Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Οι τρεις μοιραίοι θάνατοι, του μαύρου κερομύτη κότσυφα

Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για θανάτους. Πολύ περισσότερο για φυσικούς, βίαιους και …παραδοσιακούς. Ούτε ασφαλώς για θανάτους, «θανάτους» του συμπαθέστερου,..

Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για θανάτους. Πολύ περισσότερο για φυσικούς, βίαιους και …παραδοσιακούς. Ούτε ασφαλώς για θανάτους, «θανάτους» του συμπαθέστερου, ίσως,  εκπροσώπου του πτητικού – ωδικού βασιλείου στο… περιαστικό μας περιβάλλον. Του μαύρου, δηλαδή, – μα μαύρος είναι -, κερομύτη – μα κερομύτης είναι – κότσυφα – μα …κότσυφας είναι.

Τότε… τότε γιά τί και προς τι στο καλό, ο τέτοιος μακάβριος τίτλος …εισόδου;

Λογικόν… πολύ λογικόν, το ερώτημα.

Ετσι, λοιπόν… ομαλά –σαν Κυκλαδίτικη πεζούλα- ακολουθεί χωρίς δεύτερες σκέψεις και η απάντηση.

Για ένα θέμα, ζωντανά ζωντανό. Στη ζωή μας. Οπως είναι ο θάνατος. Και ο «Θάνατος».

Που έτσι, όμως, όπως διατυπώθηκε στην αρχή, δικαιολογημένα προκάλεσε –και προκαλεί- και πολλαπλές και αμφιλεγόμενες ερμηνείες.

Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν.

Από αυτούς που, όπως λέγεται, ξέρουν. Αυτοί, λοιπόν, που ξέρουνε καλά και πολύ καλύτερα εμού –σοφοί και λαϊκοί- τα περί θανατικών –εξαιρώ ασφαλώς και απολύτως ’κείνες τις κουφάλες τους νεκροθάφτες- λένε.

Πειστικώς, μάλιστα. Πολύ πειστικώς… Πως ο μη παραδοσιακός θάνατος –ο… εν ζωή μας, ενυπάρχων «εις εμεαυτόν» δηλαδή- είναι… (δεν λένε ούτε καν: μπορεί να είναι… αλλά εκεί: είναι) πολύ πιο επώδυνος από τον γνωστό μας (;) – όψιμοι Επικούρειοι μύστες όλοι τους- παραδοσιακό, φυσικό, θάνατο (αφού όταν «αυτός» μας «επισκέπτεται» εμείς… έχουμε «φύγει».

Ο «θάνατος ουδέν προς ημάς… το γαρ διαλυθέν αναισθητεί…». Επίκουρος, 341-270 π.Χ.).

Εγώ, πάντως, επ’ αυτού:…

«νιψονανομηματαμημοναοψιν».

Ομως, εκείνο που πρέπει να κάνω και μπορώ να το κάνω, θα το κάνω. Αγόγγυστα.

Και θα γράψω, μετά μεγίστης προσοχής και ακριβείας, μια ιστορία που έζησα, που ξέρω και που –ως φαίνεται- πάει –ταμάμ- στην ιστορία του εν αρχή ειρημμένου μαυροκότσυφα. Με τα μικρά ή και μεγάλα υπαρξιακά του προβλήματα. Και που –παρεμπιπτόντως, αυτό- βοήθησαν να ξεδιαλύνει, λίγο έστω, το θολό, περί θανάτου, τοπίο.

Ο περί ου ο λόγος, λοιπόν, Κερομύτης κότσυφας, ο Μελωδός (ήτο και… εξόχως προσοντούχος) άπελπις από όσα έβλεπε, ζούσε και ένιωνε να συμβαίνουν στην μετά την τελευταία πυρκαγιά περίοδο –στην πάνω από Μενίδι και Πάρνηθα μεριά- αποφάσισε να αριβάρει –δεν ήξερε, αλλά ούτε και που ρώτησε, ο μαύρος, ο δόλιος- προς το ελαχίστως πρασινίζον κλεινόν άστυ.

Για να ’χει, λέει, ο αφελέστατος, «σπιτάκι καθαρό (μακρυά από καρβουνιαραίους) σιδερωμένο ρούχο και… μακαρόνια σάλτσα…».

Αυτό το τελευταίο, τελευταίο το είχε ακούσει σε ένα τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι, στην «Παναγία των Πατησίων». Και, όπως έλεγε, πάντα, του άρεσε πάρα πολύ. (Ερμε… μαυροκότσυφα, πού να ’ξερες το κλαράκι που… συντόμως θα σε ταρα-κουνήσει).

Και είναι αυτός ο ίδιος ο μαύρος, ο κερομύτης, ο κότσυφας – ο απόγονος του πάλαι ποτέ περήφανου άρχοντα «Σταύρου και κυρ Σταύρου και αφέντη τσουτσουλομύτη» – που ήρθε τώρα να κατοικοεδρεύσει σε μια ταπεινή φωλιά, στην ταπεινή, μικρή και κοντούλα – που πλέον δεν θάλλει – πορτοκαλέα του κήπου μου.

Κι’ αν εμείς δεν καταλαβαίνουμε τίποτα, περί θανάτων και θανατικών αυτοί που ξέρουν λένε πως, αυτός ακριβώς είναι ο πρώτος, προειδοποιητικός, θάνατος του μαύρου, του κερομύτη κότσυφα. Που δεν θέλει κανείς να δει, να καταλάβει και να αποδεχθεί.

Και είναι το πιο κακό, που του κακού η σκάλα δεν έχει μόνο ένα σκαλοπάτι…

Αυτά, λοιπόν, βλέπουμε να συμβαίνουν στην ιστορία μας, με τον μαύρο, τον κερομύτη κότσυφα. Που νόμιζε, πως αν ζούσε πια την ζωή του πιο φρόνιμα και πιο τακτικά, μακριά από «φασαριόζικους καρβουναραίους», σίγουρα τα πράγματα θα μακροημέρευαν. Γι’ αυτό και προσάρμοζε όλο και πιο στρογγυλεμμένα, την ζωή του στο νέο του περιβάλλον.

Γι’ αυτό και όταν έβλεπε τους νέους φτερωτούς του φίλους, τα περιστέρια και τις δεκοχτούρες, να λικνίζονται, άλλοτε πάνω σε κάτι μαύρα μακριά «κλαράκια» (τα γνωστά καλώδια της ΔΕΗ) κι άλλοτε πάνω σε «κλαράκια» γυαλιστερά και λεπτά (τις γνωστές μας κεραίες) δεν άργησε να αποφασίσει να τους …μοιάσει. Ποιος…; Αυτός… ο Μέγας Αρχων του Ωδικού Βασιλείου.  Άφηνε πια, όλο και πιο συχνά, τα χλωρά, δροσερά φύλλα και κλαράκια της κοντούλας της πορτοκαλιάς. Και καμάρωνε, σαν γύφτικο σκεπάρνι, χωρίς ποτέ να υποψιάζεται, πως η αχλάδα πάντα πίσω έχει την ουρά…

Αυτός, λένε, ήτανε ο δεύτερος θάνατος του μαύρου, του κερομύτη κότσυφα.

Όχι, τον τρίτο θάνατο του μαυροκότσυφα δεν τον είδα. Όπως, όμως, έμαθα από καλά πληροφορημένες πηγές, ούτε άργησε (ο κατήφορος, βλέπετε, πάντα βοηθάει) ούτε ξάφνιασε κανέναν. Του κακού η σκάλα εξάλλου ήτανε κοντά…

Από το ύψος των κεραιών και των ηλεκτροφόρων καλωδίων – που είχε επιλέξει τελευταία για παρατηρητήριο αυτός, ο απόγονος του περήφανου «Σταύρου και κυρ Σταύρου και αφέντη τσουτσουλομύτη», παρατήρησε κάτι που τούβγαλε, τελικά, το μάτι. Του αυγουλομάτη. Μάλιστα… Αυτού… του Μέγιστου Αρχοντος του Ωδικού μας κ.τ.λ., κ.τ.λ.

Στον τοίχο του απέναντι σπιτιού, καρσί και «κατηφορικά», κρεμότανε ένα μικρό, ξύλινο, με καγκελάκια φυλακής σπιτάκι – ίδιο κλουβί.

Γεμάτο, όμως, με νεράκι… γάργαρο, της ΕΥΔΑΠ και λαχταριστούς… μεταλλαγμένους σπόρους. Έτσι μια μέρα, με το στομάχι στο μυαλό και «το μικρότερο κακό» στη σκέψη, είδε πόρτα ανοιχτή, έκανε το ρεσάλτο του και …μπήκε. Και τότε ανεπαισθήτως (έτσι, όπως πάντα συμβαίνει) η πόρτα έκλεισε.

Αυτός, όπως λένε, όλα τα πετεινά του ουρανού που ξέρουν, τα περί θανατικών, ήτανε ο πιο επώδυνος, ο πιο πολλά και μοιραίος, τρίτος και θανατερός θάνατος του μαυροκότσυφα.

Και η διά τα καθ’ ημάς, ανθρώπινα, κατάληξη, παρακαλώ; Απορία αριστερού ψάλτη, αυτό… Δύσκολα… πολύ δύσκολα τα πράματα. Αυτή είναι η μαύρη μου αλήθεια.

Αλλά και τι να πώ, τώρα κι εγώ. Και τι, θέλετε, να μολογήσω τώρα, κι εγώ. Που ούτε σοφός είμαι. Ούτε λαϊκός… Μα ούτε και… κληρικός. Απλά… θυμήθηκα και έγραψα αυτήν την ιστορία. Δεν ξέρω, λοιπόν. Αληθινά δεν ξέρω.

Ούτε ορμήνιες έχω. Ούτε και συνταγές. Ο,τι «παίρνεις» και καταλαβαίνεις απ’ αυτά που γράφω. Να… μόνο λέω τώρα, να κρατάς το μπόι σου. Αυτό μόνο έχω να πω. Οσο μπορείς… Μη και πάθεις κι εσύ τα πάθια του μαυροκότσυφα, που πήγε για μαλλί… και βγήκε… ξεπουπουλιασμένος. Ποιός…; Αυτός… Ο πάλαι ποτέ Μέγας Αρχων του Ωδικού μας κ.τ.λ., κ.τ.λ….

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
(Κ. Καβάφης)

* Συνταξιούχος. Ιστορικό στέλεχος της Βιομηχανίας  της  ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑΣ σε ΚΟΛΟΥΜΠΙΑ και MINOS – EMI. Συγγραφέας του  βιβλίου «Με αφορμή την ΚΟΛΟΥΜΠΙΑ. Η Βιομηχανία της δισκογραφίας  στην Ελλάδα κατά τον 20 ο αιώνα».  Εκδόσεις ΚΨΜ

  • Πρώτη δημοσίευση Ιαν. 2015 στον Παρατηρή Αγίων Αναργύρων

Απόψεις