Του Αγγελου Βρεττού*
Αναδημοσίευση από τον Ριζοσπάστη 6 – 7 Νοέμβρη
Το νομοσχέδιο αυτό συνοδεύεται από δημόσιες πανηγυρικές τοποθετήσεις στελεχών της ΝΔ περί αύξησης των ποινών σε μια σειρά από ειδεχθή εγκλήματα και αυστηροποίησης των όρων αποφυλάκισης των κρατουμένων, ασκώντας παράλληλα κριτική στους νέους κώδικες που είχε εισαγάγει ο ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούλη του 2019.
Από την άλλη μεριά, ο ΣΥΡΙΖΑ υπεραμύνεται των Κωδίκων που είχε θεσπίσει αυτός ως κυβέρνηση αποδίδοντας τις αλλαγές σε «ιδεολογικές εμμονές της δεξιάς παράταξης», σε «αναχρονιστικές αντιλήψεις» κ.ά.
Η δημόσια αυτή αντιπαράθεση γύρω από το ύψος των ποινών μπορεί μεν να εξυπηρετεί τους δύο βασικούς πόλους της αστικής διακυβέρνησης στο χτίσιμο κίβδηλων διαχωριστικών γραμμών, στην ουσία της όμως παραμένει κενή περιεχομένου.
Πρώτα απ’ όλα και οι δυο τους αποκρύπτουν επιμελώς τη συμφωνία τους στη διατήρηση και αύξηση των ποινών σε μια σειρά από αδικήματα, τις οποίες είχε εισαγάγει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με τους νέους Κώδικες και οι οποίες στρέφονται κατά βάση ενάντια στις εργατικές – λαϊκές κινητοποιήσεις, σε βάρος ουσιαστικά του «εχθρού – λαού». Ενδεικτικά αναφέρουμε τα άρθρα 168ΠΚ «Διατάραξη της λειτουργίας υπηρεσίας», 183ΠΚ «Διέγερση σε ανυπακοή», 187ΑΠΚ «Διατήρηση και εμπλουτισμός των διατάξεων του τρομονόμου», 189ΠΚ «Διατάραξη κοινής ειρήνης», 292ΠΚ «Παρακώλυση συγκοινωνιών», 334 ΠΚ «Διατάραξη οικιακής ειρήνης».
Επίσης, η κριτική της ΝΔ ότι ο ΣΥΡΙΖΑ με τους νέους Κώδικες προχώρησε στη γενική μείωση των ποινών είναι η μισή αλήθεια, αφού απέκρυψε ότι αυτή η μείωση συνοδεύτηκε με παράλληλη αυστηροποίηση του πλαισίου για χορήγηση αναστολής εκτέλεσης της ποινής. Με απλά λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ μείωσε μεν τις επαπειλούμενες ποινές σε αρκετά αδικήματα αλλά παράλληλα κατάργησε τη δυνατότητα χορήγησης αναστολής στην εκτέλεση ποινής μεταξύ 3 και 5 ετών, καθιστώντας τις υποχρεωτικά εκτιτέες. Αντίστοιχα η κυβέρνηση με το σχέδιο νόμου αυξάνει εκ νέου τις ποινές σε μια σειρά από αδικήματα αλλά παράλληλα επαναφέρει τη δυνατότητα χορήγησης αναστολής σε ποινές φυλάκισης μέχρι 5 έτη.
Η ίδια η ζωή έχει αποδείξει ότι από μόνη της μια ποινή, όσο αυστηρή και αν είναι, δεν είναι ικανή να αποτρέψει την αύξηση της εγκληματικότητας. Σε κάθε περίπτωση, η διαμόρφωση του εύρους των επαπειλούμενων ποινών πρέπει να κρίνεται ξεχωριστά για κάθε αδίκημα, με επιστημονικούς όρους, και δεν μας βρίσκουν σύμφωνους οι κάθετες αυξομειώσεις αναλόγως της τρέχουσας επικαιρότητας και συγκυρίας.
Εξίσου αντιεπιστημονικές είναι οι προτεινόμενες αλλαγές στο καθεστώς της υφ’ όρων απόλυσης και του διαχωρισμού των κρατουμένων με βάση το έγκλημα που διέπραξαν. Η βαρύτητα της πράξης μπορεί πράγματι να συνεκτιμάται – όπως και γίνεται άλλωστε – για τη διαμόρφωση της επιβαλλόμενης ποινής. Από τη στιγμή όμως που επιβάλλεται μια ποινή δεν επιτρέπεται να διαφοροποιούνται κατά περίπτωση οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της υφ’ όρων απόλυσης αναλόγως του αδικήματος που έχει διαπραχθεί. Παράλληλα, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι έχουν μείνει έξω από τη δημόσια συζήτηση οι συνθήκες και οι προϋποθέσεις ουσιαστικού σωφρονισμού και επανένταξης των καταδικασθέντων, για τις οποίες δεν βγάζουν άχνα ούτε η ΝΔ ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ. Η κατάσταση στις φυλακές, με ευθύνη όλων των κυβερνήσεων, παραμένει εκρηκτική και απαράδεκτη λόγω των προβλημάτων υπερπληθυσμού, ελλείψεων σε ιατρικό, επιστημονικό και σωφρονιστικό προσωπικό κ.τ.λ.
Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι η κυβέρνηση της ΝΔ διατηρεί άθιχτους μια σειρά από αντιδραστικότατους θεσμούς και διατάξεις που εισήγαγε ο ΣΥΡΙΖΑ με τους νέους Κώδικες, ειδικότερα στο πεδίο της Ποινικής Δικονομίας και συγκεκριμένα την ποινική διαπραγμάτευση, την επέκταση του θεσμού της ποινικής συνδιαλλαγής και την ποινική διαταγή η οποία συρρικνώνει στην πράξη το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου αποστερώντας επί της ουσίας τη δυνατότητα της υπεράσπισής του στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας.
Η κυβέρνηση ενώ αποφεύγει να αγγίξει και να λάβει ουσιαστικά μέτρα γύρω από την ολόπλευρη προστασία των γυναικών που είναι εκτεθειμένες στην πολύμορφη βία, που δικαιολογημένα απασχολεί και προβληματίζει την κοινωνία μας, την ίδια στιγμή εισάγει νέες αντιδραστικές αλλαγές σε μια σειρά από άρθρα και διατάξεις.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν φυσικά οι απαράδεκτες τροποποιήσεις στο αδίκημα της διασποράς ψευδών ειδήσεων, που δικαιολογημένα έχουν προκαλέσει ευρύτερες αντιδράσεις του νομικού κόσμου και φορέων του εργατικού κινήματος.
Σύμφωνα λοιπόν με τη νέα διάταξη, «όποιος δημόσια ή μέσω διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις που είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή στη δημόσια Υγεία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή. Εάν η πράξη τελέστηκε επανειλημμένα μέσω του Τύπου ή μέσω διαδικτύου, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και ο πραγματικός ιδιοκτήτης ή εκδότης του μέσου με το οποίο τελέστηκαν οι πράξεις των προηγούμενων εδαφίων».
Είναι προφανές πως η ως άνω προτεινόμενη αλλαγή διευρύνει επικίνδυνα το αξιόποινο, διαμορφώνοντας στην ουσία μια διάταξη – λάστιχο, ικανή να οδηγήσει στη φίμωση κάθε φωνής που απλά και μόνο εκφράζει αντίθετη άποψη στην κυρίαρχη πολιτική της εκάστοτε αστικής κυβέρνησης. Ενώ, όπως σημειώνει σχετικά και η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων στην κριτική της, «το Σχέδιο Νόμου μετατρέπει και πάλι το αδίκημα σε έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης και πλέον δεν θα είναι αναγκαίο να επέλθει όντως το αποτέλεσμα του φόβου ή της ανησυχίας αλλά θα αρκεί η δυνατότητα των ειδήσεων να προκαλέσουν ανησυχία ή φόβο (…) Ο κλονισμός της εμπιστοσύνης του κοινού είναι ένα μέγεθος μη μετρήσιμο (…) Αυτό που πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία είναι η θέσπιση μιας και μοναδικής κρατικής αλήθειας και η δίωξη κάθε αντίθετης άποψης, μια πρακτική που εύκολα μπορεί να εκπέσει σε λογοκρισία».
Ιδιαίτερο προβληματισμό προκαλεί και η ρητή πλέον αναφορά του άρ. 524 του ΚΠΔ, η οποία ορίζει μεταξύ άλλων πως «οι αποφάσεις της ολομέλειας και των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση, ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν».
Είναι γνωστό φυσικά ότι το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας είναι – εξ αντικειμένου – αρμόδιο για τη διαμόρφωση της νομολογίας των δικαστηρίων. Ωστόσο δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις, ακόμη και σήμερα, κατώτερα δικαστήρια να εκδίδουν αποφάσεις οι οποίες κατά περίπτωση μπορεί να παρεκκλίνουν – σε θετική κατεύθυνση – από τις αποφάσεις του Αρείου Πάγου, δυνατότητα η οποία επιδιώκεται να περιοριστεί με την προτεινόμενη ρύθμιση.
Εξάλλου, η πιο πάνω τροποποίηση του 524ΚΠΔ έρχεται ως συνέχεια της εισαγωγής της πιλοτικής δίκης στα διοικητικά και πολιτικά δικαστήρια με βασική επιδίωξη της – εκάστοτε – κυβέρνησης για ασφυκτικό έλεγχο στη διαμόρφωση της νομολογίας, με στόχο την ενιαία, αποτελεσματική και χωρίς παρέκκλιση εφαρμογή και ερμηνεία των νόμων.
Παράλληλα, η κυβέρνηση της ΝΔ προχωράει σε περαιτέρω αρνητικές αλλαγές στο πεδίο της απόδειξης της ενοχής του κατηγορουμένου συρρικνώνοντας τα δικονομικά και ουσιαστικά δικαιώματά του. Ενδεικτικά αναφέρουμε πως όχι μόνο διατηρεί τις απαράδεκτες διατάξεις που έχουν θεσπισθεί με τους νέους Κώδικες του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με τους λεγόμενους «κουκουλομάρτυρες» (218 ΚΠΔ) αλλά αυξάνει το δίκτυ προστασίας και ανωνυμίας τους εισάγοντας τη δυνατότητα ακόμη και της μετεγκατάστασής τους σε άλλη χώρα.
Αρνητική για τον κατηγορούμενο είναι και η αλλαγή που προτείνεται στο άρθρο 224 ΚΠΔ. Η ισχύουσα διάταξη αναφέρει πως δεν μπορεί να ληφθεί καθόλου υπόψη μια μαρτυρική κατάθεση αν ο μάρτυρας δεν κατονομάζει την πηγή των πληροφοριών του. Πλέον με την προτεινόμενη τροποποίηση θα μπορεί να συνεκτιμηθεί για την ενοχή του κατηγορουμένου μια ανάλογη μαρτυρική κατάθεση, αρκεί απλώς να συνοδεύεται και από άλλα αποδεικτικά μέσα, περιορίζοντας έτσι τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου. Ως εκ τούτου θα διευρυνθούν αρνητικά φαινόμενα που ήδη συναντάμε και σήμερα, όπως περιπτώσεις μαρτυρικών καταθέσεων αστυνομικών οι οποίοι αρνούνται να κατονομάσουν την πηγή των πληροφοριών τους επικαλούμενοι γενικά και αόριστα «πληροφορίες εκ της υπηρεσίας».
Αντίστοιχο αρνητικό πρόσημο έχουν και οι αλλαγές του άρθρου για τη δικαστική αξιοποίηση του DNA (201 ΚΠΔ), το οποίο έχει αξιοποιηθεί ποικιλοτρόπως και κατά το δοκούν από τις αστυνομικές αρχές, με χαρακτηριστικότερη την περίπτωση της υπόθεσης της Ηριάννας. Στο σχέδιο νόμου της κυβέρνησης περιορίζονται τα δικαιώματα του κατηγορουμένου καθώς αποστερείται της δυνατότητας ορισμού τεχνικού συμβούλου στις περιπτώσεις των αυτόφωρων εγκλημάτων και παράλληλα καθίσταται αδιαφανής η διαδικασία καταστροφής του αρχείου του γενετικού υλικού καθώς ο ενδιαφερόμενος πλέον θα ειδοποιείται ακόμη και …τηλεφωνικά για να παρευρεθεί στην καταστροφή του γενετικού του υλικού, η οποία πλέον θα γίνεται χωρίς την παρουσία δικαστικού λειτουργού. Αξίζει να υπενθυμίσουμε την πρόταση νόμου που είχε καταθέσει το ΚΚΕ για το εν λόγω άρθρο, μεσούσης της δίκης της Ηριάννας, την οποία και απέρριψε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Από όλα τα παραπάνω είναι προφανές ότι το νομοσχέδιο της κυβέρνησης δεν πρόκειται να συμβάλει ούτε κατ’ ελάχιστον στην καταπολέμηση της εγκληματικότητας, όπως διατυμπανίζει η κυβέρνηση. Η εγκληματικότητα άλλωστε είναι σύμφυτη με το σάπιο εκμεταλλευτικό καπιταλιστικό σύστημα και τις κοινωνικές αντιθέσεις που γεννά. Η αντιμετώπιση της εγκληματικότητας με αστυνομικά και ποινικά διατάγματα είναι σκέτη χίμαιρα. Η ένταση της κρατικής καταστολής μοναδικό στόχο έχει τον ίδιο τον «εχθρό – λαό» και τους αγώνες του. Η αστυνομική βία δεν διαχωρίζεται σε «μπλε» ή «ροζ». Ο αποτροπιασμός και η οργή που προκάλεσε η πρόσφατη δολοφονία του 18χρονου νεαρού στο Πέραμα επί κυβέρνησης ΝΔ δεν διαγράφουν από τη μνήμη μας τις ντροπιαστικές εικόνες των αστυνομικών στη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Ο νομικός κόσμος και τα ταξικά εργατικά σωματεία με την πάλη τους πρέπει να προασπίσουν οι ίδιοι τα λαϊκά δικαιώματα και τις ελευθερίες τους, δίχως αυταπάτες σωτηρίας από κάποιο δήθεν «θεσμικό κράτος δικαίου». Με τους αγώνες μας μπορούμε να ανοίξουμε τον δρόμο για μια κοινωνία πραγματικά ανθρώπινη βάζοντας στο μουσείο της ανθρώπινης ιστορίας όλη αυτήν τη βαρβαρότητα του νομοθετικού πλαισίου που στηρίζει τη σάπια εκμεταλλευτική κοινωνία.
* Ο Αγγελος Βρεττός είναι μέλος του Τμήματος Δικαιοσύνης και Λαϊκών Ελευθεριών της ΚΕ και υποψήφιος πρόεδρος με την «Αγωνιστική Συσπείρωση Δικηγόρων» στον ΔΣΑ