Ωστόσο οι αναφορές της ΕΑΑΣ σε «κομμουνιστοσυμμορίτες» είναι δημόσιες, ακόμα και μέσα από την επίσημη εφημερίδα της, “Εθνική Ηχώ”. Το ίδιο και οι τακτικές επαφές της με εκπροσώπους της νεοναζιστικής «Χρυσής Αυγής». Διόλου περίεργο, αν σκεφτεί κανείς πως η ΕΑΑΣ ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας Μεταξά ως «Ένωσις Ελλήνων Αποστράτων Αξιωματικών» (ΕΕΑΑ), ενώ αναδιαρθρώθηκε κατά την δικτατορία των Απριλιανών.

Το σημαντικό είναι ότι από το 1975 αποτελεί Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), το οποίο υπάγεται στο υπουργείο Άμυνας δια του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Το τελευταίο εκθέτει τόσο την κυβέρνηση και τον όψιμα «αντιφασίστα» αρμόδιο υπουργό, όσο και την ίδια τη σχέση κράτους-παρακράτους.

Η ίδια μάλιστα η προσπάθεια να δημιουργηθεί δεδικασμένο που να ποινικοποιεί τον όρο «φασίστας» ως «συκοφαντική δυσφήμιση» και όχι ως καθαρά πολιτική ορολογία, δεν είναι καθόλου καινούρια και υποκρύπτει εν δυνάμει εκλεκτικές συγγένειες. Προέρχεται από τη πολιτική μηνύσεων με την οποία νεοφασίστας ηγέτης του «Εθνικού Κόμματος» Ζαν-Μαρί Λεπέν κατόρθωσε να απαγορεύσει στο γαλλικό Τύπο να τον αναφέρει ως «ρατσιστή», με προσωπικότητες της εποχής να υπογράφουν από κοινού ότι «θα εξακολουθούν να λένε τα πράγματα με το όνομά τους. Ο Ζαν-Μαρί Λεπέν είναι ένας άνθρωπος της άκρας δεξιάς. Και το Εθνικό Μέτωπο είναι ένα κίνημα μισαλλόδοξο και ξενοφοβικό, ένα κόμμα της άκρας δεξιάς».

Η μέθοδος Λεπέν αντιγράφηκε πιστά πρώτα από το ΛΑΟΣ και στη συνέχεια από τη ναζιστική Χρυσή Αυγή, με ενδεικτικό παράδειγμα την παλαιότερη μήνυση εκ μέρους της δημοτικής της παράταξης (Ελληνική Αυγή) εναντίον μελών της Λαϊκής Συσπείρωσης Καλλιθέας με την αιτιολογία ότι σε ανακοίνωση της δεύτερης η φασιστική και ρατσιστική «Ελληνική Αυγή», αναφερόταν ως… φασιστική και ρατσιστική. Σε άλλη περίπτωση το 2012, ο τότε βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρης Στρατούλης είχε δεχτεί μήνυση για «συκοφαντική δυσφήμιση», καθώς είχε αποκαλέσει την πλέον καταδικασμένη ως εγκληματική οργάνωση Χρυσή Αυγή, ως «σπείρα εγκληματιών». Αντίστοιχες μηνύσεις έχουν γίνει στο παρελθόν από τη Χρυση Αυγή κατά του Σωτήριου Ζαριανόπουλου του ΚΚΕ, του Θανάση Κούρκουλα της ΔΕΑ (Διεθνιστική Εργατική Αριστερά), του Σάββα Mιχαήλ του ΕΕΚ (Εργατικό Επαναστατικό Κόμμα) κα.

Αξίζει να αναφερθεί πως στη δίκη για το αντισημιτικό του βιβλίο, ο λεγόμενος θεωρητικός του εθνικοσοσιαλισμού στην Ελλάδα, Κώστας Πλεύρης, βάσισε σε μεγάλο βαθμό την υπεράσπισή του στο γεγονός ότι ο ίδιος δεν αυτοπροσδιοριζόταν ως φασίστας, αλλά ως «Έλλην εθνικιστής». Ωστόσο λίγα χρόνια μετά ο ίδιος παραδεχόταν: «Έχω δηλώσει ξεκάθαρα ότι είμαι φασίστας, ότι θέλετε, δεν έχω όμως στο χέρι μου τη σβάστικα».

Ο φασισμός αφορά συγκεκριμένο τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας σε μιλιταριστική και σοβινιστική βάση προς όφελος της καπιταλιστικής παραγωγής, ενώ συνδέεται ιστορικά με το κίνημα της αντεπανάστασης. Οποιαδήποτε απόπειρα αναγωγής ενός πολιτικού όρου σε «συκοφαντική δυσφήμιση», αποτελεί ιστορικό «ξέπλυμα» και ανοίγει επικίνδυνες οδούς ποινικοποίησης της αντιφασιστικής κριτικής και δράσης, όπως ήδη συμβαίνει σε μια σειρά χώρες της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.

Το βασικό το ερώτημα πίσω από τη δίωξη Μπογιόπουλου είναι αν στην Ελλάδα, της οποίας ο λαός πλήρωσε έναν από τους μεγαλύτερους αναλογικά φόρους αίματος κατά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο αντιφασισμός αποτελεί αδίκημα.

***

(η αγωγή εκδικάζεται αύριο Πέμπτη 27 Οκτωβρίου στις 9 το πρωί στα Δικαστήρια της Σχολής Ευελπίδων)