Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Όταν ο βασιλιάς Εδουάρδος Β΄ απαγόρευσε το ποδόσφαιρο στο Λονδίνο

13 Απρίλη 1314 – ο βασιλιάς της Αγγλίας, έτσι κι αλλιώς ένας αντιδημοφιλής ηγεμόνας, κηρύσσει παράνομη τη διεξαγωγή αγώνων ποδοσφαίρου στους δρόμους και τις γειτονιές του Λονδίνου.

Αρχές του 14ου αιώνα. Ενα είδος παιχνιδιού με μπάλα παιζόταν από νεαρούς άνδρες της νότιας Αγγλίας. Ομάδες ανδρών με χέρια και πόδια τρέχουν πίσω από μια μπάλα, πρόχειρα φτιαγμένη από δέρμα γουρουνιού, προσπαθώντας να την βγάλουν από τον χώρο τους και να την πάνε στο χώρο των αντιπάλων. Το ποδόσφαιρο έκανε τα πρώτα του βήματα, κατακτώντας τις καρδιές των νεαρών και προκαλώντας τη μήνη των αρχόντων και των λοιπών «νοικοκυραίων».

Εδουάρδος ο Β΄

Στις 13 Απρίλη 1314 (άλλες πηγές αναφέρουν την 13η Φλεβάρη) – ο βασιλιάς της Αγγλίας, έτσι κι αλλιώς ένας αντιδημοφιλής ηγεμόνας, προχωράει στην πρώτη απαγόρευση διεξαγωγής αγώνων ποδοσφαίρου κηρύσσοντας παράνομη τη διεξαγωγή αγώνων με μπάλα στους δρόμους και τις γειτονιές του Λονδίνου.

Ο νόμος, στο όνομα του Εδουάρδου του Β΄,  αναφέρει:

«Καθώς παρατηρείται μεγάλη φασαρία στην πόλη, εξαιτίας άγριων διαγκωνισμών πίσω από μεγάλες μπάλες, από τους οποίους πολλά κακά μπορούν να προέλθουν — τα οποία ο Θεός απαγορεύει- -, διατάζουμε και απαγορεύουμε στο όνομα του βασιλιά με ποινή φυλάκισης να γίνονται στο μέλλον τέτοια παιχνίδια στην πόλη».

Οι λόγοι που οδήγησαν στην πρώτη απαγόρευση του ποδοσφαίρου από τον Εδουάρδο τον Β΄ είναι αρκετοί. Πέρα από την αντιπάθεια, την εχθρότητα και απαξίωση, των ευγενών και των αριστοκρατών απέναντι στους «απολίτιστους», απείθαρχους και δύσκολα ελεγχόμενους νεαρούς, ιστορικοί ερευνητές αναφέρουν, ανάμεσα στα άλλα, τις διαμαρτυρίες και τα παράπονα των καταστηματαρχών, που έβλεπαν τα μαγαζιά τους να παθαίνουν ζημιές και την πελατεία τους να δυσκολεύεται να επισκέπτεται τα μαγαζιά τους όσο διαρκούσε το παιχνίδι, τη νεολαία να μην ασχολείται και να μην εκπαιδεύεται επαρκώς με τη τοξοβολία βάζοντας σε κίνδυνο το αξιόμαχο των βασιλικών στρατευμάτων κλπ.

Βέβαια, όπως ήταν φυσικό, ο Εδουάρδος ο Β ηττήθηκε στην πρώτη σύγκρουση που επιχείρησε ενάντια στο ποδόσφαιρο που βρισκόταν ακόμα στα σπάργανα…

Παρόλα αυτά το παράδειγμά του ακολούθησαν και άλλοι Βρετανοί βασιλιάδες. Ο γιός του, ο Εδουάρδος ο Γ΄ (1349), ο Ριχάρδος Β΄ (1389) , ο Ερρίκος ο Δ΄ (1401) και ο Ερρίκος ο ΣΤ΄  εξέδωσαν τις δικές τους απαγορεύσεις.

Το 1442, ο βασιλιάς Ιάκωβος Α’ απαγόρευσε το παιχνίδι στη Σκωτία, το 1457 ο Ιάκωβος Β’  απαγόρευσε το ποδόσφαιρο και το γκολφ. Το 1491 ο σκωτσέζος βασιλιάς Ιάκωβος Δ΄ εξέδωσε το ακόλουθο διάταγμα: «Νομοθετείται και διατάσσεται ότι σε κανένα σημείο της επικράτειας δεν θα χρησιμοποιείται το ποδόσφαιρο, το γκολφ ή άλλα ανεπικερδή αθλήματα».

Ο Εδουάρδος ο Δ΄ το 1477, δικαιολογώντας τη δική του διάταξη απαγόρευσης του ποδοσφαίρου, δήλωνε: «Κανείς δεν πρέπει να εξασκείται… στο ποδόσφαιρο και σε τέτοια παιχνίδια, αλλά κάθε δυνατός και ικανός άνθρωπος θα εξασκείται με το τόξο για το λόγο ότι η εθνική άμυνα εξαρτάται από τέτοιους τοξότες»…

Περισσότεροι από 30 βασιλικοί νόμοι εκδόθηκαν για την απαγόρευση του ποδοσφαίρου μεταξύ του 14ου και του 17ου αιώνα.

Στις πρώτες διώξεις εναντίον του ποδοσφαίρου αναφέρονται, με γλαφυρό τρόπο, ο Νίκος Μπογιόπουλος και ο Δημήτρης Μηλάκας, στην εισαγωγή του βιβλίου τους «Μια θρησκεία χωρίς απίστους – ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ»:

 

«ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ…

 

Ο Εδουάρδος Β’, ο βασιλιάς της Αγγλίας από το 1307 μέχρι το 1327, ήταν, γενικά, καλό ανθρωπάκι. Αλλά είχε κάτι περίεργες εμμονές. Νόμιζε ότι θα καταστείλει τις τοπικές εξεγέρσεις της εποχής του βγάζοντας διατάγματα, μοιράζοντας απαγορεύσεις και δίνοντας διαταγές σε στιλ «όποιον πάρει η μπάλα». Ο πρώτος νόμος κατά του ποδοσφαίρου, με τον οποίο οδηγούνταν στη φυλακή όποιοι συλλαμβάνονταν να παίζουν μπάλα, ήταν δικός του. Η ποινικοποίηση του ποδοσφαίρου, όμως, δε φαίνεται να βοήθησε και πολύ τον άνακτα. Στο τέλος, μάλιστα, τον «καθάρισε» ο ίδιος του ο γιος, και έγινε εκείνος βασιλιάς. Εντέλει, δηλαδή, ο καλός μας ο Εδουάρδος την έφαγε την μπάλα κατακούτελα…

Η διακήρυξη του Εδουάρδου εναντίον του ποδοσφαίρου, που εκδόθηκε περίπου εφτακόσια χρόνια πριν από τις αντίστοιχες που εξέδωσαν ο Χομεϊνί και οι Ταλιμπάν, έλεγε ρητά:

«Καθώς παρατηρείται μεγάλη φασαρία στην πόλη, εξαιτίας άγριων διαγκωνισμών πίσω από μεγάλες μπάλες, από τους οποίους πολλά κακά μπορούν να προέλθουν – τα οποία ο θεός απαγορεύει -, διατάζουμε και απαγορεύουμε στο όνομα του βασιλιά με ποινή φυλάκισης να γίνονται στο μέλλον τέτοια παιχνίδια στην πόλη».

Το στίγμα του ποδοσφαίρου ως «βρώμικου» και «ανήθικου» παιχνιδιού είχε πλέον γίνει νόμος. Το ποδόσφαιρο καταδιώχτηκε από τους Αγγλους αστυνόμους, που είχαν σαφείς διαταγές να τσακίζουν όσους εντόπιζαν να ασχολούνται με αυτή την «άχρηστη δραστηριότητα».

Η καταδίωξη συνεχίστηκε για αιώνες. Επί της βασιλείας του Ερρίκου Δ’ και του Ερρίκου Η’ ψηφίστηκαν νέοι νόμοι, ακόμα σκληρότεροι, κατά του ποδοσφαίρου. Μέχρι και η βασίλισσα Ελισάβετ Α’ συνέδεσε την «ελισαβετιανή περίοδο» της σχεδόν πεντηκονταετούς βασιλείας της (1558 – 1603) με διατάγματα που όριζαν ότι: «Οι ποδοσφαιριστές έπρεπε να φυλακίζονται για μια βδομάδα και στη συνέχεια να τους επιβάλλεται και μια ποινή από την Εκκλησία».

Εκτός όμως από τους πραγματικούς βασιλιάδες, το ποδόσφαιρο είχε να αντιμετωπίσει και τους …θεατρικούς άνακτες.

Οταν ο Σαίξπηρ έβαλε τον Λιρ και τον δούκα του Κεντ να ξυλοκοπούν τον Οσβάλδο, δεν του φάνηκε αρκετό που προηγουμένως ο Λιρ είχε ήδη λούσει το δαρμένο Οσβάλδο με ένα κάρο βρισιές: «Μουλόσπορε», «σκύλε», «κάθαρμα», «κοπρίτη», «σκυλοτόμαρο». Ετσι, μόλις ο δούκας του Κεντ τον παραλαμβάνει στα χέρια του, αφού σωριάζει κατάχαμα τον Οσβάλδο, εκεί που τον ποδοπατάει, του ρίχνει και την τελική βρισιά:

«…you base football player» («Εσύ, ποταπέ ποδοσφαιριστή»!).

Προφανώς εν έτει 1605, όταν ο Σαίξπηρ έγραψε το Βασιλιά Λιρ, το να παίζει κανείς ποδόσφαιρο ήταν χειρότερο από το να είναι «μουλόσπορος»…

«Η ανοχή που κατέκτησε το ποδόσφαιρο από την εξουσία, αλλά και η τακτική της εξουσίας να χρησιμοποιεί πια το ποδόσφαιρο ως εργαλείο προώθησης των επιδιώξεών της, επισημοποιούνται το 1863 με την ίδρυση στην Αγγλία του πρώτου Συνδέσμου Ποδοσφαίρου. Ηταν η φυσική κατάληξη της πλήρους αποτυχίας όλων των νόμων που εφευρέθηκαν και όλων των απειλών που εκτοξεύτηκαν για να σταματήσουν την ανάπτυξη του παιχνιδιού.

Το ποδόσφαιρο, παρά τις πολλαπλές διώξεις, ήταν πια τόσο δημοφιλές, που ήδη στα 1800 στην Κεντρική και Βόρεια Αγγλία είχαν θεσπιστεί ετήσιες διοργανώσεις παιχνιδιών, όπου λάμβαναν μέρος πολλές ομάδες, οι οποίες γυρνούσαν σε χωριά και πόλεις. Ετσι, παρότι αυτή η «άχρηστη δραστηριότητα» εξελισσόταν με την ίδια έξαψη που την είχε θέσει παλιότερα εκτός νόμου (το 1829 ένας απολογισμός για έναν αγώνα της εποχής στο Ντερμπισάιρ έκανε λόγο για «γδαρσίματα, σπασμένα κεφάλια, σκισμένα πανωφόρια και χαμένα καπέλα»…), ο «βασιλιάς των σπορ» είχε ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα κατατροπώσει τους βασιλιάδες του Μπάκιγχαμ και είχε αχρηστεύσει τις απαγορεύσεις των ανακτόρων.

Στις μέρες μας, εφτά αιώνες αργότερα από το διάταγμα του Εδουάρδου Β’, στο ερώτημα «ποιος κέρδισε;» το ποδόσφαιρο ή οι πολιτσμάνοι των βασιλιάδων, το ποδόσφαιρο ή οι διανοούμενοι με την ανίατη «αντιποδοσφαιρίτιδα», η απάντηση είναι αυταπόδεικτη: στην Αγγλία του 21ου αιώνα το δικαίωμα να κάνεις πλάκα με τα καμώματα του Κάρολου ή με τα γεροντάματα της Ελισάβετ είναι κατοχυρωμένο, όποιος όμως μπει στον πειρασμό να κάνει πλάκα με την εθνική ομάδα της Αγγλίας θέτει τον εαυτό του στη δοκιμασία ενός μάλλον επικίνδυνου… σπορ. Στον πλανήτη του 21ου αιώνα ένα είναι βέβαιο: Οι φιλόσοφοι, αν θέλουν να είναι συνεπείς με την αρχή του Περικλή («φιλοκαλούμεν τε γαρ μετ’ ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας»), πρέπει, όταν μιλούν για το ποδόσφαιρο, να έχουν στοιχειώδη επίγνωση της σοβαρότητας του θέματος.

Η Αυτής Εξοχότητα η «μπάλα» νίκησε! Το μέγεθος της αυτοκρατορίας που έχει κατακτήσει η «στρογγυλή θεά», μια αυτοκρατορία που οι υπήκοοί της ξεπερνούν το άθροισμα των υπηκόων του Μεγαλέξανδρου, του Τζένγκινς Χαν και του Ταμερλάνου, το δίνουν μερικοί πρόχειροι αριθμοί:

Στο τελευταίο Παγκόσμιο Κύπελλο που πραγματοποιήθηκε στην Κορέα και στην Ιαπωνία, επί είκοσι εφτά ημέρες, η συνολική τηλεθέαση σε κάθε γωνιά του πλανήτη έφτασε τα τριάντα δισεκατομμύρια θεατές! Αυτός ο αριθμός ανακηρύσσει το ποδόσφαιρο ως το πιο δημοφιλές άθλημα. Δημοφιλέστερο ακόμα και από τους Ολυμπιακούς Αγώνες και «μεγαλύτερο» από το μπέιζμπολ, το μπάσκετ και το αμερικανικό ποδόσφαιρο μαζί!

Το ερώτημα είναι: Γιατί νίκησε το ποδόσφαιρο; Πώς τους τότε «Ζιντάν», που τους έστελναν στα κάτεργα και που ο Σαίξπηρ διακωμωδούσε, φτάσαμε σήμερα να τους ντύνουν με χρυσάφι και η φανέλα του Πελέ στο Μουντιάλ του ’58 να πωλείται τέσσερις δεκαετίες αργότερα στη δημοπρασία του Σάο Πάολο 90.000 ευρώ;

Και το αμέσως επόμενο ερώτημα: Το ποδόσφαιρο νίκησε, αλλά ποιος κερδίζει από αυτή τη νίκη; Τα δισεκατομμύρια που σπαρταρούν στο θέαμα της μπάλας όταν μπαίνει στα δίχτυα είναι μια αγέλη έτοιμη να την τυλίξουν στα δίχτυα τους οι «αφεντάδες» του ποδοσφαίρου ή η εξέδρα έχει ακόμα τη δύναμη να φωνάξει: «Οξω, πούστη, απ’ την παράγκα!»;

Πριν αποτολμήσει κανείς οποιαδήποτε απάντηση, πρέπει να είμαστε ειλικρινείς. Το ποδόσφαιρο έχει μια ιδιοτυπία: Επιτρέπει στους πάντες να μιλούν για λογαριασμό του, και συνήθως να έχουν δίκιο …όλοι. Αλλωστε εδώ, στο ποδόσφαιρο, ισχύει διπλά η ρήση στην ταινία του Φράνσις Φορντ Κόπολα Πέτρινοι Κήποι: «Οι απόψεις είναι σαν τις κωλοτρυπίδες. Ολοι έχουν από μία»…

Τις δικές μας απόψεις για το ποδόσφαιρο, τις δικές μας «απαντήσεις», τις κάναμε «δύο σε μία». Κι όσο κι αν θέλουμε να λέμε ότι αφετηρία μας είναι η αγάπη μας για την μπάλα και η ελπίδα μας ότι η εξέδρα θα βγάλει, τελικά, τους ποδοσφαιροκάπηλους στη σέντρα, στην πραγματικότητα, οι σελίδες που ακολουθούν είναι το μόνο που απόμεινε από τον ασίγαστο πόθο δυο τύπων που έφτασαν τα σαράντα, αλλά αρνούνται να συμφιλιωθούν με το απραγματοποίητο πια του ονείρου τους, ότι «όταν θα μεγάλωναν, θα γίνονταν ποδοσφαιριστές»…