Το 41,5% του ΑΕΠ έφθασαν τα φορολογικά έσοδα στη χώρα μας το 2018, σύμφωνα με τη Eurostat, δίνοντας στην Ελλάδα την 8η θέση στην Ε.Ε. και ξεπερνώντας τον κοινοτικό μέσο όρο.
Την υπέρογκη αύξηση των φορολογικών και ασφαλιστικών βαρών που επωμίστηκαν οι πολίτες και οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα στη διάρκεια της κρίσης αναδεικνύουν τα στοιχεία της Eurostat για το άθροισμα των φόρων και των καθαρών ασφαλιστικών εισφορών ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) το 2018.
Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, μεταξύ 2007 και 2018 τα φορολογικά έσοδα στη χώρα μας αυξήθηκαν κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ –από το 33,5% του ΑΕΠ το 2007 στο 41,5% πέρυσι–, γεγονός που οφείλεται πρωτίστως στη φοροκαταιγίδα της περιόδου των Μνημονίων και δευτερευόντως στη συρρίκνωση του ΑΕΠ.
Σύμφωνα με το Newmoney την περυσινή χρονιά η Ελλάδα διατήρησε την 8η θέση στον κατάλογο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το υψηλότερο ποσοστό φόρων και καθαρών ασφαλιστικών εισφορών ως προς το ΑΕΠ τους. Το ποσοστό αυτό παρέμεινε στο 41,5% για τρίτη συνεχή χρονιά, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ανήλθε στο 40,3% και ο μέσος όρος της ευρωζώνης στο 41,7% (έναντι 40,2% και 41,5% αντιστοίχως το 2017).
Τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας αποτυπώνουν επίσης την εντυπωσιακή αναντιστοιχία ανάμεσα στα επίπεδα της έμμεσης φορολογίας και στα επίπεδα των εσόδων από τον ΦΠΑ στην Ελλάδα. Ενώ το ποσοστό των φόρων στην παραγωγή και στις εισαγωγές (ΦΠΑ, ειδικοί φόροι κατανάλωσης κ.λπ.) φθάνει το 17,1% του ΑΕΠ και είναι το 4ο υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μόνο το 8,3% προέρχεται από τον ΦΠΑ, κατατάσσοντας την Ελλάδα 13η. Παρόλα αυτά, η αναλογία των εσόδων από τον ΦΠΑ επί των συνολικών έμμεσων φορολογικών εσόδων είναι υψηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (7,1% του ΑΕΠ) και τον μέσο όρο της ευρωζώνης (6,9%), εξαιτίας της αύξησης των συντελεστών ΦΠΑ που επιβλήθηκε στο πλαίσιο του 3ου Μνημονίου.
Πιο αναλυτικά, από τα στοιχεία της Eurostat για το 2018 προκύπτει ότι:
-Το μεγαλύτερο μέρος των φορολογικών εσόδων –17,1% του ΑΕΠ– προήλθε από τους έμμεσους φόρους, που αποτελούν την πιο άδικη μορφή φορολογίας, καθώς η επιβάρυνση που προκαλούν στις τελικές τιμών προϊόντων και υπηρεσιών είναι ίδια για όλους τους φορολογούμενους, ανεξαρτήτως του εισοδήματός τους. Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος διαμορφώθηκε αισθητά χαμηλότερα, στο 13,6%, και ο μέσος όρος της ευρωζώνης στο 13,3%.
-Οι φόροι στο εισόδημα, την περιουσία κτλ., δηλαδή οι άμεσοι φόροι, παρά τις διαδοχικές αυξήσεις, είναι χαμηλότεροι από τους μέσους όρους της Ε.Ε. και της ευρωζώνης (13,2% του ΑΕΠ και 13% αντιστοίχως) και ανέρχονται στο 10,1% του ΑΕΠ, κατατάσσοντας τη χώρα μας 15η στην Ευρωπαϊκή Ένωση μαζί με την Πορτογαλία.
-Από τους άμεσους φόρους, το 6,2% του ΑΕΠ προέρχεται από φόρους στο ατομικό ή οικογενειακό εισόδημα, έναντι μέσου όρου 9,5% στην Ε.Ε. και στην ευρωζώνη. Η παραπάνω αναλογία δίνει στην Ελλάδα την 16η θέση στην Ε.Ε. Οι φόροι στο εισόδημα και τα κέρδη των επιχειρήσεων αποτελούν μόλις το 2,2% του ΑΕΠ επί των άμεσων φόρων, κατατάσσοντας την Ελλάδα 19η μαζί με τη Βουλγαρία, ενώ ο κοινοτικός μέσος όρος και ο μέσος όρος της ευρωζώνης διαμορφώνονται στο 2,7%.
-Οι καθαρές ασφαλιστικές εισφορές ανήλθαν στο 14,2% του ΑΕΠ και ήταν οι ένατες υψηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο μέσος όρος της Ε.Ε. ανήλθε στο 13,3% και εκείνος της ευρωζώνης στο 15,2%
Πανευρωπαϊκό ρεκόρ αύξησης φορολογικών βαρών στα χρόνια της κρίσης
Το άλμα που έκαναν τα φορολογικά έσοδα στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ μεταξύ 2007 και 2018 αποτελεί πανευρωπαϊκό ρεκόρ. Η δεύτερη μεγαλύτερη αύξηση έφθασε τις 5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ και σημειώθηκε στη Σλοβακία (από 29,3% σε 34,3%), ενώ η τρίτη μεγαλύτερη ήταν 3,9 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ και κατεγράφη στη Γαλλία (από 44,5% σε 48,4%).
Στον αντίποδα, η Ιρλανδία και η Κύπρος, μολονότι δοκιμάστηκαν και αυτές από Μνημόνια, είχαν χαμηλότερα φορολογικά έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ τους το 2018 σε σύγκριση με το 2007. Η μεν Ιρλανδία μείωσε το ποσοστό της κατά 9,1 ποσοστιαίες μονάδες (από 32,1% σε 23%), η δε Κύπρος κατά 2,3 ποσοστιαίες μονάδες (από 36,1% σε 33,8%). Στην Πορτογαλία υπήρξε αύξηση, αλλά ήταν πολύ μικρότερη απ’ ό,τι στη χώρα μας (2,2 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, από 35% το 2007 σε 37,2% το 2018).
Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι μεταξύ 2015 και 2016, δηλαδή κατά τον πρώτο χρόνο διακυβέρνησης της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ, τα φορολογικά έσοδα και οι καθαρές ασφαλιστικές εισφορές αυξήθηκαν κατά 1,9 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ και έκτοτε σταθεροποιήθηκαν στο 41,5% του ΑΕΠ. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη αύξηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Στη δεύτερη θέση ισοβαθμούν με αύξηση κατά 1,4 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ η Ολλανδία και η Σουηδία και έπεται στην τρίτη θέση η Λετονία με 1,1%. Συνολικά τα φορολογικά έσοδα αυξήθηκαν μεταξύ 2015 και 2016 σε 17 από τις 28 χώρες της Ε.Ε.
Γαλλία, Βέλγιο, Δανία πρωταθλήτριες στο ποσοστό φόρων επί του ΑΕΠ
Όπως επισημαίνει η Eurostat, το ποσοστό των φόρων επί του ΑΕΠ διαφέρει σημαντικά μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε., με το υψηλότερο μερίδιο φόρων και ασφαλιστικών εισφορών ως ποσοστό του ΑΕΠ να καταγράφεται το 2018 στη Γαλλία (48,4%), στο Βέλγιο (47,2%) και στη Δανία (45,9%). Ακολουθούν η Σουηδία (44,4%), η Αυστρία (42,8%), η Φινλανδία (42,4%) και η Ιταλία (42,0%). Στον αντίποδα βρίσκονται η Ιρλανδία (23,0%) και η Ρουμανία (27,1%), οι οποίες προηγούνται της Βουλγαρίας (29,9%), της Λιθουανίας (30,5%) και της Λετονίας (31,4%).
Η μεγαλύτερη αύξηση του ποσοστού των φόρων επί του ΑΕΠ μεταξύ 2017 και 2018 σημειώθηκε στο Λουξεμβούργο (από 39,1% το 2017 σε 40,7% το 2018). Έπονται η Ρουμανία (από 25,8% σε 27,1%) και η Πολωνία (από 35,0% σε 36,1%). Συνολικά, αύξηση κατεγράφη σε 16 από τα 28 κράτη-μέλη της Ε.Ε. Μείωση υπήρξε σε 7 κράτη, ενώ 5 παρέμειναν σταθερά. Οι μεγαλύτερες μειώσεις σημειώθηκαν στη Δανία (από 46,8% το 2017 σε 45,9% το 2018), στην Ουγγαρία (από 38,4% σε 37,6%) και στη Φινλανδία (από 43,1% σε 42,4%).
Η Eurostat παρατηρεί ότι οι φόροι στην παραγωγή και στις εισαγωγές αποτέλεσαν πέρυσι το μεγαλύτερο κομμάτι των φορολογικών εσόδων στην Ε.Ε., αντιστοιχώντας στο 13,6% του ΑΕΠ. Με μικρή διαφορά ακολουθούν οι καθαρές ασφαλιστικές εισφορές (13,3%) και οι φόροι στο εισόδημα και στην περιουσία (13,2%). Σε επίπεδο ευρωζώνης η κατάταξη ήταν ελαφρώς διαφορετική, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των φορολογικών εσόδων προήλθε από τις καθαρές ασφαλιστικές εισφορές (15,2%) και ακολούθησαν οι φόροι στην παραγωγή και στις εισαγωγές (13,3%) και οι φόροι στο εισόδημα και στην περιουσία (13,0%).
Μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε. επικρατεί μεγάλη ποικιλία ως προς την προέλευση των φορολογικών εσόδων. Το μερίδιο των φόρων στην παραγωγή και στις εισαγωγές ήταν υψηλότερο το 2018 στη Σουηδία (22,4% του ΑΕΠ), στην Κροατία (20,1%) και στην Ουγγαρία (18,6%) και χαμηλότερο στην Ιρλανδία (8,0%), στη Ρουμανία (10,7%) και στη Γερμανία (10,8%). Όσον αφορά στους φόρους στο εισόδημα και στην περιουσία, το υψηλότερο ποσοστό ήταν μακράν αυτό της Δανίας (28,9% του ΑΕΠ), με τη Σουηδία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο να ακολουθούν (18,6%, 16,8% και 16,4% αντιστοίχως). Αντιθέτως, Ρουμανία (4,9%), Λιθουανία (5,7%) και Βουλγαρία (5,8%) είχαν τους χαμηλότερους φόρους στο εισόδημα και στην περιουσία ως ποσοστά του ΑΕΠ τους.
Οι καθαρές ασφαλιστικές εισφορές αποτελούσαν μεγάλο ποσοστό του ΑΕΠ στη Γαλλία (18,0%) και στη Γερμανία (17,1%), σε αντίθεση με τη Δανία (μόλις 0,9% του ΑΕΠ), τη Σουηδία (3,4%) και την Ιρλανδία (4,2%).