Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Η ηδονική παράνοια του ναζισμού

Με το τελευταίο έργο του, ο Γιώργος Βέλτσος δημιουργεί ένα «στρεβλό» δοκίμιο φιλοσοφίας με ποιητικό λόγο καθώς η γλώσσα του..

Με το τελευταίο έργο του, ο Γιώργος Βέλτσος δημιουργεί ένα «στρεβλό» δοκίμιο φιλοσοφίας με ποιητικό λόγο καθώς η γλώσσα του υπηρετεί το ηδονικό παραλήρημα του ζεύγους των Γκαίμπελς, του Γιόζεφ, Υπουργού Προπαγάνδας του Γ’ Ράιχ και της συζύγου του Μάγκντα, της «μάνας της Γερμανίας». Κινούμενοι στο κενό του χώρου και του χρόνου («Αυτό ακριβώς είναι ο ναζισμός. Το κενό!» θα πει ο Γιόζεφ), μεταξύ του προπολεμικού σαλονιού τους και του μπούνκερ όπου περνούν τους τελευταίους μήνες της ζωής τους, αναφερόμενοι στα παρόντα και στα τετελεσμένα του μέλλοντός τους, φαντάσματα της ιστορίας που επιθυμούν να διαμορφώσουν Ιστορία, τα δύο πρόσωπα οικειοποιούνται αποσπάσματα άλλων κειμένων όπως και διαστρεβλωμένες τις ιδέες μεγάλων Γερμανών συγγραφέων προκειμένου να αυτο-χαρτογραφηθούν ναρκισσιστικά ως σε κειμενικό παλίμψηστο σε μια παράσταση που ο «σκηνοθέτης» της θα δώσει τη λύση. Τη λύση στη σκηνή της Ιστορίας.

gebels1

Μάγκντα: Εσύ τι είσαι;

Γιόζεφ: Ένας υπηρέτης της πολιτικής ως δραματικής τέχνης. Ένας ηθοποιός.

Σε πενήντα χρόνια, ο ναζισμός…

Στο διαρκές παραλήρημά τους -και αλληλοσπαραγμό τους- σε ένα ρευστοποιημένο παρόν όπου το πριν μοιάζει να προλέγει το μετά και να προοικονομεί προφητικά το μέλλον, το ζεύγος ζει μέσα στην προσωπική του παράνοια άλλοτε, όπως η Μάγκντα, υπαγορεύοντας στον άντρα της ερωτική επιστολή απευθυνόμενη προς τον Χίτλερ, άλλοτε, όπως ο Γιόζεφ, συνομιλώντας με τον Φύρερ μπροστά στον καθρέφτη του: για τη Μάγκντα, ο Γιόζεφ είναι το διάμεσο που την οδηγεί στον Χίτλερ ενώ για τον Γιόζεφ ο Χίτλερ δεν είναι άλλο από την αντανάκλαση του εαυτού του.

Η Μάγκντα προσφέρει γεννώντας και φονεύοντας τα έξι παιδιά της στον Φύρερ, όχι με δηλητήριο, όπως γράφεται στην Ιστορία, αλλά πνίγοντάς τα με τα ίδια της τα χέρια μπροστά στο καθρέφτη ώστε να βλέπει την παραφορά της: την υπέρμετρη αφοσίωσή της στην ιδεολογία του ναζισμού, την άρνησή της να τα παραδώσει στη μετα-ναζιστική εποχή. Ένας θηλυκός Χίτλερ. Το ίδιο άλλωστε που θα πράξει το ζεύγος, έχοντάς το προσχεδιάσει, για τον εαυτό του: την αυτοκτονία τους αμέσως μετά από εκείνη του Χίτλερ.

Foto - Μαγκντα Γκαίμπελς 3 - ΡΕΧ-ΕΘΝΙΚΟ

Ο Γιόζεφ, ως επάξιος εκπρόσωπος του «εστέτ ναζί», ομολογεί, εξ αρχής, τον σκοπό του: «Περιφρόνησα τον ειρηνιστή αστό. Πολέμησα τον αγωνιστή μπολσεβίκο. Και εξόντωσα τον υποχθόνιο Εβραίο» και διαπιστώνει με αυτογνωσία: «Σε πολύ λίγο διάστημα ο Γερμανικός Λαός έγινε ό,τι ήταν ανέκαθεν: ναζί!».

Και όταν η Μάγκντα θα αποποιηθεί την κοινωνική καταγωγή τους, ο Γιόζεφ θα της υπενθυμίσει, σαν να μιλάει για το απώτερο μέλλον: «Πήραμε την εξουσία. Εφοδιαστήκαμε από το οπλοστάσιο της Δημοκρατίας με τα δικά της όπλα. Γίναμε βουλευτές. Αν η Δημοκρατία ήταν τόσο ηλίθια ώστε να μας παραχωρήσει το ελεύθερο γιατί να μην τη καταλύσουμε; Ναι, ήρθαμε ως εχθροί της Δημοκρατίας». Και, για να μην αφήσει ανοιχτά ερωτήματα για το μέλλον, θα προβλέψει: «Στο μέλλον, όταν ο κομμουνισμός δεν θα υφίσταται, ο ναζισμός θα επανέλθει ως ο πληρέστερος ορθολογισμός στην καρδιά αυτού που θα ονομάσουν νεοφιλελευθερισμό […] Σε πενήντα χρόνια, στις αρρωστημένες δημοκρατίες της Ευρώπης, θα υπερτερούν πάλι τα ναζιστικά κόμματα».

Υποβλητική σκηνοθεσία

Τον ρευστό χωρο-χρόνο του δράματος, η σκηνοθεσία και σκηνογραφία της Άντζελα Μπρούσκου τοποθετεί εντός ενός φορτωμένου σκηνικού διακόσμου όπου δεσπόζουν οι φωτογραφίες του Χίτλερ. Ταυτόχρονα, ζωντανή κάμερα προβάλλει μεγεθυμένα λεπτομέρειες από τα σκηνικά πρόσωπα στο βάθος, έτσι ώστε οι παραμικρές εκφράσεις, κινήσεις ή αντιδράσεις τους να αποκτούν όγκο μέσα στον χώρο. Τα πλούσια κοστούμια της σκηνοθέτιδας (ειδικά της Μάγκντα) δηλώνουν τις χρονικές αλλαγές αλλά και δημιουργούν εύγλωττη χαρακτηρολογία στα δευτερεύοντα πρόσωπα όπως αυτά της Καμαριέρας και του υπασπιστή του Γκαίμπελς, Σβαίγκερμαν. Ο τελευταίος (Δημήτρης Κίτσος) θα προσωποποιήσει ανά στιγμές και το γερμανικό ιδεώδες της Άριας Φυλής με το ξανθό κεφάλι και το γυμνασμένο σώμα να περιφέρεται στη σκηνή.

gebels2

Παρά τους παραληρηματικούς μονολόγους και το αναντίρρητα πυκνό κείμενο του Βέλτσου, η Μπρούσκου κατασκευάζει μια παράσταση που παρακολουθείται με μεγάλο ενδιαφέρον εισάγοντας σκηνικούς τρόπους που αναζωογονούν τη δράση, διασκεδάζουν το βλέμμα, οπτικοποιούν καταστάσεις, καθιστούν ενεργά ακόμη και ήσσονος σημασίας σκηνικά αντικείμενα. Και, κυρίως, κινεί τους ηθοποιούς διδάσκοντάς τους με λιτά μέσα τρόπους εγρήγορσης που μεταδίδεται στην πλατεία, διατηρώντας την σε κατάσταση αναμονής.

Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου, ως Γιόζεφ Γκαίμπελς με το ελαττωματικό πόδι, πρόβαλε την ψυχασθενή προσωπικότητα του ρόλου με την αρμόζουσα κινησιολογία, το ανέκφραστο πρόσωπο, τη μηχανοποιημένη εκφορά λόγου, προσωποποιώντας το εγωπαθές κομπλεξικό πρότυπο του ναζιστή αποδεικνύοντας ότι και ετερο-σκηνοθετούμενος είναι εξίσου δυνατός ερμηνευτικά.

Η Παρθενόπη Μπουζούρη, ως Μάγκντα Γκαίμπελς, κινήθηκε μεταξύ της ελεγχόμενης υστερίας της ανικανοποίητης ερωτικά και ερωτοτροπούσας με τον Χίτλερ φαντασιακά γυναίκας που θεωρεί τον εαυτό της να ανυψούται στο ναζιστικό πάνθεον μέσω της υπέρμετρης πράξης της: της δολοφονίας των παιδιών της και της αυτοκτονίας της. Με εκφράσεις άλλοτε πληγωμένου ζώου και άλλοτε αδίστακτης ιέρειας που επωμίζεται επάξια τον τίτλο της Μάνας της Γερμανίας, η Μπουζούρη έπαιξε με τις εναλλαγές στους τονισμούς της φωνής αλλά κυρίως με εκείνες του προσώπου άλλοτε λαμπερού και αψεγάδιαστου και άλλοτε να χαράσσεται με ρυτίδες μετατρέποντας το στόμα σε μικρή σχισμή την ώρα που τα δάχτυλα μαρτυρούσαν παράλληλες εντάσεις.

gebels3

Απόλυτα ενταγμένοι στην όλη σκηνοθετική γραμμή οι δύο μικρότεροι ρόλοι της Κωνσταντίνας Αγγελοπούλου (Καμαριέρα) που έδινε ανάλαφρο τόνο με τις επεμβάσεις της, συντελούντων και των κοστουμιών της, και του Δημήτρη Κίτσου που πέραν της αποτελεσματικής για τον ρόλο εμφάνισης διαθέτει και καλή εκφορά λόγου. Μουσική και σχεδιασμός ήχων της Θάλειας Ιωαννίδου συνέβαλαν αποφασιστικά στην ατμόσφαιρα του έργου (αν και κάποιες στιγμές ο ήχος επιβαλλόταν στις φωνές των ηθοποιών σε ένταση) ενώ οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου λειτούργησαν αποφασιστικά στους χωρο-χρονικούς προσδιορισμούς.

Η παράσταση δόθηκε στον χώρο του Νέου ΡΕΞ, μια αίθουσα ιδιαίτερα φιλική για τον θεατή τόσο από άποψη άνετων καθισμάτων όσο και ανεμπόδιστης θέασης.

Το κείμενο του Γιώργου Βέλτσου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα.

* Καθηγητής Σημειωτικής του Θεάτρου και Θεωρίας της Επιτέλεσης στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών.

Απόψεις