Σε ένα νέο γύρο γεωπολιτικών συγκρούσεων εισέρχεται ο ιμπεριαλισμός μετά και την πρόσφατη απόφαση των χωρών – μελών του OPEC+ να προχωρήσουν σε μείωση της πετρελαϊκής παραγωγής κατά 1,16 εκατομμύρια βαρέλια τη μέρα, από τον ερχόμενο μήνα (Μάϊο).
Πρόκειται για την ίδια σύγκρουση που αφορά στο εκ νέου μοίρασμα των αγορών ενέργειας που, στην πρώτη του φάση, οδήγησε στον πόλεμο της Ουκρανίας, καθώς η πίεση των ΗΠΑ προς τη Ρωσία αφορούσε και αφορά την αγορά του φυσικού αερίου.
Δεν είναι η πρώτη φορά
Η εν λόγω απόφαση των χωρών μελών του ΟΠΕΚ+ να μειώσουν την παραγωγή του πετρελαίου είναι δεύτερη μέσα σε διάστημα έξι μηνών. Η προηγούμενη ήταν τον Οκτώβριο του 2022, όταν οι δεκατρείς χώρες μέλη του ΟΠΕΚ, με επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία, και οι δέκα σύμμαχοι τους (με ηγέτιδα δύναμη τη Ρωσία), αποφάσισαν τη μείωση της παραγωγής πετρελαίου κατά 2 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως. Ένα μόλις μήνα πριν από αυτήν την απόφαση, τον Σεπτέμβριο του 2022. Τότε, αναλυτές της αγοράς δήλωναν ότι «ο ΟΠΕΚ+ έχει επιστρέψει σε μια κατάσταση εποπτείας των τιμών».
Πλήγμα στην ευρωπαϊκή οικονομία
Μια μείωση του πετρελαίου, ασφαλώς, το πρώτο που προκαλεί είναι πλήγμα στην αδύναμη ευρωπαϊκή οικονομία, η οποία προσπαθεί να περιορίσει τον πληθωρισμό.
Η μείωση της παραγωγής οδηγεί σε αύξηση της τιμής του πετρελαίου, γεγονός που έχει άμεσες επιπτώσεις στις τελικές τιμές των προϊόντων, καθώς αυξάνεται το κόστος παραγωγής τους -και, φυσικά, μειώνεται το περιθώριο κέρδους των πολυεθνικών, με συνέπεια τη μετακύλιση του κόστους στους τελικούς καταναλωτές.
Η αναταράξεις στον πληθωρισμό, οδηγούν σε περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων, καθώς ο μοναδικός τρόπος που έχει στη διάθεσή της ΕΚΤ για να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό είναι να αυξήσει τα επιτόκια. Και αυτό διότι το βασικό «σχήμα» της ΕΚΤ είναι ότι η αύξηση των επιτοκίων συγκρατεί τις τιμές των προϊόντων, αν όλα τα άλλα παραμένουν ως έχουν.
Τώρα, όμως, δεν παραμένουν (όπως, άλλωστε, ποτέ δεν παραμένουν).
«Εκνευρισμός» στις ΗΠΑ
Επιπλέον, η Goldman Sachs ανέβασε από τα 90 στα 95 δολάρια την πρόβλεψή της για την τιμή του Μπρεντ στο τέλος του 2023, ενώ αναμένει ότι αυτή θα φθάσει τα 100 δολάρια τον Απρίλη του 2024.
Αυτά ενώ η μεταποιητική δραστηριότητα στις ΗΠΑ υποχώρησε τον Μάρτη στο χαμηλότερο επίπεδο σχεδόν τριών ετών και μπορεί να υποχωρήσει περαιτέρω λόγω του αυξημένου κόστους δανεισμού.
Την ίδια ώρα, πληθαίνουν και οι προειδοποιήσεις στελεχών τραπεζών για πιθανή κλιμάκωση των αναταράξεων στο διεθνές τραπεζικό σύστημα.
Ο διευθύνων σύμβουλος της JP Morgan, Τζ. Ντάιμον, σε επιστολή του προς τους μετόχους της, ανέφερε ότι η «τραπεζική κρίση» στις ΗΠΑ θα παραμείνει σε εξέλιξη «με επιπτώσεις και τα επόμενα χρόνια». «Οι πιθανότητες που δίνει η αγορά στο ενδεχόμενο ύφεσης έχουν αυξηθεί… Αν και δεν πρόκειται για κάτι που να μοιάζει με το 2008, δεν είναι ξεκάθαρο πότε θα τελειώσει η τρέχουσα κρίση. Έχει προκαλέσει πολλές ανησυχίες στην αγορά και σαφώς θα προκαλέσει κάποια σύσφιξη των χρηματοπιστωτικών συνθηκών, καθώς οι τράπεζες και άλλα πιστωτικά ιδρύματα γίνονται πιο συντηρητικά», ανέφερε χαρακτηριστικά.