Την αντίθεσή τους στο νομοσχέδιο για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια εξέφρασαν η εκπρόσωπος των διοικητικών υπαλλήλων στα Πανεπιστήμια και ο εκπρόσωπος του Συλλόγου Φοιτητών Ιατρικής Αθηνών, μιλώντας στην Επιτροπή της Βουλής που εξετάζει το νομοσχέδιο και σήμερα συνεχίζει τις εργασίες της με την ακρόαση εξωκοινοβουλευτικών φορέων.
«Κάνετε την αδικία νόμο», σημείωσε ο Αλέξανδρος Θεολόγου, αντιπρόεδρος του Φοιτητικού Συλλόγου Ιατρικής Αθηνών, μιλώντας σήμερα στην Επιτροπή της Βουλής για το νομοσχέδιο σχετικά με τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια, στο πλαίσιο της ακρόασης εξωκοινοβουλευτικών φορέων.
Κατηγόρησε την κυβέρνηση που δεν ακούει τους φοιτητές, τους μαθητές, τους γονείς κι εκπαιδευτικούς, που βρίσκονται στον δρόμο του αγώνα εδώ και εβδομάδες. Το 70% των φοιτητών έχει καταδικάσει το νομοσχέδιο, όπως και οι Ομοσπονδίες των καθηγητών και των διοικητικών υπαλλήλων, σημείωσε, τονίζοντας πως «όλος ο λαός είναι στο πλευρό μας».
Κάλεσε την κυβέρνηση να αποσύρει το νομοσχέδιο, ενώ εξηγώντας την αδικία που επιφέρει, σημείωσε χαρακτηριστικά: «Εμείς οι εκατοντάδες φοιτητές της Ιατρικής που συγκεντρώσαμε 19.000 μόρια για να μπούμε στη σχολή, μετά από κόπους, θυσίες και έξοδα των οικογενειών μας, τώρα βλέπουμε πως θα μπορεί να γίνει γιατρός όποιος έχει να πληρώσει 19.000 ευρώ τον χρόνο στα ιδιωτικά Πανεπιστήμια».
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του, ανέφερε ότι οι «φοιτητές της Ιατρικής ξέρουν από πρώτο χέρι τι σημαίνει σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, στον τομέα της Υγείας. Το είδαμε την περίοδο της πανδημίας με το ξεχαρβαλωμένο δημόσιο σύστημα Υγείας που όλο και υποβαθμίζεται και ταυτόχρονα ο ιδιωτικός τομέας θησαύριζε. Μάλιστα, πρόσφατα έγινε νόμος να πληρώνει ο ασθενής για απογευματινό χειρουργείο σε δημόσιο νοσοκομείο, τόσο αναβαθμίστηκαν τα δημόσια νοσοκομεία!».
Αναφερόμενος στην πρόθεση της κυβέρνησης να ιδρύσει από τις πρώτες σχολές, την Ιατρική, σχολίασε «τι θα διδάσκουν στους φοιτητές οι ιδιωτικοί όμιλοι Υγείας, το πώς κερδοσκοπούσαν πάνω στις ζωές των ανθρώπων μέσα στην πανδημία ή θα λένε για τις αυξήσεις στις λίστες αναμονής;».
Καταρρίπτοντας τον ισχυρισμό της κυβέρνησης πως τα 170 άρθρα του νομοσχεδίου αφορούν τα δημόσια Πανεπιστήμια, υπογράμμισε πως δεν υπάρχει ούτε ένα άρθρο που να μιλά για προσλήψεις μόνιμου διδακτικού προσωπικού, ούτε για την ανακαίνιση των υποδομών.
Ανέφερε πως στην Αττική το Γεωπονικό, το Πάντειο, το Πανεπιστήμιο Περαιά, το ΠαΔΑ δεν έχουν φοιτητικές εστίες, ενώ στο ΕΚΠΑ καλύπτεται μόλις το 9% των φοιτητών, με τους υπόλοιπους να πληρώνουν πανάκριβα ενοίκια. Την ίδια ώρα, τα μεταπτυχιακά στα περισσότερα ιδρύματα έχουν δίδακτρα και μάλιστα πανάκριβα.
Κατήγγειλε την κυβέρνηση που συκοφάντησε και λοιδώρησε τους φοιτητές που τους έστειλε τα ΜΑΤ, που τους χαρακτήρισε παράνομους, λέγοντας: «Μέχρι και ληστές μας είπατε. Ποιους; Εμάς, τους αυριανούς γιατρούς, τους αυριανούς επιστήμονες επειδή αμφισβητήσαμε την πολιτική σας; Να σας θυμίσω πως παράνομους είπατε και τους αγώνες των εργαζομένων όταν διεκδικούσαν μέτρα προστασίας στον σιδηρόδρομο κι έτσι οδηγηθήκαμε στα Τέμπη» και συνέχισε: «Παράνομο όμως είναι να στερείτε τα όνειρα και τις σπουδές από χιλιάδες φοιτητές και να τους μετράτε με βάση την τσέπη τους. Ο αγώνας μας είναι δίκαιος και όταν διεκδικούμε αναβάθμιση των σπουδών δεν το κάνουμε μόνο για εμάς, αλλά για όλο τον λαό, γιατί δεν μπορεί οι σπουδές Ιατρικής να είναι εμπόρευμα, δεν μπορεί η υγεία του λαού να είναι εμπόρευμα».
Καταλήγοντας επισήμανε ότι ο αγώνας των φοιτητών θα συνεχιστεί για σύγχρονες και ποιοτικές σπουδές, αποκλειστικά δημόσιο και πραγματικά δωρεάν Πανεπιστήμιο, για δουλειά με δικαιώματα, ενάντια στα ιδιωτικά Πανεπιστήμια που ανοίγουν τον δρόμο ώστε ο καθένας να σπουδάζει ανάλογα με το πορτοφόλι του.
Θα χειροτερέψουν οι όροι εργασίας και μόρφωσης, για εργαζόμενους και φοιτητές
Η Νίκη Χρονοπούλου, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Εργαζομένων Διοικητικού Προσωπικού των Πανεπιστημίων, στην παρέμβασή της μεταξύ άλλων σημείωσε: «Οι εργαζόμενοι στα Πανεπιστήμια γνωρίζουμε από πρώτο χέρι τις δυσκολίες με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι οι φοιτητές και οι γονείς τους, σε Πανεπιστήμια όπου οι υποδομές δεν επαρκούν για ανάγκες διδασκαλίας και έρευνας, με επισφαλή και παλαιά κτίρια, χωρίς φοιτητική μέριμνα για σίτιση και στέγαση».
Κατήγγειλε τη συνεχώς μειούμενη κρατική χρηματοδότηση για τα Ανώτατα Ιδρύματα και προειδοποίησε πως «η ενίσχυση της οικονομικής αυτοτέλειας των Πανεπιστημίων αποδεδειγμένα θα οδηγήσει στην παραπέρα μείωση της χρηματοδότησης, των δωρεάν παροχών στους φοιτητές και στην αναζήτηση εσόδων μέσω επιχειρηματικής δραστηριότητας και ανταποδοτικής λειτουργίας».
Πρόσθεσε πως τα Πανεπιστήμια στενάζουν από την έλλειψη προσωπικού σε μία σειρά υπηρεσίες, με τις κυβερνήσεις να αντιμετωπίζουν το πρόβλημα καταφεύγοντας στους εργαζόμενους με ελαστικές σχέσεις εργασίας, οι οποίοι ξεπερνούν σε αριθμό τους μόνιμους και αορίστου χρόνου υπαλλήλους.
Σημείωσε πως «οι διατάξεις του νομοσχεδίου μόνο χειρότερους μπορούν να κάνουν τους ήδη χτυπημένους όρους εργασίας, αλλά και τους όρους μόρφωσης για τους φοιτητές. Το δημόσιο Πανεπιστήμιο για να γίνει ανταγωνιστικό σε σχέση με τα ιδιωτικά θα ενισχύει τους τομείς και τις υπηρεσίες που φέρνουν έσοδα, απαξιώνοντας τις όποιες παροχές έχουν απομείνει. Για να είναι πιο ανταγωνιστικό θα πρέπει να είναι και οι εργαζόμενοι πιο ανταγωνιστικοί, επιφέροντας νέο χτύπημα των δικαιωμάτων τους», σημείωσε φέρνοντας παραδείγματα από την Κύπρο και τις σκανδιναβικές χώρες.
«Δεν υπάρχει ούτε μία διάταξη που να αφορά στις ανάγκες εργαζομένων και φοιτητών, καμιά αναφορά σε μαζικές προσλήψεις προσωπικού, καμία αναφορά σε μονιμοποιήσεις συμβασιούχων, καμία αναφορά σε γενναία αύξηση του κρατικού προϋπολογισμού, καμία αναφορά για σύγχρονες ασφαλείς υποδομές, αλλά ούτε για φοιτητική μέριμνα».
Καταλήγοντας τόνισε πως οι εργαζόμενοι «απορρίπτουμε εξ ολοκλήρου το νομοσχέδιο και συνεχίζουμε να διεκδικούμε αποκλειστικά δημόσιες και δωρεάν σύγχρονες σπουδές, γενναία αύξηση της χρηματοδότησης, μόνιμη και σταθερή δουλειά, γιατί η εκπαίδευση για λίγους, για όσους έχουν να πληρώσουν ανήκει σε προηγούμενους αιώνες».
Από 902.gr