Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Ευριπίδης Μπακιρτζής: Ο στρατηγός που υπηρέτησε το Λαό

Συμπληρώνονται σήμερα 154 χρόνια από τη γέννηση του Ευριπίδη Μπακιρτζή. Του πρώτου προέδρου της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης της «κυβέρνησης..

Συμπληρώνονται σήμερα 154 χρόνια από τη γέννηση του Ευριπίδη Μπακιρτζή. Του πρώτου προέδρου της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης της «κυβέρνησης των βουνών» στα χρόνια της κατοχής, του αξιωματικού που συμμετείχε σε όλες τις μεγάλες στιγμές της νεότερης ελληνικής ιστορίας με κορυφαία αυτή της Εθνικής Αντίστασης κατά των ναζί κατακτητών. Την πορεία αυτού του αξιωματικού που είχε «μια ζωή αφιερωμένη στον ελληνικό λαό» , όπως έγραψε ο «Ριζοσπάστης» στις 11.5.1947, θα παρακολουθήσουμε σ’ αυτό το σημείωμα με ιδιαίτερη αναφορά στο ρόλο του  στην απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και την είσοδο του ΕΛΑΣ , παρά τις αντίθετες επιταγές της συμφωνίας της Καζέρτας, αλλά και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έφυγε από τη ζωή, το Μάιο του 1947, στους Φούρνους της Ικαρίας όπου τον είχε εξορίσει το εμφυλιακό κράτος.

O Eυριπίδης Μπακιρτζής γεννήθηκε στις Σέρρες το 1895. Φοίτησε στη Σχολή Ευελπίδων και πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913. Το 1916 προσχώρησε στο κίνημα της «Εθνικής Άμυνας» στη Θεσσαλονίκη και πήρε μέρος στις μάχες που δόθηκαν από τις δυνάμεις της Αντάντ  στο Μακεδονικό Μέτωπο. Το 1918 πήγε στο Παρίσι για σπουδές στην Ανώτατη Στρατιωτική Ακαδημία. Με την επιστροφή του πήρε μέρος στην εκστρατεία στη Μικρά Ασία και το Σεπτέμβριο του 1922 μετά την καταστροφή συμμετείχε, ως ταγματάρχης πλέον, στο κίνημα των Πλαστήρα-Γονατά, υπασπιστής του πρώτου και  γραμματέας της Επαναστατικής Επιτροπής. Από τότε και μέχρι το 1935 ακολουθούσε  τον Πλαστήρα σε όλες τις κινήσεις του.

Το 1923  διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην καταστολή του φιλομοναρχικού κινήματος Γαργαλίδη- Λεοναρδόπουλου στην περιοχή της Θεσσαλονίκης.

Τρία χρόνια μετά, το 1926, πήρε μέρος στο υποκινούμενο από το Νικόλαο Πλαστήρα κίνημα, που έμεινε στην ιστορία ως «κίνημα Τζαβέλα-Μπακιρτζή». Καταδικάσθηκε σε θάνατο αλλά δεν εκτελέστηκε , για να επανέλθει στο στρατό το 1928. Το διάστημα 1930-1931 υπηρέτησε ως στρατιωτικός ακόλουθος στη Σόφια και το Βουκουρέστι και το  1935, ως συνταγματάρχης πια, πήρε μέρος στο αποτυχημένο βενιζελοπλαστηρικό κίνημα. Αποτάχθηκε και εξορίστηκε αρχικά στον Άγιο Ευστράτιο και στη συνέχεια στα Αντικύθηρα.  

Η φήμη του «κόκκινου συνταγματάρχη»

Με αφορμή τη δημοσίευση στο «Ριζοσπάστη»  της δεκαετίας του ’30,  σημειωμάτων, που έδειχναν ότι οι συντάκτες τους είχαν πολύ καλή γνώση των τεκταινομένων στο εσωτερικό του στρατεύματος, σε αρκετούς κύκλους άρχισε να κυκλοφορεί η φήμη, που κράτησε μάλιστα για πολλά χρόνια, του «κόκκινου συνταγματάρχη» και μάλιστα πως πίσω από αυτό το χαρακτηρισμό κρυβόταν ο Ευριπίδης Μπακιρτζής. Δεν είναι λίγοι κι αυτοί που ακόμη και σήμερα όταν αναφέρονται στον «κόκκινο συνταγματάρχη» εννοούν τον Μπακιρτζή.

Σ’ αυτόν, ακόμη και σήμερα, αρκετοί με ευκολία αποδίδουν την ανώνυμη επιστολή με την υπογραφή «αντιφασίστας αξιωματικός» που δημοσιεύθηκε στο «Ριζοσπάστη» στις 26 του Φλεβάρη 1935. Ο συντάκτης της επιστολής αποκάλυπτε ότι ετοιμάζονταν στρατιωτικό πραξικόπημα με οργανωτές το συνταγματάρχη Στ. Σαράφη, τον απόστρατο στρατηγό Κ. Βλάχο και τον πλοίαρχο Α. Κολιαλέξη.

Ο Ευριπίδης Μπακιρτζής στα χρόνια του Μεσοπολέμου.

Ας πάρουμε τα πράματα με τη σειρά ξεκινώντας από την επιστολή στο «Ριζοσπάστη» το Φλεβάρη του 1936. Συντάκτης της δεν θα μπορούσε να είναι ο Μπακιρτζής για τον απλούστατο λόγο πως ο ίδιος, φρούραρχος της Καβάλας τότε , ήταν ένας από τους βασικούς συντελεστές  εκείνου του πραξικοπήματος που οργάνωσαν  από τα Χανιά ο Βενιζέλος και από τη Γαλλία ο Πλαστήρας και

ξέσπασε την 1η του Μάρτη του 1936, λίγες μέρες μετά το δημοσίευμα στο «Ριζοσπάστη». Συντάκτης της επιστολής ήταν ο αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού Παπάζογλου συνδεόμενος τότε με το ΚΚΕ.

Όσο για τον Μπακιρτζή , μετά την αποτυχία του βενιζελοπλαστηρικού πραξικοπήματος, κατέφυγε στη Βουλγαρία, μαζί με τον στρατηγό Καμμένο και άλλους  αξιωματικούς Από τη Βουλγαρία επέστρεψε μετά την αμνήστευση των πραξικοπηματιών.

Η επίθεση στον Πλαστήρα

Ένα χρόνο μετά, στις 3 Ιούλη του 1936, στην εφημερίδα «Ανεξάρτητος» δημοσιεύθηκε  άρθρο του Μπακιρτζή με τίτλο «Απάντησις εις τον στρατηγόν Νικόλαον Πλαστήραν». Λίγες μέρες πριν είχε δημοσιευθεί μια επιστολή του Πλαστήρα από τη Βηρυτό, όπου είχε καταφύγει, στην οποία υποστήριζε την ιδέα μιας προσωπικής δικτατορίας και καλούσε τους Έλληνες να συσπειρωθούν γύρω του.

Στην απάντησή του ο Μπακιρτζής, επηρεασμένος όπως φαίνεται από τη δημιουργία εκείνη την εποχή του Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία,  χαρακτήριζε ανοιχτά τον Πλαστήρα φασίστα, ενώ παράλληλα παρέθετε μια σειρά σκέψεις, που έδειχναν  την επιρροή σ’ αυτόν της μαρξιστική θεωρίας. Μόνο «ταξικές δικτατορίες» υπάρχουν, σημείωνε και πρόσθετε πως κλειδί της ιστορίας είναι η πάλη των τάξεων και μόνο «ταξικές δικτατορίες» υπήρχαν:

«…είτε ως πολιτική εκδήλωσις των καταπιεζομένων οι οποίοι κατόπιν αποφασιστικών πολιτικών αγώνων συνειδητοποιούνται και μάχονται διά να αλλάξουν άρδην το πολιτικόν και κοινωνικόν καθεστώς και να προετοιμάσουν τους όρους της σοσιαλιστικής κοινωνίας, είτε ως βιαία αντίδρασις της κυβερνώσης φατρίας κατά της ανόδου της εργατοαγροτικής τάξεως».

Στη «βίαιη αντίδραση της κυβερνώσας φατριάς» κατέτασσε και τον Πλαστήρα ως εκπρόσωπο του χιτλερισμού.

Ο Μπακιρτζής προχωρούσε ακόμη και σε μια ανοιχτή υποστήριξη της δικτατορίας του προλεταριάτου:

«…η δικτατορία του προλεταριάτου αποτελεί προοδευτικόν μοχλόν της ιστορίας. Διότι γκρεμίζει και κτίζει. Διότι καταργεί παλαιούς θεσμούς και δημιουργεί νέους. Διότι είναι η αγανακτισμένη φωνή της ιστορίας…».

Και αφού απέρριπτε τη θέση του Πλαστήρα για «συμφιλίωση του ελληνικού λαού» ως μια προσπάθεια συνδιαλλαγής των παλαιοβενιζελικών και των βασιλικών σημείωνε πως αν υπήρχε τότε πολιτική κρίση αυτό συνέβαινε γιατί «…ο εργαζόμενος λαός δεν αφυπνίζεται και ζητεί την δικαιοτέραν διανομήν του εθνικού πλούτου, ενώ συγχρόνως προετοιμάζεται διά να αναλάβη αυτός την διακυβέρνησιν της χώρας(…)Δεν ωρίμασαν ακόμα οι όροι διά να καταλάβη την εξουσίαν η εργατοαγροτική τάξις… ».

Στο τέλος του άρθρου  καλούσε τον  Πλαστήρα να αναθεωρήσει το «πολιτικό του πιστεύω» και να συστρατευθεί μαζί του στον  αγώνα για τη δημιουργία ενός αριστερού μετώπου όπως ήταν το Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία.

Είναι γεγονός, όπως αναφέρει ο Γιάνης Κορδάτος,  πως ο Μπακιρτζής στη δεκαετία του ’20 είχε έρθει σε επαφή με τη μαρξιστική φιλολογία, μέσω του ιστορικού συγγραφέα με τον οποίο είχε φιλική σχέση.

Τα μέλη της ΠΕΕΑ και ο Μητροπολίτης Ιωακείμ. Από αριστερά προς δεξιά: Κ. Γαβριηλίδης, Στ. Χατζήμπεης, Αγγελος Αγγελόπουλος, Στρατηγός Μανώλης Μάντακας, Γιώργ. Σιάντος, Πέτρος Κόκκαλης, Αλεξ. Σβώλος, Ιωακείμ Κοζάνης, Ευρ. Μπακιρτζής, Ηλίας Τσιριμώκος και Νίκος Ασκούτσης

Ωστόσο δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει πως είχε οποιαδήποτε  επαφή με τις ομάδες αξιωματικών φίλα προσκείμενων στο ΚΚΕ που υπήρχαν από τις αρχές ήδη της δεκαετίας του ’30 και παρέμειναν συγκροτημένες μέχρι και το 1941 και στη συνέχεια τα μέλη τους εντάχθηκαν στον ΕΛΑΣ, όπως ήταν για παράδειγμα η ομάδα με την επωνυμία «Φίλοι του Λαού» με τους λοχαγούς Β. Βενετσανόπουλο, Ι. Παλάσκα, Γ. Σαμαρίδη, Γ. Καλιανέση, Ν. Κούκουρα, Ι. Παντελάκη, Ι. Τιμογιαννάκη κ.α.

Το 1937 ο Μπακιρτζής μεταφέρθηκε στην Αθήνα, από τα Αντικύθηρα όπου ήταν εξόριστος. Οι παράγοντες του μεταξικού καθεστώτος του πρότειναν να συνεργαστεί μαζί τους , αλλά αυτός αρνήθηκε. Του επέτρεψαν να φύγει από τη χώρα και να πάει στο Βουκουρέστι όπου έμεινε μέχρι την κήρυξη του πολέμου του 40-41. Τότε επέστρεψε στην Ελλάδα και ζήτησε να καταταγεί ως απλός στρατιώτης για να πολεμήσει τους Ιταλούς. Όμως το αίτημά του δεν έγινε δεκτό.

Το Δεκέμβρη του 1940 ο Μπακιρτζής συναντιέται με τον συγγραφέα Γιώργο Θεοτοκά και τον Γιώργο Καρτάλη κατοπινά ηγέτη της οργάνωσης ΕΚΚΑ μαζί με τον συνταγματάρχη Ψαρρό. Στα «Τετράδια Ημερολογίου» του ( εγγραφή 18.12.1940) ο Θεοτοκάς γράφει για την εντύπωση που του προκάλεσε ο Μπακιρτζής:

«… Το βράδυ με τον Καρτάλη, συναντώ για πρώτη φορά τον περίφημο Ευριπίδη Μπακιρτζή. Ήμουν πολύ περίεργος να τον γνωρίσω, μα δεν βρήκα σ’ αυτόν το πολεμικό και τυχοδιωκτικό ύφος που περίμενα. Θυμίζει μάλλον τον Εκπαιδευτικό όμιλο, τους προοδευτικούς παιδαγωγούς του 1925…».

Η περίοδος της κατοχής 

Μετά την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα , αργά το καλοκαίρι του ’41 εκπρόσωπος  της ηγεσίας του ΚΚΕ συναντάται με τους συνταγματάρχες Μπακιρτζή και Σαράφη. Γράφει γι’ αυτή τη συνάντηση ο Πέτρος Ρούσος , ένας από τους κορυφαίους του ΚΚΕ στην περίοδο της κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου:

«Δεν κατορθώσαμε να συνδεθούμε αμέσως με τον Ευριπίδη Μπακιρτζή, που σε ορισμένους κύκλους ήταν γνωστός με το επώνυμο του «κόκκινου συνταγματάρχη». Είχε γνωριμία με τη μαρξιστική ιδεολογία.

Αργά το καλοκαίρι έγινε  συνάντηση αντιπροσώπου του ΚΚΕ και με τον συνταγματάρχη Μπακιρτζή και με το συνταγματάρχη Στέφανο Σαράφη, άλλον απότακτο του βενιζελικού κινήματος του 1935. Και από την πλευρά των δύο εκείνων γνωστών και ικανών αξιωματικών δεν βγήκε τίποτα το πρακτικό. Αργότερα μάθαμε πως και οι δυο προετοίμαζαν τη συγκρότηση δυνάμεων κάτω από την τέτοια ή τέτοια επιρροή των βενιζελικών κομμάτων ( Σοφούλη κ.α.). Ο λόγος ήταν για την οργάνωση ΑΑΑ ( τρία άλφα). Ο Μπακιρτζής είχε τη φήμη πολύ μορφωμένου και ικανού αξιωματικού του πυροβολικού, ενημερωμένου στη σοσιαλιστική θεωρία μα τον διέκρινε αναποφασιστικότητα. Ήταν τότε ένας από τους οργανωτές της κατασκοπευτικής ομάδας «Προμηθεύς» που συνδεόταν με τις αγγλικές υπηρεσίες και την κυβέρνηση του Καίρου. Γράφτηκε πως οι φιλοδοξίες του μέσα στο προοδευτικό κίνημα ξεπερνούσαν τις πραγματικές πολιτικές ικανότητές του. Αυτό δεν τον εμπόδισε στην εξέλιξη των γεγονότων , το 1944, να αναλάβει πρόεδρος της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης, του ανώτατου οργάνου προσωρινής εξουσίας στις περιοχές που είχε ελευθερώσει το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ, στην πρώτη της σύνθεση…».

Μετά  τη συγκρότηση της οργάνωσης «Προμηθέας» ο Μπακιρτζής έφυγε, τον Αύγουστο του 1942, για το Κάιρο όπου παρέμεινε μέχρι το Σεπτέμβρη του 43, οπότε επέστρεψε στην Ελλάδα. Ακολούθησε η ένταξή του στην ΕΚΚΑ του συνταγματάρχη Ψαρρού, και στην οργάνωση Α (γών) Α (νόρθωσις) Α  (πελευθέρωσις) με το Στέφανο Σαράφη και τελικά, μπροστά στα αδιέξοδα που είδε στο δρόμο αυτών των οργανώσεων η προσέγγισή του με το ΕΑΜ και η ανάληψη της προεδρίας της πρώτης Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης ( ΠΕΕΑ) το Μάρτιο του 1944 (ανάλογη ήταν και όπως είναι γνωστό και η πορεία του Σαράφη). 

Η βρώμικη συμφωνία Εγγλέζων και ναζί για τη Θεσσαλονίκη

Οι μέρες της Απελευθέρωσης της Ελλάδας από τους ναζί βρίσκουν το Μπακιρτζή διοικητή της Ομάδας Μεραρχιών Μακεδονίας του ΕΛΑΣ με δίπλα του τον καπετάνιο της Ομάδας Μάρκο Βαφειάδη και το Λεωνίδα Στρίγκο υπεύθυνο από το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ για την περιοχή.

Η Θεσσαλονίκη αποτελούσε για τους Εγγλέζους ένα καθοριστικό κόμβο για την εφαρμογή της πολιτικής τους στα Βαλκάνια και τον έλεγχο της Ελλάδας. Όπως αποκάλυψε το 1976 σε συνέντευξή του στο δημοσιογράφο Βάσσο Μαθιόπουλο, ο υπουργός Εξοπλισμών του Χίτλερ Άλμπερτ Σπέερ  βρετανοί και ναζί είχαν συμφωνήσει σε μυστικές συνομιλίες που έγιναν στη Λισαβώνα για τον τρόπο αποχώρησης των Γερμανών από τη Μακεδονία. Ο Σπέερ επικαλούμενος αυτά που του είχε πει ο αρχηγός του γερμανικού Επιτελείου στρατηγός Γιόντλ είπε στο Μαθιόπουλο πως με βάση τη συμφωνία οι Εγγλέζοι θα βοηθούσαν στην εκκένωση της Ελλάδας από τα ναζιστικά στρατεύματα χωρίς να τους παρενοχλήσουν με αντάλλαγμα την αμαχητί κατάληψη  της Θεσσαλονίκης από τα βρετανικά στρατεύματα, πριν προλάβουν οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ να μπουν στην πόλη. Kαι οι Εγγλέζοι την τήρησαν αφήνοντας τους ναζί να αποχωρήσουν ανενόχλητοι:

«Η πληροφορία για το περίεργο αυτό «τζέντλεμαν αγκρίμεντ» μεταξύ Λονδίνου και Βερολίνου προκάλεσε σε όσους το έμαθαν κατάπληξη, ανέφερε ο Σπέερ. Και, πράγματι, οι Άγγλοι την τήρησαν. Τα γερμανικά πολεμικά και μεταγωγικά σκάφη φορτώθηκαν στρατό από τα ελληνικά νησιά – που εκκένωσαν – πέρασαν, το φθινόπωρο του 1944, ανενόχλητα μπροστά από τα μάτια των Βρετανών και ανάμεσα από τα βρετανικά υποβρύχια στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Το τίμημα της συμφωνίας, κατά τη γνώμη μου, ήταν να παραχωρήσουν οι Γερμανοί τη Θεσσαλονίκη στους Άγγλους αμαχητί και μ’ αυτόν το τρόπο η Ελλάδα να περιέλθει στο δυτικό στρατόπεδο. Και, βέβαια, ο Χίτλερ θα διατηρούσε ανέπαφες τις δικές του δυνάμεις, που κατείχαν το ελληνικό χώρο».

Και όχι μόνο αυτό αλλά οι Εγγλέζοι

με προσωπική διαταγή του στρατηγού Σκόμπι,  στον στρατιωτικό αρχηγό του ΕΛΑΣ,  Στέφανο Σαράφη, στις 4 Νοέμβρη του 1944, απαγόρευσαν στον ΕΛΑΣ να συνεχίσει τις επιχειρήσεις έξω από τα ελληνικά σύνορα καταδιώκοντας τους υποχωρούντες ναζί.

H παραβίαση της συμφωνίας της Καζέρτας και η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης

Από τις 7  του Σεπτέμβρη του ’44, το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ με διαταγή του στρατηγού Σαράφη προς την Ομάδα Μεραρχιών Μακεδονίας διέτασσε την προετοιμασία των δυνάμεών της για την κατάληψη της Θεσσαλονίκης: « …Κύριος όγκος δυνάμεων Ομάδος δέον προσανατολισθεί προς πεδιάδα και πόλιν Θεσσαλονίκης. Μετά τούτο διοίκησης Ομάδος δέον έλθη άμεσον επαφήν με διοίκησιν ΕΛΑΣ  Θεσσαλονίκης δια κατάστρωσιν από κοινού σχεδίου καταλήψεως πόλεως ταύτης».

Στις 26 του Σεπτέμβρη υπογράφτηκε στην Καζέρτα ο ομώνυμη συμφωνία.  Σε αντίθεση με την Αθήνα για την οποία ήταν σαφής η απαγόρευση εισόδου του ΕΛΑΣ το σχετικό άρθρο για την τύχη της  Θεσσαλονίκης ήταν ασαφές: «Βραδύτερον η Θράκη (συμπεριλαμβανομένης και της Θεσσαλονίκης) θα είναι υπό την διοίκησιν ενός αξιωματικού υποδειχθησομένου υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως».

Στη συνέχεια ακολούθησε διαταγή του Σκόμπυ, σε εφαρμογή της συμφωνίας που όριζε ότι οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ απαγορεύεται να μπουν στη ζώνη μεταξύ των ποταμών Αξιού και Στρυμώνα, μέσα στην οποία βρισκόταν και η Θεσσαλονίκη. Με αυτή τη διαταγή ουσιαστικά η πόλη παραδίνονταν στις δοσιλογικές οργανώσεις, που είχαν σπεύσει να  φορέσουν την προβιά του ΕΔΕΣ ( περίπου 5.000 με 6.000 ένοπλοι) και τη χωροφυλακή.

Ο στρατηγός Ευριπίδης Μπακιρτζής την ημέρα της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης από τον ΕΛΑΣ

Σε διαταγή του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ προς την Ομάδα Μεραρχιών Μακεδονίας στις 18.10.1944, λίγες μέρες πριν από τη  αποχώρηση των Γερμανών από τη Θεσσαλονίκη, αναφέρεται πως «μετά προηγουμένην συνεννόησιν και με μητροπολίτην και δήμαρχον Θεσσαλονίκης τμήματα ΧΙ ( σ.σ. Μεραρχία του ΕΛΑΣ) εισέλθωσι πόλιν μόλις εγκαταλειφθεί  υπό Γερμανών». Όμως στην ίδια διαταγή αναφερόταν ρητά:«… εφαρμοσθώσι προς όλους αποφάσεις Καζέρτας…».

Παρά τις διαταγές του Σκόμπυ, και τις παρατηρήσεις του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ που ζητούσε εξηγήσεις (τυπικές και περισσότερο «για τα μάτια του κόσμου» θα μπορούσαμε να πούμε) η ηγεσία του ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ στη Μακεδονία συνέχισε τον προσανατολισμό των μεραρχιών  του ΕΛΑΣ ( Χ και ΧΙ) προς τη Θεσσαλονίκη και το πέρασμά τους ανατολικότερα του Αξιού. Μάλιστα για να ξεπεραστεί η απαγόρευση για το πέρασμα του Αξιού, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις της συμφωνίας της Καζέρτας  τμήματα του ΕΛΑΣ διαπεραιώθηκαν μέσω θαλάσσης και από τη Χαλκιδική στην περιοχή της  Θεσσαλονίκης. Στις 26,27,28 και 29 του Οκτώβρη χτύπησαν  τους υποχωρούντες Γερμανούς και στις 30 του μήνα μπήκε στην Πόλη το 19ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ.

Τη μέρα της απελευθέρωσης στο κτίριο του Γ΄ Σώματος Στρατού όπου είχε εγκατασταθεί η Ομάδα Μεραρχιών Μακεδονίας εμφανίστηκε αντιπροσωπεία της Ανώτερης Διοίκησης Χωροφυλακής Μακεδονίας και ζήτησε να της παραδοθεί η εξουσία επικαλούμενη τη συμφωνία της Καζέρτας και τις διαταγές του Σκόμπυ. Η απάντηση  ήταν πως η χωροφυλακή καταργείται λόγω της συνεργασίας της με τους κατακτητές. Δόθηκε μάλιστα στους χωροφύλακες διορία μίας ώρας να παραδοθούν γιατί αλλιώς ο ΕΛΑΣ θα τους χτυπούσε. Παράλληλα τμήματα του ΕΛΑΣ περικύκλωσαν το κτίριο της ΧΑΝΘ όπου είχαν οχυρωθεί οι χωροφύλακες. Οι εκπρόσωποι της Ανώτερης Διοίκησης Χωροφυλακής αρνήθηκαν να παραδοθούν αλλά οι Ελασίτες μπήκαν στο κτίριο, αφόπλισαν τους χωροφύλακες και τους έκλεισαν σε στρατόπεδο.

Μετά από όλα αυτά όλη εξουσία στην πόλη πέρασε στο ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ και ο διορισμένος από τον Παπανδρέου Γενικός Διοικητής Γεώργιος Μόδης περιορίστηκε να παίζει ένα τυπικό ρόλο κλεισμένος στο ξενοδοχείο «Μεντιτεράνιαν». Μία μέρα μετά  έφτασε στη Θεσσαλονίκη και το πρώτο αγγλικό απόσπασμα που εγκαταστάθηκε στα ανατολικά της πόλης.

 Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης , η δυναμική κατάληψη της πόλης ,με την ουσιαστική παραβίαση της Καζέρτας ήταν μια  εξαίρεση στον κανόνα που ακολουθήθηκε από την ηγεσία του αντιστασιακού κινήματος στην υπόλοιπη χώρα. Και αυτή η κατάληψη σχεδιάστηκε   από τον Λεωνίδα Στρίγκο , το στρατηγό Μπακιρτζή και το  Μάρκο Βαφειάδη.

«Αι συνθήκαι υπό τας οποίας επήλθεν ο θάνατος είναι ύποπτοι»

Το Σεπτέμβρη του 1946 ο Ευριπίδης Μπακιρτζής εξορίζεται στην Ικαρία, στον Άγιο Κήρυκο και μετά στους Φούρνους μαζί με άλλους ανώτατους αξιωματικούς του ΕΛΑΣ. Εκεί άρχισε να γράφει το βιβλίο του που έμεινε ανολοκλήρωτο με τίτλο «Πολιτικοστρατιωτική σημασία της Ανατολικής Μεσογείου». Στην Ερευνητική Επιτροπή του ΟΗΕ που πήγε στο νησί κατήγγειλε την ντόπια αντίδραση και τους Εγγλέζους ως υπεύθυνους για τον Εμφύλιο Πόλεμο.

Το βράδυ της Παρασκευής 9 του Μάη του 1947, στην Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ έφτασε τηλεγράφημα του εκπροσώπου των εξορίστων στην Ικαρία Γεράσιμου Στεφανάτου που ανέφερε:

«Σήμερον Παρασκευήν δευτέραν πρωινήν ευρέθη νεκρός με τραύμα εις την καρδίαν εντός δωματίου του εις Φούρνους Ικαρίας ο στρατηγός Μπακιρτζής. Αι συνθήκαι υπό τας οποίας επήλθεν ο θάνατος είναι ύποπτοι. Ο διοικητής της Χωροφυλακής Ικαρίας ηρνήθη να επιτρέψη εις τον ιατρόν των εξορίστων και εις επιτροπήν αυτών όπως μεταβούν επί τόπου προς διαπίστωσιν των συνθηκών  υπό τας οποίας επήλθεν ο θάνατος . Εζητήσαμεν την μεταφοράν του νεκρού εις Αθήνας και την άφιξιν του Εισαγγελέως Σάμου προς διενέργειαν ανακρίσεων.

Δια τους εξορίστους Ικαρίας

Γεράσιμος Στεφανάτος».

 

Η πρώτη σελίδα του «Ριζοσπάστη» (10.5.1947) με την είδηση του θανάτου του στρατηγού Μπακιρτζή.

Από την πρώτη στιγμή το κράτος του Εμφυλίου έσπευσε να αποδώσει το θάνατο του Μπακιρτζή σε αυτοκτονία. Όμως και από την πρώτη στιγμή προέκυψαν σημαντικά ερωτήματα τα οποία μέχρι σήμερα παραμένουν αναπάντητα για τον απλούστατο λόγο ότι οι αρχές του εμφυλιακού κράτους αρνήθηκαν κάθε ουσιαστικό έλεγχο, όλα τα έκαναν «εν κρυπτώ» και έσπευσαν να κουκουλώσουν την υπόθεση , θάβοντας άρον άρον το στρατηγό της Αντίστασης.

Ο Μπακιρτζής, που ζούσε στον πάνω όροφο ενός μικρού σπιτιού, εκείνη τη μέρα ήταν ευδιάθετος και ετοιμαζόταν για την καθημερινή του βόλτα με τους συνεξόριστους του. Ένας από αυτούς είπε για εκείνη τη  μέρα: « Είδαμε τον Ευριπίδη στο μπαλκόνι με το πουκάμισο. Είχε κοπεί στο ξύρισμα και γι’ αυτό άργησε. Μας είπε ότι κατεβαίνει. Λίγο μετά ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Τρέξαμε επάνω και είδαμε τον στρατηγό πεσμένο στο κρεβάτι με μια πληγή στο στήθος. Το πιστόλι που τον σκότωσε ήταν πεσμένο κοντά του, όμως κάψα ή στο άσπρο πουκάμισο ή κάπνα δεν είδαμε».

Τα αναπάντητα ερωτήματα

Πρώτο ερώτημα λοιπόν: Πώς βρέθηκε το περίστροφο με δεδομένο ότι ο έλεγχος που έκαναν οι χωροφύλακες στους εξόριστους ήταν συνεχής καθημερινός και εξονυχιστικός; Ένας άλλος συνεξόριστός του που βρισκόταν συνεχώς δίπλα του ανέφερε: « Εγώ που τον ήξερα τον στρατηγό και πολλές φορές τον βοηθούσα να φτιάξει τις βαλίτσες του ξέρω ίσως καλύτερα από όλους. Ο Ευριπίδης δεν είχε πιστόλι».

Δεύτερο ερώτημα: Πως ένας   στρατιωτικός με ισχυρή θέληση που ετοιμάζει μάλιστα και μια εργασία για την οποία μιλά συνεχώς στους συνεξόριστούς του, και έχει ζητήσει να του στείλουν οι συγγενείς του σχετικά βιβλία  ξαφνικά βρίσκεται νεκρός, την ώρα μάλιστα που ετοιμάζεται να πάει βόλτα με τους άλλους εκτοπισμένους στο νησί;

Στο ρεπορτάζ του απεσταλμένου του «Ριζοσπάστη» στο νησί αναφέρονται και τα εξής: « Στην ίδια θέση έμεινε το πτώμα ίσαμε που έφθασαν οι αρχές ( αστυν. Διοικητής Ικαρίας και αργότερα ο ειρηνοδίκης και δυο εξόριστοι αξιωματικοί). Ο εισαγγελέας Σάμου παρ’ όλο που ειδοποιήθηκε τηλεγραφικώς από τους εξορίστους δεν πήγε. Κάτω από το σώμα του στρατηγού βρέθηκε το βλήμα. Το τραύμα ήταν διαμπερές στην καρδιά και έφερε ακαριαία το θάνατο. Ο κάλυκας της σφαίρας δεν βρέθηκε. Από την εξέταση των αποτυπωμάτων, που θα υπάρχουν στο πιστόλι θα μπορούσε πολύ να βοηθήσει το έργο των ανακριτών. Μα δεν πάρθηκαν τα’ απαιτούμενα μέτρα. Οι χωροφύλακες τάπαιρναν στα χέρια τους και ψαχούλευαν.

Συνήθως όσοι αυτοκτονούν αφήνουν ένα σημείωμα. Εξηγούν την πράξη τους και τις αιτίες της. Σημείωμα του Μπακιρτζή δεν βρέθηκε»

Τρίτο ερώτημα: γιατί δεν έγινε μια ουσιαστική έρευνα ( και ιατροδικαστική) ακόμη και μετά την άρον άρον ταφή της σορού; Οι αρχές κάτω από την πίεση των συγγενών του Μπακιρτζή και των αντιστασιακών οργανώσεων έστειλαν τελικά μια επιτροπή στην οποία για τα μάτια του κόσμου κλήθηκαν να παρακολουθήσουν το έργο της και τέσσερις αξιωματικοί συνεξόριστοι του Μπακιρτζή. Όμως όλα αυτά έγιναν αφού είχαν σπεύσει να θάψουν τον Μπακιρτζή.

Το μόνο που δέχθηκαν οι εισαγγελικές αρχές ήταν να δεχθούν την εκταφή της σορού του και τη μεταφορά της για ταφή στον τόπο του με τη συμμετοχή μόνο των συγγενών του.

«Στρατηγός Μπακιρτζής- μια ζωή αφιερωμένη στον Ελληνικό Λαό», από την πρώτη σελίδα του «Ριζοσπάστη» (11.5.1947).

Χωρίς κατάληξη ,χωρίς απάντηση, έμεινε και η μήνυση κατ’ αγνώστων για το θάνατο του Μπακιρτζή που υπέβαλε η αδελφή του Μαρία Δημητρίου. Στο τηλεγράφημα που έστειλε στον υπουργό Δικαιοσύνης Απόστολο Αλεξανδρή ανέφερε:

« Η εκδοχή της αυτοκτονίας του αδελφού μου στρατηγού Μπακιρτζή εξορίστου στους Φούρνους Ικαρίας, υιοθετηθείσα αορίστως υπό του επισήμου ανακοινωθέντος του Υπουργού Δημοσίας Τάξεως, είναι τελείως απίθανος, λόγω ανυπαρξίας  οιουδήποτε προς τούτο αιτίου.

Είμαι βεβαία ότι εδολοφονήθη υπό πολιτικών του αντιπάλων. Ο μυστικός και αντικανονικός τρόπος καθ’ όν διενεργήθη, συμφώνως με τας δημοσιογραφικάς πληροφορίας, η αστυνομική ανάκρισις, μαρτυρεί προσπάθειαν των κυβερνητικών αρχών όπως αποκρυβή η αλήθεια και μη έλθη εις φως η ευθύνη των. Υποβάλλουσα δια παρούσης μου μήνυσιν κατ’ αγνώστων φρονώ ότι επιβάλλεται προς πλήρη διαλεύκανσιν της υποθέσεως να διαταχθή ευρεία ανάκρισις, εξεταζομένων των συνεξορίστων του αδελφού μου και να αποσταλή πάραυτα εξ Αθηνών ιατροδικαστής δια να διενεργήση νεκροψίαν, παρουσία οιουδήποτε ιατρού εξορίστου, δηλώ δε ότι θέλω παραστή ως πολιτικώς ενάγουσα δια ψυχικήν οδύνην».

Αυτή ήταν εν συντομία η ζωή ενός αξιωματικού που σε μια από τις κορυφαίες στιγμές της ιστορίας αυτού του τόπου  διάλεξε πλευρά. Αυτή του Λαού…

 

Απόψεις