιου που εδρεύει εκτός Ν. Αφρικής και να κρατήσουν «ομήρους» τα δύο από τα 250 εμπορικά σήματα της Ντίσνεϊ στη χώρα: Τον Μίκι Μάους και τον Ντόναλντ Ντακ.

Παράλληλα, απαιτήθηκε ο τερματισμός της εμπορικής εκμετάλλευσης του «Τhe Lion Sleeps Tonight» στη Ν. Αφρική, χωρίς την άδεια της οικογένειας και αποζημίωση για τη «διαπραχθείσα μη εξουσιοδοτημένη χρήση».

Η παράσταση μόλις είχε τελειώσει. Η Disney, παρά τη στρατιά εκατομμυριούχων δικηγόρων που είχε κατεβάσει στον αγώνα , ήταν έτοιμη να προχωρήσει σε διακανονισμό. Ήταν μια τεράστια νίκη με διεθνή αντίκτυπο. Ποιος είπε ότι ο αγώνας Δαυίδ εναντίον Γολιάθ ήταν μόνο μια βιβλική ιστορία;…

Ωστόσο, η ζωή κινείται μακριά απ’ τη χρυσόσκονη του παραμυθένιου κόσμου της Disney και τις δάφνες του νικητή μιας νομικής διαμάχης. Ιδίως, όταν στο τραπέζι παίζονται μερικά εκατομμύρια δολάρια. Αλλά, για αυτά θα μιλήσουμε σε κάποιο επόμενο σημείωμά μας. Μέχρι τότε, ας απολαύσουμε τις νέες περιπέτειες του «Βασιλιά», ενθυμούμενοι όμως ότι τα όσα εξιστορήσαμε δεν αποτελούν παρά ένα μέρος της κλοπής που υπέστησαν και υφίστανται οι λαοί της Αφρικής. Ακόμη κι αν δεν υπάρχει πια η κρατική υπόσταση του ρατσιστικού διαχωρισμού, το πρωτόγαλα της εκμετάλλευσης και της υφαρπαγής του πλούτου των φτωχών συνεχίζει να δίνει το «παρών» στη μαύρη ήπειρο. Μόνο που, τώρα, οι άνθρωποι δεν διαχωρίζονται με βάση το χρώμα, αλλά με βάση το βάρος της τσέπης τους…

Απόψεις