του Σπύρου Κουζινόπουλου
Τα ξημερώματα της Δευτέρας 15 Μαρτίου 1943 ξεκίνησε το πρώτο τρένο από τη Θεσσαλονίκη με προορισμό το ναζιστικό στρατόπεδο φρίκης του Άουσβιτς, στην Πολωνία. Άντρες, γυναίκες και παιδιά, νέοι και μεγαλύτεροι σε ηλικία, στοιβάχτηκαν σε ανοιχτά βαγόνια, που μέχρι τότε μετέφεραν ζώα και εμπορεύματα. Έτσι άρχιζε ο αφανισμός της πολυπληθούς εβραϊκής κοινότητας της πόλης και ολόκληρης της Μακεδονίας.
Στο πρώτο δρομολόγιο, επιβιβάσθηκαν από τους Ναζί αναγκαστικά 2.800 Εβραίοι που κατοικούσαν στο συνοικισμό «Βαρόνου Χιρς», ο οποίος βρισκόταν δίπλα στον Παλιό Σιδηροδρομικό Σταθμό. Οι περισσότεροι Εβραίοι αυτής της υποβαθμισμένης γειτονιάς της Θεσσαλονίκης, ήταν φτωχοί, άνεργοι, εργάτες και μικρέμποροι, ενώ πάνω από τους μισούς ήταν παιδιά και έφηβοι.
Στον άδειο πλέον από τους κατοίκους του μετά τις 15 Μαρτίου 1943 συνοικισμό, οδηγήθηκαν τις επόμενες ημέρες πρώτα οι κάτοικοι από τις διπλανές γειτονιές (Μικρού Σταθμού, Αγίας Παρασκευής, Ρεζή Βαρδάρ) για να επιβιβαστούν κι αυτοί στη συνέχεια με τη βία στα τρένα για την Πολωνία. Ακολούθησαν οι Εβραίοι των άλλων συνοικιών της Θεσσαλονίκης.
Μέσα στο επόμενο δίμηνο και μέχρι τα μέσα Μαΐου της ίδιας χρονιάς, είχαν φύγει για το Άουσβιτς άλλα 17 τρένα από τη Θεσσαλονίκη και άλλο ένα αναχώρησε τον Αύγουστο.
Η εξόντωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης
Η συστηματική δίωξη άρχισε το δεύτερο καλοκαίρι της Κατοχής. Στις 11 Ιουλίου 1942, όλοι οι άρρενες Εβραίοι της Θεσσαλονίκης διατάχθηκαν να συγκεντρωθούν στην Πλατεία Ελευθερίας για να καταγραφούν σε καταλόγους εργασίας. Κάτω από τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο 10.000 περίπου άντρες αναγκάστηκαν να εκτελούν ταπεινωτικές «γυμναστικές ασκήσεις» μέχρι εξάντλησης.
Λίγο αργότερα, περίπου 7.000 από τους Εβραίους της πόλης στάλθηκαν για καταναγκαστικά έργα. Κατασκευάζοντας σιδηροδρομικές γραμμές, δρόμους και οχυρώσεις για τους Γερμανούς σε άθλιες συνθήκες, πολλοί πέθαναν από ασθένειες και κακομεταχείριση. Το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου ξεκίνησε από τους Γερμανούς, σε συνεργασία με το Δήμο Θεσσαλονίκης, η καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου, που αποτέλεσε ισχυρότατο πλήγμα για την ισραηλιτική κοινότητα της πόλης. Αφού το κατέστρεψαν εντελώς, χρησιμοποίησαν τις ταφόπλακες ως οικοδομικά υλικά, με αποτέλεσμα σήμερα να μη σώζεται σχεδόν τίποτα από το νεκροταφείο αυτό του 15ου αιώνα, εκτός από μερικές ταφόπλακες που το έμπειρο μάτι μπορεί σήμερα να αναγνωρίσει στο προαύλιο του Αγίου Δημητρίου, στο χώρο γύρω από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο κ.ά.
Οι οργανωτές της εξόντωσης
Το Φεβρουάριο του 1943, καταφθάνουν στη Θεσσαλονίκη οι λοχαγοί των Ες-Ες, Αλόις Μπρούνερ και Ντήτερ Βισλιτσένι, βοηθοί του διαβόητου Άντολφ Άιχμαν, για να προετοιμάσουν τον συστηματικό εκτοπισμό των Εβραίων της πόλης. Από τις πρώτες κιόλας μέρες της άφιξής τους επιβάλουν σκληρά και απάνθρωπα μέτρα στον Εβραϊκό πληθυσμό, όπως το διακριτικό κίτρινο αστέρι, η απογραφή ατόμων, κατοικιών και καταστημάτων, η απαγόρευση για τους Εβραίους πώλησης ή μεταβίβασης κινητών ή ακινήτων περιουσιακών στοιχείων, η κατάσχεση τηλεφωνικών συσκευών, το πλιάτσικο των έργων τέχνης και των άλλων πολύτιμων αντικειμένων που κατείχαν κ.α..
Μετά από ένα μήνα, τον Μάρτιο, περίπου 6.000 οικογένειες υποχρεώθηκαν να μετοικήσουν στα γκέττο που είχαν ορίσει οι Γερμανοί, κυρίως στις γειτονιές του Βαρώνου Χιρς και των Εξοχών, με την απαγόρευση να κουβαλήσουν οτιδήποτε άλλο εκτός από ελάχιστα ατομικά είδη. Η μέγγενη της τρομοκρατίας άρχισε να σφίγγει γύρω από τους πανικοβλημένους πλέον Εβραίους Θεσσαλονικείς.
Τεράστια ήταν η ευθύνη της ηγεσίας της Εβραϊκής κοινότητας, που κηρύσσοντας την υποταγή στους κατακτητές, απέτρεψαν πολλούς Εβραίους στο να φύγουν από τη Θεσσαλονίκη και να καταφύγουν στο βουνό για να γλυτώσουν, όπως τους προέτρεπαν οι τοπικές οργανώσεις του ΕΑΜ. Σε ρόλο συναυτουργού στην εξόντωση, ο Αρχιραββίνος της Κοινότητας, Ζβι Κόρετς, που παρέδωσε στους Γερμανούς κατάλογο με τα ονόματα όλων των μελών της κοινότητας.
Το Σάββατο, 14 Μαρτίου 1943, όσοι Εβραίοι βρίσκονταν στο γκέτο του Βαρώνου Χίρς, δίπλα στο σιδηροδρομικό σταθμό, συνελήφθησαν και την επόμενη μέρα εκτοπίστηκαν με τρένα στην Πολωνία, στοιβαγμένοι σε υπερπλήρη βαγόνια, με 70 – 75 άτομα το καθένα, χωρίς χώρο για να καθίσουν, με ένα βαρέλι νερό για την διαδρομή και ένα για τις φυσικές τους ανάγκες, για ένα ταξίδι που μπορούσε να διαρκέσει και μια εβδομάδα.
Μέχρι τις 2 Αυγούστου 1943, σε συνολικά 19 σιδηροδρομικές αποστολές, περίπου 56.000 Εβραίοι της Θεσσαλονίκης στάλθηκαν στο στρατόπεδο Άουσβιτς – Μπίρκεναου, το μεγαλύτερο εργοστάσιο εξόντωσης στη χιτλερική Ευρώπη.
Η μαρτυρία του Χάϊνς Κούνιο
Στους επιβάτες αυτού του πρώτου τρένου του θανάτου, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της οικογενείας του, τον πατέρα, τη μητέρα και την αδελφή του, ήταν ο 15χρονος τότε Χάϊνς Κούνιο που αφηγήθηκε:
«Όταν φθάσαμε στο Άουσβιτς, ύστερα από ένα ταξίδι αφάνταστα σκληρό, ξεκίνησε αμέσως η διαλογή για να ξεχωρίσουν εκείνους που ήταν ικανοί να εργαστούν», λέει.
Οι Κούνιο, ήταν από τους ελάχιστους επιβάτες σ’ αυτή τη φουρνιά των μελλοθάνατων, που γνώριζαν γερμανικά, επειδή η μητέρα του καταγόταν από τη γερμανόφωνη Σουδητία της Τσεχοσλοβακίας. Έτσι και γλύτωσαν από τα κρεματόρια.
«Εσείς θα κάνετε τον διερμηνέα», μας είπαν και πιάσαμε αμέσως δουλειά. Παιδιά, ηλικιωμένοι, άρρωστοι, βρέφη μπήκαν σε φορτηγά και έφυγαν κατευθείαν για τα κρεματόρια. Αλλά και οι υγιείς πέρασαν από διαλογή: από τη μια όσοι θα επιζούσαν ως σκλάβοι εργάτες και οι υπόλοιποι στα κρεματόρια».
Από τους 45.000 εβραίους της Θεσσαλονίκης επέστρεψαν οι 1.000. «Εμείς γλιτώσαμε και οι τέσσερις, είμαστε πάρα πολύ σπάνια περίπτωση. Υπέστημεν όλα τα δεινά αλλά επιζήσαμε», κατέληξε ο Χάϊνς Κούνιο, που όταν απελευθερώθηκε, ζύγιζε 33 κιλά.
«Ήμασταν τυχεροί όχι μόνο γιατί μιλούσαμε γερμανικά, αλλά και γιατί φθάσαμε με την πρώτη αποστολή». Στις επόμενες αποστολές συμπληρώθηκε ο αριθμός των διερμηνέων που χρειάζονταν οι ναζί και άλλοι Έλληνες Εβραίοι που γνώριζαν γερμανικά δεν γλίτωσαν.
Η μαρτυρία του Σαμ Προφέτα
Συγκλονιστική, είναι η μαρτυρία του Σαμ Προφέτα*, ενός από τους ελάχιστους επιζήσαντες εκείνου του ταξιδιού των Εβραίων της Θεσσαλονίκης προς το θάνατο:
«Από το Φεβρουάριο του 1943, όλοι οι Εβραίοι υποχρεωθήκαμε να φοράμε κίτρινο άστρο. Και από τις αρχές Μαρτίου μας απαγόρευσαν να βγαίνουμε από τα γκέτο, δηλαδή ορισμένες συνοικίες όπου μας ανάγκασαν να περιοριστούμε. […] Στο μεταξύ, από τις 15 Μαρτίου 1943, είχαν αρχίσει να φεύγουν οι αποστολές των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στην Πολωνία. Φυσικά δεν υποψιαζόμασταν τι μας περίμενε.
[….] Mας στοίβαξαν σε βαγόνι για ζώα, 80 άτομα σε κάθε βαγόνι, μ’ ένα βαρέλι για τις σωματικές μας ανάγκες κι ελάχιστα τρόφιμα. H διαδρομή κράτησε οχτώ μέρες. Πολλοί γέροι κι άρρωστοι πέθαναν στο ταξίδι. Φτάσαμε στο Άουσβιτς-Μπιρκενάου.
[…] Mας φόρεσαν κάτι ριγωτές στολές και μας χάραξαν με τατουάζ έναν αριθμό στο αριστερό μας χέρι. Ο δικός μου αριθμός είναι ο “111.383”. Mας κράτησαν δέκα μέρες καραντίνα. Ρωτήσαμε τους κάπο, που ήταν Πολωνοί ή Γερμανοί ποινικοί κατάδικοι, πότε θα ανταμώσουμε τους δικούς μας. Αυτοί γελούσαν ειρωνικά, μας έδειχναν τα κρεματόρια με τα ψηλά φουγάρα που έβγαζαν συνέχεια καπνό και μας έλεγαν: “Εκεί είναι οι συγγενείς σας”.
[…] Άρχισαν να μας βάζουν σε σκληρές δουλειές. Κουβαλούσαμε βαγόνια με χώματα, σπάγαμε πέτρες, ανοίγαμε δρόμους. Η τροφή ελάχιστη. Έτσι σε μια βδομάδα ήσουν πια έτοιμος για το φούρνο, γιατί συχνά, ιδιαίτερα όταν έφταναν καινούργιες αποστολές, έκαναν διαλογές κι εξόντωναν τους παλιότερους κατάδικους που είχαν εξαντληθεί από τις βαριές δουλειές. Σε μια απ’ αυτές τις νέες αποστολές, που έφταναν συνέχεια, είδα μια μάνα να κρατά ένα μωρό στην αγκαλιά και να σέρνει απ’ το χέρι ένα άλλο μεγαλύτερο παιδί που ρωτούσε: “Μαμά, πού θα μας πάνε;” Κι εκείνη απάντησε: “Πρώτα θα κάνουμε μπάνιο κι ύστερα θα συναντήσουμε το μπαμπά, τον παππού, τη γιαγιά και τους άλλους”.
[…] Στις 18 Ιανουαρίου του 1945, εκκένωσαν το Άουσβιτς, γιατί πλησίαζαν οι Ρώσοι. Μας πήγαν πεζοπορία δυο μέρες ως το Γκλάιβιτς, εκτελώντας όποιον δεν μπορούσε να περπατήσει. Aπο κει μας φόρτωσαν σε βαγόνια, με 25 κάτω από το μηδέν, και μας μοίρασαν σε διάφορα στρατόπεδα. Εγώ απελευθερώθηκα από τα αμερικανικά στρατεύματα στο Γκουζεντσβάι της Αυστρίας, όπου υπήρχε παράρτημα του στρατοπέδου Μαουτχάουζεν. Εγώ είχα φτάσει στα όρια της εξάντλησης.
[…] Όταν ήρθαν οι Αμερικάνοι και μάζευαν τα πτώματα, με πέρασαν κι εμένα για πεθαμένο. Είδαν όμως ότι οι σφυγμοί μου χτυπούσαν ακόμη και κατάλαβαν πως ζω. Είδα τότε τους φίλους να στέκονται πάνω μου και να μου φωνάζουν: “Ξύπνα, Σάμη! Λευτερωθήκαμε! Μη μας αφήνεις τελευταία ώρα!” Κρατούσαν μια ελληνική σημαία που έφτιαξαν με κουρέλια που μάζεψαν από εδώ κι από εκεί και τραγουδούσαν τον εθνικό μας ύμνο: “χαίρε, ω, χαίρε Ελευτεριά”. Ήμουν, όπως μου είπαν αργότερα, 28 κιλά. Oι Αμερικανοί με περιποιήθηκαν καλά επί τρεις μήνες, με ορούς και αποστειρωμένο αίμα. Όταν συνήλθα και στάθηκα στα πόδια μου, μ’ έστειλαν στη Γαλλία, όπου έγινα τελείως καλά, και ύστερα γύρισα στην αγαπημένη μου Ελλάδα, φιλώντας το χώμα της και κλαίγοντας από χαρά».
*Σαμ Προφέτα, «Θεσσαλονίκη-Άουσβιτς», περ. Το Δέντρο, τευχ. 37-38, Μάρτιος-Απρίλιος 1988, στο: Φραγκ. Αμπατζοπούλου, Το Ολοκαύτωμα στις μαρτυρίες των Ελλήνων Εβραίων, Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1993, σ. 142-146
Από farosthermaikou.blogspot.com