Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Κωνσταντινούπολη: Μια πόλη χωρίς ελπίδα…

29 Μαΐου 1453 – Η Αλωση της Κωνσταντινούπολης

Όταν ο Ιωάννης Παλαιολόγος που μοιράζονταν τον αυτοκρατορικό θρόνο με τον πατέρα του, Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο, ενεπλάκη στην διαδοχή του οθωμανικού θρόνου, υποστηρίζοντας τον ανταπαιτητή Μουσταφά, προκάλεσε την οργή του σουλτάνου  Μουράτ, ο οποίος, αφού πρώτα συνέτριψε τον Μουσταφά, κινήθηκε τον Ιούνιο του 1422 εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Ο Δημήτριος Παλαιολόγος αν και αδελφός του Αυτοκράτορα είχε πάρει μέρος στην πολιορκία της Πόλης στο πλευρό του σουλτάνου Μουράτ. Ο Δημήτριος διεκδικούσε από τον αδελφό του την περιοχή της Μεσημβρίας και τα παράλια της Μαύρης  Θάλασσας!

Έτσι κι αλλιώς το Βυζάντιο αποτελούσε πλέον μία κατ’ όνομα αυτοκρατορία, καθώς η εδαφική του επικράτεια είχε περιοριστεί στην πόλη της Κωνσταντινούπολης και της περιφέρειάς της και το έσχατο απομεινάρι, τον Μοριά, που είχε δεσπότες τους αδελφούς του Ιωάννη. Αυτοί φιλονικούσαν συνεχώς μεταξύ τους και έφταναν σε σημείο να ζητούν την οθωμανική βοήθεια για να ικανοποιήσουν τις φιλοδοξίες τους. Στην ουσία διεκδικούσαν τα κουρέλια μιας χαμένης αυτοκρατορίας…

Ο Ιωάννης λόγω οικονομικής δυσχέρειας δεν διέθετε επαρκή τακτικό στρατό ο οποίος να μπορεί να αναλάβει εξ ολοκλήρου την άμυνα της Κωνσταντινούπολης απέναντι στον σουλτάνο Μουράτ. Άρα ο αριθμός των αμυνομένων στρατιωτών δεν επαρκούσε ώστε να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά οι επιθέσεις των Οθωμανών. Για αυτό το λόγο, η συμμετοχή στην άμυνα της Πόλης ήταν μαζική, ακόμα και οι γυναίκες και τα παιδιά πήραν μέρος στις μάχες για την υπεράσπιση της Βασιλεύουσας. Μετά από δύο μήνες συνεχούς πολιορκίας, λόγω της ισχυρής αντίστασης, αλλά κυρίως της εμφάνισης ενός νέου σφετεριστή του οθωμανικού θρόνου στην Προύσα, ο σουλτάνος Μουράτ αναγκάστηκε να αποσύρει τα στρατεύματα του και να τερματίσει την πολιορκία. Βέβαια υπήρξαν όροι βαρύτατοι: αναγνωρίζονταν η επικυριαρχία του σουλτάνου στον αυτοκρατορικό θρόνο και το βυζαντινό κράτος έπρεπε να πληρώνει φόρο υποτελείας στους Οθωμανούς 100.000 δουκάτα ετησίως.

Όσο κι αν φαίνεται παράλογο αμέσως μετά τον τερματισμό της πολιορκίας, στην Κωνσταντινούπολη, μια πόλη όπου ο αδελφός του Αυτοκράτορα ήταν ικανός να ζητήσει την βοήθεια των Οθωμανών εναντίον των ομόδοξών του, έφτασε ο αποστολικός νούντσιος Antonio da Massa. Ως εκπρόσωπος του Πάπα υποσχόταν βοήθεια με μοναδική προϋπόθεση να πραγματοποιηθεί ένωση των Εκκλησιών. Η οικουμενικότητα της Εκκλησίας είχε διασπαστεί με το «σχίσμα», το 1054 και έπειτα από του αμοιβαίους αναθεματισμούς μεταξύ του Πάπα Ρώμης Λέων Θ΄ και του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Κηρουλάριο. Το σχίσμα επισημοποίησε την δογματική διάσταση μεταξύ Ανατολής και Δύσης.  

Η Λατινική Εκκλησία δεν πίστευε στην φανέρωση της Αγίας Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος  όπως η Ανατολική Εκκλησία, αλλά δίδασκε πως οι Τρεις θείες Υποστάσεις αλληλοπεριχωρούνται υποστατικά. Το πιο σημαντικό πρόβλημα ήταν αυτό της προέλευσης του Αγίου Πνεύματος καθώς και η προσθήκη της λέξης Filioque από τους Λατίνους. Η προσθήκη δήλωνε πως το Άγιο Πνεύμα έχει την αρχή του εκτός από τον Πατέρα και στον Υιό. Ενώ για τους Βυζαντινούς η εκπόρευσή του νοείται η αΐδια και άχρονη υποστατική προβολή του αγίου Πνεύματος εκ μόνου του Πατρός. Το Filioque πλήττει το ακοινώνητον των ιδιωμάτων, καθώς ο Υιός λαμβάνει το ιδίωμα του εκπορεύειν το οποίο, όμως, κατά την Ανατολική Εκκλησία ανήκει μόνο στον Θεό!

Μετά υπήρχε και η απόκλιση για το θέμα του άρτου της Θειας Ευχαριστίας: πρέπει να χρησιμοποιείται μαγιά όπως δίδασκε η Ανατολική Εκκλησία ή πρέπει να  κάνουμε χρήση αζύμου άρτου όπως η Λατινική Εκκλησία;

Και η φύση του καθαρτήριου; Πως εξαγνίζονται η ψυχές των νεκρών μετά τον θάνατο; Με την φωτιά όπως λένε οι Λατίνοι ή με τις θύελλες και τα ερέβη των Βυζαντινών;

Και τέλος, ποιος θα κατείχε τα πρωτεία: ο Πάπας ή ο Πατριάρχης;

Μην περιμένετε ο γράφων να έχει το αναγκαίο ανάστημα και την ευφυΐα των οφφικιάλιων του Πατριαρχείου οι οποίοι κατέχουν τέτοια αυθεντία που τους επιτρέπει να διευκρινίζουν ακόμα και την φύση του θεού — για να δοκιμάσει να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα. Η ουσία όλων αυτών των δογματικών διαφωνιών του διαφεύγει… Όχι όμως και η βεβαιότητα πως σε καμία περίπτωση δεν ήταν η ομόνοια, η αλληλεγγύη και ο αλτρουισμός προς το βυζαντινό κράτος που ώθησε τον παπικό θρόνο να συγκαλέσει την σύνοδο.

***

Στις 9 Απριλίου του 1438 άρχισε τις εργασίες της στη Φερράρα της Ιταλίας η Οικουμενική Σύνοδος της οποίας τη σύγκληση κήρυξε ο αυτοκράτορας ‘Ιωάννης Παλαιολόγος, ο Πατριάρχης Ιωσήφ Β΄ και ο παπικός θρόνος του Ευγένιου Δ΄.

Διακηρυγμένος σκοπός της Συνόδου της Φερράρα, πού αργότερα μεταφέρθηκε και ολοκληρώθηκε στη Φλωρεντία, ήταν να αρθούν οι δογματικές διαφορές ανά­μεσα στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία και την Λατινική Καθολική Εκκλησία. Ο αυτοκράτορας ήλπιζε πως με τον τρόπο αυτόν θα εξασφάλιζε τη στρατιωτική και την οικονομική βοήθεια του δυτικού κόσμου πού ήταν αναγκαία ενόψει του μουσουλμανικού-οθωμανικού κινδύνου.

Η Οικουμενική  Σύνοδος, παρά το ότι  ή συμμετοχή των δυτικών βασιλιάδων ήταν ελάχιστη, κατέληξε σε ενωτικό διάταγμα που συνετάχθη και υπεγράφη τον Ιούλιο του 1439 στον Καθεδρικό Ναό Santa Maria del Fiore της Φλωρεντίας. Το διάταγμα έδινε ελπίδες στον Αυτοκράτορα για την επιζητούμενη οικονομική και στρατιωτική βοήθεια.

Η  ένωση, όμως  πού  προσπάθησε  και  επέτυχε  ο Ιωάννης Παλαιολόγος  προκάλεσε  τη  σύγκρουση  των  ενωτικών, που υποστήριζαν την ενότητα του χριστιανικού  κόσμου στη βάση της κοινής συνέχειας από την Παλαιά στη Νέα Ρώμη, με τους ανθενωτικούς, που επέσειαν τον κίνδυνο να αλλοιωθεί  η ορθή πίστη και κατά συνέπεια η ταυτότητα της Ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας.

Οι βυζαντινοί φανατισμένοι ιεράρχες δεν ήσαν διατεθειμένοι να πειθαρχήσουν στην κοσμική εξουσία που έπληττε τα συμφέροντα και την εξουσία τους. Γενικά στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία το αποτέλεσμα την συνόδου δεν έγινε αποδεκτό: στη Μόσχα, οι παπάδες αρνήθηκαν την επίσημη ανάγνωση της συμφωνίας στον Καθεδρικό Ναό της Αναλήψεως, ενώ τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων συγκάλεσαν Σύνοδο στα Ιεροσόλυμα το 1443, η οποία χαρακτήρισε το διάταγμα της  συνόδου, «μιαρά ένωση».

Στην ουσία με αφορμή το ζήτημα  της ένωσης των εκκλησιών αναδείχθηκε η σύγκρουση  δύο κοσμοαντιλήψεων, πού διαμορφώθηκαν στο Βυ­ζάντιο: μιας συντηρητικής και αλαζονικής που παρέμενε προσκολλημένη στην χιλιετή παράδοση, και της πιο εξευγενισμένης που εκτός του ότι δεν ταυτιζόταν οπωσδήποτε με την παλαιά αριστοκρατία καθώς αναζητούσε την θέση της στην καινούρια εποχή που ερχόταν, έπρεπε να νικήσει και τις προκαταλήψεις χοντροκομμένων καλόγερων.

Στην  κίνηση των ανθενωτικών προσχώρησαν μετά από λίγο καιρό και ορισμένοι από τους πρωτεργάτες της ένωσης, όπως ο μετέπειτα, διορισμένος από τους Οθωμανούς πατριάρχης Γεώργιος Σχολάριος αλλά και πολλά μέλη της παλαιάς αριστοκρατίας πού απειλούνταν από το ανερχόμενο στρώμα των αστών εμπόρων και τεχνιτών. Είναι σημαντικό να έχουμε κατά νου πως οι γαιοκτήμονες – αριστοκράτες της αυτοκρατορίας είχαν με την πάροδο του χρόνου συγκροτήσει μία ξεχωριστή, κλειστή τάξη, που ενισχυόταν μέσω επιγαμιών των μελών της. Αυτοί νεμόταν την πολιτική εξουσία. Μα κατά τον 15ο αιώνα η τάξη των αριστοκρατών ήταν αναγκασμένη να μοιραστεί τα προνομία της με μία νέα αναδυόμενη μα ισχυρή κοινωνική τάξη: αυτή των πλούσιων εμπόρων, εφοπλιστών και τεχνιτών, των αστών δηλαδή που δημιουργούσαν εμπορικές εταιρίες και συνεργάζονταν με τους Βενετούς και Γενουάτες σε όλη την μεσόγειο.

Ως εκ τούτου ή  σύγκρουση ενωτικών και  ανθενωτικών που έπλεαν μέσα στο μίσος εναντίον των «αζυμιτών», ή καλύτερα η σύγκρου­ση ανάμεσα σε φορείς διαφορετικών νοοτροπιών, αποτυπώνει τη σύγκρουση δύο ομά­δων στο εσωτερικό της ηγετικής βυζαντινής τάξης με διακύβευμα την επιβίωση τους στο παρόν μα και μετά την οθωμανική κατάκτηση πού ήταν αναμενόμενη!

Και ο λαός;

Τα αναλφάβητα ευρύτατα λαϊκά στρώματα, που ζούσαν μέσα στον θρησκευτικό σκοταδισμό, τις προκαταλήψεις και στην εξαθλίωση, που βρισκόταν κάτω από την απόλυτη επιρροή του Πατριαρχείου, των μοναχών, και των παπάδων, αρνούνται την πολιτική της θρησκευτικής ένωσης θεωρώντας τον Αυτοκράτορα ενδοτικό. Για τα λαϊκά στρώματα το Πατριαρχείο και όχι ο Θρόνος, αποτελούσε το αναπόσπαστο τμήμα του συλλογικού αυτοπροσδιορισμού τους.

Ο θρησκευτικός φανατισμός των αδιάλλακτων πατριαρχών έναντι στις επιλογές του θρόνου, ως προς τη στάση που πρέπει να ακολουθηθεί σε σχέση με τους Λατίνους και ο βαθύτατος διχασμός της βυζαντινής κοινωνίας, είχε ήδη καθορίσει τις τύχες της, διχασμένης και αδύναμης, Κωνσταντινούπολης ως την Άλωση. 

 ***

Ήταν 12 Δεκεμβρίου του 1452 ημέρα του Αγίου Σπυρίδωνα όταν τελέστηκε μεγαλοπρεπής συλλειτουργία Καθολικών και Ορθοδόξων στο Ναό της Αγίας Σοφίας, παρουσία του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου για την εμπέδωση της αποδοχής της Ένωσης. Κατά την διάρκεια της λειτουργίας που ακολούθησε έψαλαν το Πιστεύω με την προσθήκη Filioque στο εκ του Υιού και μετά μοιραστήκαν τα άζυμα των Λατίνων στη Θεία Ευχαριστία…

Τεράστια αμαρτία και μεγάλη ασέβεια προς τα πατερικά κείμενα!

Ήταν όμως το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει ο Κωνσταντίνος για να αποκτήσει την βοήθεια των δυτικών ηγεμόνων.

Στην Πόλη, που μόνο συμβολική αξία είχε, ως πρωτεύουσα μιας χιλιόχρονης αυτοκρατορίας, η οποία, να θυμίσω, πλήρωνε φόρο υποτελείας στον Οθωμανό σουλτάνο, οι εσωτερικές αντιθέσεις οξύνθηκαν μετά την ένωση των εκκλησιών. Η άρχουσα τάξη ήταν χωρισμένη σε δυο στρατόπεδα. Στους ενωτικούς οπαδούς της ένωσης, και στους ανθενωτικούς που ήταν ανοικτά τουρκόφιλοι, και έτρεφαν μίσος για τους Λατίνους. Ας μην αμελούμε ότι οι δυτικοί είχαν βλέψεις κατακτητικές, κάτι που επιβεβαιώνεται από την κατάκτηση της Πόλης το 1204 από τους σταυροφόρους.

Ωστόσο και οι δυο παρατάξεις είχαν σχηματιστεί μέσα στο ζάρωμα μιας αυτοκρατορίας και ενός πολιτισμού που ξεψυχούσε. Και οι δυο ύφαιναν το σάβανο τους και όταν τελείωσαν την ύφανση κάλεσαν οι πρώτοι τους Λατίνους και οι δεύτεροι τους Τούρκους για να φτιάξουν το φέρετρό τους.

Πέρα όμως από τις πολιτικές, ψυχρές υπολογιστικές ενέργειες της αριστοκρατίας, που αφορούσαν την μελλοντική κατάληψη της εξουσίας, ο λαός στην μεγάλη πλειονότητα του ήταν έτοιμος να επαναστατήσει εναντίον του Κωνσταντίνου και των ενωτικών.

Την ημέρα που ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος έδωσε νομική ισχύ στην ένωση, ο λαός δεν πήρε μέρος στην λειτουργία, μα προκάλεσε ταραχές. Ο Ιστορικός Πασπάτης γράφει στο έργο του «Πολιορκία και άλωσις Κωνσταντινουπόλεως»: «Τελουμένης της ενώσεως εν Αγία Σοφία μέγα πλήθος λαού συνωθείτο εν τω περιβόλω, κραυγάζοντες αράς κατά των ενωτικών και αφόβως καθυβρίζοντες βασιλέα, άρχοντας και πάντα Λατίνων δόγματα.» Μάλιστα μετά την λειτουργία που επικύρωσε την ένωση, «βδελυκτή» θυσία την ονόμασαν, κανείς δεν πήγαινε στην Αγία Σοφία γιατί πλέον θεωρούταν  «Ιουδαίων συναγωγή» και «σπήλαιον και βωμός αιρετικών».

Στα μάτια του λαού και των χιλιάδων μοναχών (ένας στους τρεις κατοίκους της Πόλης ήταν κλεισμένος σε μοναστήρι) ο ναός βεβηλώθηκε από τις παράνομες παπικές προσθήκες στα πατερικά κείμενα και από τα άζυμα ψωμιά των Λατίνων. Ο χρονικογράφος Μιχαήλ Δούκας μας πληροφορεί μάλιστα ότι μετά το γεγονός αυτό «ο λαός θεωρούσε πλέον την Αγία Σοφία ως βδέλυγμα και ναό του Απόλλωνος». Η «Αγία του Θεού Σοφία» συμβόλιζε πια την υποταγή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον Πάπα και ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος θεωρούνταν προδότης γιατί εγκατέλειψε το αρχικό ανόθευτο Σύμβολο της Πίστεως…

Πνευματικός αρχηγός των ανθενωτικών ήταν ο μοναχός Γεννάδιος Σχολάριος. Συμβούλευε και υποστήριζε τους ανθενωτικούς καθώς πίστευε ότι οι ενωτικοί «ελληνίζανε», μέγα αμάρτημα, και ότι πρόδωσαν με την αναγνώριση του Πάπα την ορθόδοξη πίστη. Υπόψη ότι ο όρος «Έλλην» συνέχισε να είναι απαξιωτικός ακόμα και στα ύστερα χρόνια από την Άλωση, με την εξαίρεση ελάχιστων λόγιων όπως ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων.

Ο Γεννάδιος, που μετά την συλλειτουργία Καθολικών και Ορθοδόξων αναθεμάτισε την Αγία Σοφία, προφήτευε πως είναι θέλημα θεού να τουρκέψει η Πόλη για να σωθεί η Εκκλησία από τους Λατίνους, και πως όποιος πολεμάει εναντίον του σουλτάνου, πολεμάει και εναντίον της θέλησης του θεού να διατηρηθεί η πίστη καθαρή από προσθήκες και νοθεύσεις. Αυτά έγραφε σε επιστολές που διαβάζονταν στις αγορές της Βασιλεύουσας. Ο ίδιος για τον εαυτό του έλεγε : «Έλλην ων τη φωνή ουκ αν ποτε φαίην Έλλην είναι». Και ο Γεννάδιος είχε μαζί του τον λαό που πίστευε τυφλά το μαύρο καλογερικό ράσο του.

Μετά την άλωση και την κατάργηση από τον ίδιο της διακήρυξης της ένωσης, οι Τούρκοι τον όρισαν Πατριάρχη, με το όνομα Γεννάδιος Β΄, των Ορθόδοξων χριστιανών που ζούσαν στην επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Πολιτικός αρχηγός των ανθενωτικών ήταν ο δεύτερος τη τάξει μετά τον Αυτοκράτορα, Μέγας Δούκας, Λουκάς Νοταράς. Ο  Νοταράς ήταν ο πιο μεγάλος υποστηριχτής του Παλαιολόγου στον αγώνα διεκδίκησης του Θρόνου και είχε παντρευτεί την αδελφή του Κωνσταντίνου. Ήταν υποστηρικτής της ένωσης και είχε συμβάλει στις διαπραγματεύσεις στην Φεράρα και στην Φλωρεντία.

Όταν όμως είδε ότι οι δυτικοί παρά την ένωση και την υποταγή της Εκκλησίας στον Πάπα δεν έστειλαν την απαιτούμενη, παρά ελάχιστη βοήθεια, και αν παρ’ ελπίδα η Πόλη άντεχε στην επίθεση των Τούρκων τότε αυτή θα έπεφτε στα χέρια των Λατίνων, άλλαξε γνώμη και τάχτηκε φανερά κατά των ενωτικών. Στον Νοταρά αποδίδεται η φράση «Κρειττότερον εστίν ειδέναι εν μέση πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινική», όπως γράφει ο Δούκας στην Βυζαντινοτουρκική Ιστορία του.

Είναι καλό να γνωρίζουμε πως οι Βυζαντινοί είχαν για μια γενιά δοκιμάσει την κυριαρχία και την άμεση εξουσία των δυτικών. Τι κι αν είχαν περάσει τριακόσια χρόνια από τότε; Μετά το 1204 η αυτοκρατορία δεν κατάφερε ούτε να επουλώσει τις πληγές της ούτε είχε καταφέρει να ασκήσει στα εδάφη της καμιά κυριαρχία γιατί οι Λατίνοι είχαν επιβάλει την κυριαρχία τους σε όλους σχεδόν τους θαλάσσιους δρόμους της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Και να που τώρα απαιτούσαν και πέτυχαν να υποτάξουν και την κληρονομημένη παράδοση του Βυζαντίου. Και αυτή η παράδοση  δεν ήταν άλλη από την ορθόδοξη πίστη!

Οι Τούρκοι όμως όπως καλά γνώριζε ο Νοταράς, μιας και είχε μυστικές επαφές μαζί τους, θα επέτρεπαν στους Βυζαντινούς να διατηρήσουν την ορθοδοξία μαζί με τα μοναστήρια, την περιουσία και τα οικοδομήματα τους, πλην της Αγίας Σοφίας. Μα για να μπορέσουν οι Οθωμανοί να κυβερνήσουν και να διευθετήσουν βυζαντινές υποθέσεις χρειαζόταν στην υπηρεσία τους ανθρώπους που ξέρουν τα ζητήματα της δημόσιας διοίκησης.  Ο Μωάμεθ είχε επιμελώς καλλιεργήσει και καταστήσει γνωστή την επιθυμία του αυτή, να εντάξει  δηλαδή στο δυναμικό του οθωμανικού κράτους τη βυζαντινή τεχνογνωσία. Ο Νοταράς λοιπόν έθετε υποψηφιότητα για ανώτερη θέση πριν ξεκινήσει η πολιορκία. Βιάστηκε όμως να μοιράσει τα νέα αξιώματα στους γιους του και να κάνει τον εαυτό του μέτρο όλων των εξελίξεων… Ο Αλλάχ δεν φάνηκε φιλεύσπλαχνος μαζί του ούτε και στην οικογένεια του: ο Σουλτάνος Μωάμεθ τους πήρε τα κεφάλια όχι μόνο γιατί ο Νοταράς του αρνήθηκε να παραδώσει το δεκατετράχρονο παιδί του, αλλά και γιατί, αφού πρόδωσε τον Αυτοκράτορα του ποιος του εγγυόταν ότι δεν θα πρόδιδε κι εκείνον;

***

Από την μεριά των ενωτικών, τον κύριο ρόλο έπαιζε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ο οποίος έχοντας ανέβει σε ένα ετοιμόρροπο θρόνο και μάλιστα χωρίς να έχει καμία επαφή με τα αισθήματα του λαού και χωρίς να λογαριάζει τις εσωτερικές αντιθέσεις μιας πόλης που ψυχορραγούσε, έκανε ότι μπορούσε για να την σώσει γνωρίζοντας πως το σπαθί θα ήταν κάτω από το λαιμό του και πως κάθε του ενέργεια θα ακονίζει ακόμα καλύτερα την λεπίδα του…

Ήξερε ότι ήταν αλυσοδεμένος στα όρια του τόπου και του χρόνου: ένας χαμένος κερδίσει χάσει από τους Οθωμανούς δεν θα έμενε στον Θρόνο αφού αναγνώρισε τον Πάπα. Αλλά δεν ήταν καιρός για δισταγμούς. Όμως ακόμα και η αυτοκρατορική βούληση δεν αρκεί για να κατευθύνει τα γεγονότα!   

Ο Παλαιολόγος με την εμμονική προσπάθεια διασύνδεσης της τύχης της Κωνσταντινούπολης, με τα παπικά συμφέροντα, εναπόθεσε τις ελπίδες του στην σταυροφορία που θα οργάνωναν και στον στόλο που του υποσχέθηκαν ότι θα του έστελναν οι χριστιανοί σύμμαχοί του. Σίγουρα αγωνιούσε, από την μια να μην ξεσπάσει εμφύλιος μέσα στην Πόλη, (εκτός από τους φανατικούς ανθενωτικούς ο Κωνσταντίνος είχε να αντιμετωπίσει τα αδέλφια του, Δημήτριο και Θωμά που αμφισβητούν με τουρκική υποστήριξη την εκλογή του) και από την άλλη κατέβαλε προσπάθειες για να οργανώσει το πολυεθνικό στράτευμα του με γνώμονα την απειλή των Οθωμανών, αλλά και των βλέψεων του εκκλησιαστικού κατεστημένου. Μέρα νύχτα έτρεχε στα τείχη και κοίταζε τι στρατηγικές άμυνας θα ακολουθήσει, «…έφιππος δι όλης της ημέρας και νυκτός περιπατών ην γύρωθεν ένδον της πόλεως και των ντειχών» γράφει ο λογοθέτης και ιστορικός Φρατζής.

Εν ολίγοις για το μόνο πράγμα που δεν κατηγορείται ο Παλαιολόγος, παρά την ματαιότητα του σκοπού του, είναι για δειλία. Όμως ο Κωνσταντίνος αιθεροβατεί όσο αφορά την οργάνωση σταυροφορίας από την Δύση. Η τελευταία προσπάθεια των δυτικών ηγεμόνων, με πρωτοβουλία για την οργάνωση σταυροφορίας να ανήκει στον Πάπα Ευγένιο Δ΄ ώστε να ανακοπεί η εξάπλωση των Οθωμανών ήταν στη μάχη της Βάρνας στις 10 Νοεμβρίου 1444 και υπήρξε οδυνηρή: ο στρατός τους εξολοθρεύτηκε ολοκληρωτικά από τους Οθωμανούς και μαζί του έσβησε κάθε ελπίδα για να σωθεί από τον άμεσο κίνδυνο η Βασιλεύουσα.

Η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν πια μέσα στην καρδιά της οθωμανικής επικράτειας, μια κουκίδα γης μεταξύ των ευρωπαϊκών και των ασιατικών κτήσεων των Τούρκων. Ήταν μια ετοιμοθάνατη πόλη που τυφλά κοιτάει μόνο το παρελθόν της…

Ο Σουλτάνος όμως δεν απειλούσε την ορθή ανατολική εκκλησία, ο Πορθητής, ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, συστράτευσε χιλιάδες χριστιανούς μισθοφόρους από διάφορες περιοχές, που είχαν μπει στην υπηρεσία του διψώντας για αίμα, βιασμούς και λεηλασίες, σίγουρα θα προστάτευε την πατρογονική πίστη από τους αιρετικούς Λατίνους…

Άλλωστε οι λαοί σκλαβώνονται και πεθαίνουν, κάστρα κατακτιούνται, οι πόλεις μπορούν να καταστραφούν αλλά όχι η ορθή πίστη στην Εκκλησία του Χριστού. Αυτή είναι αιώνια!   

Κι ύστερα;    

Τι θα είχε όμως συμβεί εάν η οθωμανική πολιορκία αποτύγχανε;

Εάν έφτανε ο στόλος και στρατεύματα του Πάπα και των δυτικών ηγεμόνων;

Θα ήταν ο Κωνσταντίνος ένα αυτοκρατορικό ανδρείκελο και η βασιλεύουσα μια εμπορική και ναυτική βάση των «αζυμιτών», Βενετών και Γενοβέζων, για την ανάπτυξη του πλούτου τους μιας και θα βάζανε χέρι στην Μαύρη Θάλασσα και στους εμπορικούς δρόμους της Ασίας; 

Δεν υπάρχει απάντηση!

Υπάρχει όμως ένα αναντίρρητο γεγονός: Η Κωνσταντινούπολη μία από τις συγκλονιστικότερες πόλεις που δημιούργησε ο ανθρώπινος πολιτισμός, αμυνότανε, με αμέτρητες επιθανάτιες αγωνίες, ανάμεσα σε δυο κόσμους και μάλιστα χωρίς ελπίδα διεξόδου.

Και όμως επί πενήντα δύο συνεχόμενες ημέρες οι λιγοστοί άνδρες που κάλυπταν τα τείχη, Λατίνοι οι περισσότεροι, όπως ο Ιουστιάνης και οι σιδερόφραχτοι άνδρες του ή οι αδελφοί Γκουακάρντι με τους λιγοστούς πολεμιστές τους, αντιστάθηκαν γενναία μέχρι τέλους. Όπως έπραξε και ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος έχοντας στο πλευρό του τον Φραγκίσκο του Τολέδο!

Με την Άλωση και για τρεις μέρες ένα αιματηρό μεθύσι ξεκίνησε…

***

Πέρα από τις πράξεις των ανθρώπων που είναι αποτέλεσμα συσχετισμών συμμαχιών και γεγονότων που συχνά τους υπερβαίνουν, η Άλωση της Πόλης, τον Μάιο του 1453, έγινε τους χρόνους που η Ευρώπη ξυπνούσε από τον λήθαργο του μεσαίωνα και αναζητούσε να αναπροσδιορίσει τον εαυτό της έξω και ενάντια στον σκοταδιστικό φεουδαλισμό. Κάτι που κλόνιζε τα θεμέλια της παντοδυναμίας του μεγαλύτερου φεουδάρχη της Ευρώπης: του Βατικανού.

Είναι η εποχή του Κολόμβου και της αποικιοκρατίας που την συνόδευσε. Είναι η εποχή της ανάπτυξης των πόλεων με τις ποικίλες οικονομικές δραστηριότητες των αστών που γίνονται τα σύμβολα μιας νέας ανώτερης μορφής οικονομικού πολιτεύματος από τον φεουδαλισμό.

Είναι η εποχή ανάπτυξης του Καπιταλισμού.

Στην ανατολή όμως η οθωμανική κατάκτηση αν και κράτησε μια πολιτική ανοχής της διαφορετικότητας, όσον αφορά τη θρησκεία και τον πολιτισμό, η οποία έδωσε στους χριστιανικούς λαούς της τουρκικής αυτοκρατορίας τη δυνατότητα να διατηρήσουν την ταυτότητα τους, ταυτόχρονα διατήρησε τον πτωχευμένο φεουδαλισμό και τις βυζαντινές πρακτικές διοίκησης. Έτσι καταδίκασε τους λαούς των Βαλκανίων σε οπισθοδρόμηση, σκλαβιά, εκμετάλλευση και σε πνευματικό σκοτάδι. Θα χρειαστεί να περάσουν τουλάχιστον δύο αιώνες αλληλεπίδρασης εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων για να αποκατασταθεί το ιστορικό οπισθογύρισμα…

 Ημεροδρόμος 22 Μάη 2022

 

 

 

 

Σχετικά θέματα

Απόψεις