Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Ένας χρόνος χωρίς την Αριστούλα Ελληνούδη

   «Η Αριστούλα, η δικιά μας Αριστούλα, η συντρόφισσά μας, έφυγε από τη ζωή, μια ζωή ταυτισμένη με την αξιοπρέπεια,..

   «Η Αριστούλα, η δικιά μας Αριστούλα, η συντρόφισσά μας, έφυγε από τη ζωή, μια ζωή ταυτισμένη με την αξιοπρέπεια, με τον αγώνα για το δίκιο, με τα κομμουνιστικά ιδανικά».  

  Αυτά γράφαμε πριν έναν ακριβώς χρόνο, όταν έφυγε από τη ζωή η Αριστούλα Ελληνούδη. Για τη ζωή και την πορεία της μπορείτε να διαβάσετε σε εκείνο το κείμενο αποχαιρετισμού του «Ημεροδρόμου» (εδώ).

  Ένα χρόνο μετά, θέλοντας να κρατήσουμε το νήμα με εκείνα που επέλεξε να συνδέσει τη ζωή της η Αριστούλα Ελληνούδη,

  • θα παροτρύνουμε να διαβαστούν οι κριτικές Θεάτρου που έγραφε στον «Ριζοσπάστη»– με γνώση και υψηλό καλλιτεχνικό κριτήριο –  με την υπογραφή ΘΥΜΕΛΗ (εδώ). 
  • θα αναδημοσιεύσουμε από τον «Ριζοσπάστη» μια ολόκληρη ερευνητική δουλειά της, που δημοσιεύθηκε σε τρεις συνέχειες (19 Σεπτεμβρίου, 26 Σεπτεμβρίου και 3 Οκτωβρίου του 2004), με θέμα «ΜΑΚΑΡΘΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΧΟΛΙΓΟΥΝΤ».
ΜΑΚΑΡΘΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΧΟΛΙΓΟΥΝΤ
 
Το «τέρας» του αντικομμουνισμού … ψευτοκοιμάται
 
Ο «πόλεμος στο Αφγανιστάν», δηλαδή η αμερικανική εισβολή, υποτίθεται ότι προ πολλού έληξε κι όμως συνεχίζεται. Πέρασε χρόνος από τη λήξη του «πολέμου στο Ιράκ» – έτσι αποκαλούνε τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό όσοι θέλουν να κρύψουν τα ανά τον κόσμο εγκλήματά του – κι όμως συνεχίζεται, μετατρέποντας το Ιράκ σε «νέο Βιετνάμ». Το αμερικανικό ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο και οι πολιτικοστρατιωτικοί τζουτζέδες του με το «επιχείρημα» της «καταπολέμησης της τρομοκρατίας» σπέρνουν τον τρόμο παντού, ακόμα και μέσα στις ΗΠΑ. Ανώνυμοι αλλά και επώνυμοι Αμερικανοί πολίτες που διαδηλώνουν ενάντια στον ιμπεριαλισμό της χώρας τους τιμωρούνται με δακρυγόνα, γκλομπ και συλλήψεις. Οι διανοούμενοι και καλλιτέχνες που αντιδρούν στην ιμπεριαλιστική πολιτική του Μπους «φακελώνονται», σιωπηρά για την ώρα.

Κάποιοι, ήδη, διακρίνουν κάποιες ενδεικτικές, αν όχι αποδεικτικές, κινήσεις επανόδου της «μακαρθικής» υστερίας. Λ.χ. η «Ντίσνεϊ», της οποίας η θυγατρική «ΜΙΡΑΜΑΞ» παρήγαγε το νέο βραβευμένο ντοκιμαντέρ του Μάικλ Μουρ «Φαρενάιτ 9/11», αρχικά εμπόδισε τη διανομή της ταινίας, αλλά ίσως φοβούμενη τη διεθνή αντίδραση των κινηματογραφιστών επέτρεψε τη διανομή της.

Ο γερουσιαστής Τζο Μακάρθι σε ακρόαση της επιτροπής του, (10/3/1954), και δεξιά του ο σύμβουλός του Ρόι Κον

Με αφορμή τις ενδείξεις ενός νέου «μακαρθισμού» στο Χόλιγουντ, δημοσιεύουμε τώρα μια παλιότερη προσπάθειά μας καταγραφής γεγονότων, θυτών και θυμάτων του μακαρθισμού στο Χόλιγουντ. Αφορμή στάθηκε και η έκδοση του αποκαλυπτικού βιβλίου – μαρτυρία του βραβευμένου σεναριογράφου Ουόλτερ Μπερνστίν «Μνήμες από τη μαύρη λίστα (Η λαίλαπα του μακαρθισμού)» (σε εξαιρετική μετάφραση Ιωάννας Καρατζαφέρη, εκδόσεις «Καστανιώτη»). Το βιβλίο αυτό ουσιαστικά είναι το πρώτο βιβλίο – και στις ίδιες τις ΗΠΑ – που γράφτηκε με αφορμή την απονομή, από την Αμερικανική Ακαδημία Τεχνών, «Οσκαρ» στον Ελία Καζάν (1999) «για το σύνολο της προσφοράς του», παραβλέποντας το γεγονός ότι στις 10/4/1950 κατέδωσε στη μακαρθική επιτροπή παλιούς συντρόφους και συνεργάτες του στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Ο Ουόλτερ Μπερνστίν, σπάζοντας τη σαραντάχρονη «σιωπή», έφερε στο «φως» τα μακαρθικά εγκλήματα ενάντια σε κάμποσες εκατοντάδες Αμερικανών καλλιτεχνών, και γι’ αυτό αξίζει να αναφερθούμε σε άλλο δημοσίευμα, καθώς παρέχει νέα στοιχεία.

Η υπογράφουσα, επί μακρόν αναζητούσε στοιχεία (γεγονότα και ονόματα) για τις μακαρθικές διώξεις στο αμερικανικό θέατρο και κινηματογράφο, από τις ελάχιστες βιβλιογραφικές «πηγές» και από σπανιότατα δημοσιεύματα. «Πηγές», που φοβούμενες τις συνέπειες, όπως ο διάβολος το λιβάνι, καταγράφουν λιγοστές, ασαφείς, χωρίς κριτικό σχολιασμό πληροφορίες, κρύβοντας τελικώς το μέγεθος, τα θύματα και τις βλαβερές και για την τέχνη, αυτή καθ’ αυτή, συνέπειες του λυσσαλέου αντικομμουνισμού στο χώρο των καλλιτεχνών. Στις ΗΠΑ επί δεκαετίες, εμμέσως, απαγορευόταν οποιαδήποτε συζήτηση, έρευνα και πολύ περισσότερο βιβλιογραφική αποκάλυψη του δεκάχρονου (1947 – 1958) «μακαρθικού» εγκλήματος σε βάρος αρκετών χιλιάδων Αμερικανών πολιτών, ανεξαρτήτως επαγγέλματος, αλλά και διανοουμένων και καλλιτεχνών. Ελάχιστες αποκαλυπτικές απόπειρες έγιναν στη δεκαετία του 1980. Μεταξύ αυτών και η αλληγορική ταινία «Η βιτρίνα» σε σενάριο του Ουόλτερ Μπερνστίν και σκηνοθεσία του Μάρτι Ριτ, επίσης θύματος του μακαρθισμού. Το «κακό σπυρί» της σιωπής έμελλε να σπάσουν μετά τη βράβευση του Ελία Καζάν κάποιοι νεότεροι καλλιτέχνες, με σχετικά θεατρικά και τηλεοπτικά έργα.

Πριν αναφερθούμε σε πρόσωπα από το μακαρθικό «κυνήγι μαγισσών» στο Χόλιγουντ, υπογραμμίζουμε το εξής: Το μεγάλο αμερικανικό κεφάλαιο, του οποίου ανδρείκελο ήταν ο Τζο Μακ Κάρθι, χρησιμοποίησε τον όρο «μακαρθισμό» για να φορτώσει και την ευθύνη των αντικομμουνιστικών και αντιλαϊκών εγκλημάτων του στον, σχεδόν, ψυχωσικό γερουσιαστή Μακ Κάρθι και να εμφανίσει την αντικομμουνιστική εκστρατεία του στο έδαφος των ΗΠΑ, ως χρονικά περιορισμένη στη δεκαετία του 1950. Να κρύψει, δηλαδή, ότι η αντικομμουνιστική εκστρατεία του σχεδιάστηκε στο μεσοπόλεμο, προωθήθηκε στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αυξήθηκε μεταπολεμικά, κορυφώθηκε στη δεκαετία του 1950 και βεβαίως συνεχίζεται «δημοκρατικότατα», και …«αντιτρομοκρατικότατα» μέχρι σήμερα.

Κάποιοι, λιγοστοί ακόμα, Αμερικανοί καλλιτέχνες, είναι «ξυπνοί». Αντιδρούν στην ιμπεριαλιστική πολιτική των ΗΠΑ, ξέροντας ότι αυτήν εντέλλονται να υπηρετούν οι εκάστοτε πρόεδροι, είτε «δημοκρατικοί», είτε «ρεπουμπλικανοί». Η πλειοψηφία των σταρ «υπνώτει». Ή, όπως είπε ο «ξυπνός» και τολμηρός ηθοποιός και σκηνοθέτης Τιμ Ρόμπινς (και έγραψε ο Δημήτρης Δανίκας στην εφημερίδα «Τα Νέα», 14/9/2004): «Οι stars, στη συνείδηση της συντριπτικής πλειοψηφίας, είναι κάτι σαν γελωτοποιοί της βασιλικής αυλής. Παίζοντας σε ταινίες ποπ κορν γίνεσαι και εσύ …ποπ κορν. Κανείς δε σε παίρνει στα σοβαρά, Επειτα υπάρχει ένας ακόμα βαθύτερος λόγος. Η ανυπαρξία εναλλακτικού κόμματος. Και η απόσταση Ρεπουμπλικανών – Δημοκρατικών είναι απειροελάχιστη».

«Οργανα» και θύματα του μακαρθισμού

Φθινόπωρο του 1947. Ο «εντιμότατος» βουλευτής του Κογκρέσου Τζο Ρέιμοντ Πάρνελ, γνωστός ως Τζ. Μακ Κάρθι (ο οποίος λίγα χρόνια αργότερα καταδικάστηκε σε φυλάκιση λόγω μιας μεγάλης κατάχρησης που έκανε), αναλαμβάνει να ξεκινήσει την αντικομμουνιστική εκστρατεία. Στη συνέχεια, η Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών, η οποία ιδρύθηκε το 1936 και από τότε δρούσε αντικομμουνιστικά, βάζει στο «παιχνίδι» της και το Χόλιγουντ. Μια ομάδα καλλιτεχνών συγκροτούν τον αντικομμουνιστικό «Κινηματογραφικό Σύνδεσμο Διατήρησης των Αμερικανικών Ιδεωδών»: Πρωτοστατούντες οι: Λέλα Ρότζερς, Χόγουαρτ Χαγκς, Τσαρλς Κόμπουρν, Χέντα Χόπερ, Λίο Μακ Κάρεϊ, (σκηνοθέτης), Κάρι Γκραντ, Τζιν Χάρλοου, Κλαρκ Γκέιμπλ, Γουόρτ Μποντ, Πολ Λούκας, Ρόμπερτ Τέιλορ, Τζορτζ Μάρφι, Αντόλφ Μανζού, Ουίλιαμ Ουέλμαν κ.ά. Πρόεδρος τους, ο Τζον Γουέιν. Ιδεολογικός «καθοδηγητής» τους ο Γκάρι Κούπερ, ο οποίος καυχόταν ότι «απέρριψε πολλά σενάρια με κομμουνιστικές ιδέες». Τα μέλη του Συνδέσμου έβγαζαν δημόσια πύρινους αντικομμουνιστικούς λόγους και προέτρεπαν το κοινό να σαμποτάρει ταινίες «κομμουνιστών» σκηνοθετών ή ηθοποιών.

Ο Σύνδεσμος απλώνει τον τρόμο πάνω από το Χόλιγουντ. Ομως, μερικοί θαρραλέοι προοδευτικοί καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων και οι Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, Λορίν Μπακόλ, Τζιν Κέλι, Τζιουν Χάβοκ, Τζον Χιούστον, Ντάνι Κέι, Κάθριν Χέμπορν, πάνε στην Ουάσιγκτον να διαμαρτυρηθούν για τις «παραβιάσεις του δικαιώματος των προσωπικών πεποιθήσεων», αλλά αποπέμπονται σκαιώς… Κάποιοι δεν τρομοκρατούνται, δεν υποκύπτουν στις πιέσεις, αλλά και το κογκρέσο οξύνει την εκστρατεία του. Στις 18/10/1947 η Επιτροπή, υπό τον Μακ Κάρθι συνεδριάζει με θέμα τη «Διείσδυση του κομμουνισμού στο Χόλιγουντ» και καταρτίζει τον πρώτο κατάλογο περί των πιο «επικίνδυνων κομμουνιστών, εχθρών της πατρίδας».

Πρόκειται για τους «Δέκα του Χόλιγουντ». Οι «Δέκα», (σεναριογράφοι, σκηνοθέτες, παραγωγοί) ήταν οι Χέρμπερτ Μπίμπερμαν, Αλμπερτ Μαντζ, Εντουαρντ Ντμίτρικ, Αντριαν Σκοτ, Ρινγκ Λάρντνερ, Τζ. Σάμουελ Ορνιτζ, Τζον Χόγουαρτ Λόσον, Λέστερ Κολ, Αλβά Μπεσί, Ντάλτον Τράμπο, οι οποίοι βίαια σύρθηκαν για ανάκριση από «ιεροεξεταστές» της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών. Οι «Δέκα» αρνούμενοι να συνεργαστούν με την Επιτροπή, δηλαδή να καταδώσουν συναδέλφους τους, δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε φυλάκιση.

Το 1950 γιγαντώνεται η αντικομμουνιστική δράση του Μακ Κάρθι, ο οποίος ζητά οριστική εκκαθάριση του Χόλιγουντ από κάθε «ύποπτο στοιχείο». Ετσι, στην Επιτροπή καλούνται να καταθέσουν εκατοντάδες καλλιτεχνών. Στη «μαύρη λίστα» μπαίνουν συνεχώς νέα ονόματα καλλιτεχνών υπόπτων ως «κομμουνιστών – εχθρών της παρτίδας». Στην Επιτροπή κατέθεσε και ο μετέπειτα Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ρόναλντ Ρίγκαν, ο οποίος υπήρξε μέλος του ΚΚ ΗΠΑ και τότε ήταν πρόεδρος του υποταγμένου και συνεργαζόμενου με την Επιτροπή, Σωματείου Ηθοποιών Κινηματογράφου.

Για την ιστορία, παραθέτουμε μερικά ονόματα «υπόπτων», που περιείχε η «μαύρη λίστα», τα οποία εντοπίσαμε στις ελαχιστότατες σχετικές αναφορές σε βιβλία και δημοσιεύματα: Λίλιαν Χέλμαν, Κλίφορντ Οντετς, Τζέρομ Ρόμπινς, Λάρι Παρκς, Τζον Μπάρι, Τσέριλ Κρόφορντ, Ρόμπερτ Λιούις, Τζότζεφ Λόουζι, Καρλ Φόρμαν, Ανν Ρίβερ, Γκέιλ Σόντεργκααρντ, Πόλα Μίλερ – Στράσμπεργκ, Τζιν Μιουρ, Τζον Γκάρφιλντ, Τζ. Εντουαρντ Μπρόμπεργκ, Πολ Μιούνι, Τζον Φορντ, Ντάσχιλ Χάμετ, Τζον Στάινμπεγκ, Λάιονελ Στάντερ, Ζυλλ Ντασσέν, Μάικλ Γκόρντον, Μπέρναρντ Γκόρντον, Φοίβη Μπραντ, Πολ Στραντ, Λέο Χάρβιτς, Τόνι Κράμπερ, Αρτ Σμιθ, Μάικλ Γουίλσον, Εντριαν Σκοτ, Κίριλ Εντφιλντ, Χέρμπερτ Κλάιν, Στάνλεϊ Κιούμπρικ, Ρόμπερτ Λόουζι, Λούις Λέβετ, Ουίλιαμ Ουάιλερ, Κλάρενς Μπράουν, Μάρτιν Ριτ, Μπαντ Σούλμπεργκ, Νεντ Γιανγκ, Ντέιβιντ Μέριλ, Ζίρο Μόστελ, ενώ κάμποσες εκατοντάδες ήταν οι λιγότερο επώνυμοι. Στη λίστα ήταν και ο Ελία Καζάν, ο οποίος μέχρι το 1936 ήταν μέλος του ΚΚ ΗΠΑ.

Κάποιοι από τους προαναφερόμενους διωκόμενους Αμερικανούς, ή Ευρωπαίους καλλιτέχνες (οι περισσότεροι Ευρωπαίοι είχαν εγκατασταθεί στις ΗΠΑ, πολλά χρόνια πριν), αντιστάθηκαν σθεναρά και το πλήρωσαν πολύ ακριβά (φυλακή, πλήρης επαγγελματική καταστροφή, αυτοκτονίες, πείνα, εξαθλίωση, θάνατος σε φτωχοκομεία), καθώς η «Ενωση Παραγωγών Κινηματογραφικών Λεσχών» (ΑΜΡΡ) τους απέκλεισε από οποιαδήποτε εργασία. Ούτε οι καλλιτέχνες που ομολόγησαν και δήλωσαν μετανιωμένοι κομμουνιστές σώθηκαν επαγγελματικά. Αλλά και αρκετοί από εκείνους που και ομολόγησαν και έδωσαν ονόματα μπόρεσαν να συνεχίσουν αμέσως μετά την απολογία τους απρόσκοπτα τη δουλιά τους. Μερικοί μόλις που επιβίωσαν, γράφοντας σενάρια με ψευδώνυμα και με αμοιβές πείνας. Αλλοι άλλαξαν επάγγελμα για να ζήσουν. Αλλοι συμβιβάστηκαν αργότερα, είτε υπογράφοντας δηλώσεις μετανοίας, είτε δεχόμενοι όλα τα «γούστα» του Χόλιγουντ, για να έχουν μεροκάματο. Λιγοστοί, πρόλαβαν, πριν τους καλέσει η Επιτροπή, να διαφύγουν στην Ευρώπη. Ανάμεσα τους ήταν και ο Ζυλλ Ντασσέν.

Ο μαφιόζος «Μπάγκσι»

Στα χρόνια του κραχ και της ποτοαπαγόρευσης (για το λαό μόνο), στο μαφιόζικο υπόκοσμο «ντεμπουτάρει» ο νεαρός βιαστής κοριτσιών και διαρρήκτης Μπέντζαμιν Σίνγκελ, γνωστός με το παρατσούκλι «Μπάγκσι». Κάνει εμπόριο ηρωίνης για λογαριασμό του αρχιμαφιόζου Λάκι Λουτσιάνο και ποτών, με τον επίσης μαφιόζο Μέγιερ Λάουσκι. Ο «Μπάγκσι» αναλαμβάνει να δολοφονήσει τον υπουργό Δικαιοσύνης Τόμας Ντιούι, ο οποίος ήθελε αλλά απέτυχε να ξεριζώσει τον υπόκοσμο. Το 1936 o Σίνγκελ, μαθαίνοντας ότι μια συμμορία από το Σικάγο επιδιώκει τον έλεγχο παράνομων επιχειρήσεων του Χόλιγουντ, με μια ντουζίνα γκάνγκστερς πάει στη δυτική ακτή. Νοικιάζει την έπαυλη του σταρ Λόρενς Τίμπετ και με τη βοήθεια του Τζορτζ Ραφτ και του «συνεργάτη» του Μαρίνο Μπέλο (πατριού της Τζιν Χάρλοου), αρχίζει να συναναστρέφεται και γίνεται φίλος διαφόρων σταρ, οι οποίοι προετοιμαζόμενοι από τον μαφιόζο, έπαιξαν αργότερα ολέθριο, χαφιέδικο αντικομμουνιστικό ρόλο. Ο «Μπάγκσι» διεισδύει στον κόσμο του Χόλιγουντ. Κερδίζει μισό εκατομμύριο δολάρια το χρόνο με εμπόριο ναρκωτικών, λευκής σαρκός και με εκβιασμούς και με διάφορους τρόπους βάζει στο χέρι καλλιτέχνες, ακόμα και μεγιστάνες κινηματογραφικούς παραγωγούς. Λ.χ. αν οι παραγωγοί δεν πλήρωναν όσα αυτός απαιτούσε, εξαφάνιζε από τα γυρίσματα τις «στρατιές» των κομπάρσων, αφού και εκείνους αυτός ο μαφιόζος τους κουμαντάριζε…

Ο Σίνγκελ το 1939 συμπράττει στη δολοφονία του γκάνγκστερ Χάρι Γκρίνμπεργκ. Καταδικάζεται, φυλακίζεται, αλλά χρηματοδοτεί την επανεκλογή του εισαγγελέα του Λος Αντζελες Ντουκγουίλερ, και απελευθερώνεται. Μετά την αποφυλάκισή του γίνεται ερωμένος της Βιρτζίνια Χιλ, της επονομαζόμενης «Σούγκαρ» και «Βασίλισσας της Μαφίας», πρώην ερωμένης των αρχιμαφιόζων Λουτσιάνο και Κοστέλο, η οποία χάρη στην «εύνοια» του μεγαλοπαραγωγού Σαμ Γκόλντουιν συμπρωταγωνίστησε το 1944 σε μια ταινία με τους Γκάρι Κούπερ – Μπάρμπαρα Στάνγουικ. Το 1944 ο Σίνγκελ άρχισε και το άλλο μαφιόζικο έργο του, το χτίσιμο του καζίνο «Φλαμίνγκο» στο Λας Βέγκας, το οποίο έπαιξε «ρόλο» στα τεκταινόμενα του Χόλιγουντ, κι όχι μόνο σαν… ντεκόρ ταινιών. Ο Σίνγκελ δεν πρόλαβε να παίξει, όπως προοριζόταν, πρωταγωνιστικό χαφιέδικο ρόλο στην αντικομμουνιστική εκστρατεία που άρχισε το Σεπτέμβρη του 1947, γιατί τον Ιούνη δολοφονήθηκε από ανταγωνιστή του.

«Θα μισούσα τον εαυτό μου… »

Ο σεναριογράφος Ρινγκ Λάρντνερ, ένας από τους «Δέκα του Χόλιγουντ», αρνούμενος να συνεργαστεί με την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών, φυλακίστηκε, όπως όλοι οι «Δέκα». Οταν αποφυλακίστηκε, επί χρόνια βίωνε την επαγγελματική του καταδίκη. Το όνομά του ως σεναριογράφου ήταν απαγορευμένο, αν και όλοι ήξεραν το ταλέντο του. Αντιμετωπίζοντας το φάσμα της πείνας, για να επιζήσει δέχτηκε και έγραψε, για «ένα κομμάτι ψωμί», δεκάδες σενάρια, τα οποία εμφανίζονταν πίσω από μια «βιτρίνα», δηλαδή με το όνομα κάποιου άλλου, συνήθως άσχετου με τη συγγραφή, ο οποίος καρπωνόταν τη μερίδα του λέοντος από την έτσι κι αλλιώς χαμηλή αμοιβή για το σενάριο. Ο Λάρντνερ αναγκάστηκε να μένει στην αφάνεια, παρ’ ότι είχε κερδίσει Οσκαρ, το 1942 για τη «Γυναίκα της Χρονιάς» του Τζορτζ Στίβενς, με την Κάθριν Χέμπορν και τον Σπένσερ Τρέισι. Ο Λάρντνερ έγραψε και το βραβευμένο με Οσκαρ, το 1970, σενάριο της αντιπολεμικής σατιρικής ταινίας του Ρόμπερτ Ολτμαν «MASH».

Ο Λάρντνερ έγινε πασίγνωστος στις ΗΠΑ, με την απάντηση που έδωσε στην ερώτηση των ανακριτών της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών εάν ήταν ποτέ μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος. «Θα μπορούσα να σας απαντήσω όπως ακριβώς επιθυμείτε», είπε ο Λάρντνερ, ο οποίος ήταν μέλος του ΚΚ ΗΠΑ. «Ομως, εάν το έκανα, αύριο το πρωί θα μισούσα τον εαυτό μου». Με αυτή τη δεύτερη φράση τιτλοφόρησε και την αυτοβιογραφία του, η οποία κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ λίγο καιρό πριν πεθάνει (1/11/2000), στα 85 του χρόνια.

Ο Μπρεχτ … τρέλανε τους ανακριτές

Σεπτέμβρης του 1947 ήταν. Ο μακαρθισμός κλιμακωνόταν. Ο διωκόμενος από το ναζισμό, πρόσφυγας στις ΗΠΑ, Μπέρτολτ Μπρεχτ καλείται να απολογηθεί στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών. Ο Μπρεχτ, αντίθετα από άλλους φίλους του (Γερμανούς και Αμερικανούς δημιουργούς), οι οποίοι απέφευγαν να παρουσιαστούν στην Επιτροπή, παρουσιάστηκε ενώπιόν της (30.10.1947) και, όπως ο θεατρικός ήρωάς του «Ο καλός στρατιώτης Σβέικ», …τρέλανε τον πρόεδρο της Επιτροπής, Τόμας Πάρνελ, και τον αρχιανακριτή Ρόμπερτ Στρίπλινγκ. Ο τελευταίος, διαβάζοντας αποσπάσματα του θεατρικού έργου του Μπρεχτ «Το Μέτρο», ποιήματά του δημοσιευμένα σε αμερικανικό κομμουνιστικό περιοδικό και μια συνέντευξη που είχε δώσει παλιότερα ο Μπρεχτ σε σοβιετικό περιοδικό, πάσχιζε να αποδείξει ότι ο Γερμανός συγγραφέας ήταν κομμουνιστής.

Ο δαιμόνιος Μπρεχτ, ξέροντας πόση ηλιθιότητα φωλιάζει στους σκοταδιστικούς εγκεφάλους, παριστάνοντας ότι δε μιλά καλά τα αγγλικά, λέγοντας ότι η μετάφραση δεν απέδωσε πιστά το νόημα των ποιημάτων του, μπερδεύοντας και το διερμηνέα της Επιτροπής με διάφορες λεκτικές τρικλοποδιές, σάστισε τους ανακριτές τόσο, που όχι μόνο δεν κατάλαβαν την ειρωνεία του, αλλά και τον ευχαρίστησαν στο τέλος για την κατάθεσή του!

Θα παραθέσουμε ελάχιστα, αλλά χαρακτηριστικά αποσπάσματα του διαλόγου Μπρεχτ-ανακριτών, για να γελάσουμε και λίγο:

– Στρίπλινγκ: «Αυτή τη στιγμή, κύριε Μπρεχτ, τι επαγγέλλεστε;» -Μπρεχτ: «Είμαι θεατρικός συγγραφέας και ποιητής». Στρίπλινγκ: «Και πού έχετε προσληφθεί»; – Μπρεχτ: «Πουθενά δεν έχω προσληφθεί» (σ.σ.: Πράγματι, από το 1941 που ο Μπρεχτ έφτασε στις ΗΠΑ, ελάχιστοι τόλμησαν να του δώσουν δουλιά). -Στρίπλινγκ: «Δεν εργαστήκατε ποτέ στη βιομηχανία του κινηματογράφου;» – Μπρεχτ: «Εχω πουλήσει μια ιστορία μου σε κάποια φίρμα του Χόλιγουντ, το “Και οι δήμιοι πεθαίνουν”. Το σενάριο, όμως, δεν το έφτιαξα εγώ. Εγραψα και μια άλλη ιστορία για άλλη φίρμα του Χόλιγουντ, μα δεν τη γύρισαν ταινία». – Στρίπλινγκ: «”Και οι δήμιοι πεθαίνουν”;! Πού την πουλήσατε;» – Μπρεχτ: «Ηταν νομίζω μια ανεξάρτητη φίρμα, η “Πρέσμπουργκερ” των “Γιουνάιτεντ Αρτιστς” (σ.σ.: Η εταιρία του άλλου σπουδαίου ύποπτου, του Τσάρλι Τσάπλιν). – Στρίπλινγκ: «Πότε πουλήσατε το έργο σας αυτό στους “Γιουνάιτεντ Αρτιστς”;» – Μπρεχτ: «Δε θυμάμαι ακριβώς, ίσως γύρω στο ’43 ή ’44». – Στρίπλινγκ: «Γνωρίζετε τον Χανς Αϊσλερ;» -Μπρεχτ: «Ναι» (σ.σ.: Ο Γερμανός κομμουνιστής συνθέτης, από τη δεκαετία του 1920 συνεργάτης του Μπρεχτ, Χανς Αϊσλερ, επίσης διώχτηκε από την Επιτροπή). -Στρίπλινγκ: «Κύριε Μπρεχτ, είστε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος ή υπήρξατε ποτέ μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος;» (σ.σ.: Εδώ ο Μπρεχτ για να μην απαντήσει ζήτησε να διαβάσει ένα υπόμνημά του, αλλά δεν του επιτράπηκε και η ερώτηση επαναλήφθηκε). Ο Μπρεχτ απάντησε: «Κύριε πρόεδρε, άκουσα τους συναδέλφους να λένε ότι τέτοιες ερωτήσεις δεν είναι νόμιμες. Είμαι, όμως, φιλοξενούμενος σ’ αυτή τη χώρα και δε θα ανοίξω νομική συζήτηση. Θα απαντήσω, λοιπόν, όσο μπορώ πιο ξεκάθαρα. Δεν είμαι μέλος κανενός κομμουνιστικού κόμματος και ούτε υπήρξα ποτέ».

Οι ανακριτές, όμως, που είχαν στα χέρια τους κείμενα του Μπρεχτ δεν πίστεψαν την απάντησή του και προχώρησαν σε αναλυτικές ερωτήσεις επί των έργων του, δίνοντας έτσι στον απολογούμενο Μπρεχτ τη δυνατότητα να «δουλέψει» κανονικά τους ανακριτές, κάνοντας ουσιαστικά μαρξιστική προπαγάνδα μέσα στην Επιτροπή:

– Στρίπλινγκ: «Τα γραφτά σας στηρίζονται στη σκέψη του Μαρξ και του Λένιν;». – Μπρεχτ: «Σαν συγγραφέας που είμαι ιστορικών έργων χρειάστηκε να μελετήσω τις ιδέες του Μαρξ και του Λένιν. Δε νομίζω ότι στην εποχή μας μπορούμε να γράψουμε κάτι με αξιώσεις χωρίς να επιδοθούμε σε παρόμοιες μελέτες. Αλλωστε, και η ιστορία, έτσι όπως γράφεται σήμερα, είναι και αυτή βαθιά επηρεασμένη από τις ιδέες του Μαρξ και του Λένιν πάνω στην ιστορία».

Ο Στρίπλινγκ επιμένει, ρωτά και ξαναρωτά τον Μπρεχτ αν ήταν ή είναι μέλος κομμουνιστικού κόμματος και αν ο Αϊσλερ του πρότεινε να γίνει μέλος του ΚΚ. Ο Μπρεχτ απαντά αρνητικά. Ο ανακριτής ρωτά μήπως άλλοι του πρότειναν να γίνει. Και ο Μπρεχτ τον αποτρελαίνει: «Ορισμένοι ίσως να μου είπαν κάτι τέτοιο, μα εγώ κατάλαβα πως δεν ήταν δική μου δουλιά». Στρίπλινγκ: «Ποιοι είναι αυτοί που σας πρότειναν να γραφτείτε στο ΚΚ;». – Μπρεχτ: «Ω! Αναγνώστες μου!» – Στρίπλινγκ: «Τι;» – Μπρεχτ: «Ανθρωποι που είχαν διαβάσει τα ποιήματά μου ή είχαν δει τα έργα μου».

Η πολύωρη ανάκριση του Μπρεχτ διακόπηκε από τις 12.15 έως τις 2 μ.μ., οπότε συνεχίστηκε χωρίς εκείνον πια. Είχε όμως γίνει φανερό πως το αμερικάνικο «κλίμα» δεν τον σήκωνε, κι έτσι ο Μπρεχτ άρον άρον γύρισε στην Ευρώπη, επιλέγοντας να ζήσει και να δημιουργήσει στη ΓΛΔ.

Ο ιμπεριαλισμός γεννά μακαρθικά «τέρατα»
 
Συνεχίζουμε σήμερα την αναφορά μας στο μακαρθικό «τέρας» που εξαπολύθηκε ενάντια σε κάθε προοδευτικά σκεπτόμενο Αμερικανό πολίτη, αλλά και στο Χόλιγουντ στην ψυχροπολεμική περίοδο 1947-1957, και επειδή ελάχιστα περί αυτού έχουν γραφτεί στην Ελλάδα – λόγω της μακρόχρονης και διεθνούς σιωπής που επέβαλε η εξουσία του κεφαλαίου – και επειδή σήμερα τίποτα δεν αποκλείει την επάνοδο του μακαρθισμού, με νέο όνομα και πρόσχημα. Αντίθετα, αρκετές ενδείξεις κάνουν το «τέρας» ορατό. Σήμερα δεν υπάρχει η ΕΣΣΔ και η διεθνής αίγλη και επιρροή του σοσιαλιστικού κόσμου. Υπάρχει, όμως, και διεθνές και αμερικάνικο κίνημα ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους που εξαπολύει το «παγκοσμιοποιούμενο» λαοφαγικό αμερικανο-πολυεθνικό κεφάλαιο. Αν συγκρίνουμε τι συνέβαινε στα ψυχροπολεμικά χρόνια και τι συμβαίνει τώρα θα δούμε αρκετές ομοιότητες.

Τότε συνέβαιναν τα εξής: Οι ΗΠΑ για να καταπολεμήσουν την αίγλη της ΕΣΣΔ και του μεταπολεμικού σοσιαλιστικού «μπλοκ» και να επεκτείνουν, προοπτικά, την οικονομικοπολιτική κυριαρχία τους σε ευρωπαϊκές, βαλκανικές, ασιατικές, βορειοαφρικανικές χώρες, μπήκαν στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όταν, πλέον, η ήττα του φασιστικού άξονα ήταν δεδομένη. Για να επιβάλουν την κυριαρχία τους εξαπέλυσαν τις ατομικές βόμβες τους (6/8/1945) στο Ναγκασάκι και τη Χιροσίμα, κάνοντας υποχείριό τους την Ιαπωνία. Το αμερικάνικο φιλειρηνικό κίνημα, στο οποίο μετείχαν και μεγάλα ονόματα της διανόησης και της τέχνης, μαζί με το σοσιαλιστικό κόσμο και την παγκόσμια προοδευτική κοινή γνώμη καταγγέλλει τον ιμπεριαλιστικό όλεθρο. Τότε τα στρατιωτικοπολιτικά «γεράκια» του κεφαλαίου, σπέρνουν μια σχιζοφρενή αντισοβιετική και αντικομμουνιστική υστερία. Επεμβαίνουν ενάντια σε εθνικά απελευθερωτικά κινήματα (λ.χ. στην Ελλάδα). Προετοιμάζουν την εισβολή τους στην Κορέα (1950-1953) και τον «πνιγμό» κάθε προοδευτικής και φιλειρηνικής φωνής στις ΗΠΑ.

Ο Πρόεδρος Τρούμαν, το 1945, διατάσσει έλεγχο των φρονημάτων όλων των κρατικών υπαλλήλων και τη συγκρότηση σχετικών εξεταστικών επιτροπών σε όλους τους τομείς και χώρους της κρατικής και ιδιωτικής οικονομικής, κοινωνικής, επιστημονικής και πολιτιστικής δραστηριότητας. Ο γερουσιαστής Τζότζεφ ΜακΚάρθι τίθεται επικεφαλής της «εκστρατείας κατά της κομμουνιστικής διείσδυσης στην αμερικάνικη κοινωνία». Πρώτοι στο στόχαστρό του ήταν οι διανοούμενοι και καλλιτέχνες. Το γιατί οι διανοούμενοι και καλλιτέχνες ήταν ο πρώτος στόχος το διατύπωσε το άλλο «κοράκι», ο γερουσιαστής και πρόεδρος της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών Τζο Πάρνελ«Οι διανοούμενοι και καλλιτέχνες του Χόλιγουντ είναι το μαλακό υπογάστριο της Αμερικής. Αν οι κομμουνιστές αλώσουν την κινηματογραφική βιομηχανία θα περάσουν την κομμουνιστική ιδεολογία τους στο έθνος».

Σήμερα συμβαίνουν τα εξής: Ιμπεριαλιστική εισβολή των ΗΠΑ (με ΝΑΤΟική μάσκα), με χρήση νέου τύπου πυρηνικών όπλων, στη Γιουγκοσλαβία, στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ (δηλαδή σε 3 από τις 60 χώρες που περιλαμβάνει το «αντιτρομοκρατικό» πρόγραμμά τους). Την αφανή, ακόμα, παρέμβασή τους σε χώρες της πρώην ΕΣΣΔ. Τον αποκλειστικό τους «Πόλεμο του Διαστήματος». Συμβαίνουν, όμως, και τα εξής: Διαδηλώσεις (συμμετέχουν και ονόματα του Χόλιγουντ) ενάντια στην ιμπεριαλιστική πολιτική του Πενταγώνου, την οποία υπηρέτησαν και υπηρετούν όλοι οι εκάστοτε Πρόεδροι των ΗΠΑ. Χτύπημα και συλλήψεις των διαδηλωτών. Δηλώσεις καλλιτεχνών (δραματουργών, σκηνοθετών, ηθοποιών) ενάντια στον ιμπεριαλιστικό εκτροχιασμό και στη φίμωση των δημοκρατικών δικαιωμάτων στις ΗΠΑ, με πρόσχημα την 11η Σεπτέμβρη. Πολλαπλασιασμό βιβλίων και άρθρων διανοουμένων και συγγραφέων (Νόρμαν Μέιλερ, Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ, Ντον ντε Λίλο, Πολ Οστερ, Ρίτσαρντ Φορντ, κ.ά.).

Βεβαίως, όπως ο τότε μακαρθισμός είχε και χολιγουντιανούς «κήρυκές» του, έτσι έχει και ο σημερινός σκοταδισμός. Ενας από αυτούς είναι ο Τσάρλτον Ιστον, πρόεδρος του Παναμερικανικού Συνδέσμου Ελεύθερων Σκοπευτών και υποστηρικτής του Μπους, ο οποίος, πριν λίγες μέρες, απαντώντας από τηλεοράσεως σε όσους ζητούν (είναι και καλλιτέχνες) κατάργηση της ελεύθερης οπλοφορίας, απειλητικά απαίτησε: «Να δηλώσουν όλοι: ποιοι είναι μαζί μου, ποιοι εναντίον μου». Εκείνος, που προ πολλού εναντιώθηκε στο σκοταδισμό του Τσάρλτον Ιστον, με το ντοκιμαντέρ του «Ακήρυχτος πόλεμος», είναι ο Μάικλ Μουρ.

«Πρόδρομοι» και «τσιράκια» του μακαρθισμού

Ας αναφερθούμε, όμως, σε «προδρόμους» και «τσιράκια» του μακαρθισμού. Ουίλ Χ. Χέις λεγόταν ο δύσμορφος, «με αυτιά νυχτερίδας», απατεώνας της πολιτικής, ο οποίος δωροδοκήθηκε από τον πετρελαιοπαραγωγό Χάρι Σίνγκλερ με 260.000 δολάρια, για να αναδειχτεί Πρόεδρος των ΗΠΑ ο Χάρτινγι. Ο Χέις, επί Χάρντινγι, έγινε πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής. Οταν το 1930, ο πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής του Κογκρέσου και της Πρεσβυτεριανής Εκκλησίας στις ΗΠΑ, Χέις, πιάστηκε να μισθοδοτεί τάχα «αμερόληπτες» προσωπικότητες που για λογαριασμό παραπολιτικών και παραεκκλησιαστικών οργανώσεων και στο όνομα της «ηθικής» απαιτούσαν την κινηματογραφική λογοκρισία. Ο Χέις αντί να τιμωρηθεί αναδείχτηκε σε μακρόχρονο «τσάρο – αρχιχωροφύλακα» του Χόλιγουντ. Ο Χέις επέβαλε τη δημιουργία του Συνδέσμου Παραγωγών – Διανομέων Ταινιών, έγινε πρόεδρός του, συνέστησε τα όργανα «Κώδικας Χέις» και «Κώδικας της Λεγεώνας Κοσμιότητας», λογόκρινε τις ταινίες και καθόριζε τους συντελεστές τους. Ο «ηθοπλάστης» Χέις, λογόκρινε τις κατ’ αυτόν «μη κόσμιες» ταινίες, αλλά έκανε τα στραβά μάτια μπροστά στον εκφυλισμό, στον αλκοολισμό, στο εμπόριο λευκής σαρκός και ναρκωτικών από τους μαφιόζους του Λάκι Λουτσιάνο, και τις αυξανόμενες αυτοκτονίες καλλιτεχνών στο Χόλιγουντ. Ο Χέις είχε συντάξει κατάλογο με 117 ονόματα «ηθικώς υπόπτων» καλλιτεχνών, την προσωπική ζωή των οποίων παρακολουθούσε στρατιά ντετέκτιβ.

Μεταξύ των παρακολουθούμενων «ηθικώς υπόπτων», βρέθηκε και στη δεκαετία του 1930 και στη μακαρθική περίοδο ο μέγας και μοναδικός Τσάρλι Τσάπλιν. Επί μακαρθισμού, λόγω της φιλειρηνικής του δράσης και των δημόσια εκφρασμένων φιλοσοβιετικών αισθημάτων του Τσάπλιν, με τη συνέργεια της πεθεράς του, στήθηκε μια σατανική σκευωρία συκοφάντησης, διασυρμού, δικαστικής δίωξης, φορολογικής εξουθένωσής του και μποϊκοτάζ των ταινιών του. Αν και ο Τσάπλιν επί δεκαετίες ήταν η «χρυσοφόρα φλέβα» του Χόλιγουντ, ο μακαρθισμός τον πολέμησε συστηματικά. Εξαιτίας, αφ’ ενός, του κοινωνικού περιεχομένου του έργου του, αλλά και της φιλίας του με τον διωκόμενο από τους ναζί Γερμανό κομμουνιστή συνθέτη Χανς Αϊσλερ και της τόλμης του να ζητήσει από τον Πάμπλο Πικάσο να ενεργήσει για τη συμπαράσταση Γάλλων και άλλων Ευρωπαίων διανοουμένων και καλλιτεχνών στον διωκόμενο από τον μακαρθισμό Χ. Αϊσλερ, ο Τσάπλιν λάβαινε αλλεπάλληλα εξώδικα για ανάκριση από τη μακαρθική Επιτροπή. Ο Τσάπλιν, βέβαια, έγραφε στα παλιά παπούτσια του Σαρλώ του τα εξώδικα, παίρνοντας, τελικά, και εκείνος το δρόμο της φυγής στην Ευρώπη, όπως και άλλοι σπουδαίοι καλλιτέχνες που περιλαμβάνονταν στη μαύρη λίστα, μεταξύ των οποίων και οι Τζόζεφ Λόουζι, Καρλ Φόρμαν, Ζυλ Ντασσέν, Τζον Μπέρι.

Να αναφέρουμε, όμως, και τους φημισμένους προοδευτικούς καλλιτέχνες, που αντιδρώντας στο μακαρθισμό έπεσαν για αρκετό διάστημα σε επαγγελματική δυσμένεια: Τζον Χιούστον, Κάθρι Χέρμπορν, Σπένσερ Τρέισι, Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, Λορίν Μπακόλ.

Πράκτορες και καταδότες

Πράκτορες και καταδότες του μακαρθισμού στο Χόλιγουντ ήταν και οι: Λίζα Ρότζερς, κόρη της Τζίντζερς και του Χάουαρντ Χιούζ. Τζον Γουέιν, πρόεδρος του «Κινηματογραφικού Συνδέσμου Διατήρησης των Αμερικανικών Ιδεωδών». Τσαρλς Κόμπερν, πρώτος αντιπρόεδρος του παραπάνω «Συνδέσμου». Χέντα Χόπερ, δεύτερη αντιπρόεδρος του «Συνδέσμου», η οποία το 1947 περιόδευσε σε όλες τις ΗΠΑ κηρύσσοντας το γενικό μποϊκοτάζ των ταινιών των «κόκκινων». Το ίδιο έκανε και ο Ρόναλντ Ρίγκαν. Οι Λίο ΜακΚάρεϊ (σκηνοθέτης), Ουόρντ Μποντ, Ολίβια ντε Χάβιλαντ, Πολ Λούκας, Ρόμπερτ Τέιλορ, Τζορτζ Μέρφι, Αντολφ Μανζού, ήταν μια ομάδα χαφιέδων – καταδοτών που βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή του αντικομμουνιστικού πογκρόμ στο Χόλιγουντ.

Εκτός του Ε. Καζάν καταδότης έγινε και ο Τζιρόμ Ρόμπινς. Ρόλο καταδότη έπαιξαν και οι εξής παραγωγοί: Ο Τζακ Γουόρνερ, ο οποίος καυχήθηκε ότι το «στούντιό του καθαρίστηκε σχολαστικά από τους κομμουνιστές». Ο παραγωγός Λουί Μάγιερ, ο οποίος αφού κατέδωσε αρκετούς συγγραφείς ως «κομμουνιστές», τόνισε: «Κατά τη γνώμη μου κύριε πρόεδρε, τσακίστηκαν οι κομμουνιστές». Ο παραγωγός Ντάριλ Ζανούκ, ο οποίος υποσχόταν ότι δε θα απολυθεί κανένας από τους εργαζόμενους (από το καλλιτεχνικό, τεχνικό, βοηθητικό προσωπικό του) που ήταν στη μαύρη λίστα, τελικά με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας του απέλυσε όλους τους «ύποπτους», αντίθετα από τον Σάμουελ Γκόλντουιν, ο οποίος τήρησε το λόγο του και δεν απέλυσε κανέναν. Η διοίκηση του Σωματείου των συγγραφέων, δημιούργημα αριστερών δημιουργών (όπως και το σωματείο των κινηματογραφικών ηθοποιών) συνεργάστηκε με την Επιτροπή, παραδίδοντάς της όλα τα αρχεία του από το 1930.

Δυστυχώς και ένας από τους «Δέκα του Χόλιγουντ», οι οποίοι καταδικάστηκαν σε φυλακή επειδή αρνήθηκαν να συνεργαστούν με την Επιτροπή, ο Εντουαρντ Ντμίτρικ, για να βγει από τη φυλακή, δέχτηκε να συνεργαστεί.

Ο Σαρλό… τους περιφρόνησε

Ο Τσάρλι Τσάπλιν – ο μοναδικός, μέγας, πολυτάλαντος, ανεπανάληπτος στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου δημιουργός – παρ’ ότι οι ταινίες του ήταν το μεγαλύτερο «χρυσωρυχείο» της αμερικάνικης κινηματογραφικής βιομηχανίας, από τη δεκαετία του 1920 ακόμα υπήρξε «στόχος» των σκοταδιστών. Λυσσώντας που «όλες οι ταινίες του γίνανε για τον καταπιεσμένο άνθρωπο», όπως ο ίδιος έλεγε, παρακολουθούσαν, κατασυκοφαντούσαν, διέσυραν από τον Τύπο την προσωπική του ζωή, έστησαν δικαστικές σκευωρίες περί «φοροδιαφυγής», «νόθων παιδιών», «βαναυσότητας» στις συζύγους του και πολεμούσαν τις ταινίες του. Η αντικομμουνιστική λύσσα – και μέσω του Τύπου – μεγάλωσε όταν προβλήθηκε η ταινία του «Ο μεγάλος δικτάτορας» και φούντωσε όταν στις 22/7/1942, στη μεγάλη συγκέντρωση που έγινε στη Μάντισον Σκουέρ Γκάρντιν σε ένδειξη συμπαράστασης στην ΕΣΣΔ, ο Τσάρλι Τσάπλιν εξύμνησε τον τιτάνιο αντιφασιστικό αγώνα της ΕΣΣΔ. Καθώς ο Τσάπλιν δεν έκρυβε τις προοδευτικές ιδέες του και μετά τον πόλεμο, μπαίνει στο στόχαστρο και του μακαρθισμού.

Οταν το 1947 προβάλλεται η αλληγορική ταινία του «Ο κύριος Βερντού», ο Τσάπλιν δηλώνει: «Ο Βερντού είναι ένας δολοφόνος των μαζών και προσπάθησα να δείξω ότι ο σύγχρονος πολιτισμός μας θά ‘θελε να μας μεταμορφώσει όλους σε δολοφόνους των μαζών. Πάντα ήμουνα αντίθετος στη βία και πιστεύω ότι η ατομική βόμβα είναι το τρομαχτικότερο όπλο και συντηρεί σε τέτοιο βαθμό τη φρίκη και τον τρόμο ώστε ο αριθμός των μισότρελων θα αυξηθεί πάρα πολύ».

Η ταινία σαμποτάρεται σκληρά. Και τα «κοράκια» του Χέις και του μακαρθισμού στον Τύπο και στο Χόλιγουντ (ο Ρόμπερτ Τέιλορ χαρακτήριζε τον Τσάπλιν «πολύ επικίνδυνο κομμουνιστή και διαφθορέα» και ο άλλος ηθοποιός-χαφιές Μανζού κατηγορώντας τον Τσάπλιν είπε «είναι κομμουνιστές όλοι όσοι δεν έχουν αμερικάνικες ιδέες») αναλαμβάνουν τον «πόλεμο» εναντίον του «κόκκινου» Τσάπλιν, που «θαύμαζε την ΕΣΣΔ», «δεν είχε ζητήσει την αμερικάνικη υπηκοότητα», «είναι υπερήφανος που είναι φίλος του αντιναζιστή, κομμουνιστή Γερμανού συνθέτη Χανς Αϊσλερ», «δεν είμαι πολιτικός, είμαι αντικομφορμιστής, αδιόρθωτος ρομαντικός και ενεργητικός οπαδός της ειρήνης», και με τηλεγράφημά του (Νοέμβρης του 1947) ζήτησε από τον κομμουνιστή Πάμπλο Πικάσο «να οργανώσει διαμαρτυρία Γάλλων καλλιτεχνών στην αμερικάνικη πρεσβεία στο Παρίσι κατά της εγκληματικής εκτόπισης που απειλεί τον Χανς Αϊσλερ». (Η διαμαρτυρία έγινε με συμμετοχή πολλών Γάλλων διανοουμένων και καλλιτεχνών).

Στις 12/6/1948 ο βουλευτής Τζον Ράσκιν ζητά την εκτόπιση του Τσάπλιν. Τον Οκτώβρη η Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών τού στέλνει εξώδικο για να καταθέσει. Οι εφημερίδες του αντικομμουνιστή μεγαλοεκδότη Χιρστ γράφουν για «αφόρητη ανάμειξη στις αμερικανικές υποθέσεις του ενός ξένου, πολύ γνωστού για τα ηθικά του αίσχη, τα τεράστια χρέη του, και την ομολογημένη συμπαιγνία του με τους κομμουνιστές». Ο Τσάπλιν απτόητος υπερασπίζεται και άλλους καλλιτέχνες του Χόλιγουντ -θύματα του μακαρθισμού. Οι «ιεροεξεταστές» επιμένουν να του στέλνουν εξώδικα. Αλλά και ο Τσάπλιν επίμονα τα αγνοεί. Ο Τσάπλιν ταξιδεύει στην Ευρώπη προβάλλοντας ταινίες του και θριαμβεύει. Το αντιφασιστικό κίνημα της Ευρώπης τού απονέμει Βραβείο Ειρήνης. Το περιφρονημένο από τον Τσάπλιν μακαρθικό «τέρας» καθώς δεν καταφέρνει να τον βάλει στο χέρι, σχεδιάζει μια προσβλητική απέλασή του. Ομως, πριν προλάβει να την εφαρμόσει, ο Τσάπλιν, το Σεπτέμβρη του 1952, με όλη την οικογένειά του, γύρισε την πλάτη στις ΗΠΑ, σαλπάροντας με το «Βασίλισσα Ελισάβετ» για την Ευρώπη. Πριν απομακρυνθεί το πλοίο από το λιμάνι της Ν. Υόρκης, τα αμερικάνικα ΜΜΕ μετέδωσαν την απόφαση της κυβέρνησης για οριστική απαγόρευση εισόδου του Τσάπλιν στη χώρα, καθώς και τη διενέργεια έρευνας για τις «αντιαμερικάνικες ενέργειές» του και για το πώς διέφυγε του κρατικού ελέγχου το τηλεγράφημα του Τσάπλιν στον Πικάσο.

Στη μνήμη του Τίτου Βανδή

Η υπογράφουσα, αναζητώντας κάμποσα χρόνια στοιχεία για το μακαρθισμό στο Χόλιγουντ, το 2001, ζήτησε τη βοήθεια του αλησμόνητου Τίτου Βανδή, λόγω της πολύχρονης, δουλιάς του στο αμερικανικό θέατρο και τον κινηματογράφο. Ο Τ. Βανδής, παρά τα μεγάλα, και, τελικά μοιραία, προβλήματα της υγείας του, πρόθυμα έψαξε και μετέφρασε ένα εκτενές άρθρο του Πάτρικ Γκόλντιστιν, στους «Λος Αντζελες Τάιμς» (14/1/1996), με τίτλο «Γιατί το Χόλιγουντ δε θα συγχωρήσει ποτέ τον Ελία Καζάν». Το άρθρο γράφτηκε, επειδή την άνοιξη του 1995, στη συνεδρίαση του ΔΣ του «Σαν Φρανσίσκο Φεστιβάλ Κινηματογράφου» για τα «Οσκαρ», για το «Οσκαρ» του συνολικού έργου δημιουργού, ξαναπροτάθηκε το όνομα, που και το 1989 πρότεινε η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου, αλλά απορρίφθηκε κατηγορηματικά. Του Ηλία Καζάν, ο οποίος, αν και δεν κινδύνευε η ισχυρότατη καριέρα του – ήταν μεγάλο όνομα χάρη στην αριστερή εβραϊκή «Θεατρική Ομάδα» και στο «Ακτορς Στούντιο» του κορυφαίου, αριστερού θεατρικού δασκάλου Λι Στράσμπεργκ, στη δεκαετία του 1930, στις ερμηνείες του ως ηθοποιού και στις θεατρικές και κινηματογραφικές σκηνοθεσίες του, κατέδωσε στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών (στις 10/4/1952) οκτώ καλλιτέχνες – παλιούς συνεργάτες και συντρόφους του στο ΚΚ ΗΠΑ, μεταξύ των οποίων ο βραβευμένος συγγραφέας Κλίφορντ Οντετς και η ηθοποιός Πόλα Στράσμπεργκ.

Ο Καζάν, σημειώνει ο αρθρογράφος, μετά την κατάδοσή του, «ξεκίνησε έναν αντικομμουνιστικό πόλεμο, με μια ολόκληρη σελίδα που του παραχώρησαν οι “Νιου Γιορκ Τάιμς”» και προσπαθώντας να δικαιολογήσει την προδοσία του στα μάτια του κορυφαίου δραματουργού Αρθουρ Μίλερ, ισχυρίστηκε ότι τα ονόματα που έδωσε «τα είχαν μαρτυρήσει ήδη ή θα τα μαρτυρούσαν άλλοι»!

Τελικά, το 1999, το κινηματογραφικό κατεστημένο απένειμε το «Οσκαρ» στον Ε. Καζάν, παρά τη θυελλώδη κατακραυγή των ζώντων καλλιτεχνών – θυμάτων του μακαρθισμού, νεότερων προοδευτικών καλλιτεχνών και συγγενών των πεθαμένων θυμάτων του μακαρθισμού, μεταξύ των οποίων ήταν και οι εξής: Ο Σον Ντάνιελ, παραγωγός, γιος του διωκόμενου συγγραφέα. Ο συγγραφέας Κρίστοφερ Ντάλτον, γιος του σεναριογράφου Ντάλτον Τράμπο, που έμεινε χρόνια στη φυλακή. Η Πόλα Γουάινστάιν, κόρη της διωκόμενης παραγωγού Χάνα Γουάινστάιν. Και, βέβαια, ο πολυβραβευμένος σεναριογράφος Ουόλτερ Μπερνστίν.

Ας μεταφέρουμε, όμως, και το παρακάτω στοιχείο από το άρθρο του Π. Γκόλντιστιν:

Την κατάδοση του Καζάν ακολούθησε καταιγισμός εξωδίκων σε πολλές δεκάδες κομμουνιστές και άλλους προοδευτικούς καλλιτέχνες του Χόλιγουντ (συγγραφείς, σκηνοθέτες, σεναριογράφους, ηθοποιούς) και τους πίεσε να αποκηρύξουν τον κομμουνισμό και να καταδώσουν όσους κομμουνιστές γνώριζαν. Τα αφεντικά των κινηματογραφικών εταιριών ζήτησαν από τους εργαζόμενους (καλλιτέχνες, τεχνικούς, κλπ.) να συνεργαστούν με την Επιτροπή, γιατί «αν αρνηθούν να καταθέσουν θα μπουν στη μαύρη λίστα και αυτό θα σημάνει την επαγγελματική αυτοκτονία τους». Και αυτό, ακριβώς, έγινε.

Προστρέξαμε σε διάφορες βιβλιογραφικές πηγές και διασταυρώσαμε ότι πολλοί από τους εγκαλούμενους ουδέποτε παρουσιάστηκαν στην Επιτροπή. Οσοι δε διέφυγαν στην Ευρώπη, άλλοι επί χρόνια μισοπαράνομοι φυτοζωούσαν με διάφορες δουλιές (λ.χ., η Λίλιαν Χέλμαν δούλευε σε κατάστημα). Αλλοι χάθηκαν από φτώχεια και αρρώστιες (λ.χ., ο μεγάλος ηθοποιός Πολ Μιούνι πέθανε πεταμένος σε πτωχοκομείο). Αλλοι αυτοκτόνησαν. Αλλοι – σεναριογράφοι κυρίως – έγραφαν πότε πότε σενάρια κρυμμένοι πίσω από ψευδώνυμα. Αλλά και όσοι παρουσιάστηκαν στην Επιτροπή αλλά δεν κατέδωσαν, το πλήρωσαν με μακρόχρονη ή και οριστική επαγγελματική καταδίκη τους. Ανάμεσά σ’ αυτούς ήταν και ο σπουδαίος κωμικός ηθοποιός Ζίρο Μόστελ, ο οποίος αρνήθηκε να καταδώσει, αλλά και ειρωνεύτηκε τους ανακριτές, λέγοντας «σας ευχαριστώ που με καλέσατε για ανάκριση, δίνοντάς μου τη δυνατότητα να εμφανιστώ κι εγώ στην τηλεόραση!».

Μεταξύ των επιφανών καλλιτεχνών που κατέστρεψε ο μακαρθισμός ήταν και οι: Ανι Ριβιάρ, Γκέιλ Σοντεργκάαρντ, Τζιν Μουρ, Τζον Γκάρφιλντ, Τζ. Εντουαρντ Μπρόμπεργκ, Λάινελ Στάντερ, Σίντι Μπάκμαν, Γιόρι Ιβενς, Ρόμπερτ Ρόσεν, Ντάσιελ Χάμετ. Ο σπουδαίος, πρωτοπόρος δραματουργός Κλίφορντ Ολντριτς, ο οποίος αναδείχτηκε στη δεκαετία του 1920 από τις θεατρικές ομάδες των αριστερών συνδικάτων. Ο πολυβραβευμένος Αμπράμ Πολόνσκι. Χαρακτηριστική είναι η επαγγελματική εξουθένωση του βραβευμένου Ντάλτον Τράμπο (ήταν στους «Δέκα»). Μετά την αποφυλάκισή του, κανείς δεν του έδινε δουλιά. Το 1956 στην τελετή των «Οσκαρ», ανακοινώθηκε η απονομή του «Οσκαρ» σεναρίου σε κάποιον Ρόμπερτ Ριτς. Ο βραβευμένος δε βρέθηκε στην αίθουσα για να παραλάβει το βραβείο του, γιατί, απλούστατα, επρόκειτο για τον διωκόμενο Ντάλτον Τράμπο.

Η «σιδερένια φτέρνα» του αντικομμουνισμού
 
«Ο νόμος των γκάνγκστερ» σε σενάριο του Αβραάμ Πολόνσκι, με πρωταγωνιστή τον κομμουνιστή ηθοποιό Τζον Γκάρφιλντ, ένα από τα μεγάλα θύματα του μακαρθισμού
Στις 19 του Σεπτέμβρη δημοσιεύσαμε το πρώτο μέρος, στις 26 το δεύτερο και σήμερα το τρίτο – και τελευταίο – μέρος της αναφοράς μας στο αντικομμουνιστικό «κυνήγι μαγισσών», στην ψυχροπολεμική λαίλαπα, της οποίας οι άμεσοι και μακροπρόθεσμοι στόχοι – εντός των ΗΠΑ και διεθνώς – σχεδιάστηκαν από το ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο και υπηρετήθηκαν από τη «σιδερένια φτέρνα» – για να θυμηθούμε το ομότιτλο, προφητικό μυθιστόρημα του Τζακ Λόντον – του μακαρθικού μηχανισμού. Μια «σιδερένια φτέρνα» κυβερνητικο-κρατική, που απλώνοντας σαν λερναία ύδρα τα πλοκάμια της σε επίσημες μυστικές υπηρεσίες (λ.χ. στο FBI) αλλά και σε παρακρατικές, στις δημόσιες υπηρεσίες, στις κρατικές επιχειρήσεις, στον ιδιωτικό τομέα, στα έντυπα και ραδιοτηλεοπτικά ΜΜΕ, στις μαφιόζικες ομάδες, στα επιστημονικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα, στα συνδικάτα, και πρωτίστως στο χώρο της διανόησης και της τέχνης, συνέθλιψε πολλές χιλιάδες ζωές στις ΗΠΑ.

Χρειάστηκε να περάσουν περίπου δύο δεκαετίες για να αρχίσει, από κάποιους τολμηρούς δημιουργούς του κινηματογράφου, μια προσπάθεια αποκάλυψη – με ντοκιμαντέρ και ταινίες – του πολυάνθρωπου μακαρθικού εγκλήματος στο Χόλιγουντ. Αξίζει να αναφέρουμε τους τίτλους αυτών των ταινιών: «Point of order» (1964), «Mc Carthy:Death of a Witch Hnter» (1971) του Emile de Antonio). «Fear on Trial» (1975) του Lamont Johnson. «Hollywood on Trial» («Το Χόλιγουντ δικάζεται», 1976), σε σκηνοθεσία Ντέιβιν Χέλπερν, σενάριο Αρνι Ράισμαν, παραγωγή Τζέιμς Γκούντμαν. Το σπουδαίο αυτό ντοκιμαντέρ, προβλήθηκε στην Αθήνα στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Παρότι το «Αττικόν» γέμιζε σε όλες τις προβολές της, η ταινία παίχτηκε μόνο μια βδομάδα κι έπειτα… εξαφανίστηκε. Δε διανεμήθηκε σε καμιά άλλη αίθουσα. Το 1976 γυρίζεται και η μυθοπλαστική – αυτοβιογραφική και ετερογραφική – ταινία «The front» των διακεκριμένων κομμουνιστών δημιουργών – θυμάτων του μακαρθισμού. Του σκηνοθέτη Μάρτιν Ριντ και του σεναριογράφου Ουόλτερ Μπερνστίν. Πρωταγωνιστές ήταν ο Γούντι Αλεν και ο Ζίρο Μόστελ – θύμα και αυτός του μακαρθισμού. (Η ταινία, με μακρόχρονη καθυστέρηση, παίχτηκε στην Ελλάδα, με τίτλο «Η βιτρίνα»). «Tail Gunner» (1977) του Jud Taylor. «Fellow traveler» (1989) του Philip Saville. «Guilty by Suspicion» (1991) του Irvin Winkler. «Citizen Cohn» (1992) του Frank Pierson.

Η αποκαλυπτικότερη μαρτυρία
 
                  Από την ταινία «Η βιτρίνα»
Η σημερινή αναφορά μας για το μακαρθισμό στο Χόλιγουντ, αντλεί λίγα (λόγω χώρου) αλλά χαρακτηριστικά στοιχεία από το αποκαλυπτικό βιβλίο-μαρτυρία του πολυβραβευμένου σεναριογράφου Ουόλτερ Μπερνστίν «ΜΝΗΜΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΥΡΗ ΛΙΣΤΑ (η λαίλαπα του μακαρθισμού)»(εκδόσεις Καστανιώτη). Την εξαιρετική μετάφραση – με γλώσσα καίρια, πνευματώδη, χυμώδη, που αποδίδει θαυμαστά την αποκαλυπτική οργή αλλά και το πικρό χιούμορ του συγγραφέα, υπογράφει η Ιωάννα Καρατζαφέρη. Το βιβλίο του Μπερνστίν αν δεν είναι η πρώτη μέχρι σήμερα, πάντως είναι μια πραγματικά πολύτιμη, πλουσιότατη σε στοιχεία (αμέτρητα ονόματα κομμουνιστών που δεν υπέκυψαν, άλλων που λύγισαν, προοδευτικών καλλιτεχνών που αντιτάχθηκαν στο μακαρθισμό και στήριζαν τους διωκόμενους, πρακτόρων του FBI, χαφιέδων, καταδοτών, πολλά γεγονότα κλπ.) βιβλιογραφική «πηγή» σχετικά με τον μακαρθισμό στο Χόλιγουντ.

Ο Ουόλτερ Μπερνστίν, φοιτητής έγινε μέλος της Ενωσης Νέων Κομμουνιστών. Δημοσιογραφούσε στην εφημερίδα του ΚΚ ΗΠΑ και σε άλλα κομμουνιστικά έντυπα. Στο ΚΚ ΗΠΑ παρέμεινε έως τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Σήμερα δε μετανιώνει για τις ιδέες και τον αγώνα του «για έναν καλύτερο κόσμο» και τονίζει ότι και «τώρα ενάντια στις αντιξοότητες, συνεχίζουμε να ελπίζουμε. Πάντα υπάρχει κάτι που γι’ αυτό αξίζει να πολεμάς».

Το εξώφυλλο του βιβλίου του Ουόλτερ Μπερνστίν

Ο Ουόλτερ Μπερνστίν, ήταν για οκτώ χρόνια στη μαύρη λίστα για καλλιτέχνες του Χόλιγουντ (η λίστα αυτή περιλάμβανε 324 ονόματα) και έντεκα στη μαύρη λίστα για εργαζόμενους καλλιτέχνες στα ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά κανάλια. Το όνομά του καταγραφόταν συνολικά σε οκτώ εκδόσεις της μαύρης λίστας. Μια μορφή της ήταν το φυλλάδιο «Red Channels», το οποίο με υπότιτλο «Ο φάκελος της κομμουνιστικής επιρροής στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση», περιείχε λίστα 151 ονομάτων ηθοποιών, σκηνοθετών, συγγραφέων, μουσικών, σκηνογράφων, που δούλευαν σε ραδιοτηλεοπτικά κανάλια. Ο Μπερνστίν ήταν στη λίστα για το Χόλιγουντ και σε άλλες εκδόσεις της μαύρης λίστας: Μελών του ΚΚ ΗΠΑ, των δημοσιογράφων και των εξής οργανώσεων υποστήριξης: των Δημοκρατικών στον Ισπανικό Εμφύλιο, των μαύρων βετεράνων στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, της Αμερικανο-Σοβιετικής Φιλίας, της Ρώσικης Περίθαλψης Πολέμου.

Για δέκα χρόνια (1947-1957) τον παρακολουθούσαν πράκτορες (του FBI και άλλοι). Παρά τις πολύμορφες πιέσεις και το φάσμα της πείνας, δεν παρουσιάστηκε ποτέ στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών. Ζώντας μισοπαράνομος δούλευε πότε πότε (έγραφε κινηματογραφικά και τηλεοπτικά σενάρια), όπως και άλλοι σύντροφοί του, σπουδαίοι σκηνοθέτες και σεναριογράφοι, κρυμμένος πίσω από τα ανδρικά και γυναικεία ονόματα άγνωστων, άσχετων, ή ατάλαντων ανθρώπων, οι οποίοι υπέγραφαν τα συμβόλαια και έπαιρναν σημαντικό ποσοστό από τις αμοιβές-ψιχία που έδιναν οι εταιρίες σε πρωτοεμφανιζόμενους σεναριογράφους. Ο Μπερνστίν ήταν σπουδαίος σεναριογράφος κι έτσι μπόρεσε να βρει αρκετές «βιτρίνες». Το πρώτο όνομα «βιτρίνα» του Μπερνστίν ήταν «Πολ Μπάουμαν».

Αληθινό στήριγμα για την επιβίωση των διωκομένων κομμουνιστών καλλιτεχνών ήταν, βέβαια, η μεταξύ τους αλληλεγγύη αλλά και η «υπόγεια» υποστήριξή τους από προοδευτικούς καλλιτέχνες (λ.χ. Σίντνεϊ Λιούμετ, Τσαρλς Ράσελ, Μπαρτ Λαγκάστερ, Χάρι Μπελαφόντε κ.ά.), μάνατζερ, και ελάχιστους παραγωγούς.

Ο Ουόλτερ Μπερνστίν με τη μεταφράστρια του βιβλίου του, Ιωάννα Καρατζαφέρη

«Το να είσαι στη μαύρη λίστα δεν ήταν καθόλου ηρωικό. Ηταν φόβος και οργή και πόνος», λέει, προλογικά, ο Ουόλτερ Μπερνστίν. Το 1949 η ηγεσία του ΚΚ ΗΠΑ καταδικάστηκε με το νόμο Σμιθ. Το 1950 το Κογκρέσο Βιομηχανικών Οργανώσεων διαγράφει τα αριστερά συνδικάτα και ψηφίζει το νόμο Μακάραν, ο οποίος επέτρεπε στον πρόεδρο των ΗΠΑ να διατάσσει συλλήψεις και φυλακίσεις «επικίνδυνων Αμερικανών». Η κλιμακούμενη, το 1950, εκστρατεία του Μακάρθι έφτιαξε ακόμη – ανάμεσα στις πάμπολλες άλλες για όλα τα επαγγέλματα – μαύρη λίστα, που περιλάμβανε «250 κομμουνιστές-υπαλλήλους του Στέιτ Ντιπάρτμεντ».

«Αν ήθελες να ξεφύγεις από τη μαύρη λίστα έπρεπε να γίνεις καταδότης. Δεν μπορούσες να μιλήσεις στην επιτροπή ή στα διάφορα κέντρα αποχαρακτηρισμού μόνο για τον εαυτό σου. Αυτό που ήθελαν ήταν ονόματα και αυτό το έλεγαν πληροφορίες. Είχαν ήδη όλες τις πληροφορίες. Είχαν και τα ονόματα. Αυτό που ήθελαν ήταν, με το δικό σου όνομα, να δείξουν τη δική τους δύναμη και τη δική σου υποταγή. Χρειάζονταν να δείξουν ότι κι εσύ ήσουν με το μέρος τους», τονίζει ο Ουόλτερ Μπερνστίν και σημειώνει ότι η λίστα «συμπεριλάβαινε μεταξύ άλλων, συνδικαλιστές, γιατρούς, ακαδημαϊκούς, κυβερνητικούς υπαλλήλους, νοικοκυρές, καλλιτέχνες και ανθρώπους του θεάματος. Οι κομμουνιστές δαιμονοποιήθηκαν, οι φιλελεύθεροι περιθωριοποιήθηκαν. Οι σπιούνοι ήταν άφθονοι ή έτσι φαινόταν. Τα συνθήματα αφθονούσαν: “Καλύτερα νεκρός παρά κόκκινος”. “Φυλάξου από τον κόκκινο κάτω από το κρεβάτι σου”».

Ανθρωποφαγισμός και προπαγάνδα

Ο μακαρθισμός δεν αρκέστηκε στις διώξεις των κομμουνιστών και στην περιθωριοποίηση κάθε προοδευτικού στοιχείου στο Χόλιγουντ. Παρήγαγε και αντικομμουνιστικές ταινίες, με την ανοχή αν όχι με τις ευλογίες των μεγάλων χολιγουντιανών εταιριών. «Το σιδηρούν παραπέτασμα», «Η κόκκινη απειλή», «Εζησα τρεις ζωές», «Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή», «Η μάνα του προδότη» και άλλα πανάθλια, και από κινηματογραφική άποψη, κατασκευάσματα, που παρουσίαζαν «μια ευκολόπιστη Αμερική στα πρόθυρα της αρπαγής της από τους ανελέητους κομμουνιστές, παρόλο που μερικοί από αυτούς φαίνονταν ή εντελώς βλάκες ή σε τρομακτικά χάλια», όπως ειρωνικά σημειώνει ο συγγραφέας. Και επισημαίνει ότι οι ΗΠΑ «για ιμπεριαλιστικούς λόγους, και για να κάνουν τον ψυχρό πόλεμο να φαίνεται αναγκαίος, χρειάζονταν και την αντικομμουνιστική προπαγάνδα και τον τρόμο της μαύρης λίστας».

«Οι άνθρωποι της μαύρης λίστας εξοστρακίζονταν από τα επαγγέλματά τους. Γιατροί έχαναν τα ευεργετήματα του νοσοκομείου. Δικηγόροι εκδιώκονταν από τις εταιρίες και γίνονταν πωλητές. Δάσκαλοι πήγαιναν σε σχολές για να γίνουν θεραπευτές, αυτοί ήταν οι τυχεροί. Οι περισσότεροι έπιαναν όποια δουλιά έβρισκαν, πουλούσαν από πόρτα σε πόρτα ή οδηγούσαν ταξί. Στη δουλιά δεν υπήρχε ντροπή, αλλά οργή και απελπισία. (…) Σαν μια αρρώστια που χτυπάει το ανοσοποιητικό σύστημα, η μαύρη λίστα άνοιγε το δρόμο για δευτερεύουσες μολύνσεις. Κατέστρεφε την κρίση και εξασθένιζε την κριτική. (…)Οι ψευδορκίες παραβλέπονταν, επινοούνταν βλαβερά σενάρια στα οποία ο μύθος ήταν συνώνυμος με το γεγονός και το κόκκινο κυνηγητό εξισούνταν με τον πατριωτισμό. (…)Μερικοί της μαύρης λίστας πέθαναν, επειδή το πήραν κατάκαρδα. Κάποιοι σαν τον Φιλ Λεμπ, αυτοκτόνησαν. Αλλοι άφησαν το κορμί τους να καταστραφεί ανεπανόρθωτα. Περισσότερο είχαν χτυπηθεί οι ηθοποιοί. Ο εξοστρακισμός τούς πλήγωσε πολύ, σχεδόν όσο η φτώχεια». Ο Μπερνστίν ξέροντας ότι οι συγγραφείς -σεναριογράφοι ευκολότερα, και οι σκηνοθέτες δυσκολότερα, είχαν κάποιες ευκαιρίες να κρυφτούν πίσω από «βιτρίνες», θλίβεται και το επαναλαμβάνει – παραθέτοντας και ονόματα – ότι τα μεγάλα θύματα ήταν οι ηθοποιοί, αφού η δική τους τέχνη δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από άλλο πρόσωπο και όνομα. Πολλοί ηθοποιοί ρημάχτηκαν και χάθηκαν για πάντα.

Ο Μπερνστίν «ζωγραφίζει» παραστατικά τον Τζ. Μακάρθι: «Ηταν κελεπούρι για τις σόου μπίζνες. Η τηλεόραση, ο καινούριος κυρίαρχος του λόγου, τον ήθελε. Συνδύαζε δυο στοιχεία που παρείχαν μεγάλη θεαματικότητα στα σόου: γκάνγκστερ σε σαπουνόπερα. Απλωνόταν πάνω από τη χώρα σαν μια από αυτές τις γεμάτες μικρόβια κουβέρτες που είχαν δώσει οι λευκοί στους Ινδιάνους. Μόλυνε το πολιτικό σώμα. Τα σωματεία είχαν απογυμνωθεί από τους πιο αγωνιστικούς ηγέτες τους, τα πανεπιστήμια από τους πιο φιλελεύθερους καθηγητές, η κυβέρνηση από τους πιο γενναίους δημοσίους υπαλλήλους. Τη χώρα την κυβερνούσε ο παραλογισμός».

Αγώνας επιβίωσης

Ο Μπερνστίν υπήρξε κατά κάποιο τρόπο μεταξύ των λίγων «τυχερών». Αυτών που δεν μπόρεσαν να χαρούν δημόσια το έργο τους, αλλά επέζησαν και δεν αχρηστεύτηκαν σαν δημιουργοί. Είχε την τύχη να σμίξει με δυο σπουδαίους, επίσης διωκόμενους κομμουνιστές συγγραφείς-σεναριογράφους, τον Αρνολντ Μάνοφ και τον Αβραάμ Πολόνσκι. Οι τρεις σεναριογράφοι συνέγραφαν κινηματογραφικά και τηλεοπτικά σενάρια, κρυμμένοι πίσω από τη «βιτρίνα» που για κάποιο διάστημα είχε μόνον ο ένας από τους τρεις. Οταν είχαν αρκετές σεναριακές προτάσεις, έδιναν τη δουλιά τους σε άλλους διωκόμενους, αναπτύσσοντας μια αρκετά ευρείας κλίμακας σωτήρια αλληλεγγύη μεταξύ των σεναριογράφων και σκηνοθετών της μαύρης λίστας. Στα ονόματα αυτά, μεταξύ άλλων, συμπεριλαμβάνονταν και οι βραβευμένοι με «Οσκαρ»: Μάρτιν Ριντ, Ρινγκ Λάρντνερ, Ουάλντο Σολτ, Αϊαν Μακ Λέλαν Χάντερ, Τζόζεφ Λόουζι, Τζον Μπέρι, Σάι Εντφιλντ.

Το να βρεθεί «βιτρίνα» κάθε άλλο παρά εύκολο ήταν. Οπως υπογραμμίζει ο Μπερνστίν «υπήρχαν πολλοί λόγοι που οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να κάνουν για πολύ τη βιτρίνα. Το να είσαι βιτρίνα είναι πολύ απαιτητικό. Ηταν αφύσικο, μια παραβίαση του εγώ. Επρεπε να προσποιείσαι διαρκώς ότι είσαι αυτό που δεν ήσουν. Ο Πολόνσκι πίστευε πάντα ότι οι βιτρίνες μας έσωσαν τη ζωή, ενώ εμείς καταστρέψαμε τη δική τους». Ο «ανταρτοπόλεμος» της επιβίωσης με «βιτρίνες» για πολλούς διωκόμενους κράτησε μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1950. Για μερικούς και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960.

Ο Μακάρθι είχε μεν πεθάνει, αλλά, όπως τονίζει ο Μπερνστίν, όπως ήθελαν τα μακροπρόθεσμα σχέδια του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, «τη ζημιά την είχε κάνει. Ο φόβος έγινε εσωτερικός. Οι επιστήμονες σιωπούσαν. Οι διανοούμενοι σταμάτησαν να θέτουν ερωτήσεις στην κοινωνία».

 

Απόψεις