Σαν σήμερα, 27 Απριλίου 1935, γεννήθηκε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος (1935 – 2012), ο σημαντικότερος κινηματογραφιστής που ανέδειξε η χώρα μας κι ένας από τους σπουδαιότερους του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1935. Έκανε νομικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες εγκατέλειψε πριν πάρει το πτυχίο του.
Έφυγε για το Παρίσι το 1961 κι εκεί αρχικά παρακολούθησε στη Σορβόννη μαθήματα γαλλικής φιλολογίας και φιλμογραφίας, καθώς και μαθήματα εθνολογίας. Στη συνέχεια ήρθε η ώρα των μαθημάτων κινηματογράφου στη Σχολή Κινηματογράφου IDHEC και στο Musée de l’ homme.
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1964 και μέχρι το 1967 εργάστηκε ως κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα Δημοκρατική Αλλαγή, μαζί με τον Βασίλη Ραφαηλίδη και την Τώνια Μαρκετάκη. Με τον κινηματογράφο άρχισε να ασχολείται το 1965 και το 1968 παρουσίασε την πρώτη του μικρού μήκους ταινία, «Εκπομπή», στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Από την «Αναπαράσταση»
Το 1970, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, «Αναπαράσταση», κέρδισε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, καθώς και άλλες διακρίσεις στο εξωτερικό.
Έκτοτε, οι ταινίες του είχαν συμμετοχές σε πολλά διεθνή φεστιβάλ κι ο Αγγελόπουλος καθιερώθηκε παγκοσμίως ως ένας από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες του σύγχρονου κινηματογράφου. Τιμήθηκε με πολλά βραβεία για την προσφορά του στον κινηματογράφο, με πιο αναγνωρίσιμο τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών το 1998, για την ταινία «Μια Αιωνιότητα και μια Μέρα».
Αναγορεύτηκε σε επίτιμο διδάκτορα των Πανεπιστημίου των Βρυξελλών, του Πανεπιστημίου X Ναντέρ (Nanterre) στο Παρίσι και του Πανεπιστημίου του Έσσεξ (Essex).
Μαζί με τον Βασίλη Ραφαηλίδη υπήρξε συνιδρυτής του περιοδικού «Σύγχρονος Κινηματογράφος».
Στις 24 Ιανουαρίου 2012 πεζός τραυματίστηκε σοβαρά στο διάλειμμα των γυρισμάτων της νέας του ταινίας «Η άλλη θάλασσα» στη Δραπετσώνα από διερχόμενη μοτοσυκλέτα. Το ίδιο βράδυ άφησε την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο του Φαλήρου, όπου νοσηλευόταν σε κρίσιμη κατάσταση.
Ο Αγγελόπουλος και η Αριστερά, μέσα από το έργο του
Αναδημοσιεύουμε μια συνέντευξη του Θόδωρου Αγγελόπουλου που δόθηκε στον Παναγιώτη Φραντζή και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Πριν» στις 8 Φεβρουαρίου 2009.
Θα ήθελα να μιλήσουμε πρώτα απ’ όλα για αυτά που συμβαίνουν σήμερα. Πώς βλέπετε την εποχή που ανοίγεται μπροστά μας; Τι φέρνει η καπιταλιστική κρίση;
Το εντυπωσιακό είναι ότι πλέον αστοί διανοούμενοι ανακαλύπτουν ξανά τον Μαρξ και την ανάλυσή του για τον καπιταλισμό. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την αναγκαιότητα ελέγχου της αγοράς από το κράτος. Το πνεύμα του οικονομικού φιλελευθερισμού, το περίφημο laissez faire, laissez passer, le monde va de lui même! έχει πεθάνει, καθώς αποδείχθηκε ότι η αγορά δεν μπορεί να αυτορυθμιστεί.
Μπαίνουμε λοιπόν σε μια νέα περίοδο που θα οδηγήσει την αστική τάξη σε υποχωρήσεις, αλλά δεν πιστεύω ότι αυτό περιγράφεται ακριβώς με τον όρο της επαναστατικής ή προεπαναστατικής κατάστασης. Δεν βλέπω δηλαδή μια πολιτική ανατροπή, παρ’ όλα αυτά. Βέβαια, η κρίση μπορεί να φέρει μια νέα συνειδητοποίηση του κόσμου, των εργαζομένων, όλων, γιατί κανείς δεν είναι ικανοποιημένος με αυτή την κατάσταση. Αλλά, σε σχέση με παλιότερα, σήμερα είναι πιο δύσκολο να προβλέψεις τι θα γίνει. Θα ’λεγε κανείς ότι υπάρχει αυτό που λέει η ταινία, ένα τοπίο στην ομίχλη, όπου δεν μπορείς να δεις μακριά, παρά μόνο λίγο πιο κοντά, λίγο πιο πέρα από κει που είσαι… Θα δούμε.
Από το «Θίασο»
Μιλάτε για υποχωρήσεις της αστικής τάξης και σκέφτομαι ότι το εργατικό κίνημα έχει ήδη υποχωρήσει πολύ.
Το εργατικό κίνημα στις μέρες μας δεν συμπλέει με την Αριστερά – και αυτό είναι ένα καινούριο φαινόμενο. Όχι τελείως καινούριο, αλλά σίγουρα κάτι για το οποίο θα πρέπει να διερωτηθεί η Αριστερά. Κάτι συμβαίνει. Δεν είναι η ίδια κατάσταση που υπήρχε κάποτε. Κάποτε η Αριστερά ξεκίναγε από την εργατική τάξη, από τα εργατικά κινήματα. Μερικοί επιμένουν να επικαλούνται ότι αντιπροσωπεύουν… αλλά δεν αντιπροσωπεύουν, στην πραγματικότητα. Αυτά είναι πάντως προς μελέτη, όλων των αριστερών κινήσεων και κομμάτων. Τι αντιπροσωπεύουν. Εν ονόματι ποιου ή σε ποιον απευθύνονται.
Και πώς συνδέουν τα σύμβολα της εποχής του Λένιν και του Μπελογιάννη με αυτά που ζούμε σήμερα. Πώς επιστρέφουμε στην υλιστική διαλεκτική…
Είναι μια άλλη εποχή. Δεν είναι θέμα επιστροφής, είναι θέμα αναζήτησης ενός καινούριου πολιτικού λόγου. Για μένα, αυτό που πρέπει να προκύψει και το μέλλον της Αριστεράς… και ο όρος δεν ξέρω αν θα ισχύει, αλλά ας πούμε έτσι… ποια θα είναι η θέση της Αριστεράς εάν δεν έχει καινούριο πολιτικό λόγο. Το μεγάλο πρόβλημα εδώ και χρόνια είναι ότι είμαστε συνέχεια μόνο άρνηση, κριτική. Δεν υπάρχει νέος πολιτικός λόγος που να μπορεί να παντρευτεί τη σημερινή συγκυρία και τα προβλήματα που γεννιόνται από δω και πέρα. Αυτό το πρόβλημα το διαισθανόμουν εδώ και πάρα πολύ καιρό. Απλώς όλοι μας, όσοι ανήκουμε στην Αριστερά, είμαστε κάπως… κολλημένοι σε κάποια πράγματα.
Από τους «Κυνηγούς»
Αυτό εξηγείται από τα αντανακλαστικά του αμυνόμενου που είχαμε μετά τον εμφύλιο…
Αυτό το πράγμα δεν υπάρχει πια. Τελείωσε από τη στιγμή που σε μια κυβέρνηση που έγινε μετά τη μεταπολίτευση συμμετείχε και το ΚΚΕ με το Φλωράκη.
Πάντως αυτή τη στιγμή σχεδόν την έχουν ξεχάσει, υπάρχει μια περίεργη σιωπή…
Καλά, άσ’ το αυτό… Ε, βέβαια υπάρχει σιωπή… Εκεί τελείωσε πάντως.
Για την εποχή που έρχεται σκεφτόμουν ότι ίσως είναι ένα περίεργο μείγμα: μέρες του ’36 και μέρες του ’65 μαζί. Εσείς ζήσατε τα Ιουλιανά…
Άλλο πράγμα… Κάποτε είπα για όλο αυτό ότι τότε τραγουδούσαν οι δρόμοι. Τώρα, πέρα απ’ τα παιδιά που κατέβηκαν χωρίς να καταλαβαίνουν γιατί κατεβαίνουν, αλλά όλοι το διαισθανόμασταν, αυτή τη διαμαρτυρία για έναν κόσμο που δεν μας αρέσει… αυτό που χαλάει την ιστορία είναι όταν ο άλλος πάει και σπάει – ουσιαστικά υπονομεύει αυτή την ιστορία, γιατί δίνει άλλοθι και στην καταστολή και στην αντίδραση όλων των υπολοίπων. Δεν είναι πολιτικός λόγος αυτό.
Χρειάζεται πρώτα ο πολιτικός λόγος, και αυτό πρέπει να αναζητήσει η Αριστερά. Δεν έρχονται βέβαια τα πράγματα με κουμπάκια. Είναι όμως ένα ψάξιμο που πρέπει να γίνει σε βάθος για την αναζήτηση μιας οραματικής σχέσης με το μέλλον που να ανοίγει μια ιστορική προοπτική. Δεν γίνεται αλλιώς – ειδάλλως είναι ένα ακίνητο πράμα το οποίο θα παραπαίει. Τότε, στα Ιουλιανά, τα πράγματα είχαν ένα στόχο, δεν ήταν απλώς μια εξέγερση, υπήρχαν αιτήματα. Οι φοιτητές μιλάγανε πολιτικά, δεν ήταν άρνηση μόνο. Υπήρχε μια έξαρση, υπήρχε ένα τραγούδι, θα το έλεγα τραγούδι με τη μεταφορική έννοια.
Πείτε μου για την εμπειρία σας στην Αθήνα του 1965, τότε που άρχισαν όλα.
Το ’64 ήμουν ακόμα στο Παρίσι. Είχα κλείσει μια δουλειά με τον Αλέν Ρενέ (είχα μια τρομακτική αποδοχή από τη μεριά των Γάλλων, όλοι περιμένανε πώς και πώς) είχα δηλαδή μια ανοιχτή ιστορία στη Γαλλία. Και κατέβηκα να δω τους γονείς μου πριν ξαναγυρίσω πίσω. Και κατεβαίνοντας, είναι γνωστή η ιστορία, κάπου στα Χαυτεία ήτανε, συγκρούονταν φοιτητές με αστυνομικούς, ξύλο, εγώ έμενα στην Αχαρνών και πήγαινα με τα πόδια, με ένα σακίδιο… και δεν πρόλαβα να καταλάβω τίποτα. Ήρθαν οι αστυνομικοί καταπάνω μου. Έφαγα μια σφαλιάρα στο πρόσωπο, μου έπεσαν τα γυαλιά κάτω και έσπασαν – τότε έσπαγαν τα γυαλιά. Και τα ’χασα.
Γυρίζοντας σπίτι μίλησα στο τηλέφωνο με την Τώνια τη Μαρκετάκη που τότε δούλευε στη Δημοκρατική Αλλαγή και έκανε κριτική. «Θόδωρε έμαθα ότι γύρισες, ξέρουμε πώς γράφεις και θέλουμε να είσαι στην εφημερίδα μαζί μας». Λέω «Τώνια, εγώ θα γυρίσω, έχω κλείσει δουλειά». «Καλά εντάξει», μου λέει, «θα τα πούμε». Αλλά εγώ είχα σοκαριστεί αγρίως. Και καθόμουν και σκεφτόμουν. Όλη νύχτα την πέρασα δύσκολα. Σαν να είχα περάσει ένα ψυχολογικό σοκ, έτσι θα το έλεγα. Την άλλη μέρα το πρωί τηλεφώνησα στην Τώνια και της είπα «Εντάξει Τώνια, θα ’ρθω». Κι έμεινα στην Ελλάδα. Ακόμα και όταν οι φίλοι μου στη διάρκεια της δικτατορίας φύγαν όλοι, οι περισσότεροι τουλάχιστον, εγώ έμεινα και άρχισα να κάνω ταινίες. Με σκοπό να καταλάβω όχι μόνο τον εαυτό μου, αλλά για να καταλάβω πού βρισκόμουν. Και πού αλλού να πάω, με την Αναπαράσταση πήγα στη βαθιά Ελλάδα, όχι στην Αθήνα, να ανακαλύψω τη χώρα μου – και έτσι άρχισε αυτή η ιστορία.
Θυμάμαι επίσης τη δολοφονία του Πέτρουλα ιδωμένη πάνω απ’ το μπαλκόνι της Δημοκρατικής Αλλαγής, θυμάμαι τη στιγμή της επίθεσης της αστυνομίας στους διαδηλωτές, και στο συμβάν και στο σημείο που έπεσε νεκρός ο Πέτρουλας κοντά στη Χρήστου Λαδά έκανα αναφορά σε ένα ντοκιμαντέρ μου για την Αθήνα…
Από το «Μετέωρο βήμα του πελαργού»
Πώς ήταν στην εφημερίδα το κλίμα;
Καταπληκτικά. Από τη πλευρά της Αριστεράς σε σχέση με την Αυγή ήταν πρωτοπορία: πιο νεανική, τόσα αξιόλογα πρόσωπα… ήταν καταπληκτικά! Εκτός απ’ το γεγονός ότι η διεύθυνση βέβαια ήταν σκληροπυρηνική. Μια φορά θυμάμαι έγραψα μια αρνητική κριτική για μια ρώσικη ταινία που δε μου άρεσε καθόλου και έγινε χαμός. Φωνάξαν το Βασίλη το Ραφαηλίδη, ο οποίος ήταν στο κόμμα οργανωμένος, και του έκαναν πολύ αυστηρή επίπληξη για την κριτική που έκανα.
Τον γνωρίζατε από πριν τον Ραφαηλίδη;
Όχι. Γνωριστήκαμε μέσα στη Δημοκρατική Αλλαγή. Από τότε ο Βασίλης έγινε αδερφός μου. Μπορώ να πω για τρεις τέσσερις ανθρώπους που ήταν πνευματικά αδέρφια μου και τους αγαπούσα πολύ. Ένας από αυτούς ήταν ο Βασίλης, μέχρι το τέλος. Παρά τις διαφωνίες που είχαμε σε ορισμένα πράγματα, τις υπερβολές του… Ήταν υπερβολικός αλλά εξαιρετικά ειλικρινής μες στην υπερβολή του.
Τι έκταση δίνατε στα θέματα του πολιτισμού;
Νομίζω ότι ήτανε πάντα σε κεντρική σελίδα, είχε μια πολύ καλή θέση μέσα στην εφημερίδα ο πολιτισμός. Τότε δινόταν πολύ μεγάλο βάρος σε αυτά, ήταν πολύ εντυπωσιακή και έντονη η παρουσία του πολιτισμού στην εφημερίδα, μέσα από κριτικές και άρθρα. Καλά οι κριτικές κινηματογράφου που έκανα εγώ τότε ήταν τελείως άλλο πράγμα από αυτές που γινόταν μέχρι τότε. Ήταν και οι άνθρωποι διαφορετικοί. Δεν μπορώ να προσδιορίσω ακριβώς τη διαφορά με σήμερα, αλλά τότε ήταν όλα αλλιώς.
Εικόνες από το επόμενο συλλογικό όνειρο
Θυμάμαι έντονα μια σκηνή από Το Λιβάδι που δακρύζει. Εκεί που πιάνεται στα χέρια ο Αρμένης με το συνεργάτη του και όταν τους χωρίζουν λέει «Δεν είναι τίποτα παιδιά, ένας φίλος πρόδωσε».
Το «Αριστερός» δε σημαίνει πάντα ότι είναι κανείς και μεγαλόψυχος, έτσι δεν είναι; Υπήρχαν όμως αυτοί που ήταν όντως έτσι. Εγώ νομίζω ότι ένας απ’ αυτούς ήταν ο Γιάννης ο Ρίτσος. Μιλάω από την προσωπική επαφή που είχα μαζί του. Ο Γιάννης ο Ρίτσος ήταν έτσι. Και άλλοι, ανώνυμοι. Σκληροί ήταν πάρα πολύ οι στενά κομματικοί. Ήταν πολύ κάθετοι, είναι γνωστές οι ιστορίες και από το εσωτερικό το λεγόμενο τότε και από το εξωτερικό, πόσο σκληρά ήταν τα πράγματα και πόσοι σκληροί οι μεν για τους δε. Το κομματικό καθήκον ήταν παραπάνω από αυτό που θα λέγαμε ανθρωπιά. Στο κομμουνιστικό κόμμα στη Σοβιετική Ένωση δεν ήταν έτσι; Οι διαγραφές, οι προγραφές…
Από το «Ταξίδι στα Κύθηρα»
Βέβαια δεν ήταν πάντα έτσι ούτε στο μπολσεβίκικο κόμμα…
Η εποχή ακριβώς της επανάστασης, πριν από την επανάσταση, είναι αλλιώς. Για να μεταχειριστώ τη γνωστή φράση του Ταλεϊράνδου που χρησιμοποιεί ο Μπερτολούτσι στην πρώτη πρώτη του ταινία, «Όποιος δεν έζησε την εποχή πριν την επανάσταση δεν ξέρει τι θα πει γλύκα της ζωής». Τότε τα πράγματα είναι γλύκα της ζωής, μετά σκληραίνουν. Ό,τι γίνεται καθεστώς γίνεται θέσεις, γίνεται ταξινόμηση, γίνεται ιεραρχία…
Πάμε στην Ελένη μετά το Λιβάδι που δακρύζει;
Το λιβάδι που δακρύζει δεν έχει καμία σχέση με την επόμενη ταινία – απλώς είναι και αυτή μια ταινία πάνω στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, και οι δύο αναφέρονται στην ίδια περίπου περίοδο. Μόνο το όνομα Ελένη είναι το ίδιο, δεν είναι ούτε καν το ίδιο πρόσωπο. Υπάρχει ένας έρωτας πάντα, έτσι δεν είναι; Στο Λιβάδι που δακρύζει η Ελένη είναι ένα κορίτσι που ερωτεύεται έναν άντρα όπου αυτός φεύγει για την Αμερική. Αυτή θα μείνει πίσω και θα περιμένει.
Η ηρωίδα αυτή δέχεται παθητικά τα χτυπήματα της ζωής, ενώ…
Η Ελένη της πρώτης ταινίας δεν είναι ενταγμένη στην Αριστερά. Βέβαια φυλακίζεται για υπόθαλψη καθεστωτικού, υπομένει πολλά βάσανα αλλά κοιτάξτε, η στάση αυτού που περιμένει δεν είναι παθητική – είναι ενεργητική στάση. Έχει μια μεγάλη εξωπραγματική δύναμη που έχει περάσει και σε μύθους πολλών λαών, όπως ο δικός μας της Πηνελόπης και του Οδυσσέα. Τώρα, στη δεύτερη ταινία της τριλογίας, στη Σκόνη του χρόνου υπάρχει ένα κορίτσι που είναι οργανωμένο στην Αριστερά, ένα υποκείμενο, ή μάλλον υποκείμενο και μετά αντικείμενο της ιστορίας. Διώκεται για τη δράση της, φεύγει από τη χώρα και καταλήγει στην Τασκένδη και από εκεί στο Καζακστάν, κοντά στα σύνορα με τη Σιβηρία. Αυτή έχει γνωρίσει έναν άντρα σε ένα χορό κάπου στη Θεσσαλονίκη, τον οποίο στη συνέχεια χάνει. Θα τον ξανασυναντήσει μετά από τρία χρόνια στην Τασκένδη τη μέρα του θανάτου του Στάλιν. Και όταν όλοι έχουν φύγει μετά το άκουσμα της είδησης, οι δυο τους θα έχουν μια ερωτική συνάντηση μέσα σε ένα βαγόνι… Πρέπει να σου πω ότι ο άντρας τα χρόνια που μεσολάβησαν την έψαχνε παντού και τελικά τη συναντά αφού ταξιδεύει έξω με άλλο όνομα και άλλα ρούχα…
Από το «Βλέμμα του Οδυσσέα»
Υπάρχει όμως και ένας άλλος…
Υπάρχει, ναι, και ένας άλλος άντρας, ο οποίος αφού σε μια στιγμή ο πρώτος άντρας θα αναγκαστεί να φύγει για την Αμερική, θα ζήσει κοντά της και θα υπάρξει συμπαραστάτης και φίλος της και τελικά θα την ερωτευθεί. Και εκείνη φυσικά θα αγαπήσει βαθιά και τους δύο.
Λοιπόν η ταινία ξεκινά με την αναγγελία του θανάτου του Στάλιν το 1953 και τον κόσμο να κλαίει…
Πρέπει να σου πω ότι δεκάδες κομπάρσοι, άνθρωποι μεγάλης ηλικίας, έκλαιγαν στ’ αλήθεια στα γυρίσματα, σαν να ξαναζούσαν τη μέρα εκείνη. Γιατί για αυτούς ο Στάλιν ήταν αυτός που έδωσε ζωή στον τόπο τους.
Ο πατέρας ενός λαού, το χαμένο τους στήριγμα, ο αυστηρός πατέρας της ταινίας του Ζβιαγκίντσεφ που επιστρέφει μετά από απουσία δώδεκα χρόνων.
Οι Ρώσοι έχουν μια μακρά παράδοση στην οποία η έννοια του πατέρα είναι θεμελιακή. Η μορφή του πατέρα επανέρχεται στις ταινίες μου και με απασχολεί πολύ λόγω βιωμάτων. Πολύ μικρός μετά το Δεκέμβρη του ’44 θυμάμαι που ψάχναμε με τη μητέρα μου να βρούμε τον πατέρα μου νεκρό – τον είχαν πάρει όμηρο αποχωρώντας από την Αθήνα οι Ελασίτες αλλά εμείς ξέραμε ότι τον είχαν πάει για εκτέλεση… Απίστευτες καταστάσεις. Ώσπου μια μέρα, εκεί που έπαιζα στο δρόμο μπροστά στο σπίτι μας τον είδα να επιστρέφει!… Η «Αναπαράσταση» ξεκινά με την επιστροφή του πατέρα. Ενώ το «Τοπίο στην ομίχλη» είναι η αναζήτηση του πατέρα. Αυτό που ψάχνουν και τώρα τα παιδιά στους δρόμους, τι άλλο είναι; Έναν πατέρα ψάχνουν σε συμβολικό επίπεδο: ένα σταθερό σημείο αναφοράς.
Ας δούμε κι ας ξαναδούμε το έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου…
Η σύντομη περιγραφή των ταινιών του, μια – μια, αποτελεί μια αφορμή για να δούμε και να ξαναδούμε το έργο ενός μεγάλου δημιουργού.
Οι περιγραφές των ταινιών (και η κεντρική φωτογραφία) είναι από την επίσημη ιστοσελίδα για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, όπου μπορείτε να διαβάσετε για τη ζωή και το έργο του.
Forminx Story (1965)
Ημιτελής ταινία μεγάλου μήκους. Η ταινία ήθελε να αποτελέσει μια σύγχρονη σπουδή πάνω στους τραγουδιστές, τις διαδικασίες σύνθεσης και παραγωγής. Δεν ολοκληρώθηκε, μετά και την τελική σύμφωνη γνώμη του παραγωγού.
Η Εκπομπή (1968)
Ταινία μικρού μήκους. Μια ομάδα δημοσιογράφων ζητά στο δρόμο από τους περαστικούς να τους ορίσουν τα χαρακτηριστικά που, κατά τη γνώμη τους, συνθέτουν τον «ιδανικό άνδρα», ενώ, βάσει των απαντήσεων, ένας σχεδιαστής φτιάχνει ένα είδος identikit. Στη συνέχεια, οι ίδιοι δημοσιογράφοι ψάχνουν ανάμεσα στον κόσμο τον άντρα που ανταποκρίνεται σ’ αυτή την περιγραφή. Ανακαλύπτουν έναν μικροαστό, λίγο σεξομανή, ο οποίος πετάει απ’ τη χαρά του όταν του ανακοινώνουν ότι έχει επιλεγεί ως ο «ιδανικός άνδρας» κι έχει κερδίσει ως βραβείο να περάσει μια νύχτα με μια ντίβα του κινηματογράφου.
O μικροαστός ετοιμάζεται με μεγάλη ανυπομονησία για το ραντεβού, αποκρύπτοντας το γεγονός από τη σύζυγο, αλλά, όταν φτάνει στο χώρο που του υπέδειξαν, κι αφού περιμένει για ώρες, αντί για την ντίβα, εμφανίζονται οι δημοσιογράφοι της έρευνας. Τον οδηγούν στο στούντιο και του δίνουν ένα δακτυλογραφημένο κείμενο που πρέπει να διαβάσει: είναι η ενθουσιώδης έκθεση πεπραγμένων μιας εκπληκτικής συνάντησης με μια ντίβα.
Αναπαράσταση (1970)
Μετά από χρόνια δουλειά στη Γερμανία, ένας άντρας επιστρέφει στο χωριό του, Τυμφαία της Ηπείρου: μια χούφτα πέτρινα σπίτια σε μια έρημη, τραχιά και αποδεκατισμένη περιοχή από τα τόσα χρόνια μετανάστευσης, όπου μετράνε τις μέρες τους οι λιγοστοί εναπομείναντες κάτοικοι – γέροι, γυναίκες και μικρά παιδιά. Κανένας δεν τον περιμένει, ενώ η κόρη του, στο κατώφλι του σπιτιού, δεν τον αναγνωρίζει.
Λίγες μέρες αργότερα, η σύζυγος, με τη βοήθεια του εραστή της, τον σκοτώνει και τον θάβει στον κήπο, φυτεύοντας κρεμμυδάκια πάνω στον τάφο του. Καίει τα ρούχα και τα λιγοστά υπάρχοντά του, και διαδίδει στο χωριό ότι ο άντρας της ξανάφυγε για τη Γερμανία. Για να κάνει ακόμα πιο πιστευτή την αναχώρησή του και για να δημιουργήσει ένα άλλοθι, φεύγει με τον εραστή της για τα Γιάννενα. Στο ξενοδοχείο, δίνουν το όνομα του συζύγου και μιας άλλης γυναίκας. Στο χωριό, όμως, η ξαφνική αναχώρηση του μετανάστη δημιουργεί υποψίες, και γρήγορα θα φτάσει η αστυνομία.
Αυτός είναι ο πυρήνας του θέματος που θα αναπτυχθεί μέσα από διαφορετικές έρευνες: τη γραφειοκρατική (της ανάκρισης) που αναζητά έναν ένοχο για να κλείσει την υπόθεση, κι εκείνην μιας ομάδας δημοσιογράφων, η οποία, καταγράφοντας τις μαρτυρίες των κατοίκων, αναδεικνύει το κοινωνιολογικό πλαίσιο που υπέθαλψε αυτή την ιστορία. Το χρονικό του φόνου ολοκληρώνεται με τη σύλληψη της γυναίκας, αλλά η δραματική κοινωνική πραγματικότητα του χωριού παραμένει ανοιχτή πληγή. Η ταινία τελειώνει με την επανάληψη της σκηνής του φόνου. Η αμετάβλητη πραγματικότητα πάνω στην οποία ωρίμασε ο φόνος, παραμένει εκεί.
Μέρες του ’36 (1972)
Oι «μέρες του ’36» είναι αυτές που προετοίμασαν την εγκατάσταση της φιλοφασιστικής δικτατορίας του στρατηγού Μεταξά. Σε μια πλατεία γεμάτη κόσμο και κάτω από έναν δυνατό ήλιο, δολοφονείται ένας συνδικαλιστής. Oι υποψίες στρέφονται στον Σοφιανό, έναν πρώην συνεργάτη της αστυνομίας που έχει πέσει σε δυσμένεια. O Σοφιανός αγωνίζεται μάταια ν’ αποδείξει την αθωότητά του. Απελπισμένος, κρατάει όμηρο στο κελί του ένα φίλο βουλευτή που τον επισκέπτεται στη φυλακή, κι απειλεί να τον σκοτώσει αν δεν τον ελευθερώσουν.
Είμαστε στις παραμονές των εκλογών του 1936, και η κυβέρνηση Μεταξά, που μόλις στέκεται όρθια χάρη σ’ έναν δύσκολο συμβιβασμό ανάμεσα στις δυνάμεις της Δεξιάς και του Κέντρου, βρίσκεται σε μια πολύ λεπτή θέση: αν αντισταθεί στον εκβιασμό του Σοφιανού, προκαλώντας το θάνατο του βουλευτή, θα χάσει τη στήριξη της Δεξιάς· κι αν, αντίθετα, υποκύψει στον εκβιασμό κι αφήσει ελεύθερο τον κρατούμενο, θα χάσει τη στήριξη του Κέντρου. Το ποια «τάξη» αποκαταστάθηκε τελικά, το φανερώνει ξεκάθαρα η σκηνή της εκτέλεσης των διαδηλωτών που κλείνει την ταινία.
Ο Θίασος (1974-’75)
Η ταινία ακολουθεί τις περιπέτειες ενός περιοδεύοντος θιάσου στην Ελλάδα από το 1939 μέχρι το 1952, ο οποίος προσπαθεί να παρουσιάσει μια θεατρική παράσταση του βουκολικού δράματος του Περεσιάδη Γκόλφω, η βοσκοπούλα. Η πολιτική ιστορία της Ελλάδας και η ιδιωτική των μελών του θιάσου (που είναι ταυτόχρονα και μέλη της ίδιας οικογένειας) πλέκονται αξεδιάλυτα. Από τη μια παρακολουθούμε τις τελευταίες μέρες της δικτατορίας του Μεταξά, την έναρξη του πολέμου, την ιταλική εισβολή, τη γερμανική κατοχή, την Απελευθέρωση, την άφιξη των συμμάχων (Άγγλων αρχικά και Αμερικανών στη συνέχεια), την καταπίεση των «αριστερών» αγωνιστών και τον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, μέχρι τις εκλογές του 1952 όπου κυριαρχούν οι δυνάμεις της Δεξιάς.
Από την άλλη, οι περιπέτειες της οικογένειας του Oρέστη, της αδελφής του, του πατέρα του, της μητέρας του και του εραστή της, παραπέμπουν στον κεντρικό πυρήνα του μύθου των Ατρειδών. O πατέρας εκτελείται από τους Γερμανούς, μετά την προδοτική καταγγελία του εραστή της μητέρας, κι ο Oρέστης, αντάρτης της Αριστεράς, με τη συνεργασία της αδελφής, θα σκοτώσει επί σκηνής τη μητέρα του και τον εραστή της, για να έρθει και η δική του εκτέλεση κατά τη διάρκεια των εκκαθαρίσεων που ακολούθησαν τη γενική καταστολή του αντάρτικου κατά τον Εμφύλιο.
Το κεντρικό πρόσωπο της ταινίας είναι η μεγάλη αδελφή (εκείνη που, κατά το σχήμα του μύθου, θα ήταν η Ηλέκτρα), η μόνη της οικογένειας που, μετά τα δεκατρία χρόνια Ιστορίας τα οποία πραγματεύεται η ταινία, μένει ώς το τέλος και φροντίζει τον μικρό Oρέστη, το γιο της μικρής αδελφής που έχει παντρευτεί έναν αμερικανό αξιωματικό. Η χρονολογική κατασκευή της ταινίας, περίπλοκη και πολύπλοκη, κτίζεται με διαρκείς χρονικούς ελιγμούς και συνεχείς εναλλαγές εποχών. Η ταινία αρχίζει το 1952 και τελειώνει το 1939 μ’ ένα πανομοιότυπο πλάνο.
Το βίντεο περιέχει δύο αποσπάσματα και δύο φωτογραφίες από τις ταινίες «Το μετέωρο βήμα του πελαργού» (1991) και «Οι κυνηγοί» (1977 ).
Οι κυνηγοί (1977)
Παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1977, μια ομάδα κυνηγών βρίσκει στην περιοχή κοντά στη λίμνη των Ιωαννίνων, μέσα στο πυκνό χιόνι, το πτώμα ενός αντάρτη του Εμφυλίου. Το αίμα τρέχει ακόμα φρέσκο απ’ την πληγή του, παρ’ όλο που έχουν περάσει κοντά τριάντα χρόνια. Oι κυνηγοί, όλοι εκπρόσωποι της αστικής τάξης, πολιτικής και οικονομικής (μαζί τους, όμως, κι ένας «ανανήψας “αριστερός”»), μεταφέρουν το πτώμα στο ξενοδοχείο τους, όπου και θα περάσουν μια νύχτα Πρωτοχρονιάς γεμάτη απ’ τα φαντάσματα της ιστορικής τους συνείδησης και το φόβο του παρελθόντος.
Μπροστά σ’ ένα μεγάλο δικαστήριο της Ιστορίας, που λαμβάνει χώρα στη σάλα χορού του ξενοδοχείου, οι καταθέσεις τους μετατρέπονται σε ζωντανούς εφιάλτες της συλλογικής τους συνείδησης. Προς το τέλος της ταινίας, ο αντάρτης που ζωντανεύει μέσα στη φαντασία των τρομοκρατημένων κυνηγών, μετατρέπεται σ’ ένα είδος εκδικητή της επανάστασης. Αφού ακούσουν απ’ τα χείλη του την καταδικαστική απόφαση, οι αστοί εκτελούνται, για να ξανασηκωθούν, βγαίνοντας από ένα άσχημο όνειρο. Το πτώμα θα επιστρέψει στο χιόνι, και οι κυνηγοί θα συνεχίσουν την πορεία τους στο κατάλευκο τοπίο.
Ο Μεγαλέξαντρος (1980)
Παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1900, δραπετεύει από τη φυλακή, καβάλα σ’ ένα άσπρο άλογο, ένας επικίνδυνος ληστής: ο Μεγαλέξαντρος, όπως τον αποκαλεί ο λαός, αφού βλέπει σ’ αυτόν το μυθικό ανάλογο των λαϊκών εξεγέρσεων. Με τη βοήθεια των παλικαριών του, απάγει μια ομάδα άγγλων διπλωματών και τους κρατάει όμηρους στο χωριό του, ζητώντας από την κυβέρνηση αμνηστία και την επιστροφή της γης στους χωρικούς. Oι χωρικοί, που έχουν δημιουργήσει μια κοινότητα κάτω από την καθοδήγηση ενός δασκάλου σοσιαλιστή, υποδέχονται τον Αλέξανδρο και τους δικούς του, και τον χαιρετίζουν ως λυτρωτή. Η αρμονία ανάμεσα στους ληστές και τους χωρικούς δεν διαρκεί πολύ.
O Αλέξανδρος δε συμμετέχει στη ζωή της κοινότητας. Μένει μόνος με τους συντρόφους του και τις επιληπτικές του κρίσεις. Δεν ανέχεται κανενός είδους αντίδραση ή διαφωνία, και πολύ γρήγορα θα εκτελέσει το δάσκαλο και τη θετή του κόρη. Αποδυναμωμένοι από τις εσωτερικές διαμάχες, οι χωρικοί χτυπιούνται απ’ το στρατό, που επιδιώκει την απελευθέρωση των ομήρων και τη σύλληψη του Αλέξανδρου. Αυτός, πληγωμένος γίνεται βορά του πλήθους, και το σώμα του εξαφανίζεται. Ό,τι απέμεινε απ’ τον μυθικό ήρωα, είναι ένα μαρμάρινο κεφάλι και λίγο αίμα γύρω του. Στην έρημη πλατεία του χωριού, μετά την αντιπαράθεση με το στρατό, ο μικρός Αλέξανδρος, καβάλα σ’ ένα μουλάρι, θα απομακρυνθεί με προορισμό την πόλη.
Ταξίδι στα Κύθηρα (1984)
Ένας σκηνοθέτης του κινηματογράφου, κουρασμένος απ’ τις μυθοπλασίες, αναζητά μια ιστορία ουσιαστική και προσκολλάται σ’ έναν γέρο που πουλάει λεβάντες στο δρόμο: τον Σπύρο, έναν πρώην κομμουνιστή, εξόριστο στην Τασκένδη, που έχει επιστρέψει στην πατρίδα μετά από 32 χρόνια εξορία. Στο χωριό του, που το είχε υπερασπιστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου, γίνεται μάρτυρας ενός ξεπουλήματος της γης και των ιδεών, και προσπαθεί να το αποτρέψει. Ωστόσο, δεν μπορεί να συμπλεύσει με την πραγματικότητα που συναντά. Απομονώνεται. Δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τα παιδιά του, με τους γύρω του. Μόνο η γυναίκα του, πιστή και υπομονετική Πηνελόπη, τον ακολουθεί μέχρι το τέλος, μέχρι το τελευταίο του ταξίδι.
Ο Μελισσοκόμος (1986)
O Σπύρος, δάσκαλος σε μια μικρή επαρχιακή πόλη όπου πέρασε όλη του τη ζωή, μετά το γάμο της κόρης του και την αναχώρηση του γιου του που θα συνεχίσει τις σπουδές του στην Αθήνα, ξαναρχίζει κι αυτός το ταξίδι του, εγκαταλείποντας τη διδασκαλία, το σπίτι, τη γυναίκα του, διασχίζοντας τη χώρα με τις κυψέλες, όπως έκαναν ανέκαθεν ο πατέρας του κι ο πατέρας τού πατέρα του, ακολουθώντας το δρόμο της Άνοιξης, το δρόμο των μελισσών. Η συνάντησή του με μια κοπέλα θα του ξαναζωντανέψει παλιά συναισθήματα κι αναμνήσεις. Για κείνον, το παρελθόν είναι όλα· για κείνην, δεν είναι τίποτα. O Σπύρος, όμως, παλιός «αριστερός» και αγωνιστής, είναι μόνος του με το παρελθόν του και πολύ κουρασμένος πια για να επιμείνει στον αγώνα της ζωής: θα πεθάνει αφημένος στην επίθεση των ίδιων του των μελισσών…
Τοπίο στην ομίχλη (1988)
Η Βούλα κι ο Αλέξανδρος είναι δυο παιδιά, αδέλφια, που ο πατέρας τους δουλεύει μετανάστης στη Γερμανία. Αυτή, τουλάχιστον, είναι η απάντηση που τους δίνει η μητέρα τους όταν εκείνα τον αναζητούν. Μια μέρα, επιβιβάζονται σ’ ένα τρένο που νομίζουν ότι θα τους μεταφέρει στη Γερμανία. Το ταξίδι τους δε φαίνεται να πραγματοποιείται. O προορισμός απομακρύνεται όσο τα δυο παιδιά εμπλέκονται σε μια διαρκή αντιπαράθεση με την πραγματικότητα, που τους «καθυστερεί» σε διάφορους ενδιάμεσους σταθμούς κατά μήκος της χώρας.
Μετά από μια σκληρή περιπλάνηση στη ζωή και την ενηλικίωση, θα φτάσουν σ’ εκείνο το σύνορο, πέρα απ’ το οποίο πιστεύουν ότι θα βρουν τελικά έναν πατέρα, που αντιπροσωπεύει γι’ αυτά μια ελπίδα. Αν, μετά την έρημη και παρακμασμένη χώρα που διέτρεξαν, υπάρχει η «Γερμανία» πέρα απ’ αυτό το σύνορο, τότε υπάρχει ελπίδα τα παιδιά να βρουν μόνα τους το δρόμο για να βγουν απ’ τον δικό μας χαοτικό κόσμο.
Το μετέωρο βήμα του πελαργού (1991)
Ένας πολιτικός, μετά από μια συνεδρίαση στη βουλή όπου εκφωνεί μάλλον μια ποιητική ανακοίνωση παρά έναν πολιτικό λόγο, εγκαταλείπει το κοινοβούλιο και το σπίτι του, κι εξαφανίζεται χωρίς ν’ αφήσει κανένα ίχνος. Ένας δημοσιογράφος που κάνει ρεπορτάζ στην παραμεθόριο για τους εγκλωβισμένους στα σύνορα μετανάστες και πρόσφυγες διαφόρων φυλών, συναντά έναν άντρα που η εξωτερική του εμφάνιση ταιριάζει με τα χαρακτηριστικά του αγνοούμενου πολιτικού.
Παρά τις έρευνές του και μια συνάντηση που καταφέρνει να οργανώσει ανάμεσα στον άγνωστο και τη γαλλίδα γυναίκα του πολιτικού, η ταυτότητα του αγνώστου παραμένει ανεξακρίβωτη. Η γυναίκα δεν τον αναγνωρίζει, κι εκείνος δε φαίνεται διατεθειμένος ούτε για μια στιγμή να μας δώσει ένα σημάδι ότι δεν πρόκειται για τον πολιτικό που αγνοείται. Σ’ αυτόν τον κατακερματισμένο κόσμο όπου έχει καταφύγει, στην απομόνωση ενός κόσμου με δικό του θεό και νόμο, συμπιεσμένο ανάμεσα σε εμπόδια, σύνορα και όρια, όλα μετεωρίζονται σε μιαν αβέβαιη πραγματικότητα…
Το βλέμμα του Οδυσσέα (1995)
O ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης Α. επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια στην πατρίδα, αναζητώντας τρεις μπομπίνες ανεμφάνιστου φιλμ των Αδελφών Μανάκη, πιονιέρων του κινηματογράφου στα Βαλκάνια.
Η απεγνωσμένη αναζήτηση του φιλμ όπου καταγράφηκε το πρώτο βλέμμα πάνω σε τούτη τη χερσόνησο, γίνεται ταυτόχρονα και η αναζήτηση ενός βλέμματος από πλευράς του Α. (του Αγγελόπουλου, κατ’ επέκταση), που ψάχνει έναν καινούργιο τρόπο να ξαναδεί τον κόσμο.
Η οδύσσεια του Α. δεν είναι μια ομηρική Oδύσσεια. Όλα τα ομηρικά αντίστοιχα δεν αναγνωρίζονται παρά μόνο σαν σχήματα, σκορπισμένα στοιχεία στο μακρύ ταξίδι της σύνθεσης. Τώρα που όλες οι ιδεολογίες κατέρρευσαν, τώρα που το σοσιαλιστικό όνειρο κύλησε στο ποτάμι της Ιστορίας, η περιπέτεια του βλέμματος απέμεινε η μόνη περιπέτεια να αφηγηθείς.
Μια αιωνιότητα και μια μέρα (1998)
O Αλέξανδρος, ένας μεσόκοπος συγγραφέας, ασχολείται με το ημιτελές έργο του Σολωμού Ελεύθεροι πολιορκημένοι. Από το ποίημα λείπουν λέξεις, κι ο Αλέξανδρος αποπειράται να τις συγκεντρώσει, να τις αγοράσει, όπως έκανε για τις δικές του λέξεις κι ο Σολωμός. Τούτες οι λέξεις μπαίνουν στο παζλ της συμπλήρωσης του ημιτελούς αριστουργήματος, για να στοιχειώσουν και τη ζωή τού Αλέξανδρου. Όμως οι δυνάμεις του έχουν εξαντληθεί, κι ο ίδιος βαδίζει προς το θάνατο. O χρόνος που του απομένει, ανήκει στις αναμνήσεις, στον απολογισμό μιας ζωής, γεμάτης χαμένες ευκαιρίες και λάθος κινήσεις.
Μόνο μία κίνηση υπάρχει ακόμα: μια τυχαία συνάντηση μ’ ένα άστεγο αγόρι, παιδί των φαναριών. Προσκολλάται σ’ αυτό το παιδί, αναβάλλει την «αναχώρηση» και παρατείνει την αιωνιότητα κατά μία μέρα, για να μεταφέρει στον μικρό του φίλο κάτι από τη γνώση του, ν’ αφήσει τα ίχνη του πάνω σε κάποιον, μέσα από το βλέμμα του οποίου θα σωθεί εκείνος που φεύγει…
Το λιβάδι που δακρύζει (2004)
Μια ομάδα ξεριζωμένων Ελλήνων της Οδησσού φτάνει σε ένα βαλτότοπο της Ελλάδας που ορίζεται ένα ποτάμι που τον διασχίζει. Οι πρόσφυγες στεριώνουν εκεί έναν οικισμό προσπαθώντας να ξανακτίσουν τη ζωή τους. Μια οικογένεια κυριαρχεί. Ο πατέρας αυστηρός και πείσμων, μετά το θάνατο της γυναίκας του θα θελήσει να παντρευτεί την Ελένη, ένα κοριτσάκι που μεγάλωσε στο σπίτι του αφού το είχαν περιμαζέψει στο φευγιό τους μέσα στο χαμό του διωγμού. Ο γάμος δεν θα γίνει ποτέ και η Ελένη το σκάει με το γιο του που αγαπιούνται από παιδιά.
Η περιπλάνηση των δύο νέων στην Ελλάδα, με την προστασία μιας ομάδας μουσικών, μετατρέπεται σε μια τραγική ιστορία. Η ταραγμένη πολιτική σκηνή οδηγεί τους νέους να αντιμετωπίσουν μια σειρά από γεγονότα που σημαδεύουν οριστικά τη ζωή τους. Μη μπορώντας να στεριώσουν πουθενά, κουβαλώντας την κατάρα του πατέρα για την προδοσία, ο νέος θα αναγκαστεί να φύγει στην Αμερική σε αναζήτηση μιας καλύτερης μοίρα. Η Ελένη, μόνη της πλέον θα βιώσει τη φρίκη του πολέμου και του εμφύλιου, χάνοντας και τα δυο της παιδιά. Μετά από διαδοχικές φυλακίσεις για αντιστασιακή δράση θα εξοριστεί από την πατρίδα που νόμισε ότι είχε βρει φτάνοντας μια μέρα μικρό παιδάκι στην Ελλάδα.
Η Σκόνη του Χρόνου (2008)
O Α, Αμερικανός σκηνοθέτης ελληνικής καταγωγής, γυρίζει μια ταινία πάνω στην ιστορία του και την ιστορία των γονιών του. Μια ιστορία που εξελίσσεται στην Ιταλία, την Γερμανία, την Ρωσία, το Καζακστάν, τον Καναδά και τις Η.Π.Α. Κεντρικό πρόσωπο, η Ελένη, που διεκδικείται και διεκδικεί το απόλυτο της αγάπης. Ταυτόχρονα, ένα μακρύ ταξίδι, στην μεγάλη Ιστορία και στα γεγονότα των τελευταίων πενήντα χρόνων που σημάδεψαν τον 20ο αιώνα. Τα πρόσωπα της ταινίας κινούνται σαν σε όνειρο, η σκόνη του χρόνου μπερδεύει τις μνήμες. Ο Α τις αναζητά και τις ζει στο παρόν.
Στην επίσημη ιστοσελίδα για τον Θόδωρου Αγγελόπουλου σημειώνεται και η ταινία του με τίτλο «Αθήνα, επιστροφή στην Ακρόπολη» (1983), διάρκειας 43 λεπτών.