Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

59ο Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: Ματιές στα Βαλκάνια

Ένα από τα πιο γερά τμήματα του Διεθνούς Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το τμήμα Βαλκανικού Κινηματογράφου, φέρνει κάθε χρόνο στη Θεσσαλονίκη παλιές..

Ένα από τα πιο γερά τμήματα του Διεθνούς Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το τμήμα Βαλκανικού Κινηματογράφου, φέρνει κάθε χρόνο στη Θεσσαλονίκη παλιές και καινούργιες ταινίες και νέους σκηνοθέτες, «οργισμένους Βαλκάνιους», που γράφουν και σκηνοθετούν πολύ ενδιαφέρουσες ιστορίες. Που αφορούν όλους.

Συνέντευξη με τον σκηνοθέτη Ιβάν Σάλατιτς

Ο Σάλατιτς είναι παιδί της διαλυμένης Γιουγκοσλαβίας. Γεννήθηκε στο Ζάγκρεμπ, μεγάλωσε στο Μαυροβούνιο, ζει στο Βελιγράδι. Οι γονείς του από τη Σερβία και την Κροατία. «Χώρισαν κι αυτοί όπως χώρισε η χώρα».

Έχοντας ήδη γυρίσει τέσσερις ταινίες μικρού μήκους, ήρθε στο φεστιβάλ με την πρώτη του μεγάλου μήκους μυθοπλασία «Έχεις τη νύχτα». Μια ταινία με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία, γυρισμένη στην παραθαλάσσια πόλη του Μαυροβουνίου όπου μεγάλωσε.  Μια ευαίσθητη και ειλικρινής καταγραφή μιας πόλης που ζει τις συνέπειες του κλεισίματος του ναυπηγείο στις ζωές των κατοίκων του: ακρωτηριασμένοι ψυχικά, καταθλιπτικοί και δυσλειτουργικοί, οι ήρωες του Σάλατιτς, πρόσωπα γνώριμα της παιδικής του ηλικίας, κυκλοφορούν σαν φαντάσματα του εαυτού τους με φόντο το εγκαταλελειμμένο εργοτάξιο.

– «Η πόλη ζούσε γύρω από το ναυπηγείο της. Ο πατέρας μου δούλεψε εκεί όλη του τη ζωή. Όταν έκλεισε το ναυπηγείο, άρχισε να παραπαίει και η κοινότητα. Και να διαλύεται η οικογένεια».

Τι σήμαινε για τους εργαζόμενους το ναυπηγείο;

– Όλοι μου είπαν πως το ναυπηγείο δεν ήταν μόνο η δουλειά που τους έδινε χρήματα, ήταν κάτι παραπάνω. Έδινε νόημα στη ζωή τους. Όταν έκλεισαν τα ναυπηγεία ήταν σαν να έχασαν την ταυτότητα τους. Αυτό μου λένε και τους πιστεύω.

Ποια ήταν η πρώτη σκέψη για το γύρισα της ταινίας;

– Γυρίζοντας αυτή την ταινία ήθελα να αποτυπώσω το πέρασμα από το προηγούμενο καθεστώς, από τη σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβία, στην επόμενη φάση, στο νεοφιλελευθερισμό και ο,τι αυτός συνεπάγεται. Τη διάλυση της κοινότητας. Της οικογένειας. Αυτό το βλέπουμε σε όλο τον κόσμο σήμερα. Εγώ το δείχνω μέσα από μια κατάσταση που γνωρίζω πολύ καλά.

Πως θα περιέγραφες την κινηματογραφική γλώσσα που χρησιμοποιείς;

– Το γύρισμα μου δεν είναι αργό, αντίθετα θα έλεγα πω είναι μάλλον γρήγορο, τα πλάνα διαδέχονται το ένα το άλλο. Είναι όμως ελλειπτικό, μινιμαλιστικό, ο θεατής θα πρέπει να συμπληρώσει κομμάτια της ιστορίας, να καταλάβει τι συμβαίνει ανάμεσα στη μία λήψη και την άλλη. Να σκέφτεται. Κάθε πλάνο μου είναι αυτό ακριβώς που θέλω να πω, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.  Και είναι πλήρες στα μηνύματα που θέλει να μεταφέρει. Δεν έχουν πολλούς διαλόγους οι ταινίες μου. Θέλω να ‘ακούγεται’ η σιωπή, όσο αμήχανη κι αν είναι.

Όπως για παράδειγμα το εξαιρετικό πλάνο με το ομοίωμα που καίγεται δίπλα στη θάλασσα…

– Αυτό συμπυκνώνει όσα έλεγα πριν. Είναι καρναβάλι και καίνε ένα ομοίωμα του καρνάβαλου. Η γιορτή όμως είναι άτονη, πολλοί λίγοι άνθρωποι, χωρίς κέφι, είναι ακριβώς η εικόνα μιας κοινότητας που αργοπεθαίνει. Ένα άλλο σημείο στο οποίο εστιάζω είναι το πώς τα τσιμεντένια κτίρια του ναυπηγείου ενώνονται με το φυσικό τοπίο, καθώς η βλάστηση απλώνεται γύρω τους και επάνω τους. Και δημιουργείται έτσι ένα νέο τοπίο, κι αυτό είναι το σκηνικό στο οποίο ζουν οι ήρωες μου.

Πως είναι η νέα γενιά σκηνοθετών στις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας;

– Συνεργαζόμαστε πολύ μεταξύ μας. Μερικές φορές είναι σαν μην έχει διαλυθεί η χώρα. Το κέντρο του κινηματογράφου είναι στο Βελιγράδι, αλλά όλα τα κράτη τώρα ιδρύουν κέντρα κινηματογράφου και χρηματοδοτούν ταινίες. Με πολύ λίγα χρήματα είναι η αλήθεια. Η χρηματοδότηση της ταινίας μου έγινε κατά κύριο λόγο από το Μαυροβούνιο.

Πώς είναι να γεννηθείς σε μια χώρα που δεν υπάρχει πια;

– Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας παραμένει μια ανοιχτή πληγή. Ακόμα κι εμείς που δεν τη ζήσαμε πολύ δεν μπορούμε να το ξεπεράσουμε. Είναι βράδια που καθόμαστε μέχρι αργά έξω στο Βελιγράδι και, από μια ώρα και μετά, οι συζητήσεις στρέφονται γύρω από αυτό το θέμα. Ταυτιζόμαστε πιο πολύ με τους παππούδες μας παρά με τους γονείς. Αισθανόμαστε κάπου ότι οι γονείς μας δεν έκαναν όσα μπορούσαν να κάνουν για να μείνει ενωμένη η Γιουγκοσλαβία. Άφησαν τους εθνικισμούς τους να νικήσουν.

Ήταν στόχος σου αυτές οι σκέψεις να αποτυπωθούν στην ταινία;

– Δεν θέλω να κατηγοριοποιηθώ ως ‘ανατολικοευρωπαίος’ σκηνοθέτης αλλά ναι, δεν μπορείς να το αποφύγεις να θίξεις κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα μέσα από μια ταινία. Στις παρουσιάσεις της ταινίας πάντα με ρωτούν για πολιτικά θέματα, όπως έγινε και εδώ. Θέλουν να δουν τη δική τους άποψη για το τι έγινε στη Γιουγκοσλαβία. Εγώ όμως θέλω να τους πω τη δική μου ιστορία, το πώς εγώ αντιλαμβάνομαι τα πράγματα.

Σκέφτεσαι να αρχίσεις την επόμενη ταινία σου άμεσα;

– Ναι, έχω πολλές ιδέες. Θέλω να γυρίσω μια ταινία που θα τοποθετείται χρονικά στο αμέσως προηγούμενο διάστημα πριν από τον πόλεμο, να υπάρχει ο πόλεμος ως απειλή αλλά να μην φαίνεται. Και ίσως μια ταινία για την αντίσταση των παρτιζάνων ενάντια στους Ναζί. Η επόμενη ταινία μου θα είναι η ζωή ενός μαυροβούνιου ιερέα, ποιητή και αντιστασιακού του 19ου αιώνα. Τα γυρίσματα θα γίνουν στο Μαυροβούνιο και την Ιταλία. Είναι δύσκολο να προσεγγίζεις τέτοιες προσωπικότητες, στα Βαλκάνια εκεί που υπάρχει αντίσταση ελλοχεύει πάντα ο εθνικισμός. Είναι όμως σημαντικό να ασχοληθούμε με την νεώτερη και πιο πρόσφατη ιστορία μας.

Γιατί «Έχεις τη νύχτα»; Δεν ακούγεται κάπως απαισιόδοξο;

– Η νύχτα μπορεί να είναι κάτι που σε φοβίζει, τρομακτικό, τη νύχτα όμως γίνονται και πολλά σημαντικά πράγματα, τη νύχτα δρούσαν οι αντάρτες.

 

Σχετικά θέματα

Απόψεις