Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Η ωμότητα της οπαδικής βίας στην Ελλάδα

Της Κωνσταντίνας Γογγάκη, από το ethnos.gr Για την «κατανόηση» της αδιανόητης οπαδικής βίας στην Ελλάδα, που οδήγησε και στο αποτρόπαιο..

Της Κωνσταντίνας Γογγάκη, από το ethnos.gr

Για την «κατανόηση» της αδιανόητης οπαδικής βίας στην Ελλάδα, που οδήγησε και στο αποτρόπαιο περιστατικό της δολοφονίας ενός άτυχου νεαρού φιλάθλου, είναι αναγκαία μια πρώτη διείσδυση σε αίτια και σε ανεύθυνες στάσεις που «μετεξέλιξαν» σταδιακά το εν λόγω φαινόμενο από την έκφραση της αντιπαράθεσης σε ωμή δολοφονική ενέργεια. Η βιαιότητα, πάντως, που εκδηλώνεται στους αθλητικούς χώρους, είναι φαινόμενο που οφείλει την γέννησή του στην ίδια την επιθετική κοινωνία. Ως εκ τούτου, έχει ιδιαίτερη σημασία η θέση που κατέχει η κοινωνία στην αξιολογική κλίμακα, και κατά συνέπεια η ποιότητα της πολιτικής ζωής και του πολιτισμού της.

Ο χούλιγκαν από απόψεως ηθικής

Ο αθλητισμός, σήμερα, ως πιστό αντίγραφο των σύγχρονων καιρών, δεν διαθέτει πλέον την αλλοτινή του αίγλη, αλλά το στοιχείο κυριαρχίας του εστιάζεται στο οικονομικό prestige. Το αθλητικό πνεύμα έχει απωλέσει αισθητά την αθωότητα του, καθόσον εισέρχονται στο χώρο του αθλητισμού, υπό μορφή χιονοστιβάδας, τεράστια οικονομικά οφέλη. Έτσι, στους αθλητές και κατ’ επέκταση στους οπαδούς, διαμορφώνεται η στόχευση για όλο και περισσότερα υλικά αγαθά, αλλά και για μια φαινομενική δύναμη έναντι των άλλων, αδιαφορώντας αντίστοιχα για όποιες ηθικές αξίες θα έπρεπε να αποπνέουν οι αθλητικοί χώροι. Η προσήλωση στην πρωτιά, αφού οι υπόλοιπες κατατάξεις εκμηδενίζουν τον ενθουσιασμό, συνιστά μονόδρομο για την αποκόμιση μεγάλων κερδών και κοινωνικής ισχύος. Για τον οπαδό σημασία δεν έχουν τα μέσα που χρησιμοποίησε ο επαγγελματίας αθλητής για ν’ αποσπάσει την πρώτη νίκη, αλλά η επιτυχία που θα «μοιραστεί» για λίγο μαζί του, έστω κι αν αυτή είναι αδιάφορη, εν τέλει, για την υπόλοιπη ζωή του.

Το αθλητικό ιδεώδες αντικαθίσταται από το στόχο της ευμάρειας και της κυριαρχίας, καθώς πιστεύεται πως έτσι θα γίνει η ζωή επιτυχής. Η μόρφωση, η κριτική σκέψη, η αυτογνωσία, η αξία της ελευθερίας υπονομεύονται, ενώ η έλλειψη καλλιέργειας, ο φανατισμός, η επιθετικότητα, η αναίδεια, η θρασύτητα, η τραχύτητα, η αντιγραφή της ζωώδους συμπεριφοράς και της βίαιης έκφρασης των συναισθημάτων θεωρούνται ικανότητα, «μαγκιά» και στάση ζωής. Οι λόγοι αυτοί έχουν συμβάλλει στην έξαρση του φαινομένου της βίας στα γήπεδα και στο διαχωρισμό των θεατών σε ‘φιλάθλους’ και σε ‘χούλιγκανς’.

Δεν θα αναφερθώ στο ιστορικό πλαίσιο του χουλιγκανισμού, στα πολλά του θύματα και στην αγριότητά του, αλλά πάντως το ποδόσφαιρο συνδέθηκε με τη βία από την αρχή της εμφάνισής του, τον 13ο αιώνα στο Λονδίνο. Ειδικότερα στην Ελλάδα, από τη βία στα γήπεδα του 1980 μέχρι σήμερα, διαπιστώνει κανείς την σκλήρυνση του φαινομένου και την επικίνδυνη «μετάλλαξη» ενός «ιού» που εξαπλώνεται, ελλείψει πολιτειακού «αντιδότου». Οι αγώνες δεν είναι πλέον το «πεδίο της μάχης», αλλά η αφορμή για «αντεγκλήσεις» δίχως όρια. Ταραξίες, ή άνθρωποι «διανοητικά διαταραγμένοι» ή νέοι που απλά θέλουν να ξεδώσουν, ό,τι κι αν είναι, όποιοι κι αν είναι, η ουσία είναι μία: το ελληνικό ποδόσφαιρο και κατ’ επέκταση ο αθλητισμός στην Ελλάδα, πλήττεται από τον χουλιγκανισμό, την μεγαλύτερη ίσως μάστιγα των τελευταίων χρόνων. Οι εικόνες ντροπής που καταγράφονται συνέχεια από τις τηλεοπτικές κάμερες στους αγώνες, συνθέτουν το πολεμικό σκηνικό της τυφλής βίας. Οπαδοί ‘διαφορετικών’ ομάδων ανταλλάσουν κάθε είδους ύβρη, προσβολή, απειλή και χειροδικία. Ακόμη και όταν δεν τσακώνονται μεταξύ τους, με το ίδιο πάθος νικητές και ηττημένοι, ξεσπούν μετά την έκβαση του αγώνα σε επιθέσεις εναντίον ξένων περιουσιών και σε καταστροφικές πράξεις. Η έχθρα, ωστόσο, δεν εξαντλείται στην ανταλλαγή προφορικών ύβρεων και στην καταστροφή υλικών στόχων. Η σωματική ακεραιότητα των οπαδών απειλείται, χωρίς να υπάρχει ένα πλαίσιο προστασίας της ανθρώπινης ζωής. Το αποτέλεσμα είναι να χάνονται ανθρώπινες ζωές. Για ποιο λόγο;  

Τι είναι η «αθλητική ομάδα» για τους νέους;

Οι νέοι που συνήθως εμπλέκονται ως «φίλαθλοι» στις βίαιες εκδηλώσεις, δείχνουν πως δεν έχουν συνειδητοποιήσει πόσο κοντά είναι οι ίδιοι  με τον κίνδυνο. Φλερτάρουν με το θάνατο, έχοντας την ψευδαίσθηση πως βρίσκονται σε απόσταση ασφαλείας, ενώ απέχουν μόλις μια ανάσα απ’ αυτόν. Η νεανική ηλικία προσφέρεται, επειδή οι νέοι εκλαμβάνουν αψήφιστα την ίδια τους τη ζωή. Αξίζει, όμως, ένας θάνατος για την υποστήριξη μιας ομάδας; Τι είναι, επιτέλους, η ‘αθλητική ομάδα’, με την οποία ο νέος ταυτίζει τον εαυτό του; Είναι μια πηγή άντλησης χαράς και ψυχαγωγίας για τον ελεύθερο χρόνο του; Ένα δέσιμο συναισθηματικό, μέσω του οποίου έρχεται κανείς σ’ επαφή με άλλους ανθρώπους; Ένα μέσο εκτόνωσης του ανταγωνισμού του; Είναι η φυγή του; Κάτι, στο οποίο επουλώνει την ανάγκη του να ανήκει σε ένα ομοειδές σύνολο; Αν είναι κάτι από όλα αυτά, τότε γιατί, αντί να χαίρεται, αντιθέτως, φανατίζεται σε τέτοιο βαθμό; Γιατί, αντί να αποδέχεται τη νίκη και την ήττα, μαίνεται εναντίον των «άλλων», με παράφορο μίσος; Γιατί ξεφεύγει η συμπεριφορά του από τα όρια της λογικής και του ελέγχου, και μέσα στον όχλο ο οπαδός μετατρέπεται σε έναν θύτη ανεξέλεγκτης οργής; Του φταίει ο αντίπαλος; Για όλα;

Τι είναι, όμως, ο ‘αθλητικός αγώνας’ αν δεν συνιστά ένα παιχνίδι; Είναι, μήπως, ένα ιδανικό, μια λατρεία, μια θρησκεία, μια πίστη; Έχει τις μεγαλειώδεις διαστάσεις του εθνικού στόχου ή του ονείρου ζωής; Είναι ένας αληθινός αγώνας, η εξέλιξή του οποίου θα επηρεάσει την ανθρωπότητα ή έστω, μια πατρίδα; Η έκβαση του «ματς» θα επηρεάσει την επίλυση ενός σημαντικού προβλήματος, την αποκατάσταση μιας κοινωνικής αδικίας ή τη ματαίωση μιας απειλής κατά της ανθρώπινης ζωής; Το αθλητικό παιχνίδι σκοπεύει στην επίτευξη μιας καλύτερης κοινωνίας, ή στην αναζήτηση ενός νέου τρόπου ζωής; Στην προσφορά; Στην έρευνα; Είναι μια πηγή γνώσης, αναγκαία για την εξέλιξη του κόσμου; Μια εμπειρία, απαραίτητη για την ωρίμανσή του; Ποιό είναι το ποιοτικό μέγεθος του αθλητικού αγώνα, ώστε να δικαιολογεί τέτοιο μίσος, πάθος και οδύνη;

Το άλλο ερώτημα έχει σχέση με τη φύση της αντίπαλης ομάδας. Είναι αυτή τόσο αλλιώτικη ως σύνθεση, ή μήπως είναι, ακριβώς, η «άλλη» πλευρά της ίδιας όψης, και η αντανάκλαση του ομοιώματος; Ο καθρέφτης της αντίθετης ομάδας δείχνει ένα σύνολο με διαφορετικά χαρακτηριστικά, ή μήπως είναι η φωτοτυπία των ομοειδών του ενός και του αυτού χαρακτήρα; Η αίσθηση περί «άλλης», είναι πραγματική, ή μήπως πρόκειται για μια ψευδαίσθηση; Και γιατί η ψευδαίσθηση αυτή είναι τόσο αναγκαία, προκειμένου να συντηρηθεί ο μύθος που θ’ αποτελέσει το προπέτασμα για την εκτίναξη της έντασης στο ζενίθ; Ή, μήπως, στο ναδίρ; Δεν υπάρχουν άλλα κίνητρα και αφορμές για τη δραστηριοποίηση του θυμικού των νέων; Χρειάζεται δανεικά συναισθήματα και προμετωπίδες ο νέος για τη διαφυγή του από την επιπεδοποίηση της ζωής του;

Ένας ακόμη μύθος με τον οποίο οι κοινωνίες κουκουλώνουν τις ευθύνες τους, σαν να απαλλάσσονται έτσι απ’ αυτές, είναι ότι, δήθεν, ο επιθετικός οπαδός και ο βίαιος χούλιγκαν είναι ένα άτομο άγνωστο, απροσδιόριστο, απρόσωπο, αλλά όχι ο γιός μας. Και όμως, το πρόσωπο αυτό είναι υπαρκτό, πραγματικό, και, όπως σε κάθε άλλη περίπτωση, μπορεί να είναι κι ένας άνθρωπος του περιβάλλοντος, οικείος. Μπορεί, δηλαδή, να αποτελεί μέλος της οικογένειας, να είναι ένας δικός μας, εξίσου, και εκείνος που χτυπάει, αλλά και εκείνος που χτυπιέται. Κανείς λόγος δεν είναι αρκετά σοβαρός ώστε να χάσει κάποιος το παιδί του, πόσο μάλλον αν αυτό γίνει σε μια αντεκδίκηση αθλητικού χαρακτήρα. Είναι τόσο αντιηρωϊκός ένας τέτοιος θάνατος! Γιατί, όμως, για να κατανοήσει κανείς το πόσο ασήμαντος είναι ένας τέτοιος λόγος, πρέπει να τον προσμετρήσει με μια ανθρώπινη απώλεια; Δεν οφείλει η κοινωνία να προστατέψει τους νέους της από τον εμφύλιο σκοτωμό για ασήμαντη αφορμή;

Απόπειρες ερμηνείας του φαινομένου της βίας

Οι απόπειρες ερμηνείας του φαινομένου της βίας που εκδηλώνεται στις αθλητικές συναντήσεις, δεν υπήρξαν – είναι ηλίου φαεινότερο – μέχρι τώρα ουσιαστικές. Επιβάλλεται, ωστόσο, να ερμηνευτεί και ενδοσκοπικά και εξωσκοπικά. Ενδοσκοπικοί είναι όλοι εκείνοι οι υποκειμενικοί παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν τον καθένα προσωπικά, συμβάλλοντας στην πρόκληση και τη συντήρηση της βίας. Εξωσκοπικές είναι οι αντικειμενικές παράμετροι που εκπηγάζουν από την κοινωνία συνολικά, διαμορφώνοντας στάσεις ζωής, νοοτροπίες και αξίες. Η προσωπική και η κοινωνική περί βίας αντίληψη είναι σημαντικό να μην έχουν μεταξύ τους αποκλίσεις, ούτως ώστε να αναφέρεται κανείς σε έναν κάπως συμπαγή κοινωνικό ιστό. Αν, για παράδειγμα, μια μικρή ομάδα ανθρώπων, ή έστω κι ένας μόνο άνθρωπος, θεωρεί ανοησία τα όσα σκληρά και υπερβολικά διαμείβονται στο χώρο του αθλητισμού ενώ οι περισσότεροι νέοι θεωρούν την ομάδα τους ‘θρησκεία’, η μη συνοχή του κοινωνικού ιστού είναι εμφανής, πράγμα το οποίο σημαίνει πως η παιδεία δεν λειτουργεί ενιαία και συνεκτικά.

Η μεγάλη απόκλιση που διαπιστώνεται στην αξιολόγηση των αθλητικών γεγονότων αποκαλύπτει τρεις τομείς με ανεπάρκεια στη λειτουργία τους, απογυμνωμένους: Ο ένας είναι η μη αποτελεσματική παιδεία, ο έτερος η μη συνεκτική κοινωνία και ο τρίτος η μη αποτελεσματική πολιτεία. Το σύστημα των παρεχόμενων αξιών και στις τρεις περιπτώσεις είναι λειψό ή αποπροσανατολιστικό, ευκαιριακό ή ανεπαρκές, και σε κάθε περίπτωση εχθρικό. Η κοινωνία που δεν αυτοπροστατεύεται μέσω του συστήματος αξιών της, η παιδεία που δεν προβαίνει σε ανθρωπιστικές αναγωγές, και η πολιτεία που αρέσκεται στην επιφανειακή αναζήτηση ευθυνών, δεν κατανοούν πως σταδιακά αυτοκαταστρέφονται, τρώγοντας σαν τον Κρόνο τα παιδιά τους. Υπάρχουν αναγωγές της βίας στο ένστικτο της φυσικής ανθρώπινης επιθετικότητας, αυτές είναι όμως αμυδρές, και δεν μπορεί κανείς να υποστηρίξει την εντεινόμενη υπερβολή του φαινομένου με βάση μόνο τη σχέση αυτή. Δεν επαρκεί, συνεπώς, η άποψη αυτή για την ερμηνεία της βίας, αλλά χρειάζεται η ανάλυση των ιδεολογικών αιτιών που οδηγούν στην εμφάνισή της στον αθλητισμό.

Το φαινόμενο της βίας είναι βαθειά κοινωνικό, καθώς μεταξύ άλλων οφείλεται στη δημιουργία των κοινωνικών ανισοτήτων, που οδηγεί μεγάλα τμήματα της νεολαίας στην αμάθεια, την ημιμάθεια και την περιθωριοποίηση. Το σύστημα αναπαραγωγής των κοινωνικών φαινομένων, η ανεργία, η ισχνή παιδεία, η ανισότητα, και το χαμηλό επίπεδο της ποιότητας της ζωής, όπου ο ισχυρότερος επικρατεί σε μια μορφή επιβίωσης «κοινωνικού δαρβινισμού», είναι αίτια της γέννησης της βίας. Ένα κράτος, όμως, που ομνύει στο κέρδος, τον ανταγωνισμό, την τυφλή αντιπαράθεση, που ωθεί στο περιθώριο, με την επικράτηση των ισχυροτέρων, δυνατοτέρων, κρατούντων, εξουσιαστών, με τους οποίους επιθυμούν δια των πράξεών τους οι οπαδοί να ταυτιστούν για ένα λεπτό, αυτοϋπονομεύεται. Αντί ο νέος να στραφεί εναντίον της πολιτικής που παράγει τα προβλήματα και τα οξύνει, στρέφεται κατά άλλων κοινωνικών ομάδων ή υποομάδων, όπως ποδοσφαιρικές, μπασκετμπολικές, «τάχα» αντίπαλες ομάδες.

Η ανεπάρκεια της παιδείας να δομήσει προσωπικότητες μη εγωκεντρικές και, κυρίως, μη δογματικές, η ανοχή της κοινωνίας προς την οπαδική βία και η έλλειψη διάθεσης της πολιτείας να προστατεύσει το θύμα και να τιμωρήσει τον παραβάτη, διοχετεύουν προς τους νέους μηνύματα που οξύνουν τον εγωκεντρισμό του. Η αθλητική βία γίνεται έτσι μια μορφή αναπαραγωγής της κοινωνικής βίας, η οποία αναβλύζει από όλους τους «θεσμούς» του κράτους.

Η ανακύκλωση, όμως, προτάσεων που οδηγούν στην αναπαραγωγή του φαινομένου και στις ευχές αποτροπής του, δεν έχουν νόημα. Προσωπικά έχω την εντύπωση πως στην Ελλάδα το φαινόμενο της αθλητικής βίας συντηρείται συνειδητά, ως μοχλός εκτόνωσης και αποπροσανατολισμού των νέων. Γιατί αν όντως η πολιτεία έχει την πολιτική βούληση να ελέγξει και να περιορίσει το οδυνηρό φαινόμενο, μπορεί να το πράξει, όπως έγινε λ.χ. μετά τα τραγικά γεγονότα του 1985 στην Αγγλία, χωρίς να αναμασάει συνεχώς τα ίδια. Οι νέοι είναι ανάγκη να καλλιεργηθούν, να μορφωθούν, να πιαστούν από ένα όνειρο δημιουργίας και προοπτικής, και όχι να χειραγωγούνται από τα οικονομικά και τα εμπορικά συμφέροντα κάθε ομάδας.

Η περίπτωση της δολοφονίας του άτυχου νέου

Η οπαδική βία στην Ελλάδα έχει λάβει διαστάσεις πολύ ακραίες. Ο θάνατος του νέου φιλάθλου στην Θεσσαλονίκη δεν προήλθε καν από μια «διένεξη» οπαδών. Αλλά συνιστά μια εν ψυχρώ δολοφονία. Έχουν πλέον συγκροτηθεί ανεξέλεγκτες γιάφκες, συμμορίες, εγκληματικές παρέες, που με όπλα και υπό την επήρεια ναρκωτικών αποθρασύνονται και μοιράζουν το θάνατο, για το «γόητρο» της ομάδας τους. Η βλακεία τους έχει φτάσει στη νιοστή. Και είναι άκρως επικίνδυνοι.

Το πρόβλημα δεν είναι μόνο αθλητικό, είναι γενικό, και αφορά σε ολόκληρη την πολιτεία και την ελληνική κοινωνία. Ας μη στρέψει και πάλι το βλέμμα της αλλού η πολιτεία. Ας πάψει να απενοχοποιεί την άγρια βαναυσότητα των φανατισμένων, ας πάψει να ανέχεται την οπαδική χυδαιότητα, και ας αναχαιτίσει τον εγκληματικό «τσαμπουκά» που μέσω του αθλητισμού θρασύδειλα διαμηνύεται προς τη νεολαία. Ας μη ξεχάσει μετά από λίγο τον άδικο φόνο του 19χρονου νέου. Και ας τολμήσει να αντιμετωπίσει και να περιορίσει θεσμικά, με νόμους, με ποινές και με τιμωρία, τις πανίσχυρες επαγγελματικές ομάδες που κωφεύουν, και τις σπείρες των ανάξιων υποστηρικτών τους.  

 

Σχετικά θέματα

Απόψεις