Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Εάν αυτό είναι η ενημέρωση

«Αν δεν αναγνωρίσουμε ότι η τηλεόραση χρησιμοποιείται κυρίως για να μας εξαπατά και να μας αποπροσανατολίζει, τότε, η τηλεόραση, οι..

«Αν δεν αναγνωρίσουμε ότι η τηλεόραση χρησιμοποιείται κυρίως για να μας εξαπατά και να μας αποπροσανατολίζει, τότε, η τηλεόραση, οι παραγωγοί, οι θεατές και οι εργάτες της ίσως δουν πολύ αργά μια ολότελα διαφορετική εικόνα».

Με αυτά τα λόγια έκλεινε την ομιλία του το 1958,  ο βετεράνος δημοσιογράφος Εντ Μάρροου στην ειδική εκδήλωση που διοργάνωσε προς τιμήν του η Ένωση Ραδιοτηλεοπτικών Ρεπόρτερ των ΗΠΑ.

Από εκείνη την ομιλία, μας χωρίζει μισός και πλέον αιώνας.

Όμως, αν το καλοσκεφτεί κάποιος, πόσα απ’ αυτά που τόνισε ο Μάρροου δεν ισχύουν στο ακέραιο για τη σύγχρονη δημοσιογραφία;

 «Τα πολιτικά συστήματα των καπιταλιστικών φιλελεύθερων δημοκρατιών δεν ήταν –ποτέ- πλουραλιστικά, ούτε (…)η έλευση του σύγχρονου – κεϋνσιανού- μοντέλου  στάθηκε ικανή να ξεπεράσει επιτυχώς τον ταξικό του χαρακτήρα»- Απόσπασμα από το βιβλίο του βετεράνου μαρξιστή μελετητή Ralph Miliband  με τίτλο «The State in Capitalist Society» (1969) .

Στα τέλη του 16ου αιώνα, στο Κέμπριτζ της Αγγλίας, υπήρχε ένας μεγάλος στάβλος με περίπου 40 άλογα της εποχής των Τυδώρ. Ο στάβλος ανήκε σε κάποιον Tόμας Χόμπσον.

Η ιδιοτροπία του συγκεκριμένου ιδιοκτήτη, διαδεδομένη σε όλη την περιοχή, ήταν ότι αν ήθελες να νοικιάσεις ένα από τα άλογά του, ναι μεν είχες τη δυνατότητα της επιλογής, με έναν όμως όρο: αρκεί αυτό να βρισκόταν όσο πιο κοντά γίνεται στην κεντρική πόρτα.

Αυτή η φαινομενικά παράλογη «ιδιαιτερότητα» του Χόμπσον είχε την εξήγησή της. Το σκεπτικό του, απλό και συμφεροντολογικό ταυτόχρονα, εδραζόταν στην άποψη ότι αν όλοι οι πελάτες μπορούσαν να διαλέξουν τα καλύτερα άλογά του, τότε πολύ γρήγορα αυτά θα «μπούκωναν» από την επαναλαμβανόμενη χρήση τους.

Μια άλλη άποψη γύρω από το θέμα αναφέρει ότι εκείνο, το οποίο «έκαιγε» τον Χόμπσον ήταν ο καθολικός έλεγχος του στάβλου- να κάνει εκείνος κουμάντο, μιας και ήταν ο μόνος που γνώριζε ποιο άλογο βρισκόταν δίπλα στην πόρτα κάθε στιγμή.

Όπως και να ‘χει, η πρακτική του Άγγλου σταβλάρχη χάρισε στους αγγλοσάξονες την έκφραση «Ηobson’s choice». Μια φράση που δηλώνει την «ελευθερία» επιλογής κάποιου σε μια διαδικασία με προαποφασισμένη κατάληξη…

Διαβάζοντας κανείς την ιστορία του Χόμπσον και τα αυτοκριτικά λόγια του Μάρροου, θα έλεγε ότι αυτοί οι δύο  κάπου συναντώνται.

Ενδεχομένως, η συγκολλητική ουσία των ιστοριών τους να είναι το κατασκευαστικό τέχνασμα μιας συναίνεσης σε ένα κεκαλυμμένο ανελεύθερο περιβάλλον.

Κάνοντας την αναγωγή, μπορείς να διαλέξεις ανάμεσα σε μια ευρεία γκάμα τηλεοπτικών δικτύων. Έχεις το δικαίωμα να ενημερωθείς από όποιον διαδικτυακό ενημερωτικό ιστότοπο ή από όποια εφημερίδα επιθυμείς.

Αρκεί το Μέσο από το οποίο θα «επιλέξεις» να ενημερωθείς, να ευθυγραμμίζεται με τη συνέχιση του κεντρικού- και βαθύτατου ταξικού- πολιτικοοικονομικού προσανατολισμού της άρχουσας τάξης.

Πρόκειται για την δημοσιογραφική παραλλαγή της, αποδιδόμενης στον «ηγέτη του αμερικανικού φασιστικού κινήματος» κατά τον Χίχτλερ, Χένρι Φορντ, φράσης: «Ο πελάτης μας μπορεί να(…) διαλέξει- το Model T- σε όποιο χρώμα θέλει, αρκεί να είναι μαύρο!»

Στην περίπτωσή μας, όσον αφορά την απόχρωση των ειδήσεων μπορούμε να εκλάβουμε τα λόγια του μεγάλου επιχειρηματία κυριολεκτικά.

Ο ακαδημαϊκός, συγγραφέας και ακτιβιστής Νόαμ Τσόμσκι, σε μια συνέντευξή του στη γαλλική Le Monde πριν μερικά χρόνια , τα εξηγούσε καλύτερα:  «Όταν οι δημοσιογράφοι τίθενται υπό αμφισβήτηση απαντούν ευθύς αμέσως : “Κανείς δεν με πίεσε, μόνος μου γράφω ό,τι θέλω”.

Αληθεύει ! Μόνο που, εάν οι θέσεις τους ήταν αντίθετες προς την κυρίαρχη ιδεολογία, δεν θα τους επιτρεπόταν πλέον να αρθρογραφούν. Βεβαίως, ο κανόνας δεν είναι απόλυτος. (…)Οποιοσδήποτε όμως δεν πληροί ορισμένα στοιχειώδη κριτήρια, δεν έχει καμία πιθανότητα, ως σχολιαστής της επικαιρότητας, να προσεγγίσει το ευρύτερο κοινό.

Πρόκειται, άλλωστε, για μία από τις σημαντικότερες διαφορές μεταξύ του προπαγανδιστικού συστήματος ενός απολυταρχικού κράτους και της διαδικασίας που ισχύει στις δημοκρατικές κοινωνίες. Υπερβάλλοντας λίγο, στα απολυταρχικά καθεστώτα το κράτος αποφασίζει ποια είναι η γραμμή πλεύσης και οι υπόλοιποι οφείλουν, στη συνέχεια, να συμμορφωθούν. (…) Στις δημοκρατίες, η “γραμμή” ουδέποτε γίνεται αντιληπτή ως τέτοια, αλλά υπονοείται. Κατά μία έννοια πρόκειται για “πλύση εγκεφάλου σε καθεστώς ελευθερίας”. Ακόμη και οι “έντονες” δημόσιες αντιπαραθέσεις στα μεγάλα ΜΜΕ προσδιορίζονται από παραμέτρους για τις οποίες υφίσταται από τα πριν μία άτυπη συναίνεση και οι οποίες αφήνουν στο περιθώριο τις αντίθετες απόψεις».

Ακριβώς σ’ αυτό το σημείο βρίσκεται ο νοητικός πυρήνας της άποψης που θέλει τους δημοσιογράφους  ως «ενδιάμεσους» διαύλους μεταφοράς προς τις «μάζες» επιλεγμένων στοιχείων και όχι ως αυτόνομα υποκείμενα που δρουν καταγράφοντας και αναλύοντας τα γεγονότα, μέσα πάντα από τη δική τους οπτική γωνία.

 «Αντίθετα με τα όσα ακούγονται γύρω από τα ΜΜΕ, νομίζω ότι είναι τόσο πολλά που μας κατακλύζουν. (…) Με τη σημερινή ροή πληροφόρησης, τίποτα σημαντικό δεν μπορεί να συμβεί χωρίς να το μάθουμε μέσα σε διάστημα είκοσι λεπτών. Αρκεί να επισκεφθώ την ιστοσελίδα του Google News για να επιλέξω μεταξύ τεσσάρων χιλιάδων πηγών ενημέρωσης. Η προοπτική που μου προσφέρεται είναι αρκετά συναρπαστική» («USC’s Annenberg  Online  Journalism Review»)- Μάικλ Πάουελ, τέως πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Επικοινωνιών των ΗΠΑ

Πράγματι, ο κύριος Πάουελ έχει δίκιο. Η πληθώρα επιλογών ενημέρωσης είναι ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της δυναμικής εισόδου του διαδικτύου στην καθημερινότητα δισεκατομμυρίων ανθρώπων.

Ωστόσο, εδώ προκύπτουν ορισμένα ερωτήματα. Πρώτα απ’ όλα, έχουν όλοι οι πολίτες πρόσβαση στις αναρίθμητες πηγές διαδικτυακής ενημέρωσης; Ακόμη, πόσο διαφέρουν μεταξύ τους οι διαφορετικές  οπτικές πάνω σε μία είδηση;

Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Έκθεσης του αμερικανικού Ψηφιακού Κέντρου (Digital Center for the digital future),  στις αρχές του αιώνα μας, το 33% των Αμερικανών δεν είχε πρόσβαση στο διαδίκτυο, ενώ μεταξύ εκείνων που διέθεταν σύνδεση στο σπίτι ένα ποσοστό κάτω του 50% είχε τη δυνατότητα χρήσης σύνδεσης υψηλής ταχύτητας, η οποία επέτρεπε την εύκολη πρόσβαση στα οπτικοακουστικά αρχεία.

Όπως αναφέρει σχετικά η ίδια Έκθεση, «τα άτομα που διαθέτουν υψηλά εισοδήματα και καλό μορφωτικό επίπεδο έχουν περισσότερες πιθανότητες πρόσβασης στο Διαδίκτυο. Εκτός αυτού, όμως, αποδεικνύονται και πιο επιδέξια στη χρήση του και, επομένως, περισσότερο ικανά να ανακαλύψουν τις πλέον πρόσφατες ειδήσεις που κυκλοφορούν μέσω του Διαδικτύου. (…) Ακόμη και στην περίπτωση ίδιας ταχύτητας σύνδεσης στο Διαδίκτυο οι υψηλόμισθοι πτυχιούχοι καταλήγουν ευκολότερα στα είδη πληροφόρησης και ψυχαγωγίας που αναζητούν. Αντίθετα, τα λιγότερο μορφωμένα και χαμηλότερα αμειβόμενα άτομα τείνουν να περιορίζουν την πλοήγησή τους στις εμπορικές ιστοσελίδες και στους διαδικτυακούς τόπους των μεγάλων ΜΜΕ [www.digitalcenter.org/pdf/Center-for-the-Digital-Future-2005-Highlights.pdf ).

Ενώ, αναφορικά με το δεύτερο ερώτημά μας, σύμφωνα με το Nielsen-Net, το 2005, μεταξύ των ιστοσελίδων με τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα στις ΗΠΑ, δεκαεπτά συνδέονταν με τα «συστημικά» ΜΜΕ, αναπαράγοντας δηλαδή, «το μεγαλύτερο μέρος των διαδικτυακών περιεχομένων τους για εφημερίδες, περιοδικά ή τηλεοπτικούς σταθμούς».

Ερχόμενοι εκ νέου στο αρχικό ζήτημα του σημειώματός μας, της λειτουργίας δηλαδή, των μεγάλων ΜΜΕ ως αντηχείων της πλουραλιστικής πολιτικής μονοφωνίας , βασικό συστατικό αυτή της αστικής δημοκρατίας (με κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις που απλά όμως επιβεβαιώνουν τον κανόνα), ας παραδεχθούμε μερικές αλήθειες για τον «κλάδο».

Όπως πολύ σωστά επεσήμανε σε πρόσφατο άρθρο του ο Δημήτρης Μηλάκας, «οι δημοσιογράφοι είναι εξίσου άνθρωποι που έχουν, όπως όλοι, τις αντιλήψεις τους, την ιδεολογία και την προσωπικότητά τους. Με άλλα λόγια κάθε τι που μεταδίδουν ή αναλύουν «παραμορφώνεται» μέσα από την οπτική γωνία που βλέπουν και αντιλαμβάνονται τα πράγματα.

 Πέρα –όμως-από τον ανθρώπινο (…)υποκειμενικό παράγοντα που διαμεσολαβεί μεταξύ του γεγονότος και του αναγνώστη / ακροατή / τηλεθεατή, η είδηση είναι καταδικασμένη να υποστεί και την παραμόρφωση που επιβάλλει η οπτική γωνία (δηλαδή η γραμμή ή τα συμφέροντα) του Μέσου το οποίο την παρουσιάζει».

Ωστόσο, ακόμη και εντός αυτών των άγραφων κανόνων στις πλάκες της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, υπάρχει τεράστια απόσταση μεταξύ αυτών  και της μετατροπής του δημοσιογράφου σε εκτελεστικό «πιστόλι» πολιτικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων.

Εξηγούμαστε, μέσω παραδειγμάτων.

Στην πρώτη περίπτωση, έχουμε μια ιστορία που έρχεται από το παρελθόν και συγκεκριμένα λίγο πριν το τέλος του Β’ΠΠ και τη ρήψη της ατομικής βόμβας σε Χιροσίμα- Ναγκασάκι.

Δεν πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε το βιβλίο του αρθρογράφου και συγγραφέα, Γκρεγκ Μίτσελ, με τίτλο «Ατομική Συγκάλυψη: Δύο στρατιώτες των ΗΠΑ, η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι και η σπουδαιότερη ταινία που δεν έγινε ποτέ».

Πρόκειται για ένα  βιβλίο, το οποίο διερευνά τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν από τις Αρχές όσοι είχαν στη διάθεσή τους υλικό  ή ήταν αυτόπτες μάρτυρες της κτηνωδίας των βομβαρδισμών της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι στις 6 και 9 Αυγούστου 1945·καθώς και ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε το κινηματογραφικό υλικό και οι σχετικές ανταποκρίσεις των δημοσιογράφων τις τελευταίες επτά δεκαετίες.

Το ρεπορτάζ έχει ο Γρεγκ Μίτσελ  μιλώντας στο Democracy Now και την Amy Goodman : Στις ΗΠΑ, λέει,  «έχουμε ακόμη σε ισχύ την πολιτική “first use”. Λέμε ποτέ ξανά δεν πρέπει να χρησιμοποιήσουμε πυρηνικά όπλα, όμως οι Αμερικανοί ηγέτες, (…) τα Μέσα, (…) όλοι, υπερασπίζονται (…) τη διπλή χρήση της βόμβας (…) το 1945».

Ενώ, σχετικά με το έγχρωμο βίντεο που τραβήχτηκε μετά την ρήψη της βόμβας, ο Αμερικανός δημοσιογράφος αναφέρει ότι την κινηματογράφηση είχε αναλάβει ο Αμερικανικός Στρατός. Το ενδιαφέρον στοιχείο εδώ, σύμφωνα πάντα με τον Μίτσελ, είναι ότι οι επιστήμονες στο Λος Άλαμος που κατασκεύασαν τη βόμβα, οι οποίοι πιθανότατα πίστευαν ότι προοριζόταν για τη Γερμανία, στην πραγματικότητα παρακολούθησαν σε ιδιωτική προβολή τα αποσπάσματα που κατείχε το Αμερικανικό Πεντάγωνο, βάσει των οποίων εξηγούταν τι μπορούσε να προκαλέσει η βόμβα.

Το φιλμ τράβηξαν δύο στρατιωτικοί, ο Daniel Mc Govern και ο Herber Sussan, οι οποίοι για χρόνια προσπαθούσαν να το προωθήσουν στο ευρύ κοινό κάτι που κατέστη τελικά δυνατό μόνο στις αρχές του αιώνα μας.

Αλλά, ακόμη κι όταν τα κατάφεραν, μέσω του Μίτσελ, τα εμπόδια δεν σταμάτησαν να υπάρχουν. Ο κολοσσός του διαδικτύου, η Google, προειδοποίησε τον συγγραφέα ότι δεν μπορεί να επιτρέψει την ευρεία κυκλοφορία του βίντεο , εξαιτίας της «προωθούμενης βίας» που αυτό εμπεριέχει· επιχείρημα εντελώς αβάσιμο μιας και ο στόχος της προβολής του αποσπάσματος ήταν εντελώς ο αντίθετος.

Έχοντας πάντα ως βάση το βιβλίο του Μίτσελ, αναζητήσαμε περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με το θέμα και σε άλλες πηγές. Στο εξαιρετικό ντοκιμαντέρ του Άντριου Φίλιπς, «Χιροσίμα, αντίστροφη μέτρηση», συναντήσαμε μία από τις πιο φωτεινές περιπτώσεις μαχόμενου δημοσιογράφου.

Ο λόγος για τον Αυστραλό Wilfied Burchett, τον πρώτο δημοσιογράφο που κατάφερε να φτάσει στο απέραντο επίγειο νεκροταφείο της Χιροσίμα αψηφώντας τη σχετική απαγόρευση του Αμερικανικού Στρατού. Τα λόγια του έντυσαν με το πιο μελανό φόρεμα το σώμα της ανθρώπινης τραγωδίας.

«Πήγα σε ένα νοσοκομείο», έγραφε. «Οι άνθρωποι εκεί ήταν σε ποικίλες καταστάσεις σωματικής αποσύνθεσης, θα πέθαιναν όλοι. (…) Οι γιατροί δεν ήξεραν γιατί πέθαιναν. Το μόνο που μπορούσαν να διαγνώσουν ήταν οξεία έλλειψη βιταμινών. (…) Ξεκίνησαν τις ενέσεις βιταμινών. (…) Όπου- όμως- έβαζαν τη βελόνα η σάρκα σάπιζε. (…) Κάθισα σε ένα κομμάτι τσιμέντο που δεν είχε κονιορτοποιηθεί, με τη μικρή μου γραφομηχανή Ηermes, και οι πρώτες μου λέξεις ήταν: Γράφω αυτό ως προειδοποίηση για την Υφήλιο».

Την ίδια ώρα που Burchett προειδοποιούσε την ανθρωπότητα για τα δεινά που προκαλούν οι πυρηνικές επιθέσεις, ένας άλλος ρεπόρτερ, ο William Laurence αφηγούταν τα πράγματα με τελείως διαφορετικό τρόπο.

Έχοντας εξασφαλίσει θέση στη μοίρα των αεροσκαφών που πραγματοποίησαν τον πυρηνικό βομβαρδισμό στο Ναγκασάκι, έγραφε ότι «όντας κοντά σ’ αυτό και παρακολουθώντας το καθώς διαμορφωνόταν σε ένα ζωντανό πράγμα τόσο εξαίσια σχηματισμένο που οποιοσδήποτε γλύπτης θα ήταν περήφανος αν το είχε δημιουργήσει, ένιωθε κανείς εαυτόν παρουσία του υπερφυσικού».

Πρόκειται για παράφρονα, ίσως ισχυριστούν κάποιοι.

Εμείς πάλι, μιας και δεν συμφωνούμε με τη γραμμική ανάγνωση της Ιστορίας, λέμε να ερευνήσουμε μια άλλη άποψη. Όπως εκείνη που εξέφρασαν οι Amy  και David Goodman πριν μερικά χρόνια στο Democracy Now.

Σύμφωνα με τους δύο έγκριτους δημοσιογράφους, ο Αμερικανολιθουανός και βραβευμένος με Πούλιτζερ (1946)  ανταποκριτής, παράλληλα με τους Times εργαζόταν και για το Υπουργείο Πολέμου των ΗΠΑ. Γράφοντας δελτία τύπου και δηλώσεις για τον Πρόεδρο Τρούμαν και τον Γραμματέα Πολέμου, Στίμσον, παπαγάλιζε μέσα από τη στήλη του την επίσημη αμερικανική κυβερνητική γραμμή.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο David Woodman, ο οποίος από κοινού με την αδελφή του το 2005 ζήτησαν από το Δ.Σ των βραβείων Πούλιτζερ την αφαίρεση της διάκρισης από τον Laurence για τις ανταποκρίσεις του σχετικά με την ατομική βόμβα, την άνοιξη του 1945, μια αξιοσημείωτη συνάντηση έλαβε χώρα στα κεντρικά των Times στην πλατεία Τάιμς της Νέας Υόρκης.

Ο Στρατηγός Leslie Groves, υπεύθυνος του προγράμματος Mανχάταν (κωδική ονομασία  του άκρως απόρρητου αγγλο-αμερικανικού προγράμματος παραγωγής πυρηνικών όπλων που αναπτύχθηκε στα τέλη του Β’ ΠΠ), συναντήθηκε με τον Arthur Sulzberger- εκδότη των Times, τον αρχισυντάκτη της εφημερίδας και  φυσικά τον ίδιο τον Laurence. Σ’ εκείνη την συνάντηση ο Laurence ρωτήθηκε αν ήταν διατεθειμένος να θέσει την πένα του στην υπηρεσία της «ευημερίας του αμερικανικού έθνους». Νομίζουμε, ο καθένας μπορεί να μαντέψει την απάντησή του…

«Τα παρασιτικά Μέσα, έτσι προτιμώ να τα χαρακτηρίζω, καλύπτουν τα θέματα της πολιτικής, αλλά και άλλα, με τέτοιο τρόπο ώστε να μην ενοχλούν τον πυρήνα του κράτους, να μην αποκαλύπτουν όσα το κράτος δεν θέλει να αποκαλυφθούν»

Με αυτή τη μικρή εισαγωγή επέλεξε να ανοίξει τη συζήτηση για τη δημοσιογραφία του καιρού μας, ο δημοσιογράφος , σκηνοθέτης, ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος  του ανεξάρτητου δικτύου Real News Network, Paul Jay.

Καλεσμένος τού «activism Munich», ο Jay αναφέρθηκε, εκτός των άλλων, στην περίπτωση του νυν Προέδρου των ΗΠΑ και τη δική του σχέση με το μιντιακό σύστημα.

«Η περίπτωση του Τραμπ είναι ένα κατεξοχήν παράδειγμα ελέγχου των ‘’media’’ από δισεκατομμυριούχους», τόνισε χαρακτηριστικά.

Πηγαίνοντας τη σκέψη του ένα βήμα παρακάτω, θυμηθήκαμε περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν είχαμε να κάνουμε μόνο με μια απροκάλυπτη διαπλοκή των ΜΜΕ, των «εχθρών του λαού» κατά τον Τραμπ(!), με την εξουσία, αλλά για μια προσπάθεια της δημοσιογραφίας να διαμορφώσει εκείνη το πολιτικό σκηνικό εντός του οποίου θα έπρεπε να κινούνται οι πολίτες, εξαπολύοντας παράλληλα ένα ανηλεές κυνήγι μαγισσών εναντίον όσων δεν τάσσονταν μαζί της.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο τρόπος που καλύφθηκαν τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου και όσα ακολούθησαν μετά.

Δεν είναι μόνο η… συμβουλευτική λίστα που συγκρότησε αμέσως μετά  την 11η /9  η Clear Channel Communications (νυν iHeartMedia ), ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης ραδιοφωνικών σταθμών στις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία καλούσε τους ραδιοφωνικούς παραγωγούς να αποφεύγουν την αναπαραγωγή κομματιών με «αμφιλεγόμενο» στίχο ( στη λίστα βρέθηκαν 165 τραγούδια, μεταξύ αυτών εκείνα των Rage Against the Machine, του Dylan, των Guns N’ Roses, των ACDC κ.ά.)· μα, η εν γένει ιδιότυπη απαγόρευση κάθε συζήτησης για την ασκούμενη πολιτική των ΗΠΑ μετά το χτύπημα της ομάδας τού πρώην συμμάχου της Ατλαντικής Αυτοκρατορίας, Οσάμα Μπιν Λάντεν  στους Δίδυμους Πύργους.

Τέσσερεις μέρες μετά την επίθεση, τα κύρια άρθρα όλων των αγγλοσαξονικών εφημερίδων, κατά απαίτηση του Λευκού Οίκου, εξέπεμπαν ένα και μόνο μήνυμα : «Εάν συνδέετε την πολιτική μας με την 11η /9 είστε με τους τρομοκράτες και «υβρίζετε» τους νεκρούς».

Πρόκειται για την κορύφωση μιας προϋπάρχουσας κατάστασης στο χώρο των ΜΜΕ, υπογραμμίζει ο Jay. Να υπενθυμίσουμε ότι λίγους μήνες πριν τους Δίδυμους Πύργους, συγκεκριμένα στις 4/4/2001, στον αέρα του Comedy Central Channel έκανε την εμφάνισή της η σειρά «Τhat’s my Bush».

Kάθε άλλο σχόλιο νομίζουμε περιττεύει…

Ακόμη, η απόκρυψη πληροφοριών από τους Μπους –Τσένεϊ, οι οποίες θα μπορούσαν να είχαν συμβάλει τουλάχιστον στην αποτροπή της 11Ης Σεπτεμβρίου και η απόκρυψη αυτού του γεγονότος από τα ΜΜΕ, αποτελεί άλλο ένα παράδειγμα κατά παραγγελίαν ενημέρωσης. Σύμφωνα με τον Jay (το γεγονός της ύπαρξης πληροφοριών για επικείμενη επίθεση στο εσωτερικό των ΗΠΑ, επιβεβαιώνει  στο βιβλίο του και ο Πρεσβευτής της Ελλάδας και πρώην Μόνιμος Αντιπρόσωπος της χώρας μας στο ΝΑΤΟ,  Βασίλης Κασκαρέλης), το 2016  σε συνέντευξη που του παραχώρησε ο τέως συμπρόεδρος της Υπηρεσίας Μυστικών Πληροφοριών της Γερουσίας Μπόμπ Γκράχαμ ερωτηθείς για το αν πιστεύει ότι οι Μπους-Τσένεϊ δημιούργησαν επί τούτου μια κουλτούρα άγνοιας στους πράκτορες των Μυστικών Υπηρεσιών, απάντησε ναι.  «Αν όλοι οι παίκτες σε ένα γήπεδο τρέχουν προς την ίδια κατεύθυνση, θα πρέπει να υπάρχει ένας προπονητής», δήλωσε.

«Υπάρχουν τουλάχιστον οχτώ, εννιά πληροφορίες»,  λέει ο Paul Jay, «οι οποίες θα μπορούσαν να είχαν αποτρέψει την 11η Σεπτεμβρίου. Τα μέσα ενημέρωσης δεν έκαναν καμία αναφορά. Εμείς, αφού πήραμε συνέντευξη από τον Μπομπ Γκράχαμ, στείλαμε e-mail σε όλα τα μεγάλα Μέσα στις ΗΠΑ, δίνοντας τους ελεύθερη πρόσβαση στην συνέντευξή μας. (…)Ο Γκράχαμ, ο οποίος είχε εξέχουσα θέση ως συμπρόεδρος στην Υπηρεσία Μυστικών Πληροφοριών της Γερουσίας (…)γνώριζε τα πράγματα εκ των έσω στις Μυστικές Υπηρεσίες. Ούτε ένα ΜΜΕ δεν απάντησε».

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια της τελευταίας προεκλογικής εκστρατείας, κυρίως τα μεγάλα ΜΜΕ, έλαβαν ποσά της τάξης των 6 δισ. δολαρίων για την προώθηση πολιτικών διαφημίσεων.

Όσο να ‘ναι, δύσκολα δαγκώνεις το χέρι που σε ταΊζει και μάλιστα τόσο καλά…

Αφήνοντας πίσω την Αμερική  της ακραιφνούς τρομολαγνείας, του Patriot και του «όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας», ερχόμαστε στην Αμερική τού σήμερα, όπου εκτός της πολιτικής νομιμοποίησης του ακραίου ρατσιστικού λόγου από τον νυν ένοικο του Λευκού Οίκου, οι «μη έξυπνοι» (δήλωση του «διαβολικά καλού», κατά τον Αλέξη Τσίπρα, Ντόναλντ Τραμπ), φορτώνονται ολοένα και περισσότερο στις πλάτες τους τα φορολογικά βάρη των πολυεθνικών (Guardian, Luke Harding). 

Αυτή η όξυνση της ταξικής αμεροληψίας δεν αποτελεί, κατά τα φαινόμενα, απλά μια διαπίστωση, αλλά καίριο προσανατολισμό του πολιτικού κατεστημένου των ΗΠΑ.

Πάνω σ’ αυτή τη βάση δομείται το τελευταίο μας παράδειγμα.

Πριν λίγο καιρό, ο αναλυτής και συγγραφέας Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος ανέδειξε μια άγνωστη στο ελληνικό κοινό ιστορία που έλαβε χώρα στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας το 2018.

Αν και δυσκολευόμαστε να υιοθετήσουμε πλήρως τα γραφόμενα, στον βαθμό, όμως, που αυτά ισχύουν, τότε, πολύ απλά, στην ταμπέλα εξόδου των σημερινών ΜΜΕ από το βούρκο της ανυποληψίας αναγράφεται, δυστυχώς, αδιέξοδο.

Γράφει ο Κωνσταντακόπουλος:

«Νομικά, το Πουέρτο Ρίκο είναι «μη ενσωματωμένο έδαφος των Ηνωμένων Πολιτειών» και οι κάτοικοί του πολίτες των ΗΠΑ, όχι όμως με όλα τα δικαιώματα των πολιτών των ΗΠΑ.

Ο πρόσφατος τυφώνας που έπληξε το Πουέρτο Ρίκο κατέστρεψε σχεδόν όλες τις υποδομές του και σκότωσε 64 ανθρώπους.

Έτσι τουλάχιστον είπαν ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών και τα μέσα ενημέρωσης της χώρας. Εξήντα τέσσερις νεκροί. Δεν είναι λίγοι ασφαλώς.

Έψαξε την υπόθεση το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και ανακάλυψε ότι οι νεκροί από την επιδρομή του τυφώνα Μαρία δεν είναι 64, όπως ισχυρίζεται ο Τραμπ και τα ΜΜΕ, αλλά 6.000. Εβδομήντα φορές πάνω από τον επίσημο, αλλά και τον «μιντιακό» απολογισμό!

Είναι αλήθεια ότι οι 6.000 δεν σκοτώθηκαν όλοι αμέσως. Οι περισσότεροι έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας των συνεπειών του τυφώνα τις εβδομάδες και τους μήνες που ακολούθησαν, κατά τη διάρκεια των οποίων η θνησιμότητα αυξήθηκε κατά 60% στο Πουέρτο Ρίκο. Σύμφωνα με τους ερευνητές, το 30% των θανάτων σχετίζονται με την αδυναμία παροχής ιατρικής βοήθειας, λόγω διακοπών στην ηλεκτροδότηση και λόγω προβλημάτων στις μεταφορές και συγκοινωνίες. Αλλά αυτό δεν τους κάνει λιγότερο θύματα του τυφώνα, ούτε βέβαια δικαιολογεί τα ψεύδη του Προέδρου και των εφημερίδων. Γιατί βέβαια ψέμα και μάλιστα πολύ χοντρό είναι να εξακολουθείς επί μήνες να αναφέρεσαι στον τυφώνα που σκότωσε 64 ανθρώπους.

 (…)       

Αυτή η απόκρυψη είναι  χαρακτηριστικό των απίστευτων προόδων που έχει κάνει ο ολοκληρωτισμός στις μέρες μας, ως αναπόφευκτη αντανάκλαση των βαθιών μεταβολών του οικονομικού και κοινωνικού συστήματος, με την υπερσυγκέντρωση του χρηματιστικού κεφαλαίου, που ελέγχει όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία την ενημέρωση των ανθρώπων, με τρόπους όμως διαφορετικούς από το παρελθόν. Μεταξύ άλλων δεν επιδιώκει απλά να διαμορφώσει την άποψη που έχουν οι άνθρωποι για την πραγματικότητα, αλλά να κατασκευάσει ψευδή πραγματικότητα.

(…)

Είναι πράγματι εκπληκτικό το γεγονός ότι μια από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου, οι ΗΠΑ, καταφέρνουν να αντιμετωπίζουν πολύ χειρότερα από μια μικρή και σε εμπάργκο χώρα, όπως η Κούβα, τις φυσικές καταστροφές που τις πλήττουν.

Προφανώς οι ΗΠΑ έχουν πολύ περισσότερα μέσα από την Κούβα και θα μπορούσαν να τα καταφέρουν πολύ καλύτερα από την Αβάνα. Το μόνο που εξηγεί αυτή την κατάσταση είναι(…)το γεγονός ότι οι ιθύνουσες τάξεις στις ΗΠΑ, όπως απεδείχθη με ανατριχιαστικό τρόπο και με την καταστροφή της Νέας Ορλεάνης, δεν ενδιαφέρονται να βοηθήσουν τους ανθρώπους που πλήττονται, όσο να εκμεταλλευθούν τις «επιχειρηματικές ευκαιρίες» που αυτές οι καταστροφές τους προσφέρουν»*.

 «Η ειδησεογραφία πρέπει να παρουσιάζεται από την τηλεόραση σαν μια σύνθεση από ιστορίες, που οι δημοσιογράφοι αφηγούνται σαν παραμύθι. Αυτός ο τρόπος είναι που μας έδωσε την πρώτη θέση στην τηλεθέαση» – Σταμάτης Μαλέλης, «Η Καθημερινή», 31/5/1998

Πρόσφατα, έπειτα από τον βασανιστικό θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου, ύστερα από το λιντσάρισμα- πολιτών και αστυνομικών- που υπέστη στην Ομόνοια (νέα στοιχεία που ήρθαν της τελευταίες μέρες στο φως της δημοσιότητας καταρρίπτουν το αρχικό αφήγημα περί απόπειρας ληστείας, αλλά και κλοπής από τον Κωστόπουλο), ο χυδαίος συρφετός των δημοσιογραφικών καταγωγίων βγήκε πάλι παγανιά.

Δεν θα μπούμε καν στον κόπο να αναφερθούμε στις συγκεκριμένες περιπτώσεις δημοσιογραφικής (;) αλητείας. Άλλωστε, είναι οι ίδιοι κομψοί κανίβαλοι που «έντυναν» στο μοντάζ το βίντεο της δολοφονίας του Γρηγορόπουλου. Είναι οι ίδιοι που πλάσαραν ως νέο πρότυπο κοσμικότητας τους φασίστες. Είναι οι ίδιοι που επέβαλλαν τη συναίνεση στο μνημονιακό κοινωνικό ολοκαύτωμα, «πυροβολώντας» δια μικροφώνου ή πληκτρολογίου όποιον τολμούσε να εκφέρει διαφορετική άποψη. Είναι οι ίδιοι που χαρακτήριζαν μια πολιτική δολοφονία ως ξεκαθάρισμα «οπαδικών διαφορών». Είναι οι ίδιοι, οι οποίοι στο δημοψήφισμα του 2015 άφησαν στην άκρη τα παγωμένα χαμόγελα της προπαγανδιστικής τους μάσκας και επιτέθηκαν ευθέως στην κοινωνία.

Απέναντι σ’ αυτό το αγύρτικο συνονθύλευμα πιστών υπηρετών της δυσωδίας του συστήματος, εμείς θα αντιτάξουμε τη φωνή της Γαλλίδας συναδέλφου Marie Roussel από το γαλλικό τηλεοπτικό δίκτυο France 3.

Η επισήμανση της Ελληνίδας δημοσιογράφου στη Γαλλία, Μαρίας Δεναξά, η οποία και γνωστοποίησε την υπόθεση της Roussel στην Ελλάδα, έρχεται να δέσει με την εικόνα που έχουμε για τον πραγματικό ρεπόρτερ: «Στην μαύρη εποχή για την πραγματική δημοσιογραφία που εκλείπει», γράφει στο Facebook, «καθώς οι δημοσιογράφοι για να επιβιώσουν, είτε θα πρέπει να αφηγούνται το ίδιο μυθιστόρημα, είτε θα πρέπει να εξειδικευτούν στα «Νουνού και Light», εξακολουθούν να υπάρχουν δημοσιογράφοι που ξεχωρίζουν και τολμούν να υψώνουν τη φωνή.

Στη Γαλλία, ο Μακρονισμός ελέγχει τα πάντα, πόσο μάλλον την ενημέρωση. (…) Οι πραγματικές ειδήσεις υποβαθμίζονται.

Το δόγμα της «ενιαίας σκέψης» πρέπει να επικρατήσει, ώστε να περιοριστούν στο ελάχιστο οι αντιδράσεις σ’ αυτά που έρχονται.

Έτσι -πριν λίγο καιρό- το πρωθυπουργικό επιτελείο, δεν επέτρεψε -σε μη αρεστή για τις ερωτήσεις της- δημοσιογράφο, να καλύψει την επίσκεψη του πρωθυπουργού σε εργοστάσιο γνωστής πολυεθνικής, που αντικαθιστά σιγά σιγά τους ανθρώπους με ρομπότ.

Της έδωσαν ένα διαφημιστικό φυλλάδιο της εταιρίας και της είπαν να φτιάξει από εκεί το ρεπορτάζ. Εκείνη πήγε παρακάτω».

Πηγές, αρθρογραφία:

Iός , 14/9/2000,  «Το επικίνδυνο σόου των «ειδήσεων»»

Ιός-Ελευθεροτυπία, 15/9/2002, «Η δημοσιογραφία της κουκούλας»

Le Monde diplomatique, , 12/8/2007, « Τα ΜΜΕ δεν χειραγωγούν πια. Τώρα, δημιουργούν συναίνεση »- Συνέντευξη του Νόαμ Τσόμσκι στον Ντανιέλ Μερμέ

Le Monde diplomatique, 11/12/2007 ,«Μίξερ με ειδήσεις δεύτερο χέρι»

Guardian, 16/10/2016, «As Donald Trump made clear, smart businesses know only idiots pay tax»

Democracy Now, 9/11/2018, «Atomic Cover-Up: The Hidden Story Behind the U.S. Bombing of Hiroshima and Nagasaki»

activism Munich, 3/2/2017, «Paul Jay on Corporate Media, Donald Trump, 9/11, Climate Change & The Real News Network»

Jacobin Magazine, 1/3/2017, «When Capitalists Get Their Hands Dirty»

Περιοδικό Δημοσιογραφία, 26/2/2018, «Μάθημα Δημοσιογραφικής Αξιοπρέπειας»

*Δημήτρης Κωσταντακόπουλος, 11/8/18, «ΜΜΕ και Δημοκρατία: Από τον τυφώνα Μαρία στον τυφώνα του Ολοκληρωτισμού» [το αρχικό κείμενο έχει υποστεί επεξεργασία για τις ανάγκες του σημειώματος μας]

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 18/8/2018, «Η «έξοδος» από τα Μνημόνια και τα άλογα του Χόμπσον»

Το Ποντίκι, 20/9/2018, «Αντικειμενική» και τίμια δημοσιογραφία»

Ριζοσπάστης, 29-30/9/2018,  «Η μεγάλη ανατριχίλα»

Η Καθημερινή, 30/9/2018, «Ζακ Κωστόπουλος, οι καταθέσεις και τα ερωτήματα»

Βιβλιογραφία:

«Οι έξι θάνατοι του Τζορτζ Πολκ», Ιγνατίου- Παπαϊωάννου, Πατάκης, 2018

Απόψεις