Η αθώωση του Δημήτρη Ινδαρέ και των γιων του από το Εφετείο Πλημμελημάτων είναι μια δικαίωση απέναντι στον αυταρχισμό, την καταστολή και την προπαγάνδα του καθεστωτικού ψεύδους για τα περιστατικά που εκτυλίχθηκαν κατά τη διάρκεια επιχείρησης της Αστυνομίας για την εκκένωση κατάληψης στο Κουκάκι, στις 18 Δεκεμβρίου 2019 και τη απρόκλητη βία που δέχθηκαν από αστυνομικές δυνάμεις.
Ο σκηνοθέτης και τα παιδιά τους παρά το γεγονός ότι δέχθηκαν ωμή βία από αστυνομικούς και ξυλοκοπήθηκαν άγρια βρέθηκαν οι ίδιοι κατηγορούμενοι για βία κατά υπαλλήλων, εξύβριση, απείθεια, παράνομη οπλοκατοχή, διατάραξη λειτουργίας υπηρεσίας κλπ.
Οι τρεις κατηγορούμενοι αμφισβήτησαν όσα καταγράφονται στην δικογραφία αναφερόμενοι σε “εισβολή” των αστυνομικών στο σπίτι τους, το οποίο εφάπτεται στη μία του πλευρά με το επίμαχο κτίριο που τελούσε σε κατάληψη, και για αναίτια -όπως λένε- βία που άσκησαν σε βάρος τους οι αστυνομικοί οι οποίοι είχαν εισέλθει στο δικό τους χώρο.
Η εισαγγελέας πρότεινε την αθώωση τους με το σκεπτικό ότι υπέστησαν ωμή αστυνομική βία και ήταν τα εξιλαστήρια θύματα μιας οργανωμένης αλλά μη επιτυχημένης αστυνομικής επιχείρησης. «Δεν αφήνει αμφιβολία ότι άλλοι ήταν εκείνοι που έπραξαν τα αδικήματα και άλλοι οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι βρίσκονταν στο σπίτι τους», τόνισε η εισαγγελέας και αναφέρθηκε και στα σχετικά βίντεο που προβλήθηκαν στο δικαστήριο.
Αντιθέτως, εντόπισε αντιφάσεις στις προανακριτικές καταθέσεις των αστυνομικών που εισήλθαν στο σπίτι του σκηνοθέτη, ενώ αναφέρθηκε και στις καταθέσεις των γειτόνων – αυτοπτών μαρτύρων. Αυτό σε συνδυασμό με το ότι από την κατ’ οίκον έρευνα αλλά και από την εξέταση γενετικού υλικού δεν υπήρξε εύρημα που να συνδέει την οικογένεια Ινδαρέ με την κατάληψη, οδήγησε την εισαγγελέα στην πεποίθησή της. Υπενθυμίζεται ότι 11 αυτόπτες μάρτυρες έχουν επιβεβαιώσει πως η οικογένεια βρισκόταν στο μπαλκόνι του σπιτιού της στη διάρκεια που η Αστυνομία προσπαθούσε να μπει στην κατάληψη και όπως ακούστηκε στο δικαστήριο υπήρχαν κι άλλοι 30 γείτονες που θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν τα ίδια.
Οι τρεις εφέτες υιοθέτησαν την εισαγγελική πρόταση που είχε προηγηθεί και δεν αναφέρθηκε σε αμφιβολίες, αλλά σε βεβαιότητα. «Οι τρεις κατηγορούμενοι με απόλυτη βεβαιότητα δεν τέλεσαν αυτές τις πράξεις. Έγιναν θύματα μιας τυφλής, ωμής και αυθαίρετης αστυνομικής βίας και χρησιμοποιήθηκαν από τις αστυνομικές δυνάμεις για να καλύψουν την παταγώδη αποτυχία της επιχείρησης. Έγιναν τα εξιλαστήρια θύματα. Προτείνω να απαλλαγούν όχι λόγω αμφιβολιών, αλλά γιατί δεν τέλεσαν τις πράξεις για τις οποίες κατηγορούνται», ήταν τα λόγια της εισαγγελέως.