Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Ιδιωτικοποίηση Νερού

του Γεωργίου Κ. Στουρνάρα, Ομότιμου Καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών, μέλους ΔΣ του Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητας -- Η ιδιωτικοποίηση του νερού είναι ένα σύγχρονο θέμα, που αναπτύσσεται παράλληλα με το γνωστό σε όλους «ο επόμενος πόλεμος θα γίνει για το νερό», ένας πόλεμος που έχει, ήδη, αρχίσει

 του Γεωργίου Κ. Στουρνάρα*

 

Γενικά

 

Η ιδιωτικοποίηση του νερού είναι ένα σύγχρονο θέμα, που αναπτύσσεται παράλληλα με το γνωστό σε όλους «ο επόμενος πόλεμος θα γίνει για το νερό», ένας πόλεμος που έχει, ήδη, αρχίσει. Πριν προχωρήσουμε, καλό θα ήταν να γίνουν κάποιες διευκρινίσεις για την καλύτερη κατανόηση αυτών που θα ακολουθήσουν.

Βρισκόμαστε σε μια περίοδο, στην οποία το νερό, παγκοσμίως, δείχνει, με τη σειρά του, μια άλλη όψη, την ίδια που δείχνει και το περιβάλλον. Μια όψη που έχει να κάνει με τα αποτελέσματα της κακής ποσοτικής διαχείρισής του και της κακής ποιοτικής προστασίας του. Με απλοϊκό ή απλοποιητικό (;) τρόπο λέγεται ότι οι επόμενοι πόλεμοι θα γίνουν για το νερό, όμως οι πόλεμοι αυτοί, κάθε είδους, έχουν, ήδη, ξεκινήσει και οι διεθνείς υδατικές διασυνδέσεις, αλληλεξαρτήσεις και αντιθέσεις εμφανίζουν ένα τεράστιο εύρος και βάθος [Stournaras, 2006]. Προς το παρόν, είναι ορατοί μόνο οι πόλεμοι, αντιθέσεις και διεκδικήσεις μεταξύ κρατών, όμως, και σε εθνικό επίπεδο, υποβόσκουν οι ίδιες αντιπαλότητες και εκείνο που δεν έχει προσδιοριστεί είναι ο χρόνος που όλα αυτά θα βγουν στην επιφάνεια, στην επικράτεια κάθε συγκεκριμένου κράτους. Δεν υπάρχει όμως καμιά αμφιβολία ότι θα εμφανιστούν. Όλα αυτά σε ένα πλαίσιο αύξησης της παγκόσμιας κατανάλωσης και σε ένα συνεχή αγώνα για τα δικαιώματα στο νερό [Δακορώνια, 2010].

Η παγκόσμια, υφιστάμενη και προβλεπόμενη, υδατική κατανάλωση (υδατική απόληψη). Είναι σαφές ότι η καμπύλη της παγκόσμιας κατανάλωσης επηρεάζεται, κυρίως, από την κατανάλωση στην Ασία (υπερπληθυσμός) και όχι από τη βελτίωση το επιπέδου ζωής.

Για να μη φανούν τα συγκεκριμένα ζητήματα ως υπερβολικά, παρατίθενται σχετικά παραδείγματα, διακρατικών ή ενδοκρατικών υδατικών προβλημάτων. Στη διαδικασία πειράματος της πολιτείας του Κολοράντο [Βλάχος, 1998, 2011], για την αύξηση των βροχοπτώσεων, επιχειρήθηκε μια μετατόπιση των νεφών από μία πολιτεία στη διπλανή της, πράγμα που οδήγησε στα δικαστήρια την πολιτεία που «έκλεψε» τα σύννεφα, με αγωγή της πολιτείας που της «έκλεψαν» τα σύννεφα.  Ένα άλλο, διδακτικό παράδειγμα «υδατικού ιμπεριαλισμού» αναφέρεται στη Σαουδική Αραβία. Στη χώρα αυτή, τα μόνα μεγάλα υδατικά αποθέματα, πλην των προερχομένων από αφαλάτωση, αναφέρονται στα, λεγόμενα, απολιθωμένα νερά, υπόγεια νερά που συγκεντρώθηκαν σε τεράστια χρονικά διαστήματα (γεωλογικός χρόνος) και αντλήθηκαν, παρά τις προειδοποιήσεις του ΟΗΕ, σε μερικές δεκαετίες και δεν προλαβαίνουν να ανανεωθούν. Είναι τα νερά που αρδεύουν τις τεράστιες καλλιέργειες σιτηρών στην έρημο της Σαουδικής Αραβίας, που έκαναν τη χώρα αυτή πρώτη στις εξαγωγές σιτηρών στο κόσμο! Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η, εντόνως, αυξανόμενη, λειψυδρία στην έρημο (!), νοικιάζονται τεράστιες εκτάσεις σε άλλες χώρες, με συμφωνίες, στις οποίες περιέχεται η εκμετάλλευση και εξαγωγή του νερού. Το νερό μεταφέρεται στη Σαουδική Αραβία από εκτάσεις π.χ. κατά μήκος του Ανω Νείλου, (περιοχή Gambela της Αιθιοπίας, στα σύνορα με Κένυα και Σουδάν, στα εθνικά πάρκα Gambela, Omo και Mago) [Παυλοπούλου, 2013]. Ο ίδιος ο Νείλος της Αιγύπτου (;) αποτελεί, πλέον, ζήτημα για χώρες (Αιθιοπία, Ουγκάντα, Τανζανία, Ρουάντα, Κένυα, Μπουρούντι, Ερυθραία, Σουδάν) που εμπλέκονται στη ροή του ή στις λεκάνες απορροής των παραποτάμων του και αμφισβητούν την απόλυτη κυριαρχία της Αιγύπτου στο νερό του ποταμού. Πρόκειται για ένα θέμα που αναμένεται να καταστεί πρόβλημα διασυνοριακών και διεθνών εσωτερικών υδάτων [Daoudy, 2008].

Η υδρόσφαιρα στον πλανήτη μας, η ποσότητα δηλαδή του νερού που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε είναι συγκεκριμένη και αναλλοίωτη. Συγκεκριμένη από την αρχική διαμόρφωση της γης και πάντα η ίδια. Νερό δεν μπορούμε να φτιάξουμε και (ευτυχώς) το νερό δεν μπορούμε να το καταστρέψουμε. Επομένως, με μια πεπερασμένη παγκόσμια υδρόσφαιρα, και με τις υδατικές ανάγκες να αυξάνουν με ασύλληπτους ρυθμούς, είναι αναμενόμενο το παγκόσμιο πρόβλημα. Μέρος αυτής της υδρόσφαιρας, πολύ κάτω του 1% του νερού της γης, είναι και το γλυκό νερό για τις ανθρώπινες ανάγκες [Erhard et al., 1979]. Το νερό στο πλανήτη μας χαρακτηρίζεται από μια χωρική, αλλά  και χρονική ανισοκατανομή, διαφορές στην προσφορά ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (βροχή, χιόνια κ.λπ.) ανάλογα με τη θεωρούμενη περιοχή και την εποχή του έτους.

Η χρήση του νερού, πέραν της συμβατικής χρήσης για την επιβίωση των ζωντανών οργανισμών και τη διατήρηση του περιβάλλοντος, αυξάνεται λόγω αυξήσεως του πληθυσμού, βελτιώσεως του επιπέδου ζωής, που συνδέεται με τη χρήση νερού, διογκώσεως και επιμηκύνσεως των αρδεύσεων και από πολλά άλλα αίτια. Παράλληλα, η κλιματική αλλαγή έχει μεταβάλει (τροποποιήσει) την προαναφερθείσα φυσική, χωρική και χρονική, υδατική ανισοκατανομή. Έτσι, π.χ. στην περιοχή της Μεσογείου [Stournaras, 2010.2], η οποία χαρακτηρίζεται, ήδη, από ξηρή, άνυδρη, χωρίς βροχοπτώσεις, περίοδο του έτους, η κλιματική αλλαγή έχει επιφέρει μείωση των βροχοπτώσεων και αύξηση των θερμοκρασιών, επομένως μεγαλύτερες απώλειες του (λιγότερου, πλέον) νερού, λόγω εξατμίσεων και εξατμισιδιαπνοών, παρατεταμένων αρδεύσεων, αυξήσεων στην κατανάλωση του νερού οφειλομένων στη βελτίωση του επιπέδου ζωής, συνδεδεμένης με την υδατική κατανάλωση, στην αύξηση του πληθυσμού, μόνιμου και εποχιακού, στον τουρισμό (την εποχή, μάλιστα, της ξηρής περιόδου του έτους) κ.α. 

 

Οι ειδικές συνθήκες

 

Γενικά

 

Σε κάθε θέμα, οι ειδικές συνθήκες, πέραν των γενικών συνθηκών που προσδιορίζουν και οριοθετούν, αρχικώς, το πρόβλημα, έρχονται να μεταβάλλουν τις οριακές συνθήκες και να επιβάλουν τους ειδικούς χαρακτήρες που εκπροσωπούν. Επί πλέον, η γνώση των φυσιοκρατικών συνθηκών και διαδικασιών είναι χρήσιμη για την κατανόηση των προβλημάτων που προκύπτουν από την  υδατική διαχείριση (water management), πολύ δε περισσότερο από την υδατική διακυβέρνηση (water governance), που είναι ένας βαθμός ανώτερος από τη συμβατική διαχείριση και εν χρήσει, ήδη, σε πολλές περιοχές του κόσμου [Στουρνάρας, 2008.1, Stournaras, 2010.1]. Ωστόσο, το νερό εισέρχεται στον 21ο αιώνα με το βάρος σοβαρών προβλημάτων, που πρέπει να επιλυθούν και, το κυριότερο, η επίλυσή τους οφείλει να είναι γενικώς αποδεκτή. Οι αλλαγές και απειλές αυτές είναι:

  • ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ (χωρική – χρονική ανισοκατανομή, αύξηση πληθυσμού και αναγκών, πραγματική και εικονική ανεπάρκεια, ερημοποίηση)
  • ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΗ (μόλυνση – ρύπανση, υφαλμύρωση παράκτιων υδατικών συστημάτων)
  • ΝΕΡΟ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ (πόλεμος για το νερό, πόλεμος με το νερό ως όπλο, το νερό θύμα του πολέμου, διασυνοριακά νερά)
  • ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ
  • ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ

 

Τα υπόγεια νερά

 

Η Ελλάδα είναι μια περιοχή, όπως και το σύνολο τω χωρών της Μεσογείου, με ξηρή περίοδο του έτους (θέρος, αλλά και άνοιξη – φθινόπωρο), πράγμα που την κάνει να λειτουργεί, κυρίως, με τα υπόγεια νερά, σε αντίθεση με χώρες της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης όπου η κατάσταση είναι διαφορετική, αντίθετη. Έτσι, στην Ευρώπη και στη Ελλάδα, σε σχέση με το περιβάλλον εφαρμογής, πέραν των περιβαλλοντικών ευαισθησιών και απαιτήσεων και, πέραν των δικαιολογημένων, ανησυχιών, το θέμα υδατικό δυναμικό, έχει να κάνει, στον υπέρτατο βαθμό, με τα υπόγεια νερά [Στουρνάρας, 2007]. Τα επιφανειακά νερά δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν το καλοκαίρι, λόγω μη ανανέωσης στη διάρκειά του. Ακόμα και τα υδροηλεκτρικά εργοστάσια έχουν πολύ μικρή λειτουργία σε περίπτωση ανάγκης.

 

Θεωρώντας το νερό ως στοιχείο περιβάλλοντος

 

Η διαμόρφωση του περιβάλλοντος εξαρτάται από την ποιοτική και ποσοτική σύσταση της υδρόσφαιρας στο χρόνο. Οι μετασχηματισμοί προκαλούν αλλαγές για τον άνθρωπο ή για την παραδεκτή περιβαλλοντική μετεξέλιξη. 

 

Θεωρώντας το νερό ως ένα φυσικό πόρο

 

Στην Ελλάδα, το νερό, σε υπερετήσια βάση, είναι ένας φυσικός πόρος ανανεώσιμος, δεδομένου ότι η προσεχής υγρή περίοδος θα καλύψει τα προκύψαντα ελλείμματα από τη φυσική απώλεια (μετασχηματισμό) ή την κατανάλωση του υδατικού δυναμικού. Σε ετήσια ή σε εποχική βάση, το νερό είναι ένας φυσικός πόρος μη ανανεώσιμος, δεδομένου ότι το διαθέσιμο υδατικό δυναμικό είναι δεδομένο, πεπερασμένο, για τη συγκεκριμένη χρονική διάρκεια (ξηρή περίοδος).

 

Υπόγειοι υδατικοί πόροι. Πλεονεκτήματα και Περιορισμοί

 

  • Εμφανίζουν ευαισθησία σε εξωτερικές προσβολές
  • Συνδέονται με τα επιφανειακά νερά, καθώς προέρχονται απ’ αυτά (πρωτογενής και δευτερογενής κατείσδυση), αλλά και τα ενισχύουν (εκφόρτιση πηγών στην επιφανειακή απορροή)
  • Τα υπόγεια νερά είναι, συνήθως, προσβάσιμα και εκμεταλλεύσιμα από συνηθισμένα υδροληπτικά έργα, παραγωγικά και οικονομικά
  • Τα υπόγεια νερά προσφέρουν, συνήθως, μια ποιότητα εξαιρετική, για όλες τις χρήσεις
  • Σημαντική είναι, επίσης, η ποιοτική τους σταθερότητα στο χρόνο και η δυνατότητα αυτοκαθαρισμού τους, λόγω της στενής επαφής και σχέσης τους με το γεωλογικό υλικό, με το οποίο ενεργοποιούν συγκεκριμένους μηχανισμούς καθαρισμού
  • Τα υπόγεια νερά συγκεντρώνουν και διοχετεύουν θερμότητα, συνδεδεμένη με τη γεωθερμική ροή, φυσική ή τεχνητή (τηλεθέρμανση)
  • Χώρες όπως η Ελλάδα, με ξηρή περίοδο του έτους, ζουν, την περίοδο των μεγάλων πιέσεων, με τα υπόγεια νερά

Ο υπόγειος υδατικός πόρος, αναφερόμενος σε ένα συγκεκριμένο και προσδιορισμένο υδροφόρο ορίζοντα, αποτελεί μια έννοια: 

  • Πολυδιάστατη, γιατί οφείλει να εκφράζεται με όρους ροής και όγκου, ποιότητας, δυνατότητας επανατροφοδοσίας, συνθηκών προσπέλασης, κόστους, ευαισθησίας σε ενέργειες εκμετάλλευσης και σε επιπτώσεις οφειλόμενες σε άλλες δραστηριότητες.
  • Σχετική, γιατί η εκμεταλλευσιμότητά του εξαρτάται από κριτήρια των εκμεταλλευτών, καθώς και από κριτήρια «διαιτησίας», γενικότερα από τις αρχές συλλογικής διαχείρισης. Συνολικώς, ο τρόπος προσδιορισμού και εκτιμήσεως ενός υπόγειου υδατικού πόρου εξαρτάται, συγχρόνως, από τον τύπο του υδροφορέα και τις υδατικές χρήσεις. Παρόλα αυτά, η διάσταση του πεδίου του υπόγειου υδατικού πόρου είναι, συνήθως, προνομιακή, εξ αιτίας της φυσικής απλότητάς της και της δυνατότητας σύγκρισής της με επιφανειακές υδατικές ροές και με απολήψεις διαφόρων κλιμάκων στο χώρο.

Ανάμεσα στις πρακτικές που ακολουθούνται στην αντιμετώπιση του θέματος θεώρησης του υδατικού πόρου, δύο είναι οι κυριότερες, αντίθετες, όπως αναμενόταν, μεταξύ τους [Στουρνάρας, 2008.2].

Η πρώτη, γνωστή ως μαξιμαλιστική θεώρηση, προσομοιάζει τον υπόγειο υδατικό πόρο με το πεδίο τροφοδοσίας όλων των υδροφορέων της περιοχής, πράγμα που περιλαμβάνει ολόκληρη την υπόγεια ροή, διατηρούμενη και εκφραζόμενη από την εκφόρτιση των πηγών και την αποστράγγιση των εσωτερικών υδάτων, αλλά και από τις κρυμμένες και μη διευκρινισμένες υπόγειες ροές, που εξέρχονται από τη συγκεκριμένη περιοχή, προς τη θάλασσα ή προς γειτονικές υδρογεωλογικές ή υδρολογικές λεκάνες ή τις (ανάλογες) αντίστροφες ροές (αφίξεις).

Η δεύτερη, γνωστή ως μινιμαλιστική θεώρηση, συρρικνώνει τον υπόγειο υδατικό πόρο, προσομοιάζοντάς τον με ένα, μοναδικό, πεδίο ροής, μη ελεγχόμενο και συλλεγόμενο από πηγές και ποτάμια, επομένως, με υπόγειες παροχές, διαχεόμενες απ’ ευθείας στη θάλασσα ή στην εξάτμιση.

 

Ρύπανση και μόλυνση των υδροφόρων οριζόντων

 

Οι υδροφόροι ορίζοντες, τα υπόγεια νερά, κατά μία βασική αρχή της Περιβαλλοντικής Γεωλογίας, είναι οι τελικοί αποδέκτες όλων των ρύπων που αποτίθενται στο γήινο, υδάτινο και αέριο περιβάλλον. Ο βαθμός ευαισθησίας τους σε ρύπανση, η τρωτότητά τους, είναι συνάρτηση, αφ’ ενός των γεωλογικών κα υδρογεωλογικών συνθηκών του υπό εξέταση υδροφορέα και, αφ’ ετέρου των ιδιοτήτων και χαρακτηριστικών του ρύπου. Από τα στοιχεία αυτά, προκύπτει η δυνατότητα πρόβλεψης μιας ενδεχόμενης ρύπανσης, αλλά και η δυνατότητα αντιμετώπισής της, τόσο σε γενικά πλαίσια [Margat et al. 1968,  Στουρνάρας, 2007], αλλά και σε ειδικές υδρογεωλογικές και υδραυλικές συνθήκες, όπως αυτές των Κυκλάδων, π.χ. της Τήνου, στις συνθήκες υδροφορίας του «μέσου ασυνεχειών» [Stournaras, 2008.3]. Το πρόβλημα της ρύπανσης των υπόγειων, αλλά και των επιφανειακών νερών, έχει διογκωθεί, αφ’ ενός, λόγω της τεράστιας αύξησης του όγκου των αποβλήτων και, αφ’ ετέρου, λόγω της μείωσης του όγκου των υδάτινων αποδεκτών των ρύπων, ιδιαιτέρως των υπογείων, λόγω υπεραντλήσεων των υδροφόρων οριζόντων, πράγμα που μειώνει την αραίωση και, επομένως, αυξάνει τη συγκέντρωση του ρύπου στο νερό. 

Στα μικρά νησιά, η ρύπανση είναι μικρότερη εξ αιτίας του ευκολότερο εντοπισμού της, αλλά και τόσο η πρόβλεψη, όσο και η αντιμετώπιση της ρύπανσης, είναι  θέματα ευκολότερα στη  εφαρμογή τους, καθώς δεν υπάρχουν αφίξεις ή απώλειες ρύπων από άλλες, απομακρυσμένες, περιοχές, όπως συμβαίνει στις ηπειρωτικές υδροφορίες.

Η τρωτότητα, σε ρύπανση, υπόγειων νερών ως συνάρτηση των ιδιοτήτων μέσου (πετρώματος) και ρύπου

 

Υδατικό αποτύπωμα

Στην προαναφερθείσα θεώρηση παρεμβαίνει, άμεσα, το θέμα της ποιότητας του φυσικού και χρησιμοποιούμενου νερού και, έμμεσα, το θέμα πραγματικού και εικονικού νερού. Για μια σωστή υδατική διαχείριση και υδατική διακυβέρνηση, είναι απαραίτητο, πέραν των συμβατικών θεωρήσεων των πηγών νερού και των καταναλώσεων κατά χρήση και κατά χρήστη, να υπεισέλθει στο πρόβλημα, και στην επίλυσή του, η χρήση των κατηγοριών νερού (μπλε, πράσινο γκρι νερό), αντιμετωπίζοντας, με ένα διαφορετικό και ολοκληρωμένο τρόπο, την ποιοτική πλευρά του νερού, κατά χρήση. Επίσης, η χρήση της διάκρισης ανάμεσα στο πραγματικό νερό και στο εικονικό νερό (απαιτούμενο  νερό για την παρασκευή ή κατασκευή ενός προϊόντος), όχι μόνο για μια παγκόσμια συμβολή στην υδατική αξιολόγηση των προϊόντων, αλλά και για την υδατική αξιολόγηση των προϊόντων που παράγονται στον κάθε τόπο. 

 

Η κλιματική αλλαγή

 

Η κλιματική αλλαγή, για να αποφευχθούν παρανοήσεις, είναι μια παγκόσμια κλιματική μεταβολή, που επιτελείται σε ανθρώπινο, αυτή τη φορά, και όχι γεωλογικό χρόνο, με αίτιο, εν πολλοίς, την ανεξέλεγκτη ανθρώπινη δραστηριότητα. Στην Ελλάδα, από το 1900, υπάρχουν ενόργανες καταγραφές των μετεωρολογικών και κλιματικών δεικτών που δεν επιτρέπουν άλλες ερμηνείες, βασισμένες σε πιθανά ή υποτιθέμενα αίτια. Η κλιματική αλλαγή δεν εκφράζεται ομοιόμορφα στον πλανήτη και, σε γενικές γραμμές, μεταβάλλει την, προϋπάρχουσα, χωρική και χρονική ανισοκατανομή των κλιματικών στοιχείων. Για την Ελλάδα και τη Μεσόγειο, η μεταβολή αυτή, ως προαναφέρθηκε, εκφράζεται, κυρίως, με μείωση των βροχοπτώσεων και αύξηση των θερμοκρασιών.

Η Επιτροπή Μελέτης των Επιπτώσεων της Κλιματικής Αλλαγής της Τράπεζας της Ελλάδος (Ε.Μ.Ε.Κ.Α.), στην οποία Επιτροπή, ο γράφων έχει την τιμή του επισπεύδοντος για το υδατικό δυναμικό, έχει εκτιμήσει τις αναμενόμενες, περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές, επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής με βάση διάφορα, εξελικτικά,  κλιματικά σενάρια και η πρώτη προσέγγιση εκτίμησε το μακροοικονομικό κόστος προσαρμογής, υπό ακραίες κλιματικές συνθήκες. Η ανάλυση έδειξε ότι τα μέτρα προσαρμογής κατά την περίοδο 2025-2050 αντιστοιχούν στο 1,5% του ΑΕΠ, την περίοδο 2051-2070, σε 0,9% του ΑΕΠ και μετά το 2070 σε 0,1% του ΑΕΠ (εκτιμήσεις προ κορωνοϊού) [ΕΜΕΚΑ, 2011].

Για την περιοχή της Μεσογείου και την Ελληνική επικράτεια, η αύξηση της θερμοκρασίας εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει τους 2 βαθμούς Κελσίου, σε συνδυασμό με την αύξηση της συχνότητας, έντασης και διάρκειας των εξαιρετικών καιρικών φαινομένων (καύσωνες, πλημμύρες κ.α.) τα οποία συμπορεύονται με την παγκόσμια αλλαγή. Οι επιπτώσεις, οικονομικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές, με τις δύο τελευταίες να είναι και οικονομικές, είναι σοβαρές σε ένα διαπλεκόμενο πλαίσιό των φυσικών πόρων και της πρωτογενούς παραγωγής, αλλά και της δευτερογενούς παραγωγής και των συνδεδεμένων μ’ αυτή, ενεργειών, όπως μεταφορές κ.λπ.

Η διαπίστωση των σοβαρών επιπτώσεων (και) στο υδατικό δυναμικό τη χώρας, στους φυσικούς πόρους που συνδέονται με το νερό, καθώς και στις χρήσεις του έκανε την Ε.Μ.Ε.Κ.Α. να προχωρήσει στη μελέτη της Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή, της οποίας τα πορίσματα συναστούν, σήμερα, την Εθνική Στρατηγική Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή (Ε.Σ.Π.Κ.Α.) [ΕΜΕΚΑ, 2015]. Είναι σαφές ότι οι επιπτώσεις στο υδατικό δυναμικό προκαλούν επιπτώσεις και τους άλλους φυσικούς πόρους, συνδεόμενους με το νερό, (περιβάλλον, δάση, ελεύθερη πανίδα κ.α., αλλά και στην παραγωγή (υλοτομία, αγροτική παραγωγή, κτηνοτροφία, μελισσοκομία, ιχθυοκομία εσωτερικών υδάτων, τουρισμός, κ.α.).

 

Σε κάθε περίπτωση όμως, η Εθνική Στρατηγική Προστασίας από την Κλιματική Αλλαγή (ΕΣΠΚΑ) οφείλει να ικανοποιεί τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

να υφίσταται

—να διαπερνά κάθε τρέχουσα πολιτική (ολοκλήρωση),

—να βασίζεται σε μακροχρόνιο σχεδιασμό και, αντίστοιχα, σε σταδιακή εφαρμογή (ορίζοντας σχεδιασμού) με ταυτόχρονη δυνατότητα ευέλικτης προσαρμογής σε νέα δεδομένα (προσαρμοστική, στρατηγικής προσαρμογής),

—να έχει την κατά το δυνατόν βέλτιστη έκταση και μέγεθος με βάση τους αναμενόμενους κινδύνους από την κλιματική αλλαγή (βελτιστοποίηση),

—να ανταποκρίνεται στο δημόσιο αίσθημα για δικαιοσύνη και ευθυδικία, προ-κρίνοντας στα μέτρα της τις πλέον ευάλωτες περιοχές και κοινωνικές ομάδες,

—να συμβάλει στην ενδυνάμωση όλων των πτυχών της αναπτυξιακής διαδικασίας (εκσυγχρονισμό υποδομών και δικτύων, εξωστρέφεια, έξυπνη εξειδίκευση περιφερειών και καινοτόμα τραπεζικά και ασφαλιστικά προϊόντα).

Είναι σαφές, επομένως ότι τα χαρακτηριστικά της Κλιματικής Αλλαγής στην Ελλάδα, όχι μόνο είναι ιδιαιτέρως δυσμενή, αλλά επηρεάζουν άμεσα (βροχοπτώσεις) και έμμεσα (θερμοκρασίες) το υδατικό δυναμικό της χώρας και αυτό, με τη σειρά του, όλα τα υπόλοιπα στοιχεία αναπτύξεως.

 

Πρόσθετα στοιχεία, αρνητικά, για την Ελλάδα:

 

  • Ξηρή περίοδος του υδρολογικού έτους
  • Επιδείνωση των συνθηκών λόγω της Κλιματικής Αλλαγής
  • Αύξηση των υδατικών πιέσεων
  • Έλλειψη περιμετρικών ζωνών προστασίας υδροληψιών
  • Έλλειψη μελετών εσωτερικής και ειδικής τρωτότητας υδατικών σωμάτων
  • Κακή εφαρμογή υδρεύσεων, αρδεύσεων και βιομηχανικής χρήσης νερού
  • Έλλειψη υδατικής παιδείας
  • Μεγάλη καθυστέρηση στην εφαρμογή των Ευρωπαϊκών Οδηγιών

 

Χαρακτήρες για τα νησιά του Αιγαίου, ιδιαιτέρως τα μικρά νησιά:

—Περιοχές με τις λιγότερες βροχοπτώσεις, η μικρότερη προσφορά νερού

—Περιοχές με τη μεγαλύτερη θερμοκρασία και ηλιοφάνεια (εξάτμιση, διαπνοή)

—Μικρή έκταση, μικρή δυνατότητα υδατικών συγκεντρώσεων

—Ορεινός χαρακτήρας, επικράτηση της απορροής μειωμένη κατείσδυση

—Ολόπλευρη προσβολή από τη θαλάσσια διείσδυση

—Υδροφορείς του «μέσου ασυνεχειών», με σχετική ευκολία κυκλοφορίας υπόγειου νερού στις ασυνέχειες, αλλά δυσκολία στην τροφοδοσία – απαίτηση κατακόρυφων ή παρακατακόρυφων ασυνεχειών στη  επιφάνεια του εδάφους

—Τεράστιες υδατικές πιέσεις στην ξηρή περίοδο του έτους

α                                                   β                                                       
Το μέσο ασυνεχειών Αιγαίου και Τήνου. Το υπόγειο νερό παραμένει στην υδρογεωλογική λεκάνη (α) ή απομακρύνεται [Stournaras et al. 2003.1]

                                          

Παγκόσμιοι κανόνες, που κάποτε πρέπει να ισχύσουν και στην Ελλάδα

 

— Όπου οι ανάγκες καλύπτονται από δημόσιο έργο, εν λειτουργία, δεν επιτρέπεται η λειτουργία ιδιωτικών υδροληπτικών έργων

— Οι υδατικές ανάγκες του καθενός συνδέονται  με την υδατική ικανότητα – υδατική επάρκεια της κάθε περιοχής

— Θα πρέπει να δημιουργηθεί  μια  τοπική, περιφερειακή και εθνική  υδατική περιφρούρηση …

… Με πρώτο βήμα την αποτροπή της ιδιωτικοποιήσεως

 

Δημόσιος και ιδιωτικός τομέας

 

Ειδικό, αλλά πολύ σπουδαίο ζήτημα, μέσα στο πλαίσιο της οικονομικής διάστασης του νερού, αποτελεί η ιδιωτικοποίηση και εμπορία των υδατικών πόρων, ειδικώς στο θέμα της ύδρευσης, της αστικής χρήσης και της άρδευσης [Στουρνάρας, 2008.1, Αντωνιάδης, 2002]. Η δυναμική επικράτηση της παγκοσμιοποίησης της αγοράς στους περισσότερους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας είναι ήδη, ιστορικό γεγονός. Το κίνητρο της ελεύθερης κατάκτησης επιχειρηματικού κέρδους, έτσι όπως αυτό ορίζεται στις κρατούσες συνθήκες, χωρίς τοπικούς ή και εθνικούς περιορισμούς, είναι ισχυρότατο. Ενισχύεται, μάλιστα, από όλα τα ΜΜΕ και τα άλλα μέσα, με το «μείζον» επιχείρημα ότι τα ιδιωτικο-οικονομικά συστήματα είναι πολύ αποτελεσματικά και, σε τελευταία ανάλυση, πολύ πιο οικονομικά, από αυτά του ευρύτερου δημόσιου τομέα, πράγμα που στο τέλος καταλήγει σε όφελος, όχι των πολιτών, αλλά των καταναλωτών, αλλά όχι των απλών καταναλωτών πόσιμου νερού. Στα πρώτα αρνητικά της παγκοσμιοποίησης συγκαταλέγονται και οι χρεωκοπίες, αδιέξοδα ή και καταρρεύσεις των δημοσίων συστημάτων και οργανισμών υδατικής αξιοποίησης, εκμετάλλευσης και διανομής. Αυτό, είναι αποτέλεσμα της (πραγματικής) μείωσης των σχετικών επενδύσεων, στο πλαίσιο κάποιας, συνειδητής ή όχι, απαξίωσης κεκτημένων. Επί πλέον, οι βασικοί χρηματοπιστωτικοί παράγοντες της παγκοσμιοποίησης, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα [World Bank, 1987] και άλλοι χρηματοδοτικοί οργανισμοί, πιέζουν προς την κατεύθυνση της εκχώρησης των υδρευτικών συστημάτων σε μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες. Οι εταιρείες αυτές διαχειρίζονται σήμερα το πόσιμο νερό πολύ περισσότερων από 300 εκατομμυρίων ανθρώπων και είχαν στόχο, μέχρι το έτος 2015, να επεκταθούν στο 75% των Ευρωπαίων και στο 65% των Αμερικανών. Η πλειοψηφία των περιπτώσεων αυτών αναφέρεται σε  περιοχές με δεδομένη την επάρκεια του νερού, ωστόσο η εφαρμογή τέτοιων αποφάσεων σε ξηρές ή ημίξηρες χώρες (π.χ. συγκεκριμένες ζώνες της  Αφρικής και Νότιας  Αμερικής ή Μεσογειακές χώρες) δεν ήταν και δεν μπορεί να είναι το ίδιο εύκολη και αποδοτική, όπως αποδείχτηκε.

Η ιδιωτικοποίηση του νερού, πάντως, εμφανίζεται ως μια ενέργεια που καταργεί τον “ανίκανο”, “αναποτελεσματικό” και “διεφθαρμένο” δημόσιο τομέα (!) και παραδίδει την υδατική διαχείριση στον ιδιωτικό τομέα, τομέα του υγιούς ανταγωνισμού (!) και της κερδοφορίας (για ποιον;). Αν ο καθησυχασμός της κοινής γνώμης βασίζεται στη διαβεβαίωση ή και θεσμοθέτηση του ελέγχου της τιμολόγησης κατά χρήση και κατά χρήστη, αυτό, δεν δεσμεύει τον μελλοντικό διαχειριστή ή τις μελλοντικές κυβερνήσεις. Ωστόσο, πέραν της τιμολόγησης, υπάρχουν και άλλα σοβαρά θέματα, όπως η δυνατότητα εξαγωγής νερού (αν η σύμβαση το επιτρέπει και αν ο διαχειριστής αναμένει μεγαλύτερα κέρδη, σε σχέση με την εσωτερική διάθεση του νερού), η απαγόρευση υδατοσυλλογής από ιδιώτες ή κρατικούς οργανισμούς αφού κάτι τέτοιο θα στερούσε, άμεσα ή έμμεσα, μέρος της πρώτης ύλης της επιχειρηματικής δραστηριότητας, η παρέμβαση στις χρήσεις γης, αν αυτές περιορίζουν την ποσότητα ή τη συγκέντρωση του υδατικού δυναμικού κ.α.

 

Το θέμα στο πλαίσιο των διεθνών οργανισμών και του καπιταλισμού

 

Η βιώσιμη διαχείριση  των υδάτινων πόρων και, ιδιαιτέρως, το θέμα της επαρκούς και υγιεινής ύδρευσης, αποτέλεσε βασικό θέμα στην ημερήσια διάταξη όλων των τελευταίων σχετικών διεθνών διασκέψεων (Γιοχάνεσμπουργκ, Κιότο, Εβιάν κ.α.). Με πρόσχημα την προστασία του περιβάλλοντος ή τις οικολογικές διαστάσεις του υδατικού προβλήματος, προωθείται η ιδιωτικοποίηση της ύδρευσης και αποχέτευσης. Το περίεργο, ανέφερε ο Θ. Ξανθόπουλος σε συνέντευξή του  [Ξανθόπουλος, 2000]  είναι ότι αγνοούνται επιδεικτικώς οι προειδοποιήσεις διάσημων δυτικών οικονομολόγων, ένθερμων υποστηρικτών της οικονομίας της αγοράς. Ο Lester Carl Thurow, καθηγητής στο ΜΙΤ, στο βιβλίο του «Το μέλλον του καπιταλισμού» δηλώνει ότι «… ο καπιταλισμός έχει απόλυτη ανάγκη από μερικές μακροπρόθεσμες κοινωνικές επενδύσεις για έρευνα και ανάπτυξη στην εκπαίδευση και σε μερικά βασικά αγαθά, με πρώτο, το καθαρό νερό…». Εν τούτοις, χρησιμοποιώντας τα συνήθη κριτήρια της οικονομίας της αγοράς, ο καπιταλισμός αδυνατεί να δει πέραν των επομένων 8-10 χρόνων και, συνήθως, των 3-4 χρόνων. Ο καπιταλισμός, συνεχίζει, έχει τρομερή ανάγκη αυτών των επενδύσεων οι οποίες, όμως, είναι ρητώς απορριπτέες από την εσωτερική του δομή και λογική. Η απάντηση στο πρόβλημα αυτό, έχει δοθεί σύμφωνα με την παραδοσιακή αρχή της «δημόσιας ευθύνης», όπου το κράτος αναγνωρίζει (ή προσποιείται ότι αναγνωρίζει) την αδυναμία του καπιταλισμού, ιεραρχεί τις χρήσεις των εσόδων του και καλύπτει, κατά προτεραιότητα, μακροπρόθεσμες επενδύσεις για παροχή ορισμένων βασικών δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών. Παρ’ όλα αυτά, αντί να εφαρμοστεί μια ριζική ανασυγκρότηση του, πραγματικώς ασθενούς, δημόσιου τομέα, αυτός υποβαθμίζεται συνειδητά, αγνοώντας, πιο σωστά παραβλέποντας, ότι η ιδιωτική πρωτοβουλία, λόγω δομικής αδυναμίας, δεν μπορεί να τον υποκαταστήσει ή να τον αντικαταστήσει σε μερικές από τις θεμελιώδεις λειτουργίες του.

Το τρίγωνο και οι σχέσεις μεταξύ κοινωνίας, κυβερνήσεως και επιστήμης. Την τελευταία προσπαθούν να την προσεταιριστούν οι δύο πρώτες

 

 Παραδείγματα

 

Η διεθνής περιβαλλοντική οργάνωση «Φίλοι της Γης» καταγγέλλει ότι διεθνείς χρηματοδοτικοί φορείς, σε συνεργασία με πολυεθνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο εμπόριο του ύδατος, συνδυάζουν την παροχή δανείων στις φτωχές χώρες, με την υποχρέωση ιδιωτικοποίησης της ύδρευσής τους. Μια σειρά τέτοιες χώρες, όπως η Μοζαμβίκη, η Νιγηρία, η Ονδούρα, η Κένυα κ.α. προχώρησαν στην εφαρμογή τέτοιων πολιτικών και συμφωνιών και αυτό είναι μόνο η αρχή, καθώς, πολλές χώρες είναι έτοιμες να προσχωρήσουν στην ιδιωτικοποίηση του νερού τους.  Τα αποτελέσματα ήταν, βεβαίως, εξαιρετικώς δυσάρεστα, δεδομένου ότι οι πιο φτωχοί κάτοικοι των χωρών αυτών περιθωριοποιήθηκαν περισσότερο, καταφεύγοντας σε, ποιοτικά, επισφαλείς πηγές νερού. Ένα κύμα ιδιωτικοποιήσεων στις χώρες του προηγμένου καπιταλισμού, ιδίως την τελευταία εικοσαετία, έχει φέρει πάνω από 500 εκατομμύρια ανθρώπων να εξαρτώνται υδρευτικά από ιδιωτικές εταιρείες, σε αντίθεση με 50  εκατομμύρια τη δεκαετία του ΄90 και με τάση, ο αριθμός αυτός, να αυξηθεί στο 1.2 δις, μετά το έτος 2015. Ορισμένες εταιρείες, που επένδυσαν μεγάλα ποσά σε εξοπλισμό και τεχνολογία, κυριαρχούν στην αγορά του νερού. Για τον Ευρωπαϊκό χώρο, ξεχωρίζουν οι Γαλλικές (πολυεθνικές, στην πραγματικότητα) εταιρείες Vivendi Universal και Suez. Η Vivendi Environmental (Veolia) αποτελεί ένα τμήμα ενός κολοσσού σε αντικείμενα ύδρευσης, αποχέτευσης, ενέργειας, μεταφορών, ΜΜΕ, οπτικοακουστικών μέσων (Universal Studios) κ.α. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για το διεθνές εμπόριο (GATS), αξίωσε την απελευθέρωση της αγοράς περιβαλλοντικών υπηρεσιών, μέσα στις οποίες υπηρεσίες, δεσπόζουσα θέση κατέχουν η ύδρευση και η αποχέτευση [Directive, 2000]. Έτσι, πριμοδοτείται, ουσιαστικά, η επέκταση των πολυεθνικών του νερού και αγνοούνται επιμόνως οι αντιδράσεις ή, έστω, επιφυλάξεις των επιστημονικών φορέων και των οικολογικών κινημάτων, αλλά και οι δυσάρεστες κοινωνικές εμπειρίες σε πολλές από τις αναπτυσσόμενες χώρες. Στο πλαίσιο αυτό, η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επέβαλαν στη Γκάνα αύξηση των τιμολογίων του νερού κατά 90%. Η ίδια οργάνωση δημοσιοποιεί στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία υπάρχουν νοικοκυριά (Ινδία κ.α.) που δαπανούν το 25% του εισοδήματός τους στο νερό. Στην πολιτεία Cochobamba της Βολιβίας, η κοινοπραξία της Αμερικανικής Bechtel και της Ιταλικής Edison, επέβαλε στην ύδρευση αυξήσεις 300% (!), γεγονός που οδήγησε σε εξέγερση με έναν νεκρό και πολλούς τραυματίες, με τελικό αποτέλεσμα την ακύρωση της ίδιας της ιδιωτικοποίησης. Υποστηρίζεται, ακόμα, (Φίλοι της Γης) ότι οι τέσσερις μεγαλύτερες εταιρείες εμπορίας νερού (Suez, Vivendi, Thames Water, Wessex Water) περιλαμβάνονται στους μεγαλύτερους ρυπαντές της Βρετανίας.

Πέραν  της ιδιωτικοποίησης, στο επίπεδο των συνθηκών της παγκόσμιας ύδρευσης,  από τα στοιχεία της UNICEF (Water Crisis, Global Health Organization data) προκύπτει ότι μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού (ολόκληρη η Αφρική, πλην Λιβύης, η Μαδαγασκάρη, δύο χώρες της Κεντρικής (Γουατεμάλα, Νικαράγουα) και δύο της Νοτίου Αμερικής (Βολιβία, Περού), η Υεμένη, το Ομάν, το Ιράκ, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, η Ινδία, η Μυανμάρ, οι μικρές ενδιάμεσες χώρες, η Β. Κορέα) εμφανίζουν υψηλό ποσοστό ασθενειών οφειλομένων στη χρήση μη υγιεινού νερού και τα στοιχεία αυτά βρίσκονται υπό αναθεώρηση επί τα χείρω.

 

Εξέλιξη της αντιμετώπισης του νερού

 

Σε μια ιστορική θεώρηση, πολλοί προσπάθησαν να αποδώσουν την επίδραση του ίδιου του νερού, με τη χρήση ποιοτικών ρηματικών όρων, στο επίπεδο χρήσης του νερού και ικανοποίησης των υδατικών και άλλων αναγκών. Αρχίζουν, συνήθως, με την περιγραφή του αρχικού θεμελιώδους σταδίου, όπου ο άνθρωπος χρειάζεται π.χ. ένα ή δύο λίτρα νερού ημερησίως, για την επιβίωσή του, αναλόγως, βεβαίως, των κλιματικών συνθηκών.

Τα τρία στάδια, που ακολουθούν, επηρεάζονται και χαρακτηρίζονται από τη χρήση του νερού:

  • Στο αρχικό στάδιο, περιγράφεται μια κοινωνία προσανατολισμένη στον εφοδιασμό, που θα επικρατήσει όσο η προμήθεια νερού είναι εξασφαλισμένη. και τα περισσότερα ποτάμια είναι μη διευθετημένα. Στις λεκάνες απορροής επιτελούνται δραστηριότητες μικρής κλίμακας. Το νερό αντιμετωπίζεται ως ένα ελεύθερο αγαθό.
  • Η απαίτηση σε προμήθεια νερού αυξάνει στο επόμενο στάδιο. Υδατικοί πόροι χρησιμοποιούνται για πολλαπλούς σκοπούς και ρυθμίζονται με τη ρύθμιση επιφανειακών και υπογείων δεξαμενών. Αντιμετωπίζονται μεταφορές νερού από μια λεκάνη απορροής ποταμού σε άλλη. Τεχνητός εμπλουτισμός χρησιμοποιείται για τη αύξηση των αποθεμάτων υπογείων υδάτων. Το νερό αντιμετωπίζεται ως κοινωνικό αγαθό. Στο στάδιο αυτό, μπορεί κανείς να αναγνωρίσει τις σημερινές, λιγότερο αναπτυγμένες κοινωνίες της Ευρώπης και της Β. Αμερικής.
  • Στο τελικό στάδιο, οι υδατικοί πόροι έχουν αξιοποιηθεί ή εκμεταλλευτεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να εμφανίζεται μια αστραπιαία αύξηση στα ελάχιστα κόστη, που αφορούν την ανάπτυξη των υδατικών πόρων και της προμήθειας νερού. Η κοινωνία μετατρέπεται σε κοινωνία, που απαιτεί περισσότερο νερό, καθώς εκεί την έχει οδηγήσει το καθορισμένο επίπεδο ανεκτής ή επιθυμητής διαβίωσης και το κόστος γίνεται ένας σπουδαίος παράγοντας. Η έννοια της ευρέως διαχειριζόμενης υδρολογικής λεκάνης είναι παρούσα με τον πιο αναπτυγμένο τρόπο. Το νερό είναι, πλέον, ένας οικονομικός (και όχι μόνο) πόρος. Στο στάδιο αυτό, μπορεί κανείς να αναγνωρίσει τις σημερινές, πλήρως αναπτυγμένες, κοινωνίες της Ευρώπης και της Β. Αμερικής.

Η αξιολόγηση και τα συμπεράσματα από τη θεώρηση αυτή (πρέπει να είναι) είναι διαφορετικά, για χώρες με συνεχή προσφορά νερού (υδατική επάρκεια)  και για χώρες με ξηρή περίοδο του έτους και, συγχρόνως, αυξημένες ανάγκες κατανάλωσης νερού, όπως η Ελλάδα (υδατική ανεπάρκεια). Η μετάβαση από το ένα στάδιο στο άλλο δεν γίνεται ταυτόχρονα για όλες τις περιοχές, αφού είναι συνάρτηση της οικονομικής ανάπτυξης και της ιστορικής φάσης στην οποία ευρίσκεται η θεωρούμενη περιοχή. Το τελευταίο, πάντως, στάδιο έχει φτάσει σήμερα για πολλές περιοχές του πλανήτη και αυτό γίνεται φανερό με τη θεώρηση όλων των μέσων που έχουν χρησιμοποιηθεί στην ανάπτυξη των υδατικών πόρων, στο πλαίσιο ενός πλήρως αναρρυθμισμένου συστήματος υδρολογικής διαχείρισης. Στο στάδιο αυτό, επίσης, δεν έχει μείνει τίποτε περισσότερο από το ενδιαφέρον για την ανάπτυξη μη συμβατικών μέσων  παραγωγής πηγών νερού και ενέργειας.

Η βάση όλων των  παραπάνω θέσεων είναι πολύ απλή. Υπάρχει μία παγκόσμια υδρόσφαιρα, συγκεκριμένη, πεπερασμένη με χαρακτηριστική ανομοιογένεια και ανισοκατανομή, χωρική (δεν βρέχει παντού το ίδιο) και χρονική (δεν βρέχει σε κάθε περιοχή πάντα) [Van der Leeden, 1975]. Από την άλλη, υπάρχει ένας παγκόσμιος πληθυσμός, που καταναλώνει αυτό το συγκεκριμένο και πεπερασμένο νερό, το οποίο νερό, την ίδια στιγμή, θα πρέπει να καταναλωθεί και από τα ζώα, ελεύθερα, κτηνοτροφικά και οικόσιτα, από τα φυτά, άγρια και καλλιεργούμενα και από το περιβάλλον , ανόργανο και οργανικό. Αυτός ο πληθυσμός, εμφανίζει ένα ρυθμό κατανάλωσης που, ολοένα, αυξάνει λόγω αύξησης του πληθυσμού αυτού, λόγω βελτίωσης του επιπέδου ζωής, που συνδέεται άμεσα με την  κατανάλωση νερού, λόγω επιβίωσης και καλλιέργειας σε άνυδρες περιοχές και λόγω μεγάλης υδατικής κατανάλωσης εικονικού νερού, του νερού που απαιτείται για την παρασκευή βιομηχανικών και κάθε άλλου είδους προϊόντων. Αν εξαιρέσει κανείς τις χώρες της βόρειας και,  εν μέρει, της κεντρικής Ευρώπης και Αμερικής, οι υπόλοιπες χώρες αντιμετωπίζουν ένα υδατικό έλλειμμα, που αυξάνεται συνεχώς. Στο πεδίο αυτό εντάσσονται οι διακρατικές διενέξεις [Μάζης, 2001] και οι διεθνείς προσπάθειες για επίλυση των διαφορών αυτών, που θα πρέπει να αντιμετωπίσουν φαινόμενα, όπως η Υδροσχιζοφρένεια και η Υδροηγεμονία, με τη βοήθεια (και) της Υδροδιπλωματίας [Στουρνάρας, 2013]. Το πλέγμα των διεθνών διενέξεων, αλλά και συνεργασιών, σε όλο το φάσμα της παγκόσμιας ιστορίας, σε διεκδικούμενα, διακρατικά, εκχωρούμενα ή περιφρουρούμενα νερά, είναι τεράστιο και καθορίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό και την ειρηνική συνύπαρξη, ασφάλεια και συνεργασία των λαών [Robinson, 1993].

 

Ιδιωτικοποιήσεις στην Ελλάδα

 

Τα τελευταία χρόνια, αναζωπυρώθηκαν τα σενάρια, και στην Ελλάδα, περί εισόδου ιδιωτών σε ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ για τις οποίες το ΣτΕ με τελεσίδικη και αμετάκλητη απόφαση του, μπλόκαρε το σχέδιο μεταβίβασης των πλειοψηφικών πακέτων. Ωστόσο, υπάρχει η δυνατότητα για τη πώληση του 49% των μετοχών τους σε ιδιώτες επενδυτές, όπως αναφέρεται άλλωστε και στο νέο επενδυτικό πλάνο του ΤΑΙΠΕΔ. Ανοιχτό είναι και το ενδεχόμενο να παραχωρηθεί και το management. Από την άλλη πλευρά, των υπευθύνων κυβερνήσεων, τονίζεται ότι οι εταιρείες ύδρευσης και αποχέτευσης θα  παραμείνουν υπό κρατικό έλεγχο [ΥΠΑΝ, 2003].

Tα σενάρια ενισχύονται και από τις πληροφορίες που ήθελαν τις οικονομικές υπηρεσίες της ΕΥΔΑΠ να προχωρούν τις διαδικασίες για την διανομή μερίσματος στους μετόχους, που θα έπρεπε να γίνει και που είχε προκαλέσει αναστάτωση στους εργαζομένους της εταιρείας. Η υποχρέωση για διανομή μερίσματος αποτελούσε προαπαιτούμενο του σχεδιασμού για την ιδιωτικοποίηση της εταιρείας. Επίσης, στην ιστοσελίδα του ΤΑΙΠΕΔ, γινόταν σαφής αναφορά στο σχέδιο ιδιωτικοποίησης των ΕΥΔΑΠ – ΕΥΑΘ. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ως δεδομένη θα πρέπει να θεωρείται η είσοδος ιδιωτών στην αγορά νερού της χώρας. Σύμφωνα με πληροφορίες, αυτό θα γίνει μέσα από συμπράξεις με το δημόσιο και τους Δήμους για την εκτέλεση έργων επεκτάσεων και ανακατασκευής δικτύων καθώς και της συντήρησης τους. Η αποπληρωμή θα γίνεται με πληρωμές διαθεσιμότητας. Ουσιαστικά, αυτό σημαίνει ότι οι επενδυτές θα πληρώνονται για τα έργα που εκτέλεσαν, απευθείας από τους λογαριασμούς ύδρευσης.

Οι συμπράξεις αυτές, όπως περιγράφονται, ακυρώνουν μια προσπάθεια εφησυχασμού της κοινής γνώμης ότι η, ενδεχόμενη, ιδιωτικοποίηση αφορά μόνο μεγάλες πόλεις ή περιοχές και ότι οι μικρές πόλεις και τα νησιά δεν κινδυνεύουν από κάτι τέτοιο, αφού, όπως υποστηρίζεται, οι μικροί αριθμοί καταναλώσεων δεν είναι κίνητρο για τους ιδιώτες επενδυτές.

Όπως είναι γνωστό, οι ΕΥΔΑΠ/ΕΥΑΘ αποτελούν δημόσιες επιχειρήσεις στις οποίες έχει ανατεθεί η δημόσια υπηρεσία της υδροδότησης.  Γύρω στο 2000, όπως συνέβη και με άλλες δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, μέρος του μετοχικού τους κεφαλαίου, πάντοτε όμως μειοψηφικό, ιδιωτικοποιήθηκε με σκοπό την οικονομική τους ενίσχυση, ο έλεγχος όμως παρέμενε πάντα στο Ελληνικό Δημόσιο. 

Το 2010 ήρθε η οικονομική κρίση, τα Μνημόνια και μαζί με αυτά το ΤΑΙΠΕΔ, μια ανώνυμη εταιρεία του Δημοσίου, στην οποία το τελευταίο μπορούσε να εισφέρει στοιχεία της ιδιωτικής του περιουσίας, κινητά και ακίνητα, προκείμενου το Ταμείο να τα αξιοποιήσει επιχειρηματικά για την επίτευξη κερδών προς αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας.  Μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων που μεταβιβάστηκαν κατά κυριότητα στο ΤΑΙΠΕΔ ήταν και τα πλειοψηφικά πακέτα των μετοχών του Ελληνικού Δημοσίου στις ΕΥΔΑΠ/ΕΥΑΘ.  Η μεταβίβαση αυτή αμφισβητήθηκε ενώπιον του ΣτΕ, η Ολομέλεια του οποίου, το έτος 2014, την ακύρωσε ως αντισυνταγματική.

Ακολούθησαν τα γεγονότα του 2015 και η ίδρυση της Ελληνικής Εταιρίας Συμμετοχών και Περιουσίας (ΕΕΣΥΠ), του λεγόμενου Υπερταμείου, στο οποίο, με νόμο πλέον, μεταβιβάστηκαν όλα σχεδόν τα κινητά και ακίνητα στοιχεία της περιουσίας του Δημοσίου, μεταξύ των οποίων και τα πλειοψηφικά πακέτα των μετοχών του στις ΕΥΔΑΠ/ΕΥΑΘ. Και η μεταβίβαση αυτή αμφισβητήθηκε ενώπιον του ΣτΕ και η Ολομέλεια του Δικαστηρίου, τον Φεβρουάριο 2022 σε μείζονα σύνθεση και σχεδόν ομόφωνα (με ψήφους 25 έναντι 2) ακύρωσε τη μεταβίβαση ως αντισυνταγματική. 

Με νόμο που ψηφίστηκε τον Ιούλιο του 2022, επαναμεταβιβάστηκαν, και δη αναδρομικά, στο Υπερταμείο οι ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ, κατά κατάφωρη παραβίαση των αποφάσεων της Ολομελείας του ΣτΕ. Έτσι, οι δύο βασικοί φορείς υδροδότησης της χώρας έπαψαν να ελέγχονται από το κράτος και στην ουσία ιδιωτικοποιήθηκαν.

Ήδη, αυτή τη στιγμή (15/3/2023), με υπό ψήφιση νομοσχέδιο του ΥΠΕΝ με τίτλο «Μετονομασία της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας σε Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων και διεύρυνση του αντικειμένου της με αρμοδιότητες επί των υπηρεσιών ύδατος και της διαχείρισης αστικών αποβλήτων, ενίσχυση της υδατικής πολιτικής», η ιδιωτικοποίηση ολοκληρώνεται.  Το κράτος παραδίδει στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) ακόμα και την εποπτεία επί των ΕΥΔΑΠ/ΕΥΑΘ, η οποία ήταν το μόνο που του είχε απομείνει. Αγνοεί ηθελημένα το γεγονός ότι από τη φύση τους οι Ρυθμιστικές Αρχές ρυθμίζουν μόνο την αγορά και τον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε αυτήν. Δεδομένου όμως ότι το νερό δεν είναι εμπορικό προϊόν και οι φορείς υδροδότησης δεν είναι εμπορικές επιχειρήσεις, σε καμμία περίπτωση δεν εμπίπτουν στις αρμοδιότητες μιας Ρυθμιστικής Αρχής.  Παρά ταύτα, η ΡΑΕ είναι εκείνη που θα ρυθμίζει πλέον για όλα τα σχετικά με το νερό θέματα, παραχωρήσεις, αδειοδοτήσεις, ελέγχους, κυρώσεις, ακόμα και την τιμολόγησή του.  Με τον τρόπο αυτό δρομολογείται και διευκολύνεται η ιδιωτικοποίηση, πέραν των ΕΥΔΑΠ/ΕΥΑΘ, και των Δημοτικών επιχειρήσεων ύδρευσης (ΔΕΥΑ) που καλύπτουν τις ανάγκες όλης της υπόλοιπης Ελλάδας και θα λειτουργούν εφεξής και αυτές σε περιβάλλον αγοράς.

Αγγλία, Παρίσι, Βερολίνο και άλλες χώρες και πόλεις που ιδιωτικοποίησαν το νερό τους είδαν τις τιμές να ανεβαίνουν κατακόρυφα και την ποιότητα να πέφτει δραματικά.  Τώρα αγωνίζονται να το πάρουν πίσω από τα μεγάλα funds που το αγόρασαν, αλλά οι δυσκολίες είναι τεράστιες.  Η εμπειρία τους δεν φαίνεται να μας έχει γίνει μάθημα.

 

Τομείς κινδύνων από την ιδιωτικοποίηση

 

   Τιμολόγηση κατά χρήση και κατά χρήστη

Αυτό, είναι επιδιωκόμενο γιατί δεν επιτρέπεται π.χ. να χρεώνεται, με το ίδιο τιμολόγιο, το νερό ύδρευσης και το νερό που καταναλώνεται π.χ. για μια πισίνα. Η λογική της υδατικής διαχείρισης πρέπει να επιτελείται με βάση την ανταποδοτικότητα και όχι το κέρδος του επενδυτή.

   Απαγόρευση ιδιωτικής ή δημοτικής υδατοσυλλογής

Στέρηση από τον επενδυτή της πρώτης ύλης και αθέμιτος ανταγωνισμός εκ μέρους των πολιτών και των ΟΤΑ

   Εξαγωγή νερού

Αν προβλέπεται από τη σύμβαση εκχώρησης και αν είναι πλέον επικερδής, σε σχέση με τη διάθεση στην εσωτερική αγορά

   Παρέμβαση στις χρήσεις γης

Αν αυτές επηρεάζουν την ποσότητα ή την συγκέντρωση υδατικού δυναμικού

   Γεωγραφικά και υδρολογικά κριτήρια εφαρμογής

Σύνδεση της ιδιωτικοποίησης και της υδατικής επάρκειας ή υπερεπάρκειας (Β. Ευρώπη, Καναδάς, Β. ΗΠΑ, Βραζιλία, Ρωσία κ.λπ.)

 

Το πλαίσιο της υδατικής θεωρήσεως και αξιολογήσεως

 

Η ιδιωτικοποίηση του νερού αποτέλεσε το κύριο αντικείμενο του παρόντος κειμένου. Ωστόσο, χρησιμοποιήθηκαν και μερικά άλλα στοιχεία, συνοπτικά ή, σε ένα βαθμό εκτεταμένα,  όπως τα παγκόσμια υδατικά προβλήματα, η κλιματική αλλαγή και τα υπόγεια νερά, ενώ, άλλα, έμειναν σε μια απλή αναφορά. Αυτό έγινε για να συνειδητοποιηθεί ότι το υδατικό πρόβλημα είναι μεγάλο, είναι σοβαρό, είναι παγκόσμιο, είναι επίκαιρο, άπτεται κλιματικών, οικονομικών και πολιτικών παραγόντων και έχει ενταχθεί στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Κανένα σύστημα υδατικής διαχείρισης, όσο μικρό κι αν είναι, δεν θα μείνει στο απυρόβλητο, είτε από τα παγκόσμια κέντρα ανακατανομής των φυσικών πόρων, ανακατανομής του πλούτου, είτε από τις διακρατικές διαμάχες ή διεκδικήσεις, αντίθετα, θα χρησιμοποιηθεί και ως όπλο. Επομένως, οι πολίτες θα πρέπει να αναγνωρίσουν τις τεράστιες δυσκολίες που υπάρχουν ή θα εμφανιστούν, για τις κυβερνήσεις και την Αυτοδιοίκηση, και να στηρίξουν κάθε αναπτυξιακή προσπάθεια, στο πλαίσιο, όμως της αυτοδιαχείρισης και της υπεράσπισης του βασικού δικαιώματος του πολίτη για επαρκές και κατάλληλο νερό, σε τιμή που θα καλύπτει, μόνο, τα έξοδα λειτουργίας, προστασίας και συντήρησης του υδατικού δικτύου.

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ Κ. (2002), Προστασία και διοικητική διαχείριση των φυσικών πόρων και το περιβάλλοντος. Η εμπειρία του «Συνηγόρου του Πολίτη», παρουσίαση στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο

ΔΑΚΟΡΩΝΙΑ Ε. (2010) Το δικαίωμα στο νερό: Νομικό Πλαίσιο Προστασίας, AQUA 2010, Ειδική Συνεδρία: Το Νερό και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στο πλαίσιο της εκπαίδευσης για την Αειφόρα Ανάπτυξη

DAOUDY M. (2008) Hydro-hegemony and international water law: laying claims to water rights, Water Policy 10 Supplement, p. 89-102

DIRECTIVE 2000/60/EC (2000): European Parliament and the Council of 23 October 2000 establishing a framework for community action in the field of water policy. Off. J. Eur. Communities. L 327, 22.12.2000

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΜΕΛΕΤΗΣ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ (Ε.ΜΕ.Κ.Α.), (2011), Οι περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα, Τράπεζα της Ελλάδος

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΜΕΛΕΤΗΣ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ (Ε.ΜΕ.Κ.Α.), (2015), Εθνική Στρατηγική για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή, Τράπεζα της Ελλάδος

ERHARD – CASSEGRAIN A., MARGAT J., (1979) L’eau, matière première. Resources, Utilisations, Besoins et Demandes, Coût et Prix, Prélèvements et Consommations. Aide-mémoire terminologique, B.R.G.M. 78 SGN 674 HYD, Orléans

ΚΑΡΑΜΑΝΩΦ ΜΑΡΙΑ, Αντιπρόεδρος ΣτΕ ε.τ., Πρόεδρος Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος (2023), Από τον αγώνα για το Νερό στον αγώνα για τη Δημοκρατία, Ομιλία, Αμφιθέατρο ΤΕΕ, Θεσσαλονίκη

MARGAT, J. (1968) Vulnérabilité des nappes d’eau souterraine à la pollution, Doc. BRGM 68 SGL 198 HYD, Orléans

ΜΑΖΗΣ Ι.Θ. (2001), Γεωπολιτική των υδάτων στη Μέση Ανατολή (Αραβικές χώρες-Ισραήλ-Τουρκία), Εκδόσεις Παπαζήση

ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ Ν. (2013) Οι Σαουδάραβες «κλέβουν» νερό από τον Νείλο,  Εφημερίδα Τύπος της Κυριακής, 13 Ιανουαρίου 2013

ROBINSON N.A., (1993), Universal and national trends in international environmental law, Environmental Policy and Law, 23 (3/4), p. 148-155

STOURNARAS G. (2006) Integrated transboundary groundwater resources management”, International Conference AQUA 2006, Water Science and Technology, Integrated Management of Water Resources, Athens

ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ Γ., (2007) Νερό. Περιβαλλοντική Διάσταση και διαδρομή, Εκδόσεις Τζιόλα, Θεσσαλονίκη

ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ Γ. (2008.1) Yδατικό μέλλον σε ένα συμβιωτικό πλανήτη, AQUA 2008, 3ο Διεθνές Συνέδριο Επιστήμης και Τεχνολογίας νερού, Ολοκληρωμένη διαχείριση υδατικών πόρων με  έμφαση στο κλίμα, 16-19 Οκτωβρίου 2008, Αθήνα

STOURNARAS G. (2008.2) Hydrogeology and vulnerability conditions of limited extension fissured rocks islands. The case of Tinos Island (Aegean Sea, Hellas)”, InterAcademy Panel Water (IAP) Programme – European Regional Centre for Ecohydrology (ERCE), International ConferenceEcohydrological Processes and Sustainable Floodplain Management”, Lodz, Poland

STOURNARAS G.  (2008.3) Hydrogeology and vulnerability of limited extension fissured rocks islands, Ecohydrology & Hydrobiology, Vol. 8, N0 2-4, p. 391-399

STOURNARAS G. (2010.1) Towards Engineering Harmony between Water, Ecosystem and Society, Inter Academy Panel (IAP) Water Programme, 3RD European Regional Workshop, Zakopane (Poland) September 10-12

STOURNARAS G. (2010.2) Water and Geology in the Mediterranean, (G. Holst-Warhaft, T. Steenhuis Eds) Losing Paradise. The Water Crisis in Mediterranean, Ashgate Eds

ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ Γ. (2013) Θέματα Υδατικής και Οικολογικής Πολιτικής. Υδροσχιζοφρένεια, Υδροηγεμονία, Υδροδιπλωματία, Εκδόσεις Δίαυλος

VAN der LEEDEN, (1975) Water resources of the world, Water Information Centre Inc., New York

VLACHOS E. (1998) Predicting Hydrodiplomacy in the 21st century, Water Resources Update, Springer

ΒΛΑΧΟΣ Ε. (2011) Τρία κλειδιά για τη σωστή διαχείριση του νερού, Συνέντευξη στη Γ. Μυρτσιώτη, Εφημερίδα Καθημερινή

WORLD BANK (1987) Water Resources Management in Southeastern Europe, Volume I, Issues and Directions

ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ Θ., (2000) Τετράγωνη λογική στον κύκλο του νερού, Ελευθεροτυπία, Αφιέρωμα «Νερό. Έρχεται βροχή, έρχεται δίψα»,, 11 Νοεμβρίου, Αθήνα.

ΥΠΑΝ (2003),  Σχέδιο Προγράμματος Διαχείρισης Των Υδατικών Πόρων Της Χώρας, Αθήνα.

 

*Ο Γεώργιος Κ. Στουρνάρας είναι Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών – Μέλος ΔΣ του Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητας

 

ΣΗΜ.: Εκτεταμένα αποσπάσματα του άρθρου δημοσιεύθηκαν στον ΗΜΕΡΟΔΡΟΜΟ 24 Ιούνη 2020, και στον ΗΜΕΡΟΔΡΟΜΟ 2 Φλεβάρη 2022

 

 

 

Σχετικά θέματα

Απόψεις