Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Στο Παγκράτι δεν υπάρχουν πια δισκάδικα…

Πρόσφατα κυκλοφόρησε ξανά το “Εμπάργκο” του Άλκη σε μουσική του Θάνου, αυτή τη φορά με τις φωνές του Μίλτου και του Χρήστου. Άκουσα την είδηση στο ραδιόφωνο.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε ξανά το “Εμπάργκο” του Άλκη σε μουσική του Θάνου, αυτή τη φορά με τις φωνές του Μίλτου και του Χρήστου. Άκουσα την είδηση στο ραδιόφωνο. Στο ίδιο ραδιόφωνο που με συντροφεύει σχεδόν τριάντα χρόνια τώρα. Όλοι μαζί μεγαλώσαμε. Παραγωγοί, ακροατές και τρανζιστοράκια. 

Ντύνομαι, να πάω να το πάρω. Ψάχνω στο πορτοφόλι για λεφτά. Βγάζω ένα χαρτονόμισμα, το τσαλακώνω στην κωλότσεπη του τζιν και φεύγω. Στην άλλη τσέπη η ταυτότητα και το πιστοποιητικό εμβολιασμού. Κατεβαίνω τις σκάλες και βγαίνω στο δρόμο. Παγκράτι, ώρα τέσσερις και τέταρτο και η μεσημεριανή ραστώνη έχει ρίξει λίγο τους ρυθμούς της πόλης. Κοιτώ τριγύρω, γνωστές εικόνες που με περιβάλλουν μέσα στην οικειότητα της γειτονιάς. 

Βρίσκομαι στην πλατεία Δεληολάνη. Έτσι τη λέμε εμείς οι γηγενείς του Παγκρατίου. Η πινακίδα ωστόσο γράφει “Πλατεία Μαρτάκη”. Είναι αφιερωμένη στη μνήμη του Βυρωνιώτη αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης Βαγγέλη Μαρτάκη. Ήταν νέο παιδί, ΕΠΟΝίτης, ΕΛΑΣίτης και σπούδαζε στη Νομική. Δολοφονήθηκε από τους ναζί και τους ντόπιους συνεργάτες τους, τους “τσολιάδες” του Βύρωνα.

Πάω στο περίπτερο και αγοράζω εφημερίδα. Δίνω στον περιπτερά κέρματα και εκείνος με ευχαριστεί. Μου λέει ‘όπως σας είδα θα περίμενα να με πληρώσετε με το κινητό ή το ρολόι σας’. Κοιτάζω το ρολόι μου, η ευφυία του σταματά στο 4:20. Δύσκολο του λέω, οι συσκευές μου είναι θεόχαζες, το πορτοφόλι μου δεν έχει ούτε κάρτα. Μια ταυτότητα, μια φωτογραφία και λεφτά. Χαρτονομίσματα πίσω, κέρματα στο τσεπάκι και δύο χάπια, αγχολυτικά. Πίσω μου περιμένει ένας πιτσιρικάς, πέντε-έξι χρόνια μικρότερος από μένα, κοντά στα 25. Θέλει να πάρει κάψουλες για το ηλεκτρονικό του ατμιστήρι. Παρακολουθεί το διάλογό μας και αναρωτιέται αν κοιμήθηκε και ξύπνησε στο 1980…

Διπλώνω την εφημερίδα στη μασχάλη και κατηφορίζω προς την Υμηττού. Σε αυτούς τους δρόμους έχω αγοράσει τα περισσότερα cd μου και λίγες κασέτες. Βαδίζω κάθε φορά στους ίδιους δρόμους, περπατώ στα ίδια πεζοδρόμια, αντικρίζω τα ίδια κτήρια. “Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν”. Στο μυαλό μου στριφογυρίζουν συνέχεια τα λόγια του Παπάζογλου. 

Κατεβαίνω την οδό Φρύνης, ανάποδα από την κυκλοφορία. Κάποτε ήταν στις μεγάλες της δόξες, δευτεροκλασάτη σε σχέση με το αντίπαλο δέος της, τη Χρεμωνίδου, μα εξίσου εμπορική. Δεν έβρισκες ούτε τρύπα να νοικιάσεις και αν έβρισκες το νοίκι ήταν τσουχτερό. Πέρασε όμως πολύ δύσκολα στα χρόνια της κρίσης. Τα τραύματά της είναι ακόμα ορατά, πρόχειρα επουλωμένα. Πολλά ακόμα τα κλειστά μαγαζιά, με τζάμια πρόχειρα ασβεστωμένα, ενοικιαστήρια και πωλητήρια ξεθωριασμένα.

Θυμάμαι ακόμα τα δισκάδικα της γειτονιάς, μουσικές οάσεις μες την πολύβουη πόλη. Στο 7 της Φρύνης, γωνία με την Ασπασίας, ήταν ο Αρίων. Είχε για λογότυπο την άρπα και έξω από το μαγαζί έναν χαρακτηριστικό πολύγωνο φανοστάτη, με την άρπα στις πλευρές του. Από εκεί είχα αγοράσει πολλά cd. Δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το μαύρο άλμπουμ της Χαρούλας, με το σκληρό χαρτόνι και το ασημένιο ανεμολόγιο στο εξώφυλλο. Τίτλος, “Ένα φιλί του κόσμου”. Παρασκευή απόγευμα το αγόρασα. Πόσα τραγούδια, πόσες μελωδίες, πόσες θύμησες. Ο φανοστάτης στέκει ακόμα εκεί, λίγο σπασμένος, μα περήφανος. Ο Αρίων πάνε χρόνια που έκλεισε, θύμα του διαδικτύου, θύμα των νέων τεχνολογιών, ένα από τα πολλά…
Αλλάζω ρότα, στρίβω αριστερά στην Υμηττού, περνάω απέναντι. Στο 125 ήταν η περίφημη “Salina”, βίντεο κλαμπ και δισκάδικο, μα παράλληλα σημείο συνάντησης στο Παγκράτι. Πόσοι και πόσοι δεν δώσαμε ραντεβού έξω απ´ του Σαλίνα. Όσο περιμέναμε, κοιτούσαμε στη βιτρίνα τις νέες κυκλοφορίες σε δίσκους και ταινίες. Ήμουν μέλος στου Σαλίνα και νοίκιαζα ταινίες, από τότε που βλέπαμε βιντεοκασέτες μέχρι που ήρθα τα dvd. Τα υπόλοιπα τα αγόραζα από το περιοδικό “ΣΙΝΕΜΑ”, όπως και τα cd από το “Μετρό” και το “Δίφωνο”. Αγόραζα και cd στου Σαλίνα. Από εκεί πήρα το “Έχουν περάσει χρόνοι δέκα” για τα δεκάχρονα του Μίλτου, από το live στα βράχια του Βύρωνα. Παρεμπιπτόντως, ήμουν μέσα. Το Σαλίνα έκλεισε, πάνε πια λίγα χρόνια. Ήταν το τελευταίο που άντεξε. Στη βιτρίνα ακόμα κρέμονται μερικές ξεθωριασμένες αφίσες. Θύματα του διαδικτύου και τα βίντεο κλαμπ, το ίδιο και τα περιοδικά.

Απέναντι ακριβώς υψώνεται το “Μέγαρο Χαραγκιώνη”, το περίφημο “Millennium”. Τότε πρωτοάνοιξε τις πόρτες του, στα τέλη της περασμένης χιλιετίας. Ήταν το πρώτο εμπορικό κέντρο της Αθήνας. Τότε ακόμα δεν τα λέγαμε mall. Ως τότε ψωνίζαμε στη γειτονιά, σε μικροκαταστήματα, σε εκείνους που τους γνωρίζαμε προσωπικά. Ήταν μικρέμποροι, όχι πολυεθνικές, ήταν άνθρωποι με όνομα και επώνυμο και όχι Ανώνυμες Εταιρείες. Τελικά το κτήριο έγινε γνωστό τοις πάσι ως τα “βίλατζ Παγκρατίου” λόγω των ομώνυμων σινεμά κι αντικατέστησε το ραντεβού στου Σαλίνα. Συναντιόμασταν πια έξω απ´ τα βίλατζ. Μέσα του άνοιξαν δυο δισκάδικα, αλυσίδες. Τα “Virgin Megastores” και τα “Metropolis”. Ήταν εκείνα που έβαλαν λουκέτο στα δισκάδικα του Βύρωνα, του Παγκρατίου και χιλιάδες άλλα.

Μη λέω ψέματα, είχα αγοράσει κι εγώ πολλά άλμπουμ από εκείνα τα “Metropolis”, από “Pink Floyd” μέχρι “Metallica” και από “Deep Purple” μέχρι “Black Sabbath”. Έ, πως να το κάνουμε, πήγαινα με φίλους και συμμαθητές, ήταν η νόρμα της εποχής, η βόλτα μας, άσε που πούλαγε και αφίσες. Κι ύστερα έναν όροφο πιο πάνω πηγαίναμε να δούμε κινηματογράφο. Και αν το ενοίκιο για ένα μαγαζί στη Φρύνης έτσουζε, στη Χρεμωνίδου πονούσε και στην Υμηττού έκαιγε, μέσα στο Millennium τσουρούφλιζε. Σήμερα ερήμωσε κι αυτό. Τα δισκάδικα έχουν κλείσει. Το ίδιο και τα ρουχάδικα. Το ίδιο και τα βιβλιοπωλεία. Το ίδιο και όλα τα άλλα μαγαζιά. Ένα σουπερμάρκετ στο υπόγειο απομένει ακόμα ανοιχτό και τα σινεμά πάνω-πάνω. Όλα τα άλλα άδεια, έρημα, παρακμάζοντες μάρτυρες μιας άλλης, επίχρυσης, εποχής.

Ανηφορίζω τη Χρεμωνίδου. Κι αυτή τη χτύπησε αδυσώπητα η κρίση, έκλεισαν πολλά μαγαζιά της. Άνοιξαν άλλα. Σήμερα είναι πάλι ο πιο εμπορικός και πολυσύχναστος δρόμος της γειτονιάς, μόνο που τα περισσότερα μαγαζιά είναι παραρτήματα αλυσίδων και οι προβολείς τους είναι led, βιτρίνες φωτισμένες από εκείνο το λευκό, άψυχο, παρασιτικό φως που ανακαλύψαμε τυχαία, ψάχνοντας διόδους…

Στη γωνία με τη Φιλολάου, δυο-τρία μαγαζιά πιο μέσα ήταν ο “Δισκοβόλος”, δισκάδικο με τίτλο ένα λογοπαίγνιο, έξυπνο μάλιστα, αν σκεφτεί κανείς πως ο κύριος Μάνος που το είχε, πουλούσε δίσκους και ήταν από το Βόλο. Λογότυπός του ήταν ο Δισκοβόλος του Μύρωνα, μόνο που ο δίσκος που κρατούσε ήτανε βινυλίου. Εκεί αγόρασα τον “Άμλετ της Σελήνης” του Μάνου, του Θάνου, του Χρήστου. Σήμερα ο “Δισκοβόλος” έχει κλείσει, πολλά χρόνια. Στη θέση του είναι ένα μαγαζί με αντίγραφα επώνυμων αρωμάτων. Στην ταμπέλα δεν υπάρχει πια ο ζωγραφισμένος δισκοβόλος. Μόνο μια επιγραφή που λέει perfumes and cosmetics. Σαφές, αν είσαι αγγλόφωνος. 

Αν είσαι απλά γηγενής Παγκρατιώτης είναι ακαταλαβίστικο. Όπως ο κυρ-Ανέστης, συνταξιούχος λιθογράφος του Εθνικού Τυπογραφείου, ετών 94, πίνει ακόμα τον πρωινό καφέ του στην πλατεία Μαρτάκη, ελληνικό, διπλό, μερακλίδικο, με φουσκάλες. Στο ίδιο τραπέζι πάντα, από το γυμνάσιο, ογδόντα χρόνια τώρα, θαμώνας στο ίδιο μαγαζί, όπως κι αν λέγεται, όποιος κι αν το έχει κάθε φορά. Αγοράζει την εφημερίδα του από το διπλανό περίπτερο, την ανοίγει πάνω στο τραπέζι, παραγγέλνει τον καφέ του και ξεκινά την ημέρα του. Χιλιάδες μέρες, χιλιάδες φύλλα εφημερίδων, χιλιάδες καφέδες. Άλλαξε πολλούς ιδιοκτήτες το καφενείο, πολλές ταμπέλες, πολλά ονόματα. Ευτυχώς κανένα δεν ήταν στα εγγλέζικα, γιατί δεν τα γνωρίζει ο κυρ-Ανέστης.

Ανηφορίζω πάλι προς το σπίτι. Τελευταία ελπίδα ο τρίτος όροφος στου Χόντου, πουλούσε κι αυτός cd κάποτε. Μου είχαν κάνει δώρο από εκεί μιαν ακριβή κολόνια στη γιορτή μου. Δε μου άρεσε, πήγα και την άλλαξα με τις «Μικρές Νοθείες» του Θάνου, του Οδυσσέα, του Βασίλη. Τα Hondos είναι ακόμα εκεί. Δείχνω ταυτότητα και πιστοποιητικό, περνάω μέσα και τρέχω στα σκαλιά, φτάνω στον τρίτο όροφο. Ψάχνω το διάδρομο με τα cd. Πουθενά. Παντού καλλυντικά και αξεσουάρ. Ρωτάω την υπάλληλο. «Δεν πουλάμε πια εδώ cd κύριε, σχεδόν δέκα χρόνια τώρα…». Το ήξερα, μα ήλπιζα ακόμα κάπου μέσα μου να κάνω λάθος.

Βγαίνω από την πλαϊνή έξοδο, στην πλατεία Μαρτάκη. Είναι απογευματάκι. Το τραπεζάκι του κυρ-Ανέστη είναι άδειο. Ήρθε η δική μου ώρα να πιω καφέ και να απλώσω την εφημερίδα μου. Κοιτάζω στο εξώφυλλο, 12 Φλεβάρη 2022, διαβάζω τον πηχυαίο τίτλο: «Στο Παγκράτι δεν υπάρχουν πια δισκάδικα»…

ΥΓ. Προσπάθησα, σχεδόν πεισματικά, να διαφημίσω αρκετές επιχειρήσεις, δεν τα κατάφερα…

 

Σχετικά θέματα

Απόψεις