Του Σπύρου Κουζινόπουλου
Εκατοντάδες Άγγλοι στρατιώτες, που μετείχαν στο βρετανικό εκστρατευτικό σώμα το οποίο είχε διατεθεί για να βοηθήσει τον ελληνικό στρατό στην απόκρουση της γερμανικής επίθεσης κατά της χώρας μας, είχαν εγκλωβιστεί μετά την κατάληψη της Ελλάδας και έψαχναν απεγνωσμένα τρόπο φυγάδευσης και σωτηρίας. Πολλοί από αυτούς μετά τη σύλληψή τους από τους Γερμανούς κατακτητές φυλακίστηκαν στο στρατόπεδο “Παύλος Μελάς” στη Θεσσαλονίκη.
Υπολογίζεται ότι 4.000 από τους Βρετανούς στρατιώτες κατόρθωσαν, με την βοήθεια Ελλήνων πατριωτών να κρυφτούν και στη συνέχεια να διαφύγουν στη Μέση Ανατολή. Αυτό το γεγονός, θεωρείται ως η πρώτη σοβαρή πράξη Αντίστασης των ανωνύμων Ελλήνων κατά του Κατακτητή.
Όμως, πολλοί ήταν και οι Βρετανοί στρατιώτες που μη έχοντας καταφέρει να αποκτήσουν κάποια επαφή, περιφέρονταν ξεμοναχιασμένοι στις πόλεις και τα χωριά της χώρας. Αυτούς τους εντόπιζε η Γερμανική Στρατιωτική Αστυνομία, με τη βοήθεια και Ελλήνων προδοτών και τους έκλεινε στα φοβερά Γερμανικά στρατόπεδα αιχμαλώτων που είχαν δημιουργήσει οι κατακτητές, με σημαντικότερο, το στρατόπεδο “Παύλος Μελάς” στη Θεσσαλονίκη. Ο εγκλεισμός των αιχμαλώτων Βρετανών στρατιωτικών, γίνονταν σε ξεχωριστό στρατόπεδο εργασίας, το Doulag 183, που ήταν δίπλα στο “Παύλος Μελάς”. (Στράτος Δορδανάς, Το αίμα των αθώων, αντίποινα των γερμανικών αρχών Κατοχής στη Μακεδονία 1941-1944, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2007, σ. 45)
Η βοήθεια από τους κατοίκους
Η υποστήριξη προς τους αιχμαλώτους συμμαχικών στον πόλεμο χωρών, πολύ σύντομα πήρε τη μορφή έμπρακτης βοήθειας με τη συμμετοχή του πληθυσμού της υπαίθρου και των πόλεων, παρ’ όλους τους κινδύνους που έκρυβε μια τέτοια ενέργεια. Ο κουίσλιγκ κατοχικός πρωθυπουργός Τσολάκογλου, μετά τις εκδηλώσεις συμπάθειας προς Άγγλους αιχμαλώτους που είχαν εκδηλωθεί στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και άλλες περιοχές της χώρας, έλεγε σε δηλώσεις του: “Εφιστώ την προσοχήν του κοινού επί του γεγονότος ότι αι τοιαύται εκδηλώσεις βλάπτουν το εθνικό συμφέρον. Όσοι αγαπούν την Ελλάδα πραγματικώς, πρέπει να απόσχουν τελείως τοιούτων εκδηλώσεων…” (εφημερίδα Νέα Ευρώπη, 3 Ιουνίου 1941).
Τις απειλές των κατακτητών και των δωσίλογων συνεργατών τους αψήφησαν αρκετοί πατριώτες που έσπευσαν να προσφέρουν κάθε συμπαράσταση στους ταλαιπωρημένους άνδρες του βρετανικού εκστρατευτικού σώματος. Από τους πρώτους που συνελήφθησαν στη Θεσσαλονίκη γιατί βοήθησαν στη φυγάδευση δύο Άγγλων στρατιωτών, ήταν ο έμπορος Γεώργιος Πολυχρονάκης και ο Ηλίας Κουφόπουλος. Ο μεν πρώτος καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε στις φυλακές Επταπυργίου στις 19 Αυγούστου 1941, ενώ ο δεύτερος καταδικάστηκε σε 10 χρόνια κάθειρξη. (Στράτος Δορδανάς, Αντίποινα των γερμανικών αρχών Κατοχής στη Μακεδονία (1941-1944). Διδακτορική διατριβή που εκπονήθηκε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2002)
Επίσης το ίδιο διάστημα καταδικάστηκαν σε φυλάκιση τριών μηνών οι Ιάκωβος Σαλτιέλ και Γεώργιος Λόρδος γιατί διένειμαν τσιγάρα σε Άγγλους και Σέρβους αιχμαλώτους. (εφημερίδα Νέα Ευρώπη, 20 Αυγούστου και 7 Σεπτεμβρίου 1941)
Για τη φρούρηση αυτών των αιχμαλώτων, αλλά και των Ελλήνων που είχαν αρχίσει να φυλακίζονται εκεί για διάφορες παραβάσεις γερμανικών νόμων (απαγορεύσεις κυκλοφορίας, αλλά και αντιστασιακές ενέργειες κ.λπ.), οι Γερμανοί είχαν ζητήσει τη συνδρομή των ελληνικών κατοχικών αρχών για την φρούρηση των κρατουμένων. Έτσι, δημιουργήθηκε ένα παράρτημα του Αστυνομικού Τμήματος Νεαπόλεως εντός του “Παύλος Μελάς” και διατέθηκε μια μικρή δύναμη χωροφυλάκων, με διοικητή το νεαρό Ανθυπομοίραρχο, Ευστάθιο Βαμβέτσο. Ο Βαμβέτσος που είχε γεννηθεί στα Τρίκαλα, υπηρετούσε πριν την εισβολή των Γερμανών στο ελληνικό έδαφος στο Τμήμα Ειδικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης. Μετά την κατάληψη της χώρας, τοποθετήθηκε στο Α΄ Αστυνομικό Τμήμα Νεαπόλεως Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια ορίσθηκε Διοικητής του παραρτήματος της χωροφυλακής στο στρατόπεδο “Παύλος Μελάς”. (Απόστολος Δασκαλάκης, Ιστορία Ελληνικής Χωροφυλακής 1936-1950, τομ. 1, Αθήνα 1973, σ.252-256).
Η βοήθεια στους φυλακισμένους Βρετανούς
Λίγο μετά την τοποθέτησή του στο στρατόπεδο ο Βαμβέτσος που διακατέχονταν από υψηλά πατριωτικά αισθήματα αλλά και αγάπη για τον συνάνθρωπο, αποφασίζει να βοηθήσει τους έγκλειστους εκεί Βρετανούς στρατιωτικούς και οργανώνει ένα δίκτυο διαφυγής, που έμεινε στην ιστορία ως “οργάνωση Βαμβέτσου”. Στο δίκτυο αυτό, με αρχηγό τον Βαμβέτσο και υπαρχηγό τον Κυριακόπουλο, μετείχαν οι περισσότεροι από τους κατώτερους αστυνομικούς που υπηρετούσαν στο παράρτημα “Παύλος Μελάς” του αστυνομικού τμήματος, καθώς επίσης και ιδιώτες όπως ο Πρόεδρος της Κοινότητας Νεάπολης, Νίκος Κασίμης, η Καθηγήτρια των Αγγλικών Σοφία Βασιλοπούλου, η Κυριακή Βεϊνόγλου, η Κυριακή Κράμβη, η Ελένη Ψωμά, ο εργοδηγός Γεώργιος Ασλανίδης και άλλοι πολλοί, άνδρες και γυναίκες.
Tα σπίτια στα οποία κρύβονταν οι Βρεττανοί δραπέτες, ήταν κυρίως στην περιοχή της Νεάπολης και των γύρω συνοικιών, ενώ υπήρχαν σπίτια-κρυσφύγετα και σε άλλα σημεία της Θεσσαλονίκης, όπως της Λόππα στην Τούμπα, της Βεϊνόγλου στου Χαριλάου, του Φωτίου στην Ξηροκρήνη, της Σοφίας Βασιλοπούλου στο κέντρο της πόλης, της Ιατρού Μαρίας Ζωγραφίδου, που διατηρούσε παιδιατρική κλινική, πάνω από το εστιατόριο “Ελβετικόν” και άλλα. Ακόμα και στο Αρμένικο Νεκροταφείο, η Αρμένισσα, Χαϊμπουχί, έκρυβε “εγγλεζάκια”, όπως αφηγήθηκε ο Ταξιάρχης Γρηγορίου. (Φώτη Τριάρχη “Οργάνωση Βαμβέτσου”, Αστυνομική Επιθεώρηση, τεύχος 636, Οκτώβριος 1995, σ. 636-638)
Οι χωροφύλακες του δικτύου, έχοντας πρόσβαση στον χώρο εγκλεισμού των Βρετανών αιχμαλώτων, τους βοηθούσαν, όταν οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές για να αποδράσουν, ενώ οι πολίτες που μετείχαν, πρόσφεραν με κίνδυνο της ζωής τους, πολύτιμες υπηρεσίες, καθώς παραλάμβαναν τους Άγγλους κρατούμενους μετά τη διαφυγή από το στρατόπεδο, διέθεταν τα σπίτια τους για την απόκρυψη των δραπετών, έβρισκαν και τους έδιναν πολιτικά ρούχα για να απαλλαγούν από τα στρατιωτικά με τα οποία ήταν ντυμένοι, τους εφοδίαζαν με πλαστές ταυτότητες και στη συνέχεια, πάντα με τη φροντίδα της οργάνωσης Βαμβέτσου, προωθούνταν προς τις ακτές της Χαλκιδικής, από όπου τους παραλάμβαναν καΐκια και σε κάποιες περιπτώσεις συμμαχικά υποβρύχια που τους μετέφεραν στις τουρκικές ακτές και από εκεί στη Μέση Ανατολή.
Κάποια στιγμή, η γερμανική διοίκηση του “Παύλος Μελάς” αντιλήφθηκε ότι υπάρχουν αποδράσεις Άγγλων κρατουμένων και αύξησε τα μέτρα ασφαλείας για να σταματήσει τις διαρροές. Σ’ εκείνη ακριβώς τη συγκυρία, ο Βαμβέτσος ανακάλυψε ότι υπήρχε στην άκρη του στρατοπέδου ένας παλιός και αχρησιμοποίητος για πολλά χρόνια υπόνομος, που έβγαζε στον εξωτερικό χώρο. Από αυτό λοιπόν το αφύλακτο λαγούμι, οι αποδράσεις των Βρετανών αιχμαλώτων προς την ελευθερία, όχι μόνο συνεχίστηκαν, αλλά εντάθηκαν κιόλας, με μεγαλύτερο αριθμό δραπετών κάθε φορά. (εφημερίδα Νέα Αλήθεια, 30 Ιουλίου 1945, δημοσίευμα με τίτλο “Εθελονταί του θανάτου”).
Μέχρι τον Δεκαπενταύγουστο του 1941, υπολογίζεται ότι δραπέτευσαν μέσω του οχετού περίπου πεντακόσιοι Άγγλοι κρατούμενοι. Όπως προκύπτει από γερμανικές στρατιωτικές εκθέσεις, μόνο τη νύχτα της 20ης προς 21 Ιουλίου 1941 απέδρασαν ομαδικά από το “Παύλος Μελάς” τριάντα οκτώ φυλακισμένοι. Η απόδραση αυτή έγινε αντιληπτή από τους Γερμανούς φρουρούς, που άνοιξαν πυρ με συνέπεια να σκοτωθούν τρεις στρατιώτες και άλλοι τρεις να τραυματιστούν. (Κωνσταντίνος Αντωνίου, Ιστορία Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής 1833-1967, τομ. 3, Αθήνα 1965, σ. 1744)
Η γερμανική διοίκηση του στρατοπέδου θορυβημένη από τις συνεχείς αποδράσεις, άρχισε να ερευνά την υπόθεση, να ανακρίνει κάποιους κρατούμενους αλλά και από το προσωπικό του “Παύλος Μελάς” και κάποια στιγμή, χάρη και στις μαρτυρίες κάποιων που δεν άντεξαν την εξαντλητική ανάκριση, οδηγήθηκε στις 9 Αυγούστου 1941 στον εντοπισμό των μελών του δικτύου Βαμβέτσου.
Συλλήψεις και βασανιστήρια
Μετά από ολιγοήμερη παρακολούθηση, οι Γερμανοί βεβαιώθηκαν για την έκταση και τις ενέργειες της οργάνωσης και αποφάσισαν να δράσουν. Έτσι το μεσημέρι της 14ης Αυγούστου 1941, συλλαμβάνουν τη νοσοκόμα Κυριακή Κράμβη που εκείνη την ημέρα είχε την ευθύνη μιας αποστολής διαφυγής κρατουμένων, ενώ την επόμενη ημέρα, γιορτή του Δεκαπενταύγουστου του 1941, προχωρούν στη σύλληψη του αρχηγού του δικτύου, Ανθυπομοίραρχο Βαμβέτσο και του υπαρχηγού της οργάνωσης, Ενωμοτάρχη Κυριακόπουλο. Οι Γερμανοί προσπάθησαν να συλλάβουν και δύο ακόμη μέλη του δικτύου, τον Υπενωμοτάρχη Ξανθόπουλο και τον Χωροφύλακα Κουγιουμτζή, αλλά αυτοί πρόλαβαν και διέφυγαν.
Ο Ξανθόπουλος κρυβόταν επί μήνες σε διάφορα σπίτια μέχρις ότου καταδιωκόμενος τραυματίσθηκε σοβαρά και συνελήφθη στις 17 Μαρτίου 1942. Αλλά και πάλι, τον Δεκέμβρη του 1942, δραπέτευσε με τη βοήθεια της Οργάνωσης “Όμηρος”.
Ο Γιώργος Κουγιουμτζής εντάχθηκε αμέσως μετά στο ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, συνεχίζοντας την αντιστασιακή του δράση. Στις 2 Ιουνίου 1944 συνελήφθη από τους Γερμανούς και στάλθηκε στη Γερμανία σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, από όπου τον απελευθέρωσαν οι Σύμμαχοι.
Οι συλληφθέντες, μεταφέρθηκαν από τους κατακτητές από το “Παύλος Μελάς” στο άντρο βασανιστηρίων της Γκεστάπο, που λειτουργούσε στην Ανάληψη, στην πρώην κλινική Βαγιανού κι εκεί βασανίστηκαν με μεθόδους Ιερής Εξέτασης για να αποκαλύψουν τα μέλη του δικτύου και τους άλλους συνεργάτες τους. Ιδιαίτερα σκληρά και απάνθρωπα, ήταν τα βασανιστήρια στους Βαμβέτσο, Κυριακόπουλο και Κράμβη. Όμως και οι τρεις τους αντιμετώπισαν τους βασανιστές με ηρωϊσμό, θάρρος και αξιοπρέπεια, δεν λύγισαν, δεν πρόδωσαν, δεν βγήκε λέξη από το στόμα τους.
Βαμβέτσος: “Είμαστε Έλληνες”
Μετά από αυτό, παραπέμφθηκαν στις αρχές Οκτωβρίου 1941 στο Γερμανικό Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης, κατηγορούμενοι για παροχή βοήθειας στους άνδρες των εχθρικών δυνάμεων. Η δίκη κράτησε από τις 3-10-1941 ως τις 6-10-1941 και στις απολογίες τους ξεπήδησαν η ελληνική λεβεντιά και η αγάπη για το ύψιστο αγαθό της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας.
Ο Ευστάθιος Βαμβέτσος, ήρεμος, ανέλαβε την ευθύνη της ηγεσίας της Οργάνωσης και ψύχραιμος βροντοφώναξε:
“Είμαστε Έλληνες και μάλιστα βαθμοφόροι της Χωροφυλακής. Πράξαμε το καθήκον μας προς την Πατρίδα μας και τους Συμμάχους μας. Και σεις αν είσαστε στη θέση μας το ίδιο θα κάνατε”.
Η απολογία Κυριακόπουλου
Απολογούμενος στη συνέχεια ο Κωνσταντίνιος Κυριακόπουλος, προκάλεσε αίσθηση στου στρατοδίκες και τους άλλους που βρισκόταν στην αίθουσα:
“Δεν έχουμε τίποτε με τους Γερμανούς ή τους Άγγλους. Καταλάβατε τη χώρα και μας υποδουλώσατε. Οι Άγγλοι ήλθαν αρωγοί μας κατά τον πόλεμο που εσείς και οι Ιταλοί κηρύξατε εναντίον μας. Έτσι λοιπόν για μας τους Έλληνες δεν υπάρχει άλλος δρόμος από το να πολεμήσουμε με κάθε μέσο και με όποιες δυνάμεις μας απομένουν για να απελευθερωθούμε από σας που είσαστε κατακτητές μας. Το ίδιο θα κάναμε και εναντίον των Άγγλων εάν ήταν κατακτητές μας…”
Η Κυριακή Κράμβη υπήρξε και αυτή θαρραλέα και μαχητική Ελληνίδα στην απολογία της.
(Φώτη Τριάρχη “Οργάνωση Βαμβέτσου”, Αστυνομική Επιθεώρηση, τεύχος 636, Οκτώβριος 1995, σ. 636-638)
Παρ’ όλα αυτά, οι Γερμανοί στρατοδίκες καταδίκασαν σε θάνατο τον Ανθυπασπιστή Στάθη Βαμβέτσο και τον Ενωμοτάρχη Κώστα Κυριακόπουλο, ενώ, επειδή δεν διέθεταν επαρκή στοιχεία, επέβαλαν ποινή φυλάκισης δέκα ετών στον Χωροφύλακα Εμμανουήλ Σαράντο, και δεκατρία χρόνια φυλάκιση στην Κυριακή Κράμβη, αθωώντας ταυτόχρονα τους ιδιώτες Αλέξανδρο Κωνσταντινίδη και Γεώργιο Παυλίδη που κατηγορούνταν για απόκρυψη φυγάδων.
Το 1ο μέρος: «Δίκτυο Βαμβέτσου» (1ο) — Γάμος με το θάνατο
Αύριο το 3ο μέρος: «Δίκτυο Βαμβέτσου» (3ο) — Η εκτέλεση των δύο ηρώων Βαμβέτσου και Κυριακόπουλου
Από farosthermaikou.blogspot.com