Σήμερα Τετάρτη 4 Μάρτη στις 7:30 μ.μ. εγκαινιάζεται στο Κέντρο Τεχνών Δήμου Αθηναίων – Πάρκο Ελευθερίας (πρώην ΕΑΤ – ΕΣΑ), η έκθεση εικαστικών έργων που διοργανώνει η ΚΕ του ΚΚΕ με θέμα την αντίσταση στις φυλακές και τις εξορίες και τίτλο «Μπόλικη πέτρα, μπόλικη καρδιά», δανεισμένο από στίχο που έγραψε ο Γ. Ρίτσος όντας εξόριστος στη Μακρόνησο. Στα εγκαίνια θα μιλήσει η Ελένη Μηλιαρονικολάκη, μέλος της ΚΕ και υπεύθυνη του Τμήματος Πολιτισμού της ΚΕ του ΚΚΕ. Θα παραβρεθεί ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας.
Η έκθεση εντάσσεται στη σειρά εκδηλώσεων που ξεκίνησαν με αφορμή τα 100 χρόνια του ΚΚΕ και που συνεχίζονται με την ανέγερση μνημείων, πρόσφατα στη Γυάρο και το επόμενο διάστημα στη Μακρόνησο.
Η αντίσταση στις φυλακές και τις εξορίες έχει γράψει τη δική της λαμπρή σελίδα στην αγωνιστική παράδοση του κομμουνιστικού και λαϊκού μας κινήματος. Πολλοί είναι οι δημιουργοί που βρέθηκαν οι ίδιοι φυλακισμένοι και εξόριστοι. Μέσα σε δύσκολες συνθήκες δημιούργησαν για να φωτίσουν το μεγαλείο του ανθρώπου που παλεύει για ανώτερα ιδανικά. Πολλά από αυτά είναι έργα – μαρτυρίες: Αποτυπώνονται μορφές εξόριστων, σκηνές της ζωής στην εξορία, της οργάνωσης των εξόριστων. Πολλά έργα φιλοτεχνήθηκαν για να καταγγείλουν τις άσχημες συνθήκες διαβίωσης, τα βασανιστήρια και τις εκτελέσεις. Η Τέχνη στα χρόνια της εξορίας ήταν ένας τρόπος έκφρασης και δημιουργίας, έστελναν το μήνυμα ότι συνεχίζουν να αντιστέκονται. Πολλοί ήταν επίσης οι καλλιτέχνες που μπορεί οι ίδιοι να μην ήταν έγκλειστοι και εξόριστοι, αλλά στήριξαν με το έργο τους τη μάχη που έδιναν οι σύντροφοί τους στις φυλακές και τις εξορίες.
Στην έκθεση, η οποία απλώνεται χρονικά σε μια περίοδο 40 ετών, από τη δεκαετία του ’30 έως και τη χούντα, ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει πάνω από 200 εικαστικά έργα (πίνακες, σχέδια και σκίτσα πάνω σε χαρτί, ξυλόγλυπτα, ζωγραφική πάνω σε βότσαλα, έργα σε χειρόγραφες εφημερίδες και κάρτες, ζωγραφικές μακέτες). Εκτίθενται έργα των Α. Τάσσου, Γιώργου Αργυράκη, Βασίλη Αρμάου, Γιώργου Βακιρτζή, Γιώργη Βαρλάμου, Αγγελου Βλάση, Βασίλη Βλασίδη, Δημήτρη Γιολδάση, Χρίστου Δαγκλή, Ηλία Δεκουλάκου, Βαγγέλη Δημητρέα, Γιώργη Δήμου, Νίκου Ευγενίδη, Βασίλη Ζήση, Τάσου Ζωγράφου, Μεμά Καλογηράτου, Στράτου Καλταμπανέα, Λευτέρη Κανακάκι, Βλάση Κανιάρη, Βάσως Κατράκη, Δημήτρη Κατσικογιάννη, Αννας Κινδύνη, Αλέξανδρου Κορογιαννάκη, Ζιζής Μακρή, Μέμου Μακρή, Παντελή Μανταλόβα, Φανής Μιχαηλίδου, Ασαντούρ Μπαχαριάν, Θωμά Μώλου, Μιχάλη Νικολινάκου, Νίκου Παραλή, Αριστείδη Πατσόγλου, Δημήτρη Περδικίδη, Γιάννη Πετάνη, Πάρι Πρέκα, Γιάννη Ρίτσου, Κυριάκου Ρόκου, Βάλια Σεμερτζίδη, Γιάννη Στεφανίδη, Σάββα Τζανετάκη, Κώστα Τσάρα, Γιώργη Τρικαλινού, Γιάννη Τσαγκάρη, Γιώργου Φαρσακίδη, Μίμη Φωτόπουλου, Χορτομάου, Κατερίνας Χαριάτη – Σισμάνη και πολλών ακόμα αγνώστων.
Τα έργα προέρχονται από τη συλλογή του Αρχείου του ΚΚΕ, πολλά επίσης είναι έργα που παραχωρήθηκαν από μουσεία και πινακοθήκες αλλά και συγγενείς των καλλιτεχνών.
Κατά τη διάρκεια της έκθεσης θα πραγματοποιηθούν παράλληλες εκδηλώσεις, το πρόγραμμα των οποίων θα ανακοινωθεί σύντομα.
Μέρες και ώρες λειτουργίας:
Τρίτη – Σάββατο από 10.00 έως 21.00
και Κυριακή από 10.00 έως 14.00.
Η είσοδος είναι ελεύθερη
Για ομαδικές επισκέψεις, τηλέφωνο στο 210.5282.607
(Δευτέρα – Παρασκευή 10 π.μ. – 12 μ. και 6 μ.μ. – 8 μ.μ.).
Ανεξάρτητα από τις οργανωμένες επισκέψεις,
θα υπάρχει δυνατότητα ξενάγησης για επισκέπτες.
Μέσα από τα λόγια και τα έργα τους
Ο Γιώργος Φαρσακίδης, που μετρά 16,5 χρόνια εξορίας σε Μακρόνησο, Άη Στράτη, Γυάρο και Λέρο, αναφέρει χαρακτηριστικά για την εικαστική δημιουργία στις εξορίες. «Η χειροτεχνική δραστηριότητα διατηρήθηκε στη Μακρόνησο, έως τη μεταφορά μας στα Στρατιωτικά Τάγματα, σαν συνέχεια μιας δημιουργημένης παράδοσης… Αργότερα, οι συνθήκες δεν άφηναν περιθώρια». «Στο στρατόπεδο των πολιτικών εξόριστων του Άη Στράτη, ο δάσκαλος, που μας μύησε στην τεχνική της ξυλογραφίας, στάθηκε ο ζωγράφος – χαράκτης Χρίστος Δαγκλής… Το πρώτο χαρακτικό, στη βιασύνη μου για πρακτική επαλήθευση, το είχα σκαλίσει με σουγιαδάκι κι ένα κοπίδι από καρφί. Αργότερα, τα συνεργεία μας, με την καθοδήγηση του Χρίστου Δαγκλή, κατασκεύασαν εργαλεία της αγοράς. Οι μαραγκοί μας διαμόρφωσαν πλάκες ξύλου για σκάλισμα. Κι ο κύλινδρος για μελάνωμα, κι αυτός δικής μας κατασκευής, ντυμένος σαμπρέλα από ποδήλατο. Αρχικά, το τύπωμα γινόταν με την πίεση μιας τσατσάρας, όμως τον επόμενο χρόνο εξασφαλίσαμε πιεστήριο με μοχλό, δικής μας κατασκευής, και για το χειρισμό του επιστρατεύτηκαν οι πιο χειροδύναμοι… Στέλνοντας κάρτες δηλώναμε ότι ζούμε, ότι αντιστεκόμαστε. Οι κάρτες θα ήταν μια επαφή, θα είχαμε μια συμπαράσταση από τις οικογένειές μας και τον περίγυρο».
Για την εικαστική δημιουργία την περίοδο της χούντας αναφέρει: «Μέσα στα πρώτα “απαγορεύεται” της διοίκησης συμπεριλαμβάνονταν και τα “οιαδήποτε αιχμηρά αντικείμενα”. Έτσι, τα πρώτα μαχαίρια και σκαλιστικά εργαλεία υπήρξαν κάποια σιδερικά και κουτάλια ακονισμένα. Και η πρώτη μας ύλη από καυσόξυλα, κασόνια και τελάρα λαχανικών. Αλλά και οι πέτρες και τα βότσαλα του γιαλού, που δουλεύτηκαν με επιτυχία από την Βάσω Κατράκη, τον Γιάννη Ρίτσο και άλλους αργότερα».
Ο μεγάλος ζωγράφος της Αντίστασης Βάλιας Σεμερτζίδης μπορεί να μην ήταν ο ίδιος εξόριστος ή φυλακισμένος, αλλά φιλοτέχνησε πίνακα για τη θυσία των 200 κομμουνιστών στην Καισαριανή, την Πρωτομαγιά του 1944. Στον πίνακα, ο Σουκατζίδης είναι μπροστάρης στο χορό και ο Σεμερτζίδης εξηγεί: «Ο μπροστάρης μπαίνει όχι τόσο για να παρασύρει τους άλλους, αλλά για να σχίσει το σκοτάδι». «Εδώ η θέση είναι καθαρά μαρξιστική. Δεν έχει εδώ ρομαντισμούς και φιλολογία. Είναι πια ο ήρωας μιας ορισμένης τάξης ανθρώπων κι αυτόν θέλω να προβάλλω, τον κομμουνιστή. Δεν είναι μόνο ο μεγάλος άνθρωπος, ο μεγάλος ήρωας, αλλά είναι κι ο κομμουνιστής κι αυτό εμένα με συνεπήρε. Αμφιβάλλω αν θα μπορούσε – αν και είχαμε τόσους ήρωες τότε – να σταθεί έτσι μπροστά στους Γερμανούς ένας άνθρωπος που δεν είχε σαφή συνείδηση της θέσης του και του αντιπάλου με το ντουφέκι που είχε μπροστά του, συνείδηση τόσο σαφή όσο μπορούσε να έχει ένας μαρξιστής…».
Ο Ασαντούρ Μπαχαριάν από το 1945 έως το 1960 υπήρξε πολιτικός κρατούμενος σε διάφορες φυλακές της χώρας. Στα έργα εκείνης της περιόδου αποτυπώνει πλευρές της φυλακίστικης ζωής, πρόσωπα φυλακισμένων και κυρίως μελλοθάνατων. Πολύ αργότερα έχει πει: «Το πιστεύεις πως δεν θυμάμαι πια; Προσπαθώ να θυμηθώ ονόματα και το μόνο που ξεπροβάλλει μπροστά μου είναι τα πρόσωπά τους. Γλυκά, αποφασισμένα, όμορφα, γιατί τότε η ζωή μετριόταν αλλιώς». «Ηταν απόγευμα, θυμάμαι. Μόλις πρόλαβα να τον ζωγραφίσω… Ακούω ακόμα το γέλιο του… “Φτιάξε με ωραίο ρε μπαγάσα Μπαχαριάν. Κι άμα βγεις, το πρώτο φιλί που θα δώσεις να ‘ναι στο κορίτσι μου”… Χτύπησε το καμπανάκι της καταμέτρησης… Το βράδυ τον πήρανε στην απομόνωση… Δεκαπέντε μέρες έκανα να πιάσω χαρτί και μολύβι. Μόλις σχεδίαζα κάποιον, όλοι με ρωτούσαν: “Εμαθες τίποτα βρε Αρμενάκι;”».
Ο Γιάννης Στεφανίδης αναφέρει χαρακτηριστικά για την πολιτιστική δραστηριότητα που είχαν αναπτύξει οι εξόριστοι στη Λήμνο, στα τέλη της δεκαετίας του ’40: «Είχαμε την τύχη να είναι μαζί μας ο Γιάννης Ρίτσος. Δεν είναι υπερβολή ότι, με επίκεντρο αυτόν, ζήσαμε τη χαρά μιας πολιτιστικής ζωής. Εργάτες και χωρικοί άκουσαν τότε ποίηση για πρώτη φορά. Το βράδυ κάποιο μπουζούκι έπαιζε λαϊκούς σκοπούς, αλλά και ένα μαντολίνο στα χέρια του Ρίτσου έδινε μελωδίες του Μότσαρτ, του Σοπέν, του Σούμαν. Η ζωγραφική μπήκε στα ενδιαφέροντα όλων, που περίμεναν κάθε μέρα να δουν τι καινούριο ζωγραφίσαμε. Χώρια οι συζητήσεις που γίνονταν για την Τέχνη, την Ποίηση, τη Ζωγραφική…». Φεύγοντας από το Κοντοπούλι σε μια ξύλινη βαλίτσα έκρυψε όλα τα σχέδιά του.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ ΚΑΙ ΤΟΝ 902