Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

«Ο ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ ΖΕΙ»

Εκείνη την Κυριακή του Μάρτη του 2015, εκεί στο πάρκο του Γουδιού, ανάμεσα στο πλήθος, στην εκδήλωση τιμής που διοργάνωσε το ΚΚΕ στον Νίκο Μπελογιάννη και στους συντρόφους του, ο αξέχαστος σύντροφος Λάζαρος Κυρίτσης, μας διηγήθηκε μια ιστορία του Φθινοπώρου του 1952, τη χρονιά που εκτελέστηκε ο Μπελογιάννης. «Πήραμε την εντολή: Για να τιμήσουμε τον Μπελογιάννη, να δηλώσουμε την παρουσία μας και να πάρει τα πάνω του ο λαός μας, να αναρτήσουμε σε περίοπτη θέση των Αθηνών, ένα πανό με σύνθημα γραμμένο με φωτεινά λαμπιόνια «Ο ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ ΖΕΙ»

Εκείνη την Κυριακή του Μάρτη του 2015, εκεί στο πάρκο του Γουδιού, ανάμεσα στο πλήθος, ο αξέχαστος σύντροφος, ο «αιώνιος έφηβος» Λάζαρος Κυρίτσης, τότε Αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Κρατουμένων Αγωνιστών Μακρονήσου (ΠΕΚΑΜ), στεκόταν σε μια άκρη και παρακολουθούσε, φανερά συγκινημένος, την εκδήλωση τιμής που διοργάνωσε το ΚΚΕ στον Νίκο Μπελογιάννη και στους συντρόφους του Δημήτρη Μπάτση, Ηλία Αργυριάδη και Νίκου Καλούμενου.

Ο μεγάλος μας φίλος Λάζαρος Κυρίτσης που έφυγε από τη ζωή την Τρίτη 27 Δεκέμβρη 2022, στα 103 χρόνια του, ήταν πάντα για μας μια αστείρευτη πηγή εξιστόρησης των αγώνων του λαού μας, μέσα από τη διήγηση των προσωπικών του αναμνήσεων που με τον μοναδικό του τρόπο μας πρόθυμα μας πρόσφερε πάντα σε κάθε συνάντησή μας, σε κάθε ευκαιρία.

Ετσι και εκείνη την Κυριακή δεν χάσαμε την ευκαιρία:

— Λάζαρε εκείνη την εποχή που ήσουν; Είχες καμιά σχέση με την υπόθεση Μπελογιάννη;

— «Χμ! μια έμμεση σχέση», απάντησε ο, 95ντάχρονος τότε, σύντροφος, και ένα χαμόγελο από εκείνα τα γνώριμα σε μας χαμόγελά του που φωτίζουν το πρόσωπό του όταν οι αναμνήσεις του ζητούν τρόπο να δραπετεύσουν από μέσα του και να ταξιδέψουν στον δικό μας κόσμο. «Θα σας διηγηθώ μια μικρή ιστορία για την τρομάρα που πήραμε στην προσπάθεια να στήσουμε ένα πανό». Παρά τα χρόνια του και τις κακουχίες του αγώνα που κουβαλούσε, το μυαλό του κοφτερό και ο λόγος του καθαρός, ήταν για μας και για τις νεότερες γενιές σχολείο αληθινό.

«Είχαν περάσει δυόμιση χρόνια από τον Γενάρη του 1950 που με άφησαν από την κόλαση της Μακρονήσου. Από το 1951 περνάω στην παράνομη οργάνωση του Κόμματος στην Αθήνα. Εκεί δούλεψα μέχρι το 1958 που διαλύθηκαν με εκείνη την απόφαση, οι παράνομες οργανώσεις. Η τριάδα στην οποία είχα χρεωθεί απαρτίζονταν από μένα, τον Βασίλη Τσιγγούνη και τον Αντώνη Μπριλάκη, που συντόνιζε και τη δουλειά μας.

»Το 1952, τη χρονιά που εκτελέστηκε ο Νίκος Μπελογιάννης, μερικούς μήνες μετά, στις αρχές του Φθινοπώρου, εγώ και ο Τσιγγούνης πήραμε από τον Μπριλάκη την εντολή: Για να τιμήσουμε τον Μπελογιάννη, να δηλώσουμε την παρουσία μας και να πάρει τα πάνω του ο λαός μας, να αναρτήσουμε σε περίοπτη θέση των Αθηνών, θέση που θα επιλέγαμε εγώ και ο Βασίλης, ένα πανό με σύνθημα γραμμένο με φωτεινά λαμπιόνια «Ο ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ ΖΕΙ» και, δεύτερο, σε κάποιο σημείο της πλατείας Ομονοίας να αναρτήσουμε φωτεινή επιγραφή με την οποία να μετονομάζουμε την πλατεία σε «Πλατεία Μπελογιάννη».

»Μαζί με τον Βασίλη Τσιγγούνη επιλέξαμε το λόφο που βρίσκεται πίσω από την εκκλησία του Αι-Γιάννη στις αρχές περίπου της οδού Βουλιαγμένης. Πίσω από την εκκλησία είναι ένας λόφος, που από το σούρουπο και μετά μαζεύονταν ζευγαράκια. Περίπου στο κέντρο και προς την κορυφή του είχε έναν βράχο κάθετα κομμένο με τέτοιο τρόπο που προσφέρονταν για την ανάρτηση του συνθήματος. Στη συνέχεια επισκεφτήκαμε τον Αντώνη, έναν ηλεκτρολόγο, γνωστό του Βασίλη, δικός μας άνθρωπος, και του ζητήσαμε να μας ετοιμάσει αυτό που θέλαμε. Δέχτηκε με μεγάλη χαρά και ευχαρίστηση και μας είπε ότι θα το έχει έτοιμο μετά από μια βδομάδα. Εμείς έπρεπε να βρούμε και να προμηθευτούμε μια μπαταρία.

»Ετσι την επόμενη βδομάδα το πανό ήταν έτοιμο. Πήραμε την μπαταρία, πήγαμε στο σπίτι του Αντώνη του ηλεκτρολόγου και το δοκιμάσαμε. Ηταν 4 – 5 μέτρα στο πλάτος και μισό στο φάρδος, πολύ καλοφτιαγμένο και έλαμπε με τα μικρά λαμπιόνια του.

»Συμφωνήσαμε την επομένη να πάμε στο χώρο που θα το στήναμε λίγο νωρίτερα από το σούρουπο για να μη μας πιάσει κανένα ζευγαράκι τη θέση που επιλέξαμε. Την άλλη μέρα κατά τις 6 το απόγευμα με τον Βασίλη πήγαμε στο σπίτι του Αντώνη, στη Γούβα, πίσω από τη μάντρα του Α΄ νεκροταφείου. Εγώ ζώστηκα το πανό με το σύνθημα και δύο ξύλα για τα πλαϊνά του, και φόρεσα την καμπαρτίνα μου, ο Βασίλης φορτώθηκε την μπαταρία και με συνοδούς τις συντρόφισσες Γρίβα, δυο αδελφές, η μια ήταν η γυναίκα του Αντώνη και η άλλη ελεύθερη, παριστάνοντας τα ζευγαράκια, φτάσαμε με τα πόδια στο λόφο που θα το στήναμε. Καθίσαμε στο χώρο κάτω από κει που άρχιζε το ξέκομμα  του βράχου και περιμέναμε να βραδιάσει.

»Όταν έπεσε πυκνό το σκοτάδι κρεμάσαμε το πανό τεντωμένο ως εκεί που φτάναμε και μόλις ήμασταν έτοιμοι, πριν το συνδέσουμε με την μπαταρία ο Βασίλης είπε:

»– Για καθίστε κάτω να πούμε δυο λόγια. Όπως ξέρετε οι μέρες που περνάμε είναι πολύ δύσκολες για μας. Αν μας πιάσουν θα μας περάσουν στρατοδικείο και θα μας πάρουν τα κεφάλια και των τεσσάρων. Προτείνω να μείνει ένας εδώ να το ανάψει και οι υπόλοιποι τρεις να φύγουν. Προτείνω λοιπόν να μείνει εδώ ο Λάζαρος. Εμείς οι τρεις θα φύγουμε και για να φτάσουμε από δώ στο Δουργούτι (στο Νέο Κόσμο) θα περάσει κανένα τέταρτο, τότε Λάζαρε θα το ανάψεις και θα καθορίσεις εσύ τον ασφαλέστερο δρόμο που θα διαφύγεις. Λάζαρε τι λες γιαυτά που είπα;

»– Τα βρίσκω σωστά αυτά που είπες, του απαντώ, αναλαμβάνω να μείνω εγώ και να ανάψω το φως, ύστερα από ένα τέταρτο. Αλλά να μου πεις ποιο κουμπί θα πατήσω για να ανάψει το φως.

»Ο Βασίλης που δεν είχε ακόμα συνδέσει το πανό με την μπαταρία μου είπε:

»– Να εγώ θα συνδέσω τα σύρματα και εσύ θα πατήσεις αυτό το κουμπί.

»Και ξεκινάει λοιπόν τη σύνδεση του πανό με την μπαταρία. Όμως το κουμπί ήταν… πατημένο από το σπίτι που ξεκινήσαμε και με τη σύνδεση που έκανε του πανό με την μπαταρία άναψε και βρεθήκαμε ξαφνικά και οι τέσσερις κάτω από το αναμμένο σύνθημα.

»Με την ψυχή στο στόμα ο Βασίλης, εγώ και οι δυο κοπέλες το βάζουμε στα πόδια, ανεβήκαμε τον ανήφορο , καβατζάρουμε τον λόφο και τρέχοντας πήραμε τον κατήφορο. Τα πόδια μας χτυπούσαν στις πλάτες μας. Στο πρώτο στενό που συναντήσαμε στρίβουμε και πέφτουμε πάνω στο Αστυνομικό Τμήμα. Φρενάραμε ξαφνικά και σαν δυο ερωτευμένα ζευγάρια περάσαμε μπροστά από τον σκοπό αστυφύλακα. Ευτυχώς το Αστυνομικό τμήμα, καθώς βρισκόταν πίσω από το λόφο, δεν είχε οπτική επαφή με το πανό. Απομακρυνθήκαμε φαινομενικά ήρεμα – ήρεμα, φτάσαμε στο Δουργούτι, ανηφορίσαμε από κει και περπατώντας φτάσαμε στου Μακρυγιάννη και από κει στον περίβολο του αρχαίου θεάτρου του Διονύσου, στους πρόποδες της Ακρόπολης, όπου καθίσαμε και καμαρώναμε το πανό μας που εξακολούθησε να λάμπει για μιάμιση ώρα.

Τα είχαμε καταφέρει, παρά την ατυχία που ευτυχώς δεν μας στοίχισε, να φωτίσουμε για λίγη ώρα τα σκοτάδια της καρδιάς μας. Ήμασταν ακόμα εκεί. Το κράτος τους δεν είχε τελειώσει μαζί μας. Δεν το κατάφερε ποτέ».

Όταν τέλειωσε τη διήγηση οι νεολαίοι της παρέας μας, μαγεμένοι, είχαν μεταφερθεί σε έναν άλλο κόσμο. Είχαν κερδίσει μια ακόμα ζωντανή επαφή με την ιστορία μας.

Ζεις μες στις καρδιές μας Λάζαρε.

 

Βασισμένο σε μια πρώτη δημοσίευση στον Ημεροδρόμο 31 Μάρτη 2015

 

Σχετικά θέματα

Απόψεις