Mε μια πολυσέλιδη έκθεση με τίτλο «Παρατηρήσεις στο σ/ν για τους ποινικούς κώδικες», η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων καταγγέλλει το οπισθοδρομικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης πως ανοίγει παράθυρο κρατικής λογοκρισίας, ενώ πλήττει παράλληλα την αρχή της αναλογικότητας.
Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων τονίζει ότι η προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 191 ΠΚ για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων «μετατρέπει και πάλι το αδίκημα σε έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης και πλέον δεν θα είναι αναγκαίο να επέλθει όντως το αποτέλεσμα του φόβου ή της ανησυχίας αλλά θα αρκεί η δυνατότητα των ειδήσεων να προκαλέσουν ανησυχία ή φόβο» και «επιπλέον εισάγει στην αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος την ικανότητα της ψευδούς είδησης να κλονίσει την εμπιστοσύνη του κοινού στην ευρύτερη “δημόσια τάξη”», κάτι που είναι «μέγεθος μη μετρήσιμο», ενώ «η διάκριση από την αλήθεια είναι σε πολλές περιπτώσεις δύσκολη».
Αναφέρεται ακόμα πως «πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία η θέσπιση μιας και μοναδικής κρατικής αλήθειας και η δίωξη κάθε αντίθετης άποψης, μια πρακτική που εύκολα μπορεί να εκπέσει σε λογοκρισία», ενώ τονίζεται πως «είναι προφανές ότι σκοπός της ρύθμισης είναι η δίωξη των “αιρετικών” απόψεων που διατυπώνονται στα ΜΜΕ» με αφορμή την πανδημία και «περιορίζει σημαντικά το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης και πληροφόρησης όπως αυτό αποτυπώνεται στα άρθρα 5 και 14 του Συντάγματος καθώς και στο άρθρο 11 παρ. 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
«Για πρώτη φορά τιμωρεί και τον πραγματικό ιδιοκτήτη και τον εκδότη του μέσου με το οποίο τελέστηκαν οι πράξεις, καθιερώνοντας έτσι ex officio ποινική ευθύνη στον βωμό της γενικοπροληπτικής λειτουργίας της ποινής και πλήττοντας καίρια την ελευθερία του Τύπου», επισημαίνει.
«Η πρόβλεψη ανελαστικών ποινών (και τέτοια είναι αναμφίβολα η ποινή της ισόβιας κάθειρξης) υποδηλώνει δυσπιστία της νομοθετικής απέναντι στη δικαστική εξουσία, δηλ. φόβο για τυχόν καταχρήσεις από μέρους της τελευταίας και οδηγεί σε ανεπιεική αποτελέσματα, ενόψει της αδυναμίας προσαρμογής στα δεδομένα της κάθε περίπτωσης» προσθέτει η ανακοίνωση, τονίζοντας πως η «αδικαιολόγητη οπισθοδρόμηση, που τίποτα δεν έχει να προσφέρει στην γενική πρόληψη, εκδηλώνοντας σαφώς (όπως και με σειρά άλλων διατάξεων του νομοσχεδίου) έντονη δυσπιστία στη δικαστική εξουσία»
Σε ότι αφορά την κατάργηση της αποφυλάκισης με «βραχιολάκι», η εκθεση επισημαίνει πως «σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον πλήρη αποκλεισμό εφαρμογής του θεσμού», ο οποίος «εξυπηρετεί ειδικοπροληπτικούς, αλλά ταυτόχρονα και εγγυητικούς σκοπούς, αποβλέποντας στη βελτίωση του καταδίκου και την κοινωνική του αποκατάσταση».
Η επαναφορά του καθεστώτος του 1950 για την αντιμετώπιση νεαρών ενηλίκων στον προϊσχύσαντα ΠΚ/1950 «αφαιρεί από το δικαστήριο τη δυνατότητα, εκτιμώντας την προσωπικότητα και την ωριμότητα του δράστη και τις συνθήκες τέλεσης του εγκλήματος, να διατάξει τον περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων», τονίζει η ΕνΔΕ, «περιορίζει την ελευθερία του δικαστηρίου να επιλέξει την κατάλληλη για τη συγκεκριμένη περίπτωση κύρωση» και για μία ακόμη φορά δείχνει «μία έντονη δυσπιστία στη δικαστική κρίση», ενώ «πλήττεται και η αρχή της αναλογικότητας στο μέτρο που όλοι οι νεαροί ενήλικες αντιμετωπίζονται ενιαία χωρίς διάκριση ανάλογα με την ωριμότητά τους και την ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους».
Σε ότι αφορά την επαναφορά ως βαρύτατου πλημμελήματος του εγκλήματος «της αλιείας σε χωρικά ύδατα από αλλοδαπούς» το οποίο αιτιολογείται με βάση την «προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος από την αλόγιστη και μη ελεγχόμενη αλιεία και ως εκ τούτου η προώθηση μέτρων αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, η οποία επιδρά και στον τομέα της αλιείας», η εκθεση καταγγέλλει πως «οι σκέψεις αυτές της Αιτιολογικής Έκθεσης ελάχιστα πειστικές είναι. Στις πραγματικές προθέσεις του νομοθέτη είναι η αντιμετώπιση του φαινομένου της παράνομης αλιείας από Τούρκους αλιείς στην αιγιαλίτιδα ζώνη του Ελληνικού Κράτους». Η τελευταία ωστόσο «αντιμετωπίζεται και υπό το σημερινό καθεστώς με κατάλληλη εφαρμογή της νομοθεσίας για την παράνομη είσοδο αλλοδαπών στη Χώρα, χωρίς να χρειάζεται η προσφυγή σε αμφιβόλου σκοπιμότητας και ορθότητας νομοθετικές επιλογές»
ED1***