Όταν οι άνθρωποι πεθαίνουν κατά δεκάδες και στις ΜΕΘ γίνεται διαχείριση του θανάτου, για το ποιος θα πεθάνει, δεν υπάρχει κανένας Τρίτος που θα σκεφτεί ή, θα νοιαστεί για τη «σωτηρία του λαού», εκτός από τον ίδιο το λαό. Κατά τη γνώμη μου οι διαπιστώσεις, οι κατάλογοι αιτημάτων προς την Κυβέρνηση, ‘’εμείς τα είπαμε’’ κ.ο.κ., όταν αυτή μας έχει καταστήσει σαφές, από τον Μάρτιο (πρώτο lockdown), με λόγια και έργα πως εχθρεύεται για πολλούς λόγους ένα δημόσιο σύστημα υγείας, δε βοηθούν πια. Μάλιστα για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία γι’ αυτό η Κυβέρνηση μειώνει στο νέο προϋπολογισμό τις δαπάνες για την υγεία κατά 572 εκατομ. Ευρώ.
Ούτε το κράτος είναι σήμερα ο ‘’συλλογικός καπιταλιστής’’ (κράτος πρόνοιας) για να διασφαλίζει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, επομένως και την υγεία του πληθυσμού, όπως το έκανε όταν υπήρχε έλλειψη εργατικών χεριών (δημιουργία κινήτρων για εργασία, αντικυκλικές οικονομικές πολιτικές κ.λπ.). Σε συνθήκες μαζικής ανεργίας, όταν ο εργάτης είναι στα αχρείαστα, αφού δεν παράγει κάτι (υπεραξία/υπερπροϊόν), δεν υπάρχει κανένας λόγος να δοθεί δεκάρα για την αναπαραγωγή του. Για τη λογική του κεφαλαίου και την πολιτική οικονομία της ζωής που ενστερνίζεται με πνεύμα ζηλωτή η Κυβέρνηση, το έξοδο για την υγεία, την επιδημιολογική ετοιμότητα, την εκπαίδευση, τα λεωφορεία, τις εργασιακές συνθήκες κ.ά. είναι περιττό όπως και ο ίδιος ο εργάτης. Ας πεθάνει.
Σαφώς και δεν είναι δουλειά μας να υποκαταστήσουμε το κράτος, καθώς αυτή η δουλειά θα μας μπλέξει και σε άλλες ‘’βρωμοδουλειές’’, να αγοράζουμε πχ. στολές Boos για τα ΜΑΤ, καλύτερα κλομπ για να μη ροζιάζουν τα χέρια τους, να τα ακουμπάμε για φρεγάτες και στο ΝΑΤΟ κ.ο.κ. Είναι όμως δουλειά μας και ευθύνη μας να σχεδιάσουμε και να οργανώσουμε μορφές συλλογικής δράσης για τη «σωτηρία του λαού», πόσο μάλλον όταν και ο κορονοϊός έχει ταξικό κριτήριο «προτιμώντας» τα εργατικά και λαϊκά στρώματα.
Ίσως ένα σχήμα «ενότητα στη δράση», που θα ξεκινούσε από τους εργαζόμενους στα δημόσια αγαθά που παράγουν αξίες χρήσης και θα διευρύνονταν στη συνέχεια, συμπεριλαμβάνοντας και τα εργατικά και λαϊκά στρώματα που είναι αποδέκτες αυτών των αγαθών, θα μπορούσε να δώσει άλλη κοινωνική δυναμική στην υπόθεση, βγάζοντας την κοινωνία από τη θέση του «παθητικού» παρατηρητή. Με αυτή την έννοια η «ενότητα στη δράση» θα μπορούσε να συμβάλλει στην άμβλυνση των διαφορετικών ταξικών καταστάσεων του κόσμου της εργασίας (εργασιακών, μισθολογικών, πολιτισμικών κ.λπ.) που εμποδίζουν όμως την έγερση μιας ενιαίας ταξικής συνείδησης (π.χ. «άσπρα και μπλε κολλάρα»). Θα μπορούσε επίσης να δημιουργήσει μια κουλτούρα «συνεργασίας» συνδικαλιστικών ενώσεων που διαφοροποιούνται πολιτικά, δημιουργώντας ρήγματα στο εσωτερικό τους, όταν αυτές υποστηρίζοντας πολιτικές που πλήττουν τα ταξικά συμφέροντα των μελών τους, αμφισβητούνται, συμβάλλοντας στη ταξική συνειδητοποίηση των μελών τους.
Εδώ σε ένα σχήμα «ενότητας στη δράση» θα μπορούσαν να παραχθούν τα μέσα και οι πόροι (κοινωνικά δίκτυα, δεσμοί στην κοινότητα, μορφές οργάνωσης κ.λπ.) για τη συνέχιση ή, την κλιμάκωση του κοινωνικού αγώνα. Με αυτό τον τρόπο η «ενότητα στη δράση» θα μπορούσε να γίνει και το εφαλτήριο, όπου διάφορες στρώσεις κοινωνικής συνείδησης θα μετασχηματίζονταν μέσα από τη τριβή και τη συμμετοχή σε πιο ομοιογενείς μορφές δράσης (ταξικός αγώνας), αφήνοντας όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά.
Επομένως η «ενότητα στη δράση» ως ένας ορίζοντας δυνατοτήτων θα αφορά πολιτικές οργανώσεις και κοινωνικές συλλογικότητες που θα ήθελαν να συνδέσουν τον αγώνα για την υγεία, την εκπαίδευση, τα εργασιακά κ.ά. με το ζήτημα της κοινωνικής οργάνωσης της παραγωγή και της εργασίας. Με αυτή την έννοια η «ενότητα στη δράση» αποτελεί και ένα τρόπο να δοκιμαστεί σε πραγματικές συνθήκες και όχι «επί χάρτου» το περιεχόμενο και η δυναμική των κοινωνικών συμμαχιών. Συνεπώς η «ενότητα στη δράση» για την αντιμετώπιση της πανδημίας γίνεται και το πεδίο να δοκιμαστεί η ίδια η συλλογική δράση, να εξεταστεί ποιους πόρους (ανθρώπινους, κοινωνικούς, οργανωσιακούς κ.λπ.) μπορεί να ενεργοποιήσει, πόσο μάλλον όταν υπάρχει μια γενικευμένη επιφύλαξη αν όχι δυσπιστία απέναντί στη συλλογική δράση μετά το «πρώτη φορά αριστερά» και τη συστημική διαχείριση του ΣΥΡΙΖΑ που οδήγησε όμως στη αποκατάσταση της αστικής ηγεμονίας (αξιακή και πολιτική). Ωστόσο ας έχουμε υπόψη πω η ‘’διαχείριση’’ καταστάσεων, δε βγάζει οπωσδήποτε στην ενσωμάτωση, όπως δείχνει και το παράδειγμα Πελετίδη. Eπομένως γνωρίζουμε ως κοινωνία που βγάζει το ένα και που το άλλο και με αυτή την έννοια υπάρχει η πείρα για να αντιμετωπιστούν.
Εφόσον η κοινωνική εξέλιξη προσδιορίζεται από την ανάδραση του κοινωνικού γίγνεσθαι με την κοινωνική (ταξική) συνείδηση δε νομίζω πως υπάρχει άλλος τρόπος να προχωρήσουν τα πράγματα από το να παραχθεί σε συνθήκες πεδίου (πραγματικότητας), η κοινωνική συνείδηση που θα υποστηρίξει μορφές συλλογικής δράσης ώστε να υπερβούμε διαχειριστικές λογικές, για να τεθεί επίσης πιο επιτακτικά το γενικό ζήτημα. Μια άλλη προσέγγιση που θα εξαρτά τη διαμόρφωση ταξικής συνείδησης από το «πλήρωμα του χρόνου», όταν ο αντικειμενικός παράγοντας συναντήσει τον υποκειμενικό, θα είναι μάλλον εξωιστορική (μεσσιανιστική), αφού αυτή δε θα προέρχεται από τη δυναμική της ταξικής πάλης, όπως αυτή προσδιορίζει τις συνθήκες εργασίας και τις συνθήκες ζωής των “ζωντανών ανθρώπων”. Εξάλλου, όπως το θέτει ο Μαρξ, είναι οι άνθρωποι (κοινωνική δράση) που κάνουν την ιστορία σε συνθήκες όμως που δεν επιλέγουν οι ίδιοι.
*O Θανάσης Αλεξίου είναι καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου