Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Αγγελος Σικελιανός: Ο ποιητής της λευτεριάς του λαού

Δεν είναι τούτο πάλεμα σε μαρμαρένια αλώνια εκεί να στέκει ο Διγενής και μπρος να στέκει ο Χάρος Εδώ σηκώνετ’..

Δεν είναι τούτο πάλεμα σε μαρμαρένια αλώνια εκεί να στέκει ο Διγενής και μπρος να στέκει ο Χάρος Εδώ σηκώνετ’ όλ’ η γη με τους αποθαμένους και με τον ίδιο θάνατο πατάει το θάνατό της. Κι απάνω – απάνω στα βουνά, κι απάνω στις κορφές τους, φωτάει με μιας Ανάσταση, ξεσπάει αχός μεγάλος. Η Ελλάδα σέρνει το χορό, ψηλά, με τους αντάρτες – χιλιάδες δίπλες ο χορός, χιλιάδες τα τραπέζια,- κ’ είν’ οι νεκροί στα ξάγναντα πρωτοπανηγυριώτες. Από το ποίημα του Α. Σικελιανού, Η Αντίσταση

Ο Σικελιανός έφυγε πικραμένος και παραγκωνισμένος από την επίσημη μετεμφυλιακή Ελλάδα, συκοφαντημένος και σαν επίτιμος πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, επειδή είχε το σθένος να συμπορευτεί με το ΕΑΜ, και μάλιστα σαν επικεφαλής του ΕΑΜ Διανοουμένων -Καλλιτεχνών. Να μην απαρνηθεί, μετά την απελευθέρωση, τα ιδανικά της Εθνικής Αντίστασης. Να μη «συνδράμει» τις προσπάθειες της αγγλοκρατίας και της άρχουσας τάξης για κατασυκοφάντηση του ΕΑΜ. Να μη «συμφωνήσει» για τις διώξεις των εκατοντάδων χιλιάδων αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης. Είναι γι’ αυτό διπλό το χρέος μας για μια τιμητική αναφορά στον κορυφαίο αυτό δημιουργό – ποιητή της ζωής.

Ο μεγάλος ποιητής, ο Αγγελος Σικελιανός, πέθανε στην Αθήνα, σαν σήμερα, στις 19 του Ιούνη του 1951 και τάφηκε στους Δελφούς. Δεν ήταν μόνο το έξοχο και πληθωρικό ταλέντο του, ούτε το απαράμιλλο έργο του που τον τοποθετούν στις κορυφές των Ελληνικών Γραμμάτων. Ηταν κυρίως το αίσθημα της μεγάλης ευθύνης που διαισθανόταν ότι τον βάρυνε ως πνευματικό δημιουργό. Αυτό το αίσθημα θα του δημιουργήσει ανησυχίες και προβληματισμούς από πολύ νωρίς, το ίδιο αίσθημα θα τον οδηγήσει να βρει τη λύση στις αστείρευτες δυνάμεις του λαού και της ιστορικής πραγματικότητας.

Γεννήθηκε στη Λευκάδα στις 15 Μάρτη 1884. Ηταν το έβδομο παιδί του καθηγητή της Ιταλικής και Γαλλικής γλώσσας, Ιωάννη Σικελιανού και της Χαρίκλειας Σικελιανού. Το 1901 γράφτηκε στη Νομική Σχολή, όμως τα ενδιαφέροντά του ήταν καθαρά λογοτεχνικά.

Το 1909 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή «Αλαφροΐσκιωτος» που προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση. Βαθιά επηρεασμένος από την αρχαιοελληνική πνευματική ατμόσφαιρα, ο Σικελιανός συνέλαβε την ιδέα των Δελφικών Γιορτών με σκοπό τη σύνθεση των αντιθέσεων των λαών.

Ομως, η Μικρασιατική Καταστροφή, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η άνοδος του φασισμού στην Ευρώπη και τα όσα ακολούθησαν οδήγησαν τον ποιητή στην εγκατάλειψη των ουτοπιών και στη στροφή του προς τη λαϊκή πάλη. Το 1941 εντάχθηκε στο ΕΑΜ, ενώ ιστορική είναι η στιγμή της απαγγελίας του ποιήματός του τη μέρα της κηδείας του Κωστή Παλαμά στις 27 Φλεβάρη 1943, μέσα στην κατοχή, δίνοντας το τα αισθήματα του συγκεντρωμένου πλήθους στην κηδεία και την αγωνιστική του διάθεση.

Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές, δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα… Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα ! Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένα βουνό με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα, κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό, ποιόν κλεί, τι κι αν το πεί η δικιά μου γλώσσα; … Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές, δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα… Βόγκα Παιάνα !

Οι σημαίες οι φοβερές της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα! Η οικογένειά του, ρίζα σικελική – εξ ου και το επίθετό του – από παλιά αριστοκρατική οικογένεια, που στα τέλη του 19ου αιώνα ξεπέφτει οικονομικά, ο Σικελιανός αναθρέφεται μέσα σε ένα πνευματικό οικογενειακό περιβάλλον. Δεκατριάχρονος, ακόμα, μαθητής, γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Στα 1901 εισάγεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και γνωρίζεται με τον πρωτοπόρο ανανεωτή του νεοελληνικού θεάτρου Κωνσταντίνο Χρηστομάνο, στου οποίου τη «Νέα Σκηνή» παίζει σε αρχαίες τραγωδίες, ποθώντας να γίνει ηθοποιός.

Πόθος που απέτυχε, αλλά γονιμοποίησε τη δραματουργία του Σικελιανού και τη μεγαλοφυή σύλληψή του για αναβίωση του αρχαίου δράματος με τις «Δελφικές Εορτές» (χρονιά έναρξής τους το 1927). Το 1902 δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα στα περιοδικά «Διόνυσος» και «Παναθήναια». Ακολουθούν ποιήματα στο «Νουμά» και σε άλλα περιοδικά. Ψηλός και απολλώνιας ομορφιάς ο Σικελιανός, υπερηφανεύεται για την αριστοκρατική καταγωγή του. Νιώθει ημίθεος. Σχεδόν ένας αρχαίος θεός. Ενας σύγχρονος Ορφέας. Ενας νιτσεϊκός υπεράνθρωπος, που ίπταται στα ουράνια, αλλά και στη γη, υπεράνω, όμως, των απλών ανθρώπων. Ενας γητευτής – προσωποποίηση της ποίησης, αλλά και του σαρκικού έρωτα.

Στη φλόγα του ΕΑΜ

Βλέποντας ο Σικελιανός το φασισμό να απλώνει πάνω από την Ευρώπη και να αρπάζει στα βρόγχια του τον χιλιοβασανισμένο ελληνικό λαό, πετά τον ιδεαλισμό, τον εγωτισμό, την ωραιοπάθειά του και στρέφει την καρδιά και το πνεύμα του στη ζωή και το λαό. Σμίγει την ποίησή του με τον απελευθερωτικό αγώνα και τους σοσιαλιστικούς πόθους του λαού. Το 1941 εντάσσεται στο ΕΑΜ και πρωτοστατεί στην προπαγάνδισή του με πέντε χειρόγραφα ποιήματα, με τίτλο «Ακριτικά», τα οποία, εικονογραφημένα με ξυλογραφίες του Σπύρου Βασιλείου, κυκλοφορούν παράνομα. Σ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής, υποφέρει όπως όλοι οι αγωνιστές του λαού, γυρίζοντας την πλάτη στη δυνατότητα να ζήσει με άνεση και ασφάλεια. Δημοσιεύει συνεχώς ποιήματά του σε ΕΑΜίτικα έντυπα για το «Νέο Εικοσιένα», όπως αποκαλεί το ΕΑΜ, στο επίγραμμά του «Ανάσταση» (25/3/1942): Τα χελιδόνια του θανάτου Σου μηνάν μιαν άνοιξη καινούρια, Ελλάδα, κι από τον τάφο Σου γιγάντια γέννα… Μάταια βιγλίζει των Ρωμαίων η κουστωδία τριγύρω Σου… Ακόμα λίγο, κι ανασταίνεσαι σε νέο Εικοσιένα. Παράλληλα γράφει τα σπουδαία, επίσης αντιστασιακής πνοής, θεατρικά έργα, μεταξύ των οποίων η «Σίβυλλα» και το κορυφαίο του «Ο θάνατος του Διγενή Ακρίτα». Εργο εμπνευσμένο από τη δημοτική μας ποίηση, που υμνεί τους νέους «Ακρίτες» του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ και την απελευθέρωση κάθε ανθρώπου και λαού. Ο ποιητής δε θεώρησε ότι επιτελούσε το καθήκον του με το να υμνεί απλώς τον ΕΑΜικό αγώνα κλεισμένος στο σπίτι του. Τον υμνούσε και δημόσια. Διακινδυνεύοντας. Εφτασε να «χτυπήσει» με τους στίχους του, την καμπάνα του αγώνα και στην κηδεία του Παλαμά. Εβγαζε εγερτήριους λόγους σε διάφορες εκδηλώσεις. Τόλμησε σε εκδήλωση στο Ηρώδειο (Αύγουστος του 1944) να απαγγείλει με τη βροντώδη φωνή του τον αντάρτη «Αστραπόγιαννό» του. Αλλά και σε εκδήλωση μετά την απελευθέρωση (1946) ύμνησε τον αγώνα και τις ιδέες του ΕΑΜ. Και καθώς είχε, ήδη, πει το μεγάλο «ΝΑΙ» και το μεγάλο «ΟΧΙ» του, στην πρώτη μεταπολεμική εκδήλωση της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, ως πρόεδρός της, έκανε μια μεγαλόπνοη προγραμματική ομιλία με θέμα «Προς μια αποφασιστική πνευματική στροφή». Οι ΕΑΜικές ιδέες του Σικελιανού δε λύγισαν ούτε με τον Δεκέμβρη, ούτε στα μαύρα χρόνια του Εμφυλίου. Γιατί, όπως έβαζε τον Μακρυγιάννη να λέει: «Τη λευτεριά μας τούτη δεν την ήβραμε στο δρόμο, και δε θα μπούμεν εύκολα στου αυγού το τσόφλι, γιατί δεν είμαστε κλωσόπουλα, σ’ αυτό να ξαναμπούμε πίσω, μα εγίναμε πουλιά, και τώρα πια στο τσόφλι μέσα δε χωρούμε».

Δεν του τα συγχώρεσε όλα αυτά η μεταπολεμική σκοταδιστική εξουσία. Γι’ αυτό και σαμποτάρισε τρεις φορές την υποψηφιότητά του για το Νόμπελ, την οποία έθεσε η Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών. Τον πολέμησε και για έναν ακόμα λόγο. Επειδή η ΕΑΜοθραφείσα ΕΕΛ το 1947 τον ανακήρυξε τιμητικά ως επίτιμο πρόεδρό της. Το αντιδραστικό κατεστημένο κατηγόρησε την

Απόψεις