Αρχαία τραγωδία με δύο πρόσωπα είναι πρόκληση και τόλμη. Με αυτό αναμετρήθηκαν φέτος δύο από τους νεότερους σκηνοθέτες μας, επιστρατεύοντας καθιερωμένες πρωταγωνίστριες και νέους, με αποδεδειγμένες όμως τις υποκριτικές τους ικανότητες, άντρες ηθοποιούς. Αξιοσημείωτη σύμπτωση: και στις δύο παραστάσεις, ένας μουσικός συνοδεύει με τους ήχους του τους δύο ηθοποιούς.
« Ίων » ο λαμπερός
Σε μετάφραση που έκανε η ίδια, ρέουσα, σύγχρονη, ρυθμική και σε διασκευή της τραγωδίας για δύο πρόσωπα που έκανε με τη σύμπραξη του Άρη Ασπρούλη, η Ιόλη Ανδρεάδη παρουσίασε για πρώτη φορά τον « Ίωνα» φέτος το καλοκαίρι στο 60ό Φεστιβάλ Φιλίππων που διοργάνωσε ο Θοδωρής Γκόνης.
Η παράσταση παίχτηκε στο Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων με το φυσικό φως του ήλιου και την Κρέουσα καθισμένη μεγαλοπρεπώς στις κερκίδες του θεάτρου, ανάμεσα στους θεατές.
Η μεταφορά της παράστασης στο κλειστό Θέατρο «Άλφα Ιδέα» του Κώστα Γάκη που ανέλαβε τη νέα παραγωγή δεν άλλαξε τη διάρθρωση: η Κρέουσα, ακίνητη, φωτισμένη ως περίλαμπρο άγαλμα, περιτυλιγμένη στο κόκκινο ύφασμα και φέροντας τα χρυσά στοιχεία της αναμένει τους θεατές ανεβασμένη σε βάθρο στο διάδρομο της πλατείας στραμμένη προς τη σκηνή. Εικόνα επιβλητική σε σκηνογραφική όσο και ενδυματολογική επιτέλεση της Δήμητρας Λιάκουρα.
Επί σκηνής, σε μιαν άκρη ο μουσικός Νίκος Τουλιάτος περιτριγυρισμένος από τα μουσικά του όργανα, κάποια από αυτά ευτελή όπως λάστιχα, σκουπάκια, κουζινικά, δημιουργεί ήδη ηχοτοπία, άλλοτε υποβάλλοντας ατμόσφαιρα και άλλοτε μιμούμενος ήχους πουλιών, φτερουγίσματα, ρέοντα νερά. Ηχοτοπία που πρωταγωνιστούν στην παράσταση, ενταγμένα απόλυτα στη ροή της, δίνοντας την αίσθηση πραγματικών εξωτερικών χώρων.
Η εμφάνιση του βραβευμένου (Βραβείο Χορν) Κωνσταντίνου Μπιμπή στον ρόλο πρώτα του Ερμή, στη συνέχεια του Ίωνα γίνεται με τον ηθοποιό να φέρει μακριά μαύρη φούστα ενώ έχει τον κορμό του γυμνό καθώς πάνω σε αυτόν, με δακτυλομπογιές διαφορετικών χρωμάτων, θα σημαίνει την εναλλαγή προσώπων: κόκκινη διαγώνια γραμμή στον μπροστινό κορμό για τον Ίωνα, μπλε στις ωμοπλάτες για τον Ξούθο, μαύρη μπογιά στο πρόσωπο για τον Παιδαγωγό και άλλα που σβήνει ο ίδιος με ένα πανί για να βαφτεί αλλιώς, βουτώντας τα δάκτυλα στα σκηνικά αντικείμενα που τον περιβάλλουν ως πιατέλα προσφορών ή ως τρίποδες στον Δελφικό ναό.
Ο Μπιμπής προβαίνει σε ταχύτατες εναλλαγές προσώπων (και των συμβατικών χρωματικών δεικτών τους) και μέσω των τονισμών της φωνής ενώ αποκορύφωμα της υποκριτικής του δεινότητας αποτελούν οι διάλογοι προσώπων τους οποίους ερμηνεύει όπως αυτός μεταξύ δύο γυναικών του Χορού, εκείνος μεταξύ Ίωνα και Ξούθου και άλλοι στρέφοντας ή λικνίζοντας ανάλογα το σώμα, προεκτείνοντας σχεδόν χορευτικά τα χέρια, επιδεικνύοντας μια ενέργεια που αιχμαλωτίζει τον θεατή. Ένα σώμα που γεννά και ξαναγεννά τα διαφορετικά δραματικά πρόσωπα χωρίς να μειώνει στιγμή τις εντάσεις. Επτά πρόσωπα, τελικά, θα υποδυθεί ο Μπιμπής σε αυτό το υποκριτικό του ρεσιτάλ.
Η Δήμητρα Χατούπη, η αμέτοχη στην αρχική δράση Κρέουσα, μια παρουσία-απουσία αλλά που στην ουσία είναι η πρωταρχική πηγή της όλης σκηνικής δράσης , θα παραμείνει ακίνητη αλλά παίζοντας με τις λεπτές εκφράσεις του προσώπου της ή ανεπαίσθητες χειρονομίες, για μεγάλο διάστημα, ακόμα και όταν θα εισέλθει στον διάλογο, οπότε θα επιβληθεί με εργαλείο της τις διακυμάνσεις της φωνής της: εργαλείο που η ηθοποιός γνωρίζει να χειρίζεται άριστα, με επιδέξια χρήση όλων των τονικοτήτων αλλά και με πλήρη έλεγχο της οξύτητας που μπορεί να δημιουργήσουν εντάσεις ή συγκινήσεις του δραματικού προσώπου.
Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι η θέαση μιας ολόκληρης τραγωδίας μπορεί, μέσα από δύο πρόσωπα, να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή. Η Ιόλη Ανδρεάδη, προβλέποντας τις σωστές δόσεις κωμικότητας μέσα από τους επιτονισμούς των ηθοποιών της και την μελετημένη τους κίνηση, δικαιώνοντας έτσι το ερώτημα του κατά πόσο ο « Ίων »πρόκειται για αμιγώς τραγική υπόθεση αλλά και μη περιπίπτοντας σε ευκολίες χάρη στο εσωτερικό μέτρο της συνεπούς σκηνοθεσίας της, δημιούργησε με τα πλέον λιτά μέσα μια ποιητική, λαμπερή παράσταση με κύριο χαρακτηριστικό της τη φρέσκια, ολόδροση σκηνοθετική ματιά. Και δίνοντας την ευκαιρία στους δύο ηθοποιούς της, με τη σειρά τους, να λάμψουν και αυτοί.
Μια μόνη αντίρρηση: μετά την άνοδο στη σκηνή της Κρέουσας κατά τη σκηνή της αναγνώρισης με τον Ίωνα-γιο της, η θεοφάνεια της Αθηνάς και η εκφορά του λόγου της από τους δύο ηθοποιούς μοιάζει λίγο αμήχανη ως λύση, απονευρώνει όσα προηγήθηκαν. Μήπως θα πρέπει να βρεθεί εδώ μια άλλη εκδοχή; Η φωνητική παρέμβαση του Τουλιάτου ήταν η μόνη ενδιαφέρουσα. Μήπως να δοθεί σε αυτόν, με τη βοήθεια των μουσικών του ήχων, ο ρόλος; Θα συνιστούσε άλλωστε μια επανερμηνεία της όλης παρουσίας του.
Οι φωτογραφίες από το Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων είναι των Πάνου Μιχαήλ και Ηλία Κοτσιρέα.
Η παράσταση έχει προγραμματιστεί να παιχτεί μόνο τις εναπομείνασες Δευτέρες του Ιανουαρίου 2018.
«Αγαμέμνονας αναλόγιο»
Σε συρραφή των τραγωδιών «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Ευριπίδη και «Αγαμέμνων» του Αισχύλου προέβη ο νέος, με ενδιαφέρουσες προηγούμενες προτάσεις, σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Χατζής η οποία κατέληξε σε μια μάλλον αναλογική μορφή της υπόθεσης η οποία παρουσιάστηκες αρχικά στο Θέατρο Τέχνης.
Ως μουσική δωματίου φαντάστηκε το εγχείρημα ο σκηνοθέτης και γι’ αυτό επί σκηνής, βρίσκεται ο Διονύσης Βερβιτσιώτης με το βιολί του που αποδίδει θαυμάσια τη μουσική σύνθεση του Γιώργου Κουμεντάκη. Μουσική, ωστόσο, που λειτουργεί ως παύση της υπόθεσης, ένα ενδιαφέρον μουσικό διάλειμμα που παρεμβάλλεται ανάμεσα στον λόγο των ηθοποιών χωρίς να διεκδικεί κάποια οργανική σχέση μαζί τους.
Αναλόγια είναι τοποθετημένα σε μία γωνία του μεγάλου χώρου του Θεάτρου «Θησείον», όμοια με αυτό που έχει μπροστά του ο μουσικός ή με αυτό που έχει μπροστά της η Λήδα Πρωτοψάλτη. Η οποία, σαν μια γιαγιά που διαβάζει παραμύθι, αντλεί από αποσπάσματα λόγων των τραγικών προσώπων και κυρίως χορικά τα όσα προηγήθηκαν και τα όσα ακολούθησαν τον Τρωικό Πόλεμο, έως την άφιξη και δολοφονία του Αγαμέμνονα από την Κλυταιμνήστρα. Αργά, καθαρά, εύρυθμα, αλλά και χωρίς εναλλαγές, σε μετάφραση του Κ. Χ. Μύρη που χωρίς υπόκριση έχανε τη δύναμή της, η Πρωτοψάλτη ουσιαστικά πρόσφερε ένα ανάγνωσμα αναλογίου, ένα ανάγνωσμα που μάλλον παρέπεμπε σε επική παρά σε δραματική ποίηση.
Κάποιες στιγμές στην αφήγηση εισέρχεται ο άμεσος λόγος των προσώπων (Ιφιγένειας, Αγαμέμνονα, Κλυταιμνήστρας) την υπόκριση των οποίων αναλαμβάνει ο στα μαύρα (παντελόνι, πουκάμισο, φαρδιά γυαλιστερή ζώνη) νέος, ταλαντούχος ηθοποιός Γιώργος Παπαπαύλου. Ακολουθεί φωνητικές εναλλαγές για τα πρόσωπα, παίζει επιτυχώς με τους τονισμούς και τα «περιβάλλοντα φωνής» που αφορούν στη φυσιολογία των προσώπων, δίνει ένταση στον λόγο της Κλυταιμνήστρας καθώς είναι και η μοναδική φορά που θα βρεθεί σε κίνηση είτε τοποθετώντας τα αναλόγια σε παράταξη δημιουργώντας τον διάδρομο- χαλί που οδηγεί τον Αγαμέμνονα στο παλάτι είτε ανεβαίνοντας στον μικρό εξώστη του θεάτρου.
Η σκηνοθεσία, όμως, δεν του δίνει ουσιαστικές κινησιακές δυνατότητες (κίνηση της Χριστιάνας Φελούκα) καθώς το μεγαλύτερο διάστημα τον εγκλωβίζει ακίνητο στη σκηνή, στο ημίφως, όσο η Πρωτοψάλτη αφηγείται ή όσο παίζει το βιολί αλλά και όταν ο ίδιος υποκρίνεται. Στην ουσία, τον καθιστά ανενεργό ερμηνευτικά, εγκλωβισμένο σε λογική αφηγηματικού αναλογίου στο οποίο όμως αυτός δεν μετέχει.
Τελικά, η παράσταση παραπέμπει σε μουσική δωματίου με τρία όργανα τα οποία δεν συναντιούνται μεταξύ τους αλλά αλληλοδιαδέχονται, πλήρως ανεξάρτητα, το ένα το άλλο, με το απόλυτο σκοτάδι να συμβολίζει τα περάσματα. Ακόμα πιο εντυπωσιακό, η απουσία στοιχειώδους -έστω και έμμεσης- επαφής μεταξύ αφηγήτριας και υποκριτή προσώπων.
Η σκηνική εγκατάσταση (με τα αναλόγια) του Γιώργου Μπούρα είναι φτωχή σε σύλληψη ενώ η επιμέλεια κοστουμιών της Βασιλικής Σύρμα αντιστοιχεί εμφανώς σε περίπτωση αναλογίου. Γεγονός που οδηγεί στην υποψία ότι ο σκηνοθέτης αρκέστηκε και στήριξε ουσιαστικά το όλο επιτελεστικό γεγονός στην παρουσία της Λήδας Πρωτοψάλτη και στην αφήγησή της δίνοντας δευτερεύουσα σημασία στα υπόλοιπα στοιχεία. Όμως, αναρωτιέται κανείς γιατί να ακούσει σε αναλόγιο αποσπάσματα του Τρωικού Πολέμου μέσω τραγωδιών; Όταν σήμερα ακόμη και τα αφηγηματικά κείμενα δραματοποιούνται, προς τι η αφηγηματοποίηση της τραγωδίας; Σε αυτή την περίπτωση μήπως πιο ενδιαφέρον θα είχε να ακούσει κανείς την ίδια την Ιλιάδα; Μήπως θα ταίριαζε καλύτερα ακόμη και στην αίσθηση που εξέπεμπε η Λήδα Πρωτοψάλτη;
Ευγενής επισήμανση: Καλό θα ήταν να μην καταργηθεί το εθιμοτυπικό να προσφέρεται στον κριτικό θεάτρου το όποιο υπάρχον πρόγραμμα της παράστασης καθώς δεν πρόκειται για δωρεά αλλά για εργαλείο του λειτουργήματός του, αυτού που, στην ουσία. υπηρετεί την παράσταση.
Οι φωτογραφίες είναι του Χάρη Γερμανίδη.
* Καθηγητής Σημειωτικής του Θεάτρου και Θεωρίας της Επιτέλεσης στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών.