«Καλοκαιρινή υπόθεση» θα αποδειχθούν όπως όλα δείχνουν οι επόμενες εκλογές. Η βασική πρόβλεψη αφορά πλέον το τέλος της Άνοιξης και στα υπόλοιπα σενάρια που κυκλοφορούν στα δημοσιογραφικά γραφεία εξαιρείται μόνον η 15η Αυγούστου. Κι αυτό γιατί …πέφτει Τρίτη.
Το πολύνεκρο έγκλημα στα Τέμπη έχει αλλάξει συνολικά το πολιτικό σκηνικό με τρόπο που δεν γίνεται ακόμη να προβλεφθεί. Ανάμεσα στα άλλα έχει «τινάξει στον αέρα» κάθε προεκλογικό σχεδιασμό της κυβέρνησης που δεν μπορεί αυτή την περίοδο ούτε καν να υπαινιχθεί ψηφοδέλτια, πόσο δε μάλλον να τα ανακοινώσει. Παρ’ όλα αυτά ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το ηγετικό επιτελείο της Ν.Δ αναζητώντας πρωτίστως χρόνο, παραμένουν προσηλωμένοι στον στόχο της διεκδίκησης μίας ακόμη τετραετίας, ακόμη και αν για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός ακολουθηθούν σχεδιασμοί στα όρια του υφιστάμενου Συντάγματος, όσον αφορά την προκήρυξη των εκλογών.
Τα δημοσκοπικά δεδομένα
Να σημειωθεί ότι έως στιγμής δεν υπάρχουν πολλά επίσημα δεδομένα δημοσκοπήσεων. Η μόνη έρευνα η οποία έχει δημοσιοποιηθεί είναι αυτή της Marc, την περασμένη Τρίτη, για τον τηλεοπτικό σταθμό Antenna (με την οποία μάλιστα διαφώνησε στο δημοσιοποιηθεί ο παρουσιαστής του δελτίου ειδήσεων Νίκος Χατζηνικολάου). Σε αυτή καταγράφθηκε μια πτώση της επιρροής της Νέας Δημοκρατίας στην πρόθεση ψήφου της τάξης του 2,9%, που όμως διατηρεί την πρωτιά στις 4,6 ποσοστιαίες μονάδες από το δεύτερο κόμμα, τον ΣΥΡΙΖΑ.
Μάλιστα, στη δημοσκόπηση παρουσιάζεται ένα στοιχείο που προκάλεσε πολλά σχόλια, μιας και οι απώλειες της Ν.Δ φαίνεται να κατευθύνονται στο μεγαλύτερο μέρος τους σε σχηματισμούς που, είτε κινούνται οριακά για την είσοδό τους στο κοινοβούλιο με βάση το πλαφόν του 3%, είτε σε σχήματα του χώρου της δεξιάς που δεν φθάνουν σε αυτό το ποσοστό. Κάτι τέτοιο μοιάζει ιδιαίτερα «βολικό» για την κυβέρνηση.
Την ίδια στιγμή πάντως υπάρχει έντονη φημολογία για την περίφημες «κυλιόμενες» δημοσκοπήσεις που έχει υπόψη το Μέγαρο Μαξίμου οι οποίες δείχνουν υπερδιπλάσιες απώλειες. Αυτές φαίνεται να αγγίζουν ακόμη και το 8%. Σε κάθε περίπτωση είναι σαφές ότι η τραγωδία στα Τέμπη προκαλεί φθορά αποκλειστικά στη Νέα Δημοκρατία, γεγονός που δεν μπορεί παρά να εξεταστεί σε συνδυασμό με το απαιτητικό ποσοστό που χρειάζεται προκειμένου το κυβερνών κόμμα να διεκδικήσει την αυτοδυναμία στις κάλπες που θα στηθού, με το νόμο που ψηφίστηκε τον Ιανουάριο του 2020 και προβλέπει κλιμακωτό μπόνους εδρών για το πρώτο κόμμα. Αυτό κυμαίνεται περί του 37% με 37,5% δηλαδή είναι μικρότερο κατά 2,3 ή 2,8 ποσοστιαίες μονάδες από τους ψήφους που έλαβε η Ν.Δ στις εκλογές της 7ης Ιουλίου του 2019. Είναι ξεκάθαρο ότι με αυτά τα αριθμητικά δεδομένα το «σενάριο» των τριών αντί για δύο στην σειρά εκλογικών αναμετρήσεων δεν λογίζεται πλέον ως ελάχιστα πιθανό, αλλά είναι μια εκδοχή που συνυπολογίζεται έντονα στον όποιο προεκλογικό σχεδιασμό.
Απόπειρα αναστροφής κλίματος
Με βάση τα παραπάνω το «στοίχημα» της αυτοδυναμίας στην δεύτερη κάλπη, που έχει θέσει από τον προηγούμενο Σεπτέμβρη ο Κυριάκος Μητσοτάκης φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί. Μάλιστα, δεν λείπουν και αυτοί που εκτιμούν ότι πλέον «παίζεται» ακόμη και η πρωτιά της Νέας Δημοκρατίας στην πρώτη εκλογική διαδικασία που θα γίνει με το αναλογικό σύστημα που ψηφίστηκε το καλοκαίρι του 2016. Οι διαρροές που γίνονται από το Μέγαρο Μαξίμου σε «φίλια» Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, προδίδουν σαφώς την πρόθεση του κυβερνητικού επιτελείου όχι να διευρύνει κάποια πρωτιά αλλά «να ανατρέψει το κλίμα». Γίνεται λόγος για έναν σχετικά μακρόπνοο σχεδιασμό αρκετών εβδομάδων που θα πρέπει να συνδυάσει την σταδιακή φυγή από την επικαιρότητα των ζητημάτων που σχετίζονται με το έγλημα στα Τέμπη, ώστε να «βρεθεί χώρος» για την ανάπτυξη ενός «θετικού αφηγήματος» με βασικό στοιχείο την οικονομία. Αυτό παρά το γεγονός ότι καθοριστικό στοιχείο για την διαμόρφωση της κοινής γνώμης παραμένει το ζήτημα της ακρίβειας. Επίσης, η κυβέρνηση δεν φαίνεται διατεθειμένη να αλλοιώσει βασικά χαρακτηριστικά του νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα της πολιτικής της ή να ρισκάρει σε αυτή την προσπάθεια τις σχέσεις της με το εγχώριο κεφάλαιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις χθες ο Κωστής Χατζηδάκης διέψευσε τα σενάρια που ήθελαν την κυβέρνηση να ανακοινώνει αύξηση του βασικού μισθού στα 800 ευρώ προκειμένου να «ισοφαρίσει» την σχετική προεκλογική εξαγγελία του ΣΥΡΙΖΑ με τον υπουργό Εργασίας να δηλώνει ότι αυτό θα συνιστούσε αύξηση 12% ενώ ο πληθωρισμός «τρέχει» μόλις με 9.5%.
Τα εκλογικά σενάρια
Τα στοιχεία αυτά εν πολλοίς καθορίζουν και τα σενάρια για το πότε θα πραγματοποιηθούν οι εκλογές. Με το περιβάλλον του Κυριάκου Μητσοτάκη να έχει απλά διευκρινίσει το ..σχεδόν αυτονόητο, ότι δηλαδή θα διεξαχθούν μετά το Πάσχα. Ως επικρατέστερες ημερομηνίες θεωρούνται οι δύο «μεσαίες» του Μαϊου: Δηλαδή η 14η και 21η του μήνα. Μάλιστα, αν σε αυτές προσμετρηθεί η περαιτέρω διαδικασία των απανωτών εκλογικών αναμετρήσεων η «προεκλογική συνθήκη» επεκτείνεται ακόμη και έως την καρδιά του καλοκαιριού, δηλαδή τον Ιούλιο. Οι διαρροές που αναφέρονται σε αυτό το σενάριο μιλούν για ένα «σχέδιο 70 ημερών» από τη πλευρά της κυβέρνησης που φιλοδοξεί να φέρει τα πράγματα στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν το δυστύχημα των Τεμπών.
Παρ’ όλα αυτά δεν πρόκειται για το μόνο σενάριο που καταγράφεται αυτό τον καιρό. Αντιθέτως ολοένα και περισσότερο φουντώνει η συζήτηση για το ενδεχόμενο εκκίνησης των εκλογικών διαδικασιών «στα όρια» των συνταγματικών προθεσμιών. Ένα από αυτά μιλά για εκλογές την πρώτη Κυριακή του Ιουλίου (2/7) δηλαδή μόλις 5 ημέρες πριν την εκπνοή της συνταγματικής προθεσμίας με την δεύτερη κάλπη να στήνεται τον Σεπτέμβριο. Γεγονός που σημαίνει ότι ο Αύγουστος «θα βγεί» με υπηρεσιακή κυβέρνηση. Υπάρχουν όμως ακόμη πιο «προχωρημένες» εκδοχές που αφορούν την ειδική συνταγματική πρόβλεψη ώστε να γίνουν εκλογές έως και έναν μήνα μετά την λήξη της κυβερνητικής θητείας. Τα σενάρια αυτά προεκτείνονται τόσο ώστε να γίνεται λόγος και για τυχόν τρίτες κατά σειρά εκλογές που θα συμπέσουν με τις δημοτικές εκλογές του Οκτωβρίου.
Η περιρρέουσα αυτή ατμόσφαιρα δεν είναι τίποτε περισσότερο από την δημοσιογραφική αποτύπωση της σύγχυσης που επικρατεί αυτή την περίοδο στο κυβερνητικό επιτελεία, ιδίως επειδή οι πολιτικές συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί είναι πλέον αρκετά πιο περίπλοκες και «ξεφεύγουν» από τα όρια των «επικοινωνιακών συμβούλων» που διαθέτει το Μέγαρο Μαξίμου. Αιτία γι’ αυτό δεν είναι η τακτική που θα ακολουθήσει η αξιωματική αντιπολίτευση ή η στάση που θα τηρήσει μετεκλογικά το ΠΑΣΟΚ, αφού αυτά θεωρούνται σε ένα σημαντικό βαθμό προβλέψιμα.
Ο πραγματικά αστάθμητος παράγοντας που φαίνεται να εμποδίζει τη κυβέρνηση να χαράξει την τακτική της είναι ο αντίκτυπος του εγκλήματος των Τεμπων στην κοινωνία και η αντίστοιχη δυναμική έλευση του λαϊκού παράγοντα στην διαμόρφωση των εξελίξεων. Αυτό δηλαδή που εκφράστηκε με τις μαζικές κινητοποιήσεις σε όλες τις πόλεις της χώρας, ιδίως μάλιστα σε περιοχές όπως η Μακεδονία και η Πελοπόννησος που η Νέα Δημοκρατία «ποντάρει» εκλογικά. Έτσι, λοιπόν, η κυβέρνηση βρίσκεται «εν αναμονή» των εξελίξεων προσβλέποντας σε ένα «ξεφούσκωμα» ή «εκτόνωση» των μαζικών αντιδράσεων. Οποιαδήποτε αντίθετη εξέλιξη θα αποτελέσει «μη επιλύσιμο» ζήτημα για το κυβερνών κόμμα και διόλου απίθανο να προκαλέσει «πολιτικό ντόμινο» στο εσωτερικό του.