Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Απλή αριθμητική (1)

«..ένα κι ένα κάνουν δυο – δε θέλει δα πολύ μυαλό..» υποστηρίζει ο Γιάννης Νεγρεπόντης σε αλέγκρο ρυθμό και η..

«..ένα κι ένα κάνουν δυο – δε θέλει δα πολύ μυαλό..» υποστηρίζει ο Γιάννης Νεγρεπόντης σε αλέγκρο ρυθμό και η γήινη, υλική απλότητα των συμπερασμάτων που ακολουθούν το στίχο αυτό, μας αφήνει ακόμα και σήμερα άφωνους.

Στο θαυμαστό κόσμο της φιλοσοφίας και της ιστορίας των μαθηματικών ωστόσο, τα πράγματα εμφανίζονται να είναι λιγότερα απλά. Η λογική συναντά την έννοια της δημιουργίας, της δημιουργίας νέων και της επιλογής συμβατών μεταξύ τους αξιωμάτων. Το ένα λοιπόν έπεται του μηδενός και καθώς το μηδέν δεν αποτελεί μόνο έναν αριθμό αλλά και μία θέση, υπενθυμίζουμε ότι δεν είναι ούτε θετικός, ούτε αρνητικός αριθμός αλλά ουδέτερος και συνεπώς δε φέρει πρόσημο. Άλλωστε, η θεωρία είναι αυτή που μας διδάσκει – χωρίς καμία επιφύλαξη – ότι το μηδέν είναι ο αριθμός του οποίου η ποσότητα είναι μεγέθους ανύπαρκτου..

Τα ανωτέρω χαρακτηριστικά του μηδενός προφανώς θεωρήθηκαν ιδανικά από το νομοθετικό κονκλάβιο της Μ. Βρετανίας, το οποίο επέλεξε να νομιμοποιήσει άλλη μία από τις πολλαπλές παραλλαγές των ευέλικτων, «μη τυπικών» εργασιακών σχέσεων και να ονομάσει αυτή ως «σύμβαση μηδενικών ωρών» (zerohours contracts). Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή, ο εκάστοτε εργοδότης δεν υποχρεούται, δε δεσμεύεται σε προσφορά εργασίας στον εκάστοτε εργαζόμενο και επομένως, αφού δεν υπάρχει προσφορά εργασίας, δύναται να θεωρήσει κανείς συμβατά μεταξύ τους τα ακόλουθα αξιώματα…ότι δηλαδή, ούτε παροχή εργασίας υφίσταται τελικά, ούτε υποχρέωση αμοιβής, ούτε φυσικά ζητήματα εκμετάλλευσης και παραγωγής υπεραξίας τίθενται. Για εργασιακά δικαιώματα δε, ούτε λόγος να γίνεται αφού «..ένα κι ένα κάνουν δυο..» και «μηδέν από μηδέν .. μηδέν.». Έχει ήδη επισημανθεί στον ελληνικό και ξένο τύπο – με αφορμή την αύξηση του ποσοστού των συμβάσεων αυτών από το έτος 2008 έως και σήμερα – ότι κάθε άλλο παρά καινοφανείς είναι. Αποτελούν μία μόνο από τις μορφές αλλά και τις ονομασίες2 που μπορεί να λάβει η ολοένα και πιο γενικευμένη τάση ευελιξίας στην αγορά εργασίας, της οποίας η αφετηρία εντοπίζεται ήδη στη δεκαετία του 1980 και αφορούσε τότε αφενός στις γυναίκες και αφετέρου στους λιμενεργάτες και στους εργάτες στον κατασκευαστικό κλάδο3.

Επειδή ούτε δυνατό είναι, ούτε και χρήσιμο σε επίπεδο συλλογικών διεκδικήσεων να παραγνωρίσει ή να υποτιμήσει κανείς την κυρίαρχη πλέον αυτή τάση προσωρινότητας και ευελιξίας των εργασιακών σχέσεων, η ψύχραιμη ανάγνωση της εργοδοτικής πρακτικής που η παραπλανητική ονομασία της «σύμβασης μηδενικών ωρών» υποκρύπτει, μάλλον είναι αναγκαία. Κατά πρώτον, ας τελειώνουμε μια και καλή με το εργοδοτικό ψεύδος της «μηδενικής» παροχής εργασίας, δηλαδή μεγέθους «ανύπαρκτου και φανταστικού». Η ετοιμότητα προς εργασία ακόμα και όταν δε συνιστά τυπική μορφή και θετική εκδήλωση ανθρώπινης δραστηριότητας, είναι εργασία, καθώς απαιτεί εγρήγορση των σωματικών και πνευματικών δυνάμεων του εργαζομένου, την ενεργό επιφυλακή του, την παραμονή του ακόμα και εκτός του τόπου εργασίας με την άρρητη μεν, υπαρκτή δε απαίτηση του εργοδότη ή των εργοδοτών ανά πάσα στιγμή να είναι σε θέση να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Κατά δεύτερον, ας ριψοκινδυνεύσουμε την εκτίμηση ότι «ουδετερότητα» δεν υφίσταται, το «μηδέν είναι σύμβολο κράτησης θέσης σε θεσιακά συστήματα»4. Άρα λοιπόν ας μη γελιόμαστε, το πρόσημο των «μηδενικών ωρών» μόνο ταξικό μπορεί να είναι καθώς είναι θετικό για το κεφάλαιο ελαχιστοποιώντας το κόστος της παρεχόμενης εργασίας και αρνητικό για τον εργαζόμενο, του οποίου η εκμετάλλευση αυξάνεται καθώς η εργασία του εντατικοποιείται κάθε φορά που η αμοιβή του αφορά αποκλειστικά στη στενά οριζόμενη και «πυκνά» παρεχόμενη εργασία σε ώρες που ο εργοδότης κρίνει ότι χρειάζεται τη συγκεκριμένη και μόνο παροχή. Το επιχείρημα δε που αρθρώνεται στη Μ. Βρετανία ότι αυτός ο τύπος των συμβάσεων ευνοεί τον εφεδρικό εργαζόμενο αφού καθίσταται «κύριος του εαυτού του» έχοντας τη δυνατότητα να οργανώσει ο ίδιος το πρόγραμμά του και να ρυθμίσει με τρόπο που τον εξυπηρετεί την προσωπική και οικογενειακή του ζωή, διότι δεν απαιτείται σχέση αποκλειστικότητας με τον εργοδότη αλλά αντίθετα δύναται ελεύθερα να διαθέσει την εργασιακή του δύναμη σε περισσότερους του ενός, δεν θα μπούμε στον κόπο να το αντικρούσουμε, απλά θα παραπέμψουμε στον Εβγκένι Πασουκάνις ο οποίος ουκ ολίγα έχει επισημάνει σχετικά με την περίφημη αυτή ελευθερία κίνησης και επιλογής των εργαζομένων.

Και για να κλείσουμε σε σχήμα κύκλου που για το μεν κεφάλαιο μάλλον συνιστά μια συγγενή αναπαράσταση του «μηδενός» ενώ για τον εργαζόμενο μια σαφή εικόνα του τροχού, ας επαναλάβουμε τους στίχους του Γιάννη Νεγρεπόντη: «…ποτέ να μη σου φεύγει απ’ το μυαλό τα χέρια σου δυο μηχανές νοικιάζεις σε μηχανισμό..».

1 Δανειζόμαστε το τίτλο από το ομώνυμο τραγούδι του Γιάννη Νεγρεπόντη.

2 Άλλες ονομασίες «μη τυπικών», ευέλικτων εργασιακών σχέσεων είναι οι εξής: ‘’reservist’’, ‘’on call’’, ‘’as and when contracts’’, ‘’regular casuals, ‘’keytime workers’’.

3 Abi Adams, Mark Freedland, and Jeremias Prassl, ‘’The zero-hours contract: Regulating Casual Work, or Legitimating Precarity?’’ σ.σ.3-4.

4 https://el.wikipedia.org/wiki/0_

Σχετικά θέματα

Απόψεις