30 Οκτώβρη 1988, έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος μας ποιητής Τάσος Λειβαδίτης
«Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δε θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλη σου θα ματώσουν απ’ τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει απ’ τις σφαίρες, μα δε θα κάνεις ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου θα ’ναι μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων.
Κάθε χειρονομία σου θα ’ναι για να γκρεμίζει την αδικία.
Δεν πρέπει ούτε στιγμή να υποχωρήσεις, ούτε στιγμή να ξεχαστείς.
Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε. Μια στιγμή αν ξεχαστείς,
αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται στη δίνη του πολέμου,
έτσι και σταματήσεις για μια στιγμή να ονειρευτείς,
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη απ’ τις φωτιές.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί και να πεθάνεις για να ζήσουν οι άλλοι.
Θα πρέπει να μπορείς να θυσιάζεσαι ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος,
θα πρέπει να μπορείς να στέκεσαι μπρος στα ντουφέκια»!
Η αληθινή ποίηση απευθύνεται και στους λίγους και στους πολλούς, προσφέροντας πάντα, και στους λίγους και στους πολλούς, περισσότερα απ’ όσα μπορούνε να πάρουν. Ένας τέτοιος μεγάλος ποιητής, που στοχάστηκε πάνω στην ποίηση, συνομίλησε με τον κόσμο, βλέποντάς τους σαν φίλους και συναγωνιστές στον ίδιο δρόμο, για τον ίδιο σκοπό, για τα ίδια όνειρα, σε εποχές συγκρούσεων και αγώνων, διωγμών και ελπίδων, είναι ο Τάσος Λειβαδίτης.
Σαν σήμερα, (30/10/1988), «έφυγε» από τη ζωή, αλλά η φωνή του, μας «επισκέπτεται», με τον κοινωνικό χαρακτήρα της, που βγαίνει μεν από το βίωμα και την προσωπική του τοποθέτηση, αλλά προσανατολίζεται στο παρόν και το μέλλον, ενεργοποιώντας μυαλό και ψυχή, ανοίγοντας παράθυρα στη ζωή που η καθημερινότητα φυλακίζει. Ανήκει στη γενιά εκείνη που διαμορφώνεται πνευματικά στα χρόνια της κατοχής, τα οποία δρουν στο έργο του ως τραυματικές εμπειρίες.
«Σφίξαμε το χέρι τόσων συντρόφων!
Οταν καμιά φορά λιποψυχάμε
νιώθουμε σαν ένα μαχαίρι να τρυπάει την παλάμη μας
η ανάμνηση του χεριού τους.
Κι όταν κάνουμε το καθήκον μας
νιώθουμε κάτω απ’ την παλάμη μας κάτι σίγουρο κι ακέριο
σα να κρατάμε μες στα χέρια μας
ολάκερο τον κόσμο»
(«Κάτω απ’ την παλάμη μας»).
Στον εμφύλιο εξορίστηκε, δικάστηκε, γιατί ένα ποιητικό του έργο θεωρήθηκε επικίνδυνο, αλλά τελικά αθωώθηκε. Ήταν το 1953, που δημοσιεύει το «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου», το «λαϊκό ανάγνωσμα» της Αριστεράς, για το οποίο τού απονέμεται το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία. Το βιβλίο αργότερα κατασχέθηκε, με αιτία το φιλειρηνικό του περιεχόμενο. Το 1955, ο ποιητής θα δικαστεί για το συγκεκριμένο βιβλίο και η δίκη θα αποκτήσει πανελλήνιο ενδιαφέρον. Στο εδώλιο, ο ποιητής διατυπώνει το σκοπό της τέχνης, συγκινεί το ακροατήριο και τους δικαστές και αθωώνεται. Ανήκει σε εκείνους τους ποιητές, που αμφισβήτησαν και εναντιώθηκαν στην αστική ιδεολογία, υπερασπίστηκε το δίκιο της εργατικής τάξης.
«Τραγουδάω εσάς, αδέρφια μου
εσάς που χτίζετε τις μεγαλουπόλεις
τραγουδάω εσάς, μικρά μου αγόρια
που ξεπαγιάζετε πουλώντας σπίρτα στους δρόμους του χειμώνα
εσάς που φοράτε εφημερίδες κάτω απ’ τα τριμμένα σας σακάκια
τραγουδάω εσάς που ξεκινάτε κάθε αυγή
κουβαλώντας κάτω απ’ το τρύπιο πουκάμισό σας ένα κομμάτι ψωμί
κι ολάκερη την ισότητα του κόσμου».
Ο Τάσος Λειβαδίτης γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 20 Απριλίου του 1922 και «έφυγε» στα 66 του χρόνια, στις 30 Οκτωβρίου του 1988. Μεγάλωσε στο Μεταξουργείο. Από πολύ νεαρή ηλικία, από το Γυμνάσιο της οδού Αγησιλάου κιόλας, είναι ποιητής. Το 1940 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας, που δεν την τέλειωσε. Το 1940 γνωρίζει τον Γιάννη Ρίτσο και του δίνει να διαβάσει ποίησή του. Ο Τάσος Λειβαδίτης έγινε και παρέμεινε μέχρι το θάνατό του ο πιο αγαπημένος, ο αδελφικός φίλος του Γ. Ρίτσου.
Το 1943 χάνει τον πατέρα του και αργότερα (1951) χάνει και τη μητέρα του, τον καιρό που ο ίδιος ήταν στη Μακρόνησο. Την τετραετία 1948-1952, εξορίστηκε για τις πολιτικές του ιδέες στον Μούδρο, στον Αϊ – Στράτη και τη Μακρόνησο. Μαζί με άλλους της γενιάς του, άφησε τα πρώτα του γραπτά ίχνη, πάνω στους τοίχους της αδούλωτης πολιτείας, γράφοντας συνθήματα, παλεύοντας μέσα από τις γραμμές της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης.
Η πρώτη εμφάνιση του στα Γράμματα έγινε το 1946, από τα «Ελεύθερα Γράμματα» του Δημήτρη Φωτιάδη (τεύχος 55, 15/11/1946). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του περιοδικού «Θεμέλιο», το οποίο όμως εξέδωσε μόνο δύο τεύχη. Το 1947 συλλαμβάνεται και εξορίζεται στο Μούδρο, στη Μακρόνησο και στον Αϊ-Στράτη, όπου, όπως όλοι οι συνεξόριστοι δημιουργοί, μαθητεύει στην ποίηση του αγώνα ενάντια στα κολαστήρια. Το 1952 εκδίδει τη «Μάχη στην άκρη της νύχτας», την πρώτη από τις 21 μεγάλες ποιητικές συλλογές. Το 1953 του απονεμήθηκε το Διεθνές Βραβείο Ποίησης του Παγκόσμιου Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία, για τη συλλογή «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» – το «λαϊκό ανάγνωσμα» της Αριστεράς, το οποίο το 1955 θα απαγορευτεί και ο δημιουργός του θα δικαστεί αλλά τελικά θα αθωωθεί. Το 1954 ήταν μέλος της ιδρυτικής ομάδας του περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης». Από το 1954 έως το 1967 έγραφε κριτική ποίησης στην «Αυγή». Το 1957 του απονέμεται το Α΄ Βραβείο Ποίησης του Δήμου Αθηναίων. Το 1977 το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, για το «Βιολί για έναν μονόχειρα». Το 1979 ξανακερδίζει το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το «Εγχειρίδιο ευθανασίας». Έγραψε επίσης μέγιστα, αθάνατα τραγούδια: «Σαββατόβραδο», «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», «Δραπετσώνα», «Μάνα μου και Παναγιά», «Έχω μια αγάπη», «Λυρικά», κ.ά.
Το σενάριο της ιστορικής ταινίας Συνοικία το όνειρο γράφτηκε από τον Τάσο Λειβαδίτη και τον Κώστα Κοτζιά. Στην ταινία αυτή ακούγεται το τραγούδι – ύμνος «Βρέχει στη φτωχογειτονιά».