Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Το Κεφάλαιο και η Οικολογία των Ασθενειών

του John Bellamy Foster, Brett Clark και Hannah Holleman* -- Μετάφραση: Βασίλης Ζουμπουρλής, Μαρία Αδαμάκη και Μαρία Γουλιελμάκη

To InS (InScience — Διαδικτυακό περιοδικό για την Επιστήμη και την Τεχνολογία) παρουσίασε το άρθρο των Αμερικανών Πανεπιστημιακών, John Bellamy..

To InS (InScience — Διαδικτυακό περιοδικό για την Επιστήμη και την Τεχνολογία) παρουσίασε το άρθρο των Αμερικανών Πανεπιστημιακών, John Bellamy Foster, Brett Clark και Hannah Holleman “Κεφάλαιο και Οικολογία των Ασθενειών”. Η μετάφραση έγινε από τους Β. Ζουμπουρλή, Μ. Αδαμάκη και Μ. Γουλιελμάκη.   Πρόκειται για μια αναλυτική ιστορική αναδρομή στις προσπάθειες και τους αγώνες πρωτοπόρων επιστημόνων τον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ου για να φωτιστούν και αναδειχθούν οι κοινωνικές παράμετροι που χαρακτηρίζουν την εξάπλωση των επιδημιών. Ένα άρθρο μεγάλο μεν σε μέγεθος που αξίζει όμως να διαβαστεί.

To «A Court for King Cholera», ένα γνωστό καρτούν του John Leech που εμφανίστηκε στο περιοδικό Punch το 1852 προσφέρει μια σατιρική ματιά στον αντίκτυπο της πανδημίας της χολέρας στα αστικά κέντρα της βιομηχανικής επανάστασης.

«Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι», έγραψε ο Φρίντριχ Ένγκελς (Friedrich Engels) στο βιβλίο Σοσιαλισμός: Ουτοπικός και Επιστημονικός, «όλοι γεννήθηκαν φυσικοί διαλεκτικοί». Αυτή η διαλεκτική, υλιστική και οικολογική προσέγγιση στην επιδημιολογία (από την αρχαία ελληνική λέξη επί, που σημαίνει πάνω ή από πάνω, και από το δήμος, δηλαδή οι άνθρωποι) επεξηγείται στο κλασικό κείμενο του Ιπποκράτη (Περί Αέρων, Υδάτων και Τόπων) (περίπου 400 π.Χ.), το οποίο ξεκινούσε ως εξής:

«Όποιος επιθυμεί να διερευνήσει σωστά την ιατρική, πρέπει να προχωρήσει ως εξής: πρώτον, να εξετάσει τις εποχές του έτους και ποιες επιπτώσεις επιφέρει η καθεμιά, γιατί δεν είναι όλες όμοιες, αλλά διαφέρουν μεταξύ τους όσον αφορά τις αλλαγές τους. Στη συνέχεια τους ανέμους, τη ζέστη και το κρύο, ειδικά όπως αυτά είναι κοινά σε όλες τις χώρες, και όπως είναι ιδιαίτερα σε κάθε τοποθεσία. Πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη τις ιδιότητες των υδάτων, διότι διαφέρουν μεταξύ τους στη γεύση και το βάρος, όπως επίσης διαφέρουν πολύ στις ποιότητές τους.

Με τον ίδιο τρόπο, όταν κάποιος επισκέπτεται για πρώτη φορά μια πόλη στην οποία είναι ξένος, πρέπει να εξετάσει την κατάσταση που επικρατεί στην πόλη αυτή, για παράδειγμα την τοποθεσία ως προς στους ανέμους και την ανατολή του ηλίου…. Αυτά τα πράγματα πρέπει κανείς να τα εξετάσει προσεκτικά και σχετικά με τα νερά που χρησιμοποιούν οι κάτοικοι, είτε είναι ελώδη και μαλακά, είτε σκληρά, και τρέχουν από υπερυψωμένες βραχώδεις περιοχές, και έπειτα εάν είναι αλμυρά και ακατάλληλα για μαγείρεμα, και το έδαφος, εάν είναι γυμνό και ανεπαρκές σε νερό, ή δασώδες και καλά ποτισμένο, και αν βρίσκεται σε μια κοίλη ή περιορισμένη κατάσταση, ή αν είναι ανυψωμένο και κρύο. Καθώς και τον τρόπο με τον οποίο ζουν οι κάτοικοι, και ποιες είναι οι αναζητήσεις τους, αν τους αρέσει να πίνουν και να τρώνε υπερβολικά, και να έχουν αδράνεια, ή αν αγαπούν την άσκηση και την εργασία…

Γιατί αν κάποιος γνωρίζει όλα αυτά τα πράγματα καλά, ή τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος τους, δεν μπορεί να μην γνωρίζει, όταν έρχεται σε μια ξένη πόλη, είτε τις ασθένειες που είναι ιδιαίτερες στον τόπο, είτε τη συγκεκριμένη φύση των κοινών ασθενειών, ώστε να μην έχει αμφιβολίες ως προς τη θεραπεία των ασθενειών, ούτε να διαπράξει λάθη, όπως πιθανότατα συμβαίνει στην περίπτωση που κάποιος δεν είχε εξετάσει προηγουμένως τα θέματα αυτά. Και ειδικότερα, καθώς προχωρά η σεζόν και το έτος, μπορεί κανείς να προβλέψει ποιες επιδημικές ασθένειες θα προσβάλουν την πόλη, είτε το καλοκαίρι είτε το χειμώνα, και τι θα κινδυνεύει να βιώσει κάθε άτομο από την αλλαγή του καιρού… Διότι με τις εποχές υφίστανται αλλαγές και τα πεπτικά συστήματα των ανθρώπων».

Ένα βασικό στοιχείο αυτής της άποψης ήταν η έννοια μιας διαλεκτικής σχέσης μεταξύ του σώματος και του περιβάλλοντος, έτσι ώστε το σώμα να βρίσκεται ή να ενσωματωθεί σε ένα συγκεκριμένο τόπο και σε συγκεκριμένες φυσικές συνθήκες (αέρας και νερό), δημιουργώντας ένα όραμα, όπως ανέφερε ο ιστορικός της ιατρικής Charles E. Rozenberg, το οποίο ήταν «ολιστικό και ενοποιητικό – που θα μπορούσε κανείς να το ονομάσει τόσο οικολογικό όσο και κοινωνιολογικό».

Σίγουρα, στην αρχαία Ελλάδα, η ιατρική ήταν δύο επιπέδων. Οι σκλάβοι είχαν σκλάβους γιατρούς και οι πολίτες είχαν πολίτες γιατρούς, οι οποίοι δρούσαν υπό πολύ διαφορετικές συνθήκες. Ο Ιπποκράτης, στο σύγγραμμά του Περί Αέρων, Υδάτων και Τόπων, έγραφε ειδικά για τους πολίτες γιατρούς, και έτσι η συγκεκριμένη διατριβή αντικατοπτρίζει την ταξική φύση της ελληνικής κοινωνίας. Ωστόσο, το κείμενο αποτέλεσε μια γενική προσέγγιση που έμελλε να επηρεάσει την μεταγενέστερη ανάπτυξη της επιδημιολογίας για χιλιάδες χρόνια.

Ο μεγάλος κληρονόμος της περιβαλλοντικής και διαλεκτικής προσέγγισης της υγείας στην πρώιμη καπιταλιστική εποχή ήταν ο Bernardino Ramazzini (1633-1714), του οποίου το πρωτοποριακό έργο «Οι Ασθένειες των Εργαζομένων» (The Diseases of Workers)  ήταν, όπως τόνισε ο Καρλ Μάρξ στο Κεφάλαιο, η θεμελιώδης διατριβή της «βιομηχανικής παθολογίας» ή αυτό που είναι τώρα γνωστό ως το πεδίο της επαγγελματικής και περιβαλλοντικής υγείας. Ο Ramazzini διερεύνησε τις επαγγελματικές ασθένειες που σχετίζονταν με μεταλλωρύχους, επιχρυσωτές, χημικούς, ζωγράφους, εργάτες θείου, σιδηρουργούς, καθαριστές ιδιωτικών σκαφών, καθαριστές υφασμάτων, πρεσαδόρους, βυρσοδέψες, καπνεργάτες, μεταφορείς πτωμάτων, μαίες, παραμάνες, ζυθοποιούς, αρτοποιούς, εργάτες ελαιοτριβείων, λιθοξόους, πλύστρες, αγρότες, εργαζόμενους σε ορθοστασία, εργαζόμενους καθισμένους και πολλές άλλες επαγγελματικές κατηγορίες και εργασιακές συνθήκες. Συνειδητά ενσωμάτωσε την αντίληψη του Περί Αέρων, Υδάτων και Τόπων υπερβαίνοντας τη διαφοροποίηση που υπήρχε στην ελληνική ιατρική μεταξύ ελεύθερου πολίτη και σκλάβου, και εξετάζοντας τις περιβαλλοντικές συνθήκες των επαγγελμάτων των πιο χαμηλών ταξικά στρωμάτων. Έγραψε: «Όταν ένας γιατρός επισκέπτεται ένα σπίτι εργατικής τάξης, θα πρέπει να είναι ικανοποιημένος αν κάθεται σε ένα τρίποδο σκαμνί, εάν δεν υπάρχει επιχρυσωμένη καρέκλα, και πρέπει να πάρει το χρόνο του για την εξέταση του ασθενούς . και στις ερωτήσεις που προτείνει ο Ιπποκράτης, θα πρέπει να προσθέσει μία ακόμη – Ποια είναι η δουλειά σας;»

Έγκον Σίλε, Η οικογένεια, 1918, λάδια σε καμβά, 150 × 160.8 cm, Πινακοθήκη Μπελβεντέρε, Βιέννη.

Στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, ο Μαρξ διάβασε το σύγγραμμα του Ramazzini για τη βιομηχανική παθολογία, η οποία επέκτεινε την επιδημιολογία στα επαγγέλματα της εργατικής τάξης, ως το κλειδί για την ανάπτυξη της δημόσιας υγείας, όπως διατυπώθηκε από ριζοσπαστικούς ιατρούς του 19ου αιώνα. Οι ευρύτερες ιστορικές επιπτώσεις αυτής της ανόδου του βιομηχανικού καπιταλισμού παρουσιάστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1840 στο βιβλίο Η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία (The Condition of the Working Class in England) του Ένγκελς (Friedrich Engels). Στα μέσα της δεκαετίας του 1860, ο Μαρξ στράφηκε στο έργο του Ένγκελς και στις πιο πρόσφατες έρευνες για τη δημόσια υγεία όταν επιδίωξε να διερευνήσει τις περιβαλλοντικές συνθήκες της εργατικής τάξης στις σελίδες του Κεφαλαίου. H περίοδος από τις αρχές έως τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα ήταν η εποχή των μεγάλων υγειονομικών μεταρρυθμίσεων, με επικεφαλής τους ριζοσπάστες γιατρούς. Ήταν επίσης μια εποχή σημαντικών αλλαγών στην ιατρική, με την ανάπτυξη του μικροσκοπίου και την εμφάνιση της θεωρίας της κυτταρικής παθολογίας στο έργο του Rudolf Virchow, ο οποίος διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία της κοινωνικής επιδημιολογίας και βοήθησε στη δημιουργία μιας γενικής προσέγγισης των επιδημιών που βασίστηκε στο έργο του Ένγκελς.

Παρ’ όλα αυτά, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα οι επιδημιολογικές έρευνες έπρεπε να κυριαρχούνται από τη μικροβιακή θεωρία της νόσου και τις θρυλικές ανακαλύψεις των «κυνηγών μικροβίων». Δόθηκε έμφαση σε συγκεκριμένες εξελίξεις στη βιοϊατρική όσον αφορά την αντιμετώπιση των πανδημιών, όπως αυτές που σχετίζονται με την ανάπτυξη εμβολίων και αντιβιοτικών. Αυτές οι εξελίξεις στη βιοϊατρική ήταν λογικά συμβατές με μια οικο-κοινωνική προσέγγιση στην επιδημιολογία, όπως μπορούσε να φανεί στο έργο του E. Ray Lankester – προστατευόμενου του Charles Darwin και του Thomas Huxley, οικείου φίλου του Μαρξ και στενού συνεργάτη του Louis Pasteur. Ωστόσο, η γενική τάση ήταν να παραμεριστούν ολοένα και περισσότερο ευρεία περιβαλλοντικά ζητήματα ως ασύμβατα με το κεφάλαιo8. Μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα, ένα αναγωγικό βιοϊατρικό μοντέλο είχε θριαμβεύσει έναντι ευρύτερων, περιβαλλοντικών αντιλήψεων, παραμερίζοντας έτσι τα αξιοσημείωτα επιτεύγματα οικο-κοινωνικών στοχαστών όπως οι Ένγκελς, Μαρξ, Virchow και Lankester, μαζί με εκείνες των Florence Kelley, W.E.B. Du Bois, Alice Hamilton, Norman Bethune και Salvador Allende.

Η περιθωριοποίηση, στα μέσα του εικοστού αιώνα, των κοινωνικο-περιβαλλοντικών προσεγγίσεων στην επιδημιολογία δικαιολογείται, σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που απεικονίστηκε ως ο πλήρης θρίαμβος της σύγχρονης ιατρικής για τις μολυσματικές ασθένειες. Το 1971, ο Abdel R. Omran εισήγαγε τη θεωρία του για την «επιδημιολογική μετάβαση», η οποία υποστήριζε ότι οι μολυσματικές ασθένειες ήταν ουσιαστικά φαινόμενα του παρελθόντος στις ανεπτυγμένες οικονομίες, τις οποίες, πλέον, έχει εκτοπίσει η διαδικασία εκσυγχρονισμού. Ενώ οι λοιμώδεις ασθένειες υπήρχαν ακόμη σε υπανάπτυκτες οικονομίες, υποστηρίχθηκε ότι θα εξαφανίζονταν απλώς με την περαιτέρω οικονομική ανάπτυξη.9 Κατά συνέπεια, προτάθηκε ότι οι ανησυχίες για την υγεία πρέπει να επικεντρώνονται στην ταυτόχρονη αύξηση των εκφυλιστικών ασθενειών. Η αντίληψη της επιδημιολογικής μετάβασης παρέμεινε – τουλάχιστον πριν από την εμφάνιση της COVID-19 – η προσέγγιση με την μεγαλύτερη επιρροή στη γενική εξέλιξη της περιβαλλοντικής υγείας. Ωστόσο, άρχισε να υποχωρεί και έγινε όλο και πιο περιορισμένη (εάν όχι απολύτως μη αποδεκτή) λόγω δύο κατηγοριών κριτικών: (1) της αποτυχίας να ληφθούν υπόψη οι αυξανόμενες ανισότητες στον τομέα της υγείας (ιδιαίτερα οι ταξικές και φυλετικές) στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες, και (2) της τεράστιας επέκτασης της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, που οδήγησε στη διάδοση ασθενειών – που δεν περιορίζονταν απλώς σε φτωχές, τροπικές χώρες, καθώς απειλούσαν και τα έθνη στον καπιταλιστικό πυρήνα.10

Όπως δήλωσε ο οικολόγος του Χάρβαρντ Ρίτσαρντ Λέβινς (Richard Levins) στο «Είναι ο καπιταλισμός μια ασθένεια;» (Is Capitalism a Disease?), η εμφάνιση στο τέλος του εικοστού αιώνα μιας νέας σειράς παθογόνων, συμπεριλαμβανομένης της επανεμφάνισης της ελονοσίας, της χολέρας, του δάγκειου πυρετού, της φυματίωσης και άλλων κλασικών ασθενειών, σε συνδυασμό με τον Έμπολα, το AIDS (HIV), τη νόσο του Legionnaire, το σύνδρομο τοξικού σοκ και την φυματίωση που ήταν ανθεκτική σε πολλά φάρμακα – στα οποία θα μπορούσαμε πλέον να προσθέσουμε κι άλλα παθογόνα όπως H1N1, H5N1, MERS, SARS και COVID-19 (SARS-CoV-2) – επισήμανε την πλήρη αποτυχία της θεωρίας της επιδημιολογικής μετάβασης. Ενόψει αυτού, ο Levins επέμεινε ότι «αντί για ένα δόγμα της επιδημιολογικής μετάβασης, το οποίο υποστήριζε ότι οι μολυσματικές ασθένειες θα εξαφανίζονταν καθώς αναπτύσσονταν οι χώρες, πρέπει να αντικαταστήσουμε μια οικολογική πρόταση: ότι με οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή στον τρόπο ζωής ενός πληθυσμού (όπως η πυκνότητα του πληθυσμού, τα πρότυπα διαμονής και στέγασης, τα μέσα παραγωγής), θα υπάρξει επίσης μια αλλαγή στις σχέσεις μας με τα παθογόνα, τις δεξαμενές τους και με τους φορείς της ασθένειας».11 Τέτοιες αλλαγές έχουν συμβεί ως αποτέλεσμα του κύματος της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και της επέκτασης των αγροτικών επιχειρήσεων τα τελευταία πενήντα χρόνια από την αρχή της επιδημιολογικής μετάβασης, που οδήγησε σε μια νέα κριτική έμφαση στην οικολογία των ασθενειών και τις σχέσεις της με τη διαρθρωτική κρίση του κεφαλαίου.

Το Επιδημιολογικό Ρήγμα

Οι κορυφαίοι επικριτές των συνθηκών εργασίας της εργατικής τάξης τον 19ο αιώνα αποτελούνταν από ιατρούς ριζοσπαστικών αντιλήψεων που προσωποποίησαν πολλές από τις πιο προοδευτικές πτυχές της αστικής επιστήμης και του πολιτισμού, που συχνά έρχονται σε αντίθεση με τη λογική της καπιταλιστικής κοινωνίας, η οποία αρκετές φορές υιοθετεί σοσιαλιστικές αξίες. Εν μέρει σε αυτό το πλαίσιο, πέρα από την πολιτική οικονομία, ο Μαρξ και ο Ένγκελς έπρεπε να αναπτύξουν μεγάλο μέρος της κριτικής τους για το κεφάλαιο. H Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία, του Ένγκελς, που γράφτηκε το 1844, βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στις παρατηρήσεις του από πρώτο χέρι, καθώς περπατούσε στους δρόμους του Μάντσεστερ όλες τις ώρες της ημέρας και της νύχτας, καθοδηγούμενος μερικές φορές από την σύντροφό του, την δραστήρια, νεαρή, ιρλανδή προλετάρια Mary Burns.12  Αλλά ο Ένγκελς βασίστηκε επίσης πολύ στις έρευνες ριζοσπαστών ιατρών, όπως του Peter Gaskell, του James Phillips Kay και του Thomas Percival από το Μάντσεστερ. Στα χρόνια από το 1820 έως το 1840, η αγγλική άρχουσα τάξη είχε το κίνητρο να εξετάσει τις συνθήκες των εργαζομένων και να πραγματοποιήσει υγειονομικές μεταρρυθμίσεις, κυρίως λόγω της εξάπλωσης των επιδημιών χολέρας, τύφου, τυφοειδούς πυρετού, οστρακιάς και άλλων ασθενειών, που, ενώ πάντα είχαν τα χειρότερα αποτελέσματα στις γειτονιές των φτωχών, συχνά επεκτείνονταν στις περιοχές των πλουσίων. Ωστόσο, οι γιατροί που ανέλαβαν πραγματικά το καθήκον να θεραπεύσουν αυτά τα δεινά ήταν συχνά, όπως ο Dr. Lydgate στο Middlemarch του George Eliot, ελεύθεροι στοχαστές που είδαν την ιατρική ως «παρουσιάζουσα την πιο τέλεια ανταλλαγή μεταξύ επιστήμης και τέχνης», επισημαίνοντας την ανάγκη για ριζοσπαστική κοινωνική μεταρρύθμιση και την απόρριψη των ευκόλως εξαγοραζόμενων προκλήσεων μιας κοινωνίας ταμειακών σχέσεων.13

Αξίζει να σημειωθεί πως, ο Kay, ο Gaskell και ο Southwood Smith από το Λονδίνο, στον οποίο επρόκειτο να βασιστεί ο Ένγκελς, εκπαιδεύτηκαν στο Εδιμβούργο, το οποίο, μαζί με τη Γλασκόβη, αποτέλεσε την πηγή του σκωτσέζικου Διαφωτισμού, και που από ορισμένους θεωρείται ως η γενέτειρα πόλη της κλασικής κοινωνιολογίας. Κορυφαίοι διανοούμενοι του σκωτσέζικου Διαφωτισμού, όπως ο Adam Ferguson και ο James Millar, καθώς και ο Adam Smith, προώθησαν μια ευρεία οπτική της φυσικής ιστορίας, η οποία ήταν γενικά υλιστική και εμπειρικά προσανατολισμένη σε φιλοσοφικό προσανατολισμό. Ο Henry Julian Hunter, τον οποίο ο Μαρξ θαύμαζε, έλαβε το πτυχίο ιατρικής του στο Αμπερντίν.15 Ο Edwin Lankester έλαβε την ιατρική του εκπαίδευση στη Γερμανία, όπου  υιοθέτησε κριτική στάση απέναντι στην αστική κοινωνία.16 Από τους κορυφαίους ριζοσπάστες ιατρούς της εποχής στη Βρετανία που επρόκειτο να επηρεάσουν τον Ένγκελς και τον Μαρξ, ο John Simon, ιατρός του  Μυστικού Συμβουλίου, και ο Edward Smith, συγγραφέας του Υγεία και Ασθένεια (Health and Disease) (1861), ξεχώρισαν έχοντας λάβει τα ιατρικά τους πτυχία σε αγγλικά πανεπιστήμια, ο πρώτος στο King’s College, του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, ο δεύτερος στη Βασιλική Ιατρική Σχολή του Μπέρμιγχαμ.17 Με βάση τις δικές του παρατηρήσεις, τα πολιτικά κείμενα των Χαρτιστών και τους ριζοσπάστες ιατρούς της εποχής, ο νεαρός Ένγκελς αποκάλυψε το 1844 τις φρικτές περιβαλλοντικές συνθήκες της εργατικής τάξης στην Αγγλία εν μέσω της Βιομηχανικής Επανάστασης, εστιάζοντας στους παράγοντες που οδηγούν σε επιδημίες, καθώς και σε επαγγελματικές ασθένειες και διατροφικές ανεπάρκειες. Μεταξύ των ευρημάτων του, και που διερευνήθηκε με μεγάλη λεπτομέρεια, ήταν η πολύ υψηλότερη θνησιμότητα της εργατικής τάξης σε σύγκριση με αυτήν της αστικής τάξης. Σε ένα σημείο του κειμένου του, άντλησε στοιχεία από μια μελέτη για το Chorlton-on-Medlock, τότε προάστιο του Μάντσεστερ (τώρα μέρος της πόλης), που εκπονήθηκε από τον γιατρό P.H. Holland, ο οποίος είχε χωρίσει τόσο τους δρόμους όσο και τα σπίτια σε τρεις ποιοτικά διακριτές τάξεις, από πλούσιους έως φτωχούς. Όπως εξήγησε ο Ένγκελς, τα προκύπτοντα δεδομένα έδειξαν ότι η θνησιμότητα στους «…δρόμους της τρίτης τάξης ήταν κατά 68% μεγαλύτερη από εκείνη σε αυτούς της πρώτης τάξης», ενώ η θνησιμότητα στα σπίτια της τρίτης τάξης ήταν κατά 78% μεγαλύτερη από εκείνη σε αυτά της πρώτης τάξης».

*Το Μυστικό Συμβούλιο (Privy Council) ήταν μια επιτροπή αποτελούμενη από τους πιο έμπιστους συμβούλους του βασιλιά της Αγγλίας. Το σώμα αυτό συμβούλευε τον μονάρχη εμπιστευτικά πάνω σε ζητήματα του κράτους.
Το κίνημα των Χαρτιστών ήταν το πρώτο εργατικό κόμμα στη σύγχρονη παγκόσμια πολιτική ιστορία

Στο Λίβερπουλ, όπως έδειξε ο Ένγκελς βάσει κοινοβουλευτικών εκθέσεων, «η μέση μακροζωία (δηλαδή, το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση) των ανώτερων τάξεων, των επαγγελματιών, κ.λπ., ήταν τριάντα πέντε χρόνια», ενώ εκείνη της εργατικής τάξης ήταν δεκαπέντε χρόνια. Ο λόγος για τον οποίο το προσδόκιμο ζωής ήταν τόσο χαμηλό στην εργατική τάξη είχε σχέση με το υψηλό ποσοστό βρεφικής θνησιμότητας. Στο Μάντσεστερ, «περισσότερο από 57% των παιδιών της εργατικής τάξης πεθαίνουν πριν από το πέμπτο έτος τους, ποσοστό που μειώνεται στο 20% στα παιδιά των ανωτέρων τάξεων.… Οι επιδημίες στο Μάντσεστερ και το Λίβερπουλ είναι τρεις φορές πιο θανατηφόρες από ό,τι στις επαρχιακές περιοχές.… Θανατηφόρα κρούσματα ευλογιάς, ιλαράς, ερυθρού πυρετού και κοκκύτη σε μικρά παιδιά είναι τέσσερις φορές συχνότερα».18 Όπως έδειξε η ανάλυσή του, τα εργατικά στρώματα παρουσίαζαν υψηλότερη νοσηρότητα και θνησιμότητα σε κάθε ηλικία και φύλο, με τις εθνικές μειονότητες (στην Αγγλία εκείνη την εποχή κυρίως Ιρλανδούς) να πλήττονται πολύ πιο μαζικά.19 Ο Ένγκελς ισχυρίστηκε ότι αυτές οι άνισες συνθήκες ήταν προϊόν του συστήματος της συσσώρευσης του κεφαλαίου και αποτελούσε υπό αυτή την έννοια μια μορφή «κοινωνικής δολοφονίας». 20

Στη Γερμανία, ο Virchow, ο Γερμανός γιατρός και παθολόγος, διάσημος ως συγγραφέας της Κυτταρικής Παθολογίας (Cellular Pathology) (1858), χρησιμοποίησε το έργο του Ένγκελς «Η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία» για να σχεδιάσει το δικό του πρωτοποριακό έργο στην κοινωνική επιδημιολογία, χρησιμοποιώντας μερικά από τα στατιστικά στοιχεία του τελευταίου για την σχέση της θνησιμότητας με την ταξική προέλευση. Ορίζοντας τις επιδημίες της χολέρας και του τύφου ως «ασθένειες του πλήθους», ο Virchow έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην υγειονομική μεταρρύθμιση στο Βερολίνο. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το βιβλίο του Ένγκελς επηρέασε την κορυφαία σοσιαλίστρια, ακτιβίστρια και κοινωνική μεταρρυθμίστρια Florence Kelley, η οποία ήταν στενή φίλη και διατηρούσε και συχνή αλληλογραφία με τον Ένγκελς, και μετέφρασε το «Η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία» στα αγγλικά το 1887. Η Kelley έμεινε για λίγο στο Hull House στο Σικάγο, όπου ανέπτυξε χάρτες που τεκμηριώνουν τις φτωχές περιοχές του Σικάγου, κωδικοποιώντας χρωματικά γειτονιές με βάση την εθνικότητα και την κοινωνική τάξη, προκειμένου να αποκαλυφθούν συγκεκριμένες μορφές ανισοτήτων. Αργότερα, ως επικεφαλής επιθεωρητής εργοστασίων για την πολιτεία του Ιλλινόι, αγωνίστηκε ενάντια στις συνθήκες ζωής στις θερμαινόμενες καλύβες των αυτοχθόνων (sweat houses), στις εργατικές πολυκατοικίες, την παιδική εργασία, καθώς και ενάντια σε μια επιδημία ευλογιάς. Στη συνέχεια έγινε ηγετική προσωπικότητα στη μάχη για τη μεταρρύθμιση των κοινωνικών και περιβαλλοντικών συνθηκών της εργατικής τάξης, και ιδιαίτερα των γυναικών, στις ΗΠΑ. Όπως δήλωσε ο δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ Felix Frankfurter το 1953, η Kelley ήταν «μια γυναίκα που είχε πιθανώς το μεγαλύτερο μερίδιο στη διαμόρφωση της κοινωνικής ιστορίας των Ηνωμένων Πολιτειών κατά τα πρώτα τριάντα χρόνια αυτού του αιώνα», ανταποκρινόμενη στις συνθήκες μιας «πυρετώδους εκβιομηχάνισης».21 Το 1900, το ποσοστό θανάτου από τυφοειδή πυρετό στις Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με τον Βρετανό επιστήμονα και σοσιαλιστή Lancelot Hogben, ήταν τριάντα έξι ανά χίλια άτομα, αλλά είχε μειωθεί σε έξι ανά χίλια άτομα μέχρι το 1932, κυρίως λόγω του αγώνα των μεταρρυθμιστών της υγείας, από τους σημαντικότερους των οποίων ήταν η Kelley.

Ο Μαρξ ασχολήθηκε με πολλά από τα επιδημιολογικά ζητήματα που εξετάστηκαν στο έργο του Ένγκελς «Η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία» λίγο παραπάνω από είκοσι χρόνια αργότερα στο «Κεφάλαιο». Για τον Μαρξ, οι «περιοδικές επιδημίες» που εξερεύνησε ο Ένγκελς ήταν τόσο μια εκδήλωση του «ανεπανόρθωτου ρήγματος στην αλληλεξαρτώμενη διαδικασία του κοινωνικού μεταβολισμού» όσο και «η λίπανση των αγγλικών χωραφιών με γκουανό» (σ.τ.μ. πρόκειται για τεχνητό λίπασμα από περιττώματα θαλασσοπουλιών και νυχτερίδων) από το Περού.23 Υπό αυτήν την έννοια, ένα σωματικό ρήγμα στην ανθρώπινη νοσηρότητα και θνησιμότητα έπρεπε να θεωρηθεί ως μέρος του ευρύτερου μεταβολικού ρήγματος στη σχέση της ανθρωπότητας με τη φύση μέσω της κοινωνικής παραγωγής.24 Αναλύοντας το οικολογικό / επιδημιολογικό ρήγμα του καπιταλισμού, ο Μαρξ άντλησε έντονα από το έργο των ριζοσπαστών Άγγλων ιατρών της δεκαετίας του 1860, ιδιαίτερα του Simon, τον οποίο θεωρούσε ως έναν από τους μεγάλους κριτικούς του καπιταλισμού της εποχής, μαζί με τους Henry Julian Hunter, Edward Smith και Edwin Lankester (των οποίων τα έργα ο Μαρξ γνώριζε έμμεσα) – όλοι τους εργάστηκαν σε διάφορα επίπεδα με τον Simon.25 Ο Μαρξ γέμισε πολλές σελίδες του Κεφαλαίου με θεραπείες για τις κοινωνικές και ταξικές αιτίες των επιδημιών, τις διατροφικές ανεπάρκειες, τις διαφορές θνησιμότητας (συμπεριλαμβανομένης της υψηλής παιδικής θνησιμότητας), της στέγασης και των υγειονομικών συνθηκών. Οι εκτιμήσεις των ριζοσπαστών ιατρών που ερεύνησαν την κατάσταση της δημόσιας υγείας, σύμφωνα με τα λόγια του Μαρξ, αφθονούσαν από «ετερόδοξες επιθέσεις για την «ιδιοκτησία και τα δικαιώματά της»»26

Δίπλα στον ίδιο τον Simon, ο οποίος, παρά την υψηλά ιστάμενη θέση του στην κορυφή του αγγλικού ιδρύματος δημόσιας υγείας, ήταν ένας αυτοαποκαλούμενος «σοσιαλιστής» που ασχολήθηκε με τις «προλεταριακές» συνθήκες, ο ριζοσπάστης γιατρός που ο Mαρξ θαύμαζε περισσότερο ήταν ο Hunter, ο οποίος ήταν ένας από τους ταλαντούχους της ομάδας ιατρών που οργάνωσε ο Simon για να διερευνήσει τις συνθήκες υγείας των εργαζομένων στην Αγγλία και την Ουαλία. Ο Μαρξ χαρακτήρισε τις έρευνες του Hunter στην έκτη, την έβδομη και την όγδοη έκθεση δημόσιας υγείας (1864–66) σχετικά με τη βρεφική θνησιμότητα, τη διατροφή, την υγιεινή, τις επιδημίες και τις γενικές συνθήκες διαβίωσης των εργαζομένων σε όλη την Αγγλία ως τις πιο σημαντικές εκείνης της εποχής, βασίζοντας περισσότερες από δώδεκα σελίδες της έρευνας του Κεφαλαίου στην επιτόπια έρευνα του Hunter.28 Όσον αφορά τη στέγαση, ο Hunter τόνισε τον παραλογισμό μιας εθνικής απαίτησης για «την παροχή στέγασης σε εκείνους που λόγω του ότι διαθέτουν κεφάλαια, δεν μπορούν να την παρέχουν στον εαυτό τους, αν και μπορούν με περιοδικές πληρωμές να ανταμείβουν εκείνους που θα τους την παρέχουν». Αυτή η έλλειψη κεφαλαίου εκ μέρους του εργατικού πληθυσμού και τα υπερβολικά ενοίκια που έπρεπε να καταβληθούν από τους μικρούς μισθούς τους, σε συνδυασμό με συχνές απαλλοτριώσεις από ιδιοκτήτες, οδήγησαν τον Μαρξ να αναφερθεί ειρωνικά στον «αξιοθαύμαστο χαρακτήρα της κεφαλαιοκρατικής δικαιοσύνης!»29 Ο υπερπληθυσμός, που μετρήθηκε ως έλλειψη του απαραίτητου χώρου για τους κατοίκους (καθώς και από την έλλειψη παραθύρων, επαρκών εγκαταστάσεων υγιεινής και καθαρού νερού), ήταν, κατά τα λεγόμενά του, το έδαφος αναπαραγωγής μιας σειράς επιδημιών, όπως η ευλογιά, η χολέρα, ο τύφος, ο τυφοειδής πυρετός, η οστρακιά και η φυματίωση.30

Ο Μαρξ παρείχε πολλά από τα στοιχεία αυτού που τώρα ονομάζεται «οικο-κοινωνική» θεωρία της κατανομής των ασθενειών. Η έναρξη ενός σιδηροδρόμου από το Lewisham προς το Tunbridge (τώρα Tonbridge), όπως εξήγησε, είχε την ακούσια συνέπεια της εξάπλωσης μιας επιδημίας ευλογιάς στην ενορία των Seven Oaks, περίπου τριάντα μίλια από το σημερινό Λονδίνο. Οι βελτιωμένες μεταφορές υπό καπιταλιστικές συνθήκες θα μπορούσαν έτσι να θεωρηθούν ότι οδηγούν στην ταχύτερη εξάπλωση μολυσματικών ασθενειών.

Αντουάν Βιρτζ, Η πρόωρη ταφή, 1854, λάδια σε καμβά, 160 x 235 cm, Μουσείο Βίερτζ, Βρυξέλλες.

Ομοίως, το σύστημα συνεργείων της αγροτικής εργασίας στην ύπαιθρο βασίστηκε σε μετανάστες εργάτες που αποτελούνταν κατά μεγάλο μέρος από γυναίκες και παιδιά, οι οποίοι μετακινούνταν από τόπο σε τόπο ως απάντηση στις ανάγκες του κεφαλαίου, προκειμένου να εξυπηρετήσουν έργα που σχετίζονταν με κατασκευές όπως «έργα οικοδομής και αποστράγγισης, τούβλα, καύση ασβέστη και σιδηροδρομικές κατασκευές». Το αποτέλεσμα, δήλωσε ο Μαρξ, ήταν «μια ιπτάμενη στήλη λοιμού», που μετέφερε «ευλογιά, τύφο, χολέρα και ερυθρό πυρετό στα μέρη της γειτονιάς που [το συνεργείο των εργαζόμενων μεταναστών] έστηνε τον καταυλισμό του». 31

Για τον Μαρξ, όλα αυτά βέβαια σχετίζονται με το μεταβολικό ρήγμα που δημιουργείται από τον καπιταλισμό μεταξύ της ανθρωπότητας και της φύσης στο σύνολό της – συμπεριλαμβανομένου κι αυτού που μπορεί να θεωρηθεί ως σωματικό ρήγμα (επιδημιολογικό ρήγμα) στην ανθρώπινη σωματική ύπαρξη. Ανά πάσα στιγμή, ήταν απαραίτητο, τόνισε, να ληφθεί υπόψη η «κυκλική κίνηση των συνθηκών της ανθρώπινης ζωής», δηλαδή ο ανθρώπινος κοινωνικός μεταβολισμός.32 Στην έβδομη έκθεση για τη δημόσια υγεία, ο Hunter είχε διερευνήσει τα «seigneurial rights» (δικαιώματα φεουδαρχικής ιδιοκτησίας) για την κοπριά στην οποία εκτίθεντο οι φτωχοί της περιοχής Durham από τους γαιοκτήμονες. Όπως εξήγησε ο Μαρξ, παραθέτοντας τον Hunter, «Είναι περίεργο που παρατηρούμε ότι η ίδια η κοπριά του εργάτη γης και του δούλου είναι το επιμίσθιο του υπολογιστή άρχοντα… και ο άρχοντας δεν θα επιτρέψει σε κανένα άλλο ενδιαφερόμενο μέλος του Μυστικοσυμβούλιου πέρα από τον εαυτό του να δρα στη γειτονιά, και προτιμά να δώσει λίγη κοπριά εδώ και εκεί για έναν κήπο παρά να αποποιηθεί οποιοδήποτε μέρος του δικαιώματος ιδιοκτησίας του.33 Στόχος της αριστοκρατίας και των αρχόντων στην επιβολή αυτών των προϋποθέσεων ήταν να μπορέσει να αρπάξει και να μονοπωλήσει την ίδια την κοπριά που παράγεται από τους εργάτες στην προσπάθειά τους να κάνουν πιο γόνιμα τα χωράφια στις ιδιοκτησίες των γαιοκτημόνων.

Επίσης, ο Μαρξ επεσήμανε τις ευρύτερες περιβαλλοντικές συνθήκες των ανθρακωρύχων, οι οποίοι εκτός από το να εργάζονται σε ένα από τα πιο επικίνδυνα από όλα τα επαγγέλματα, αναγκάζονταν συχνά να ζήσουν στο κτήμα του ιδιοκτήτη του ορυχείου πληρώνοντας υπερβολικά υψηλά ενοίκια για φτωχικές εξοχικές κατοικίες, μόνο και μόνο για να μπορούν απλά να εργαστούν στα ορυχεία. Εδώ ανέφερε την αρκετά κυνική άποψη του Simon, ότι «οι εργάτες… δεν έχουν λάβει αρκετή εκπαίδευση/παιδεία για να γνωρίζουν την αξία των υγειονομικών τους δικαιωμάτων, [έτσι] ώστε ούτε το άσεμνο κατάλυμα ούτε το άκρως ακατάλληλο πόσιμο νερό δεν θα είναι αξιοσημείωτα κίνητρα για μια «απεργία»».34 Η εκμετάλλευση των ανθρακωρύχων και των οικογενειών τους από το κεφάλαιο ήταν σε αυτήν την περίπτωση άμεσα συνδεδεμένη με την απαλλοτρίωση των ίδιων των μέσων διαβίωσης – όχι μόνο εντός, αλλά και εκτός του ορυχείου.

Εξερευνώντας τις επιδημιολογικές συνθήκες των εργαζομένων, ο Μαρξ έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στη διατροφική πρόσληψή τους, στηριζόμενος σε στοιχεία του Edward Smith, δείχνοντας ότι οι βιομηχανικοί εργαζόμενοι είχαν ανεπάρκεια τόσο σε υδατάνθρακες όσο και σε πρωτεΐνες, σε σύγκριση με τους καταδίκους, και σε πολλές περιπτώσεις δεν ήταν σε θέση, λόγω χαμηλής διατροφικής πρόσληψης, «να αποτρέψουν τις ασθένειες που προκαλούνται από ασιτία». Οι γυναίκες ήταν γενικά οι πιο υποσιτισμένες.35 Οι γυναίκες της εργατικής τάξης με βρέφη συχνά δεν είχαν άλλη επιλογή, από να τα θηλάσουν πριν να πάνε στη δουλειά, και πάλι άλλη μια φορά μετά τη δουλειά, με συχνά μια περίοδο δώδεκα ωρών ή μεγαλύτερη μεταξύ των δύο θηλασμών. Ο Μαρξ, βασισμένος στον Hunter, εξήγησε ότι τα βρέφη που έμεναν με ηλικιωμένους «τροφούς», τρέφονταν συχνά με τεχνητά μίγματα όπως το Godfrey’s Cordial το οποίο ήταν αναμιγμένο με όπιο για να τα κρατά σε ηρεμία. Για αυτόν τον λόγο, μεταξύ άλλων, τα μικρά παιδιά σε εργατικές περιοχές πέθαιναν σε τεράστιους αριθμούς.36

Εξίσου ανησυχητική ήταν η επαγγελματική ασθένεια, που προέκυψε από ακραίες μορφές εκμετάλλευσης, ιδίως από συνθήκες που επιβλήθηκαν σε γυναίκες στην αδήλωτη οικιακή εργασία. Η απεικόνιση του Μαρξ για την κατάσταση της υπερβολικής εργασίας και του υπερπληθυσμού στο κεφάλαιό του «Η Εργατική Ημέρα» στο  Κεφάλαιο βασίστηκε σε περιγραφές των συνθηκών υπό τις οποίες εργάζονταν νεαρές γυναίκες ως μοδίστρες σε σπίτια, που δημοσιεύθηκαν σε αρκετές εφημερίδες του Λονδίνου τον Ιούνιο του 1863 με βάση την Έκθεση του Ιατρικού Υπεύθυνου Υγείας στην Ενορία του Αγίου Τζέιμς (Report of the Medical Officer of Health to the Parish Vestry of St. James) από τον Edwin Lankester.37 Οι αναφορές της εφημερίδας του 1863 βασίζονταν στον απολογισμό του πρεσβύτερου Lankester για τον θάνατο της 20χρονης Mary Ann Walkley, που εργαζόταν σε ένα κατάστημα μοδιστρικής που διοικούσε η Madame Elise, και που αποτελούσε ένα από τα πιο γνωστά καπελάδικα του Λονδίνου. Η Walkley, μαζί με εξήντα άλλες νεαρές γυναίκες, αναγκάζονταν να δουλέψουν 26,5 ώρες σερί χωρίς διάλειμμα, ενώ παράλληλα περιορίζονταν τριάντα σε ένα δωμάτιο, με μόνο το ένα τρίτο των απαραίτητων κυβικών ποδιών ανά άτομο τα οποία είναι εγγυούνται την επαρκή πρόσληψη αέρα. Για τον Μαρξ, αυτή ήταν μια ξεκάθαρη περίπτωση υπερβολικής εργασίας και κοινωνικής και περιβαλλοντικής αδικίας, αντικατοπτρίζοντας τις συνθήκες υπό τις οποίες παγιδεύονταν οι προλετάριοι, μειώνοντας τη συνολική διάρκεια ζωής τους – αν όχι κυριολεκτικά σβήνοντας τη ζωή τους μέσα σε λίγες ώρες, όπως στην περίπτωση της Walkley.38

Εξετάζοντας τις επιδημιολογικές συνθήκες της εργατικής τάξης, ένα απόσπασμα του Simon ήταν τόσο σημαντικό για τον Μαρξ που το ανέφερε αυτούσιο και στον πρώτο και στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου: «[Είναι] πρακτικά αδύνατο… για τους εργαζόμενους να επιμείνουν σε αυτό που θεωρητικά είναι το πρώτο τους υγειονομικό δικαίωμα – το δικαίωμα που, ανεξάρτητα από την εργασία που τους συγκεντρώνει ο εργοδότης τους, πρέπει, στο βαθμό που εξαρτάται από αυτόν, η εργασία να απαλλαχθεί από όλες τις αχρείαστα επιβλαβείς συνθήκες.… Ενώ οι εργαζόμενοι είναι σχεδόν ανίκανοι να απαιτήσουν αυτή την υγειονομική δικαιοσύνη για τον εαυτό τους, δεν μπορούν επίσης (παρά τις υποτιθέμενες προθέσεις του νόμου) να αναμένουν οποιαδήποτε πραγματική βοήθεια από τους ειδικά επιφορτισμένους υπαλλήλους της υγειονομικής αστυνομίας. Προς το συμφέρον μυριάδων εργαζόμενων ανδρών και γυναικών, των οποίων η ζωή τώρα πλήττεται άσκοπα και το προσδόκιμο ζωής μικραίνει από τον άπειρο σωματικό φόρτο που δημιουργεί η εργασιακή απασχόλησή τους, θα τολμούσα να εκφράσω την ελπίδα μου, ότι καθολικά οι υγειονομικές συνθήκες της εργασίας μπορεί, τουλάχιστον μέχρις εδώ, να συμπεριληφθούν στις κατάλληλες διατάξεις του νόμου».39

Αυτό, μαζί με τα άλλα ευρύτερα ζητήματα των επιδεινούμενων οικολογικών συνθηκών των ασθενειών που δημιουργούνται από το κεφαλαιοκρατικό σύστημα, απαιτούσαν, κατά την άποψη του Μαρξ, τίποτα λιγότερο από την επαναστατική ανασύσταση της κοινωνίας γενικότερα: όχι μόνο για την εργασία, αλλά και για τη ζωή επίσης.

«Η εκδίκηση της φύσης»

Ο E. Ray Lankester, γιος του Edwin Lankester, ήταν ο κορυφαίος ζωολόγος στην Αγγλία στη γενιά μετά τον Darwin και τον Huxley. Ήταν ένας ανυπόμονος υλιστής, Φαβιανός σοσιαλιστής και σχολιαστής και κριτικός περιβαλλοντικών ζητημάτων, ο οποίος είχε διαβάσει το Κεφάλαιο του Μάρξ και ήταν συχνός επισκέπτης στο σπίτι του.40 Ο Λάνκεστερ είχε εργαστεί στη Γερμανία με τον Ernst Haeckel. Η πρώτη εισαγωγή της λέξης οικολογία ή œcology (επινοήθηκε από τον Haeckel το 1866) στα Αγγλικά εμφανίστηκε στη μετάφραση της Ιστορίας της Δημιουργίας (History of Creation) του Haeckel του 1876 υπό την επίβλεψη του Lankester. Ο ίδιος ο Lankester επινόησε τον όρο bionomics (βιονομική), μια κατηγορία που χρησιμοποιείται συνήθως για την οικολογία.

Βασιλική Φίλου / Αλληγορία Νο 2 / Γραφίτης σε χαρτί / Διαστάσεις: 53x62cm / Έτος: 2020

Μια από τις βασικές πτυχές της ευρείας επιστημονικής έρευνας του Λάνκεστερ ήταν η μελέτη των παρασιτικών παθογόνων. Ο πατέρας του ήταν ιδρυτικός συντάκτης του περιοδικού Quarterly Journal of Microscopical Science και ο Ray Lankester στη συνέχεια έγινε συντάκτης της έκδοσης που αφορούσε τον συγκεκριμένο τομέα για μισό αιώνα. Έμελλε να αναδειχθεί σε ένα κορυφαίο βρετανικό επιστημονικό περιοδικό αφιερωμένο στη μικροβιακή έρευνα. Το 1871, ο Lankester ανακάλυψε ανεξάρτητα (η προηγούμενη ανακάλυψή του το 1843 είχε περάσει απαρατήρητη) το Trypanosoma rotatorum, έναν τύπο μικροσκοπικού παρασίτου σε σχήμα ατράκτου (ή ανοιχτηριού) που ευθύνεται για διάφορες ασθένειες του ύπνου και τη νόσο του Chagas.42 Το 1882, “ο Lankester ήταν o πρώτος που περιέγραψε το πρωτόζωο παράσιτο ως του τύπου που αργότερα αποδείχθηκε από τον C. L. A. Laveran ότι είναι ο αιτιολογικός παράγοντας της ελονοσίας”. Το παράσιτο, στο οποίο ο Lankester αναφέρθηκε ως Depranidium ranarum, μετονομάστηκε σε Lankerstella προς τιμήν του το 1892.43

Για τον Lankester, τα «φαινομενικά αντίθετα» συχνά συνδέονται στενά στη Φύση.… Η μικρότερη αλλαγή στην ουσία που χορηγείται ή η μικρότερη διαφορά στη ζωτική ουσία ενός ατόμου… κάνει όλη τη διαφορά μεταξύ «δηλητηρίου» και «ωφελίμου».44 Ως εκ τούτου, οι σχετικά μικρές μεταβολές στις οικολογικές συνθήκες που προκύπτουν από την υπέρβαση κρίσιμων ορίων που οφείλονται σε ανθρωπο-κοινωνικές δράσεις, θα μπορούσαν να ενισχύσουν σε μεγάλο βαθμό τις οικολογικο-επιδημιολογικές σχέσεις, οδηγώντας στην εξάπλωση επιδημιών. Αυτή η ευρεία διαλεκτική και οικολογική προοπτική έμελλε να κάνει τις παρατηρήσεις του Lankester για τον ανθρώπινο ρόλο στην εξάπλωση των επιδημιών – πέρα από το πραγματικό παθογόνο παράσιτο – μοναδικές για την εποχή του.

Το 1887, ο Lankester επισκέφτηκε το Ινστιτούτο Παστέρ (Pasteur) στο Παρίσι για πρώτη φορά, και έγινε επιστημονικός συνεργάτης του Pasteur. Εργάστηκε επίσης στενά τα τελευταία του χρόνια με τον Élie Metchnikoff, ο οποίος διαδέχθηκε τον Pasteur ως επικεφαλής του Ινστιτούτου. Ο Lankester ήταν το βασικό πρόσωπο για την οργάνωση της βρετανικής επιστημονικής και πολιτικής ελίτ για την υποστήριξη της έρευνας του Ινστιτούτου Παστέρ και για τη δημιουργία των προϋποθέσεων για την ίδρυση του παρόμοιου Ινστιτούτου Lister στην Αγγλία. Ως διευθυντής του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας στο Λονδίνο, το κύριο ζωολογικό κέντρο της Αγγλίας, ο Lankester δημιούργησε σημαντικές συλλογές κουνουπιών και μυγών τσε-τσε για ερευνητικούς σκοπούς.45

Με την επέκταση της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού στα τέλη του 19ου αιώνα, σημειώθηκε τεράστια αύξηση στις τροπικές ασθένειες, κυρίως στην αφρικανική ασθένεια του ύπνου (τρυπανοσωμίαση), η οποία αφάνισε ολόκληρους πληθυσμούς στην Κεντρική και Ανατολική Αφρική, σκοτώνοντας εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους. Το παθογόνο παράσιτο εξαπλώθηκε μέσω της μύγας τσε-τσε. Μόλις το παράσιτο περνούσε τον αιματο-εγκεφαλικό φραγμό και μόλυνε το κεντρικό νευρικό σύστημα, ο ασθενής γινόταν ληθαργικός, έχανε τα λογικά του, έπεφτε σε κώμα και τελικά πέθαινε.46 Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν διχοτομήσει την Αφρική το 1884–85, οδηγώντας σε μια μαζική επέκταση της αποικιοκρατίας και στη λεηλασία της ηπείρου. Καθώς οι Βρετανοί αποίκισαν την Ουγκάντα, ξέσπασε μια επιδημία τρυπανοσωμίασης, σκοτώνοντας το ένα τρίτο του πληθυσμού μέσα σε λίγα χρόνια. Επιδημίες τρυπανοσωμίασης ξέσπασαν επίσης στο Γαλλικό Κονγκό, στο Βελγικό Κονγκό και στις αποικίες της Γερμανίας και της Πορτογαλίας.47

Ως πρόεδρος της Επιτροπής Τροπικών Νοσημάτων της Βασιλικής Εταιρείας (Royal Society’s Tropical Disease Committee), καθώς και ως διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου Φυσικής Ιστορίας, ο Lankester αφιέρωσε πολλές από τις προσπάθειές του στα τέλη του αιώνα στην αναζήτηση των πηγών των τροπικών νοσημάτων, ιδίως της ασθένειας του ύπνου. Τα τρυπανοσώματα ανακαλύφθηκαν για πρώτη φορά στο ανθρώπινο αίμα το 1902. Ο Lankester συνεργάστηκε στενά με τον μικροβιολόγο David Bruce που ήταν ο πρώτος που απέδειξε επιστημονικά ότι η ασθένεια του ύπνου μεταδίδεται από τη μύγα τσε-τσε, η οποία επίσης μεταδίδει τις συγκεκριμένες παραλλαγές του παθογόνου παράσιτου που μολύνει τον άνθρωπο (Trypanosoma brucei gambiense και Trypanosoma brucei rhodesiense).48

Το πιο αξιοσημείωτο σχετικά με την έρευνα του ίδιου του Lankester στον συγκεκριμένο τομέα ήταν η οικο-κοινωνική προσέγγιση της επιδημιολογίας. Ο Bruce είχε αρχικά ανακαλύψει το είδος του πρωτόζωου τρυπανοσώματος (Trypanosome brucei) που μολύνει οικόσιτα βοοειδή, προκαλώντας τη θανατηφόρα ασθένεια nagana. Αυτό το είδος τρυπανοσωμάτων διαβιούσε από καιρό σε μια καλοήθη σχέση με άγρια ζώα, όπως βουβάλια, αντιλόπες και άγρια βοοειδή. Έγινε θανατηφόρο μόνο όταν πέρασε στα οικόσιτα βοοειδή και στον άνθρωπο. Παρόλο που η ασθένεια του ύπνου προφανώς προϋπήρχε σε κάποιο βαθμό για πολλά χρόνια, οι αφρικανικοί πληθυσμοί είχαν καθιερώσει μια ισορροπία μεταξύ των φυσικών / άγριων οικοσυστημάτων και των ανθρώπων / εξημερωμένων ζώων49. Η αποικιοκρατία τα κατέστρεψε όλα.

Ο Lankester, γράφοντας στο «Η εκδίκηση της φύσης: η ασθένεια του ύπνου», (“Nature’s Revenges: The Sleeping Sickness”) που περιλαμβάνεται στο Βασίλειο του Ανθρώπου (The Kingdom of Man), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ασθένεια του ύπνου «σύρθηκε μέσα από τις νέες εμπορικές διαδρομές προς το λεκανοπέδιο του Κονγκό» που δημιουργήθηκαν από τις αποικιακές δυνάμεις. «Η φρικτή θνησιμότητα που προκαλείται από αυτή την ασθένεια στην Κεντρική Αφρική», έγραψε, «φυσικά προκάλεσε το μεγαλύτερο άγχος» στη βρετανική κυβέρνηση, «η οποία είχε μόλις ολοκληρώσει τη σιδηροδρομική γραμμή από την Ανατολική Ακτή προς τις όχθες της λίμνης Victoria Nyanza».50

Γράφοντας για το «Άνθρωπος και Νόσος» (“Man and Disease”) στο Βασίλειο του Ανθρώπου, ο Lankester παρουσίασε την υπόθεση ότι,

«Στο, πέρα από την επίδραση του ανθρώπου, σύστημα της Φύσης δεν υπάρχει ασθένεια και δεν υπάρχει καμία σύνδεση μεταξύ ασυμβίβαστων μορφών ζωής, όπως ο Άνθρωπος έχει προκαλέσει στην επιφάνεια του πλανήτη… Είναι αξιοσημείωτο – και σε γενικές γραμμές, ενδέχεται να είναι λιγότερο αληθινό από ό,τι φαίνεται να προτείνει η σημερινή μας γνώση – ότι η προσαρμογή των οργανισμών στο περιβάλλον τους είναι τόσο απόλυτα πλήρης στη Φύση, εκτός από τον Άνθρωπο, που οι ασθένειες είναι άγνωστες και εμφανίζονται ως σταθερά και φυσιολογικά φαινόμενα υπό δεδομένες συνθήκες.… Φαίνεται να αποτελεί ισχύουσα άποψη ότι κάθε νόσος για την οποία ευθύνονται τα ζώα (και πιθανώς και τα φυτά), εξαιρουμένων ορισμένων παροδικών και εκτάκτων περιπτώσεων, οφείλεται στην παρέμβαση του ανθρώπου. Οι ασθένειες των βοοειδών, των προβάτων, των χοίρων και των αλόγων δεν είναι γνωστές παρά μόνο σε εξημερωμένα κοπάδια και σε εκείνα τα άγρια πλάσματα στα οποία τις έχουν μεταφέρει οι διαδικασίες εξημέρωσης του Ανθρώπου… Οι επιδημικές νόσοι παρασιτικής προέλευσης με τις οποίες ο πολιτισμένος άνθρωπος είναι δυστυχώς εξοικειωμένος φαίνεται ότι οφείλονται είτε στη δική του δραστηριότητα είτε, απουσία ανθρώπινης δραστηριότητας, σε μεγάλες και πιθανώς κάπως ξαφνικές γεωλογικές αλλαγές – αλλαγές στις συνδέσεις, και επομένως στην επικοινωνία, μεταξύ μεγάλων χερσαίων εκτάσεων.… Ο άνθρωπος έχει σπείρει τον όλεθρο στο είδος του και σε όλα τα είδη με τα οποία έρχεται σε επαφή, αναμιγνύοντας τα προϊόντα μιας περιοχής με τα προϊόντα μιας άλλης.… Στις άπληστες προσπάθειές του να παράγει μεγάλες ποσότητες ζώων και φυτών που εξυπηρετούν τον σκοπό του, και την επιθυμία του να οργανώσει τη δική του κούρσα για άμυνα και κατάκτηση, ο άνθρωπος έχει συσσωρεύσει φυσικούς πληθυσμούς ενός είδους σε χωράφια και ράντσα και αφύσικους πληθυσμούς του δικού του είδους σε πόλεις και φρούρια. Τέτοιες πυκνές συγκεντρώσεις ενός οργανισμού χρησιμεύουν ως έτοιμο πεδίο για τη διάδοση σπανίων και ασήμαντων παρασίτων από άτομο σε άτομο. Οι ανθρώπινες επιδημικές νόσοι, καθώς και αυτές των βοοειδών και των καλλιεργειών, οφείλονται, σε μεγάλο βαθμό, σε αυτήν την απρόσκοπτη δράση του ανθρώπου που δεν έχει σχέση με την επιστήμη.»51

Οι επιδημίες στον άνθρωπο (καθώς και στα εξημερωμένα ζώα και φυτά) προέκυψαν συνεπώς από την οικολογική καταστροφή και την τεράστια συγκέντρωση των ανθρώπων και των οικόσιτων ζώων τους, συμπεριλαμβανομένων των μονοκαλλιεργειών και των κτηνοτροφικών μονάδων, που δημιούργησαν οδούς για την εξάπλωση των παθογόνων. Τέτοιες ασθένειες προέκυψαν από τη διαρροή των παθογόνων από τους φυσικούς ξενιστές τους προς τα οικόσιτα ζώα και τους ανθρώπους, λόγω των διαταραχών που προκλήθηκαν από τις ανθρώπινες ενέργειες.52  Και με τη βιοποικιλότητα να έχει μειωθεί και, σε πολλές περιπτώσεις, να έχει εξαλειφθεί, η εξάπλωση των ασθενειών έγινε πολύ πιο εύκολα. Επιπλέον, υπήρχαν συγκεκριμένες κοινωνικο-οικονομικές αιτίες που προκάλεσαν αυτές τις αλλαγές, που σχετίζονται με την αποικιακή επέκταση και την παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού, και έχουν να κάνουν με ένα σύστημα που κυριαρχείται από «αγορές» και «κοσμοπολίτες εμπόρους».

Όπως έγραψε ο Lankester στο «Η εκδίκηση της φύσης: η ασθένεια του ύπνου» (“Nature’s Revenges: The Sleeping Sickness”):

Είμαστε δικαιολογημένοι να πιστεύουμε ότι έως ότου ο άνθρωπος εισήγαγε τα τεχνητά επιλεγμένα και μεταφερθέντα είδη βοοειδών και αλόγων στην Αφρική, δεν υπήρχε η νόσος nagana [τρυπανοσωμίαση οικόσιτων ζώων]. Το Trypanosoma Brucei έζησε στο αίμα των άγριων ζώων σε απόλυτη αρμονία με τους ξενιστές του. Επίσης, είναι πιθανό ότι το παράσιτο της ασθένειας του ύπνου «άνθισε αθώα» σε κατάσταση προσαρμογής λόγω ανοχής των αυτόχθονων πληθυσμών και ζώων της Δυτικής Αφρικής. Μόνο όταν οι Άραβες έμποροι σκλάβων, οι Ευρωπαίοι εξερευνητές και οι Ινδοί κλέφτες καουτσούκ αναστάτωσαν τους ήσυχους πληθυσμούς της Κεντρικής Αφρικής και αναστάτωσαν με τη βία τους τις ιθαγενείς φυλές, το παράσιτο της ασθένειας του ύπνου έγινε μια θανατηφόρα μάστιγα – μία «δυσαρμονία», για να χρησιμοποιήσω τον όρο που εισήγαγε ο φίλος μου [Élie Metchnikoff].54

Ο Lankester συνέχισε επιμένοντας στην ανάγκη επέκτασης της δημόσιας υγείας σύμφωνα με την παράδοση του Simon, διακηρύσσοντας την καπιταλιστική τάση οργάνωσης της ιατρικής «ως επάγγελμα με βάση την πληρωμή».55 Μόνο με τη συντονισμένη εμπλοκή της πολιτείας μπορεί να διασφαλιστεί η υγεία και η ασφάλεια του πληθυσμού.

Η Δεύτερη Ασθένεια

Παρά την επικράτηση του βιοϊατρικού μοντέλου, με τη στενή εστίασή του στην ιδιωτική ατομική υγεία, παρέμεινε μια ευρύτερη αντίληψη της κοινωνικοποιημένης ιατρικής, που βασίζεται σε μια ολιστική κατανόηση του κοινωνικο-οικονομικού και φυσικού περιβάλλοντος. Σημαντικοί συντελεστές αυτής της περιβαλλοντικής προσέγγισης είναι οι Du Bois, Hamilton, Bethune και Allende, καθένας από τους οποίους διερεύνησε πώς η οργάνωση και οι λειτουργίες της πολιτικής οικονομίας συνέβαλαν τόσο στην ανισότητα όσο και στην εξάπλωση των ασθενειών. Ο Bethune περιέγραψε αυτή την πτυχή ως «δεύτερη ασθένεια», η οποία έπρεπε να αναγνωριστεί ως «κοινωνικό έγκλημα», παρόμοια με την ιδέα του Ένγκελς για την κοινωνική δολοφονία.56

Στο έργο του «Η Υγεία και Φυσική Κατάσταση των Νέγρων Αμερικανών» (The Health and Physique of the Negro American) (1906), ο Du Bois έδειξε πώς η αντιμετώπιση των επιδημιολογικών ανησυχιών θα έπρεπε να περιλαμβάνει την αντιμετώπιση φυλετικών αντιλήψεων, ειδικά όσον αφορά τις βιολογικές έννοιες σχετικά με τις έμφυτες ικανότητες και τις προδιαθέσεις. Ερεύνησε τις πιο πρόσφατες μελέτες στην ανθρωπολογία και διάφορες βιολογικές επιστήμες, οι οποίες έκριναν ότι ήταν «αδύνατο να χαράξουμε μια χρωματιστή γραμμή μεταξύ των μαύρων και των άλλων φυλών» όσον αφορά τα «φυσικά χαρακτηριστικά», έτσι οι μαύροι «δεν μπορούν να ξεχωρίσουν… ως απολύτως διαφορετικοί.»57 Συγκεκριμένα, αμφισβήτησε διάφορες κρανιακές ανθρωπομετρικές μελέτες, όπως αυτές του Γάλλου γιατρού Paul Broca στα μέσα έως τα τέλη του 1800, ο οποίος μετρούσε και ζύγιζε τον ανθρώπινο εγκέφαλο σε μια προσπάθεια να προτείνει ξεχωριστές εξελικτικές πορείες μεταξύ των διαφόρων λαών του κόσμου. Ο Du Bois επεσήμανε τα διάφορα προβλήματα με αυτές τις μελέτες, όπως τον ανεπαρκή αριθμό εγκεφάλων από τους μαύρους, σε σύγκριση με εκείνους των λευκών, και την αποτυχία να ληφθούν υπόψη τα κοινωνικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά, όπως η ηλικία, η τάξη, το επάγγελμα και η διατροφή.

Προκειμένου να αποδείξει τις κοινωνικές αιτίες των ασθενειών, ο Du Bois παρουσίασε μια σειρά συγκριτικών περιπτώσεων και καταστάσεων για να διαφωτίσει τις διαφορές στην υγεία και την ασθένεια. Αυτό αποκάλυψε την αδυναμία της άποψης ότι «οι νέγροι είναι εγγενώς κατώτεροι στη σωματική διάπλαση έναντι των λευκών».58 Αναφέρει λεπτομερώς πώς τα ποσοστά θανάτου των νέγρων στη Φιλαδέλφεια, αν και υψηλά σε σχέση με τους λευκούς, ήταν χαμηλότερα από τα ποσοστά θανάτου των λευκών σε πολλές άλλες περιοχές της χώρας, υποδεικνύοντας ότι εμπλέκονταν κι άλλοι παράγοντες εκτός από τη λεγόμενη βιολογική φυλή, ιδίως οι κοινωνικές σχέσεις της φυλής και της τάξης.   Προκειμένου να σφυρηλατήσει αυτή την άποψη, ο Du Bois επεσήμανε ότι στις αρχές του εικοστού αιώνα στη Ρωσία, όπου το χάσμα μεταξύ της αριστοκρατίας / αστικής τάξης και των αγροτών / προλετάριων ήταν ιδιαίτερα μεγάλο, το «ποσοστό θανάτου λόγω φτώχειας» αποκάλυψε «μια πολύ μεγαλύτερη απόκλιση σε σχέση με το ποσοστό μεταξύ των εύπορων, από ότι το ποσοστό μεταξύ των νέγρων και των λευκών της Αμερικής». Παρόμοια αποτελέσματα υπήρξαν αναφορικά με τη Βρετανία, τη Σουηδία και τη Γερμανία, όπου το ποσοστό θνησιμότητας για τους φτωχούς ήταν διπλάσιο από εκείνο των πλουσίων, με τους «εύπορους» να κυμαίνονται μεταξύ των δύο ομάδων. Οι λευκοί που εργάζονταν στις αποθήκες του Σικάγο είχαν υψηλότερο ποσοστό θανάτων από τους νέγρους εντός της πόλης.

Επισημαίνοντας αυτά τα γεγονότα, ο Du Bois διαφωνούσε με τα καθοριστικά επιχειρήματα που βασίζονταν στη βιολογική φυλή. Σε απάντηση, επεσήμανε αλληλοσυνδεόμενες μορφές καταπίεσης. Η υψηλή βρεφική θνησιμότητα, οι ασθένειες και το ευρύτερο ποσοστό θανάτων αντικατοπτρίζουν μια συνολική «κοινωνική κατάσταση», που περιλαμβάνει ανεπαρκή στέγαση, μολυσμένο νερό, έλλειψη αερισμού, ανεπαρκή διατροφή, ατμοσφαιρική ρύπανση και επικίνδυνες συνθήκες εργασίας – με όλα να συνδέονται με φυλετικές και ταξικές ανισότητες.59 «Η φθίση [φυματίωση]», επέμεινε, «δεν είναι φυλετική αλλά κοινωνική ασθένεια».60

Δεκαετίες αργότερα, το 1947, ο κορυφαίος Βρετανός βιολόγος και μαρξιστής θεωρητικός J. B. S Haldane έγραψε ότι η φυματίωση σχετιζόταν στενά με οικονομικούς παράγοντες, κυρίως τα πραγματικά οικονομικά κέρδη, «με τις δύο καμπύλες» των πραγματικών εισοδημάτων και των ποσοστών θανάτου από φυματίωση νεαρών γυναικών στην Αγγλία «σχεδόν πανομοιότυπες η μία με την άλλη όταν κανείς τις κοίταζε αντεστραμμένες» – μια σχέση που θα αναμενόταν να ισχύει και για άλλες καταπιεσμένες ομάδες.

Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι οι ανισότητες στην υγεία Νέγρων / Λευκών δεν ήταν σε καμία περίπτωση καθορισμένες, αλλά διέφεραν σε σχέση με την τάξη και την τοποθεσία, ο Du Bois παρείχε μια οριστική διάψευση της θεωρίας της φυλετικής κατωτερότητας των Νέγρων που προτάθηκε από τον ευγονιστή Frederick Hoffman στο Φυλετικά χαρακτηριστικά και τάσεις στους Αμερικανούς Νέγρους (Race Traits and Tendencies in the American Negro) (1896). Ο Hoffman ισχυρίστηκε ότι οι στατιστικές για την υγεία έδειχναν ότι η ευαισθησία των Νέγρων «στη φυματίωση αυτή καθαυτή θα αρκούσε για να σφραγίσει τη μοίρα τους ως φυλή».62 Στο οποίο ο Du Bois απάντησε:

«Το αδιαμφισβήτητο γεγονός είναι… ότι σε ορισμένες ασθένειες οι νέγροι έχουν πολύ υψηλότερα ποσοστά λοίμωξης από τους λευκούς, και ιδιαίτερα στη φυματίωση, στην πνευμονία και στις παιδικές ασθένειες. Το ερώτημα είναι: Αυτό είναι φυλετικό χαρακτηριστικό [σχετίζεται, δηλαδή, με τη βιολογική φυλή]; Ο Hoffman θα μας καθοδηγούσε να πούμε ναι, και να συμπεράνουμε ότι αυτό σημαίνει πως οι νέγροι είναι εγγενώς κατώτεροι σε φυσική κατάσταση από τους λευκούς. Αλλά η διαφορά στη Φιλαδέλφεια μπορεί να αποδοθεί σε άλλους λόγους πέρα από τη φυλή. Τα υψηλά ποσοστά θνησιμότητας των νέγρων της Φιλαδέλφειας είναι παρόλα αυτά χαμηλότερα από αυτά των λευκών της Σαβάνα, του Τσάρλεστον, της Νέας Ορλεάνης και της Ατλάντα».63

Η κριτική του Du Bois για την «κακή μεταχείριση του ανθρώπου» αναφορικά με την υγεία του πληθυσμού των Νέγρων στις Ηνωμένες Πολιτείες είχε φαινομενικά ισχυρή επίδραση. Ο John William Trask, βοηθός γενικός χειρουργός στην Υπηρεσία Δημόσιας Υγείας των ΗΠΑ, έγραψε ένα άρθρο το 1916 για το American Journal of Public Health σχετικά με τη φυλή και την υγεία που ήταν εκ διαμέτρου αντίθετο με το ειδικό τεύχος «Η Υγεία του Νέγρου» (“The Health of the Negro”) στο ίδιο περιοδικό το προηγούμενο έτος, εστιάζοντας όπως ο Du Bois στον ρόλο των ταξικών και οικονομικών παραγόντων και απορρίπτοντας τη βιολογική φυλή ως βάση για την ερμηνεία αποτελεσμάτων που αφορούν την υγεία.64

Άρνολντ Μπέκλιν, Η πανούκλα, 1898, τέμπερα σε ξύλο, Μουσείο Τέχνης.

Στις αρχές του εικοστού αιώνα, η γιατρός και (όπως η Kelley), κάτοικος του Hull House, Alice Hamilton, παρείχε πρωτοποριακές εργασίες που διερευνούσαν αυτό που ο Μαρξ, στο πνεύμα του Ραμαζίνι, ονόμασε «βιομηχανική παθολογία», ή εργασιακή και περιβαλλοντική υγεία. Εκείνη την εποχή, η βιομηχανική ιατρική δεν ήταν καλά εδραιωμένη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Υπήρχαν λίγα δεδομένα. Οι γιατροί και τα αφεντικά των εταιρειών κατηγορούσαν την κακή υγεία, τις ασθένειες και τους τραυματισμούς σε μεμονωμένα περιστατικά εργαζομένων, υποδηλώνοντας ότι αυτοί είχαν αδύναμους οργανισμούς και υιοθετούσαν κακές συνήθειες υγιεινής. Η Hamilton διέλυσε συστηματικά αυτά τα επιχειρήματα μέσω εκτεταμένων ερευνών σχετικά με τις συνθήκες εργασίας. Διεξήγαγε λεπτομερείς μελέτες σχετικά με την εργασιακή δραστηριότητα σε αμέτρητα εργοστάσια, εξετάζοντας τις συνθήκες, τις χημικές ουσίες και τα υλικά που χρησιμοποιούνταν στην παραγωγή, τα σημεία έκθεσης και τις παθήσεις από τις οποίες υπέφεραν οι εργαζόμενοι.65

Το 1908, η Hamilton παρατήρησε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν τόση εμμονή με την επέκταση της βιομηχανικής παραγωγής που δεν κατάφεραν να «αποτιμήσουν τους νεκρούς και τους τραυματίες» σε αυτές τις επιχειρήσεις.66 Διέκρινε τις εργασίες που ήταν εγγενώς επικίνδυνες επειδή περιλάμβαναν δηλητηριώδεις ουσίες από εκείνες που ήταν επικίνδυνες λόγω κακών συνθηκών εργασίας. Και οι δύο περιπτώσεις απαιτούσαν ιδιαίτερη προσοχή, καθώς συνέβαλαν με διαφορετικούς τρόπους στη διατάραξη της ανθρώπινης υγείας και μεταξύ των πληθυσμών που διακρίνονταν ανά τάξη, φυλή και φύλο.

Μέσω της επιθεώρησης εργοστασίων, εκτεταμένων συνεντεύξεων και συλλογής δεδομένων σχετικά με τη δηλητηρίαση, η Hamilton κατέγραψε τοξικές διαταραχές που σχετίζονταν με υδράργυρο, αρσενικό, φώσφορο, χρωστικές ανιλίνης, βενζόλιο, ράδιο και μόλυβδο, χωρίς να περιορίζονται μόνο σε αυτές τις ουσίες. Αποκάλυψε πώς ο μόλυβδος χρησιμοποιούταν ευρέως σε όλη τη βιομηχανία, με αποτέλεσμα τη δηλητηρίαση των εργαζομένων από αυτό το στοιχείο, η οποία επηρεάζει αρνητικά το νευρικό σύστημα. Στις γυναίκες, αυτή η έκθεση σχετίστηκε με τις αποβολές. Η Hamilton εξήγησε ότι τα συμπτώματα της δηλητηρίασης από μόλυβδο γενικά δεν εκδηλώθηκαν έως ότου η κατάσταση ήταν αρκετά σοβαρή. Επιπλέον, η έκθεση θα μπορούσε να λάβει χώρα σε πολλά μέτωπα. Στα εργοστάσια που χρησιμοποιούσαν άλατα μολύβδου, οι εργαζόμενοι εισέπνεαν αυτό το υλικό καθώς αποτελούσε μέρος της σκόνης που αιωρούταν. Επομένως, ήταν απαραίτητο να ληφθούν υπόψη οι χρονικές πτυχές και οι διάφοροι οδοί της οικολογίας της νόσου.67 Με βάση την έρευνά της σχετικά με τους κινδύνους της έκθεσης σε μόλυβδο, η Hamilton προειδοποίησε το 1925 κατά της χρήσης μολύβδου στη βενζίνη, σημειώνοντας ότι αποτελούσε κίνδυνο για τη δημόσια υγεία και για το περιβάλλον.

Στην έρευνά της για τη βιομηχανία καουτσούκ, η οποία βρισκόταν ακόμη στα αρχικά στάδια της εξέλιξής της, η Hamilton σημείωσε: «Δεν ήταν εύκολο να εξασφαλιστεί η επιθυμητή πληροφορία, καθώς η φύση των χημικών ουσιών που χρησιμοποιούνται στη σύνθεση και την ανάκτηση καουτσούκ προστατεύεται προσεκτικά ως πολύτιμο εμπορικό μυστικό, ενώ η εργασιακή νόσος μεταξύ των εργαζομένων στη βιομηχανία καουτσούκ γίνεται συχνά αντιληπτή μόνο από τον γιατρό της εταιρίας ο οποίος θεωρεί ως καθήκον του προς τους εργοδότες του να τηρεί μυστικά τέτοια περιστατικά.»68  Αυτά τα εμπορικά μυστικά οδήγησαν στην καθυστέρηση της διάγνωσης της αιτίας για την οποία οι εργαζόμενοι εμφάνισαν κυάνωση, με τα χείλη τους να γίνονται μπλε. Τελικά, ανακαλύφθηκε ότι όλοι αυτοί οι εργαζόμενοι μεταχειρίζονταν την ουσία ανιλίνη. Τόνισε επίσης έναν διαλύτη, το δισουλφίδιο του άνθρακα, που χρησιμοποιείται στην κατασκευή καουτσούκ, ο οποίος επηρέαζε το κεντρικό νευρικό σύστημα. Οι εργαζόμενοι το εισέπνεαν αλλά μπορούσαν και να το  απορροφήσουν μέσω του δέρματός τους. Τα άτομα που επηρεάστηκαν ανέπτυξαν έντονους πονοκεφάλους, κόπωση, κατάθλιψη και προβλήματα βάδισης. Δεδομένης της έκθεσης σε τόσες πολλές διαφορετικές τοξικές χημικές ουσίες, η Hamilton τόνισε ότι τα νοσοκομεία, συμπεριλαμβανομένων των ασύλων, έπρεπε να καταγράψουν το επάγγελμα των ασθενών ώστε να προσδιορίσουν την πιθανή πηγή των νόσων, αντί να αντιμετωπίσουν αυτές τις καταστάσεις ως μεμονωμένα περιστατικά.69

Λόγω του καταμερισμού εργασίας με βάση το φύλο, οι γυναίκες υπέφεραν από διάφορες ασθένειες που σχετίζονταν με συγκεκριμένες συνθήκες εργασίας. Η Hamilton σημείωσε ότι, στα εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας, οι εργαζόμενες υπέφεραν από πνευμονικές παθήσεις λόγω της εισπνοής σωματιδίων βαμβακιού και μαλλιού. Μαζί με τον John B. Andrews, περιέγραψε λεπτομερώς πώς οι γυναίκες που εργάζονταν σε εργοστάσια παραγωγής σπίρτων υπέφεραν από φωσφορική νέκρωση λόγω της έκθεσης σε λευκό φώσφορο. Η Hamilton απέδειξε ότι οι κοινωνικές συνθήκες ήταν αυτές που ευθύνονταν για την εμφάνιση και διάδοση συγκεκριμένων ασθενειών και παθήσεων μεταξύ του πληθυσμού. Οι κοινωνικές ανισότητες, όπως αυτές που σχετίζονται με τον καταμερισμό της εργασίας στις γυναίκες και τους μετανάστες, είχαν ως αποτέλεσμα διαφορετικές εκθέσεις σε δηλητήρια και επικίνδυνες εργασίες.

Ο Bethune, ένας Καναδός γιατρός, ο οποίος υπηρέτησε ως χειρουργός στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο και αργότερα στην Κινεζική Επανάσταση, υποστήριξε το 1936, στο συνέδριο της Ιατρο-Χειρουργικής Εταιρείας στο Μόντρεαλ, ότι ο καπιταλισμός «παράγει κακή υγεία» και ότι το ιατρικό του σύστημα καθορίζεται από τον «αδηφάγο ατομικισμό», σύμφωνα με τον οποίο οι γιατροί «πλουτίζουν εις βάρος των δυστυχιών των συνανθρώπων μας».70 Ο ίδιος είχε κατορθώσει να ανακάμψει νωρίς από τη φυματίωση. Όταν μίλησε με ριζοσπάστες γιατρούς που ήταν μέλη των απελευθερωτικών δυνάμεων στην Κίνα το 1939, δήλωσε: «Ως γιατρός υπέφερα από δύο πολύ δύσκολες ασθένειες. Είχα μόλις αρχίσει να διανύω το δρόμο του χειρουργού όταν κατέληξα με μια κακή περίπτωση φυματίωσης.… Η «δεύτερη ασθένειά μου»… καλά, αυτό δεν ήταν τόσο απλό.… κατάλαβα ότι η φυματίωση δεν ήταν απλώς μια ασθένεια αλλά ένα κοινωνικό έγκλημα… Έχω μάθει τι πρέπει να κάνω για να θεραπεύσω αυτή τη δεύτερη ασθένεια».71

Η πλειοψηφία των πολιτών σε μια καπιταλιστική κοινωνία, παρατήρησε ο Bethune, λάμβανε ελάχιστη ή καθόλου υγειονομική περίθαλψη κάθε χρόνο, απλώς και μόνο επειδή δεν ήταν σε θέση να την αντέξει οικονομικά. Η ιατρική είχε γίνει ένα πολυτελές εμπόριο, στο οποίο οι γιατροί «πωλούν ψωμί στην τιμή των κοσμημάτων».72  Οι άνθρωποι υπέφεραν άσκοπα και πέθαιναν υπό αυτές τις συνθήκες. Δήλωσε ότι η ιδιωτική υγεία ήταν άνευ περιεχομένου στον βιομηχανικό καπιταλισμό. Αντ ‘αυτού, «όλη η υγεία είναι δημόσια υγεία».73 Στη συνέχεια επέμεινε ότι η «κοινωνικοποιημένη ιατρική» ήταν απαραίτητη, που σημαίνει ότι «η προστασία της υγείας γίνεται δημόσια ιδιοκτησία», «υποστηρίζεται από δημόσιους πόρους», «η υπηρεσία είναι διαθέσιμη σε όλους», «οι εργαζόμενοι πρέπει να πληρώνονται από το κράτος», και υπάρχει «μία δημοκρατική αυτοδιοίκηση από τους ίδιους τους εργαζομένους στον τομέα της υγείας».74 Στο πλαίσιο αυτού του μετασχηματισμού, διατύπωσε μια προσέγγιση της οικολογίας της ασθένειας:

«Οποιοδήποτε σχέδιο για τη θεραπεία της συγκεκριμένης ασθένειας που δεν λαμβάνει υπόψη τον άνθρωπο στο σύνολό του,  ως μια συνισταμένη της περιβαλλοντικής πίεσης και του άγχους, είναι βέβαιο ότι θα αποτύχει. Η φυματίωση δεν είναι απλώς μια νόσος των πνευμόνων. Είναι μια ριζική αλλαγή ολόκληρου του σώματος που συμβαίνει όταν ο άνθρωπος, θεωρούμενος ως ένας οργανισμός που ενεργεί υπό την επίδραση και είναι το προϊόν του περιβάλλοντός του, αποτυγχάνει να ελέγξει ή να υποτάξει ορισμένες ζημιογόνες δυνάμεις που ενεργούν στο σώμα και το μυαλό του. Αφήστε τον να επιμείνει να συνεχίσει σε ένα τέτοιο περιβάλλον και θα πεθάνει. Αλλάξτε αυτούς τους παράγοντες, τόσο εξωτερικούς όσο και εσωτερικούς, ρυθμίστε από την αρχή το περιβάλλον του, και ο άνθρωπος, στις περισσότερες περιπτώσεις, θα ανακάμψει».75

Ο Bethune έδειξε πώς οι περιβαλλοντικές αλλαγές ασκούνταν ήδη από τους εύπορους που είχαν φυματίωση, καθώς εκείνοι πήγαιναν στα σανατόρια για να ξεκουραστούν, να φάνε θρεπτικά φαγητά και να απολαύσουν καθαρό αέρα. Σε αντιδιαστολή οι φτωχοί, στο υπάρχον σύστημα, πέθαιναν, λόγω έλλειψης θεραπείας και κατάλληλης φροντίδας. Με την κοινωνικοποιημένη ιατρική και ένα κοινωνικο-οικονομικό σύστημα που βασίζεται στην ικανοποίηση και την εξυπηρέτηση των ανθρώπινων αναγκών, το ευρύτερο φάσμα των κοινωνικο-οικονομικών σχέσεων θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί, ως μέρος της εξάλειψης της δεύτερης ασθένειας: η κοινωνική δολοφονία που δημιουργήθηκε από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.

Ενστερνιζόμενος αυτή την άποψη, ο Bethune αφιέρωσε τη ζωή του στον αγώνα για ένα τέτοιο μέλλον. Μετά το θάνατό του από δηλητηρίαση το 1939, μετά από χειρουργική επέμβαση σε έναν τραυματισμένο Κινέζο στρατιώτη, ο Mao Zedong έγραψε συγκινητικά: «Ο σύντροφος Bethune ήταν γιατρός, η τέχνη της θεραπείας ήταν το επάγγελμά του και τελειοποιούσε συνεχώς τις ικανότητές του», διέθετε ένα «αληθινό κομμουνιστικό πνεύμα» και έδειξε μια πλήρη «αφοσίωση στους άλλους.… είμαι βαθιά θλιμμένος για τον θάνατό του». Ήταν «ένας άνθρωπος… με αξία για τους άλλους ανθρώπους».76

Το 1939, την ίδια χρονιά που απεβίωσε ο Bethune στην Κίνα, ο Allende έγραψε το κλασικό επιδημιολογικό του έργο, Η Χιλιανή Ιατρο-Κοινωνική Πραγματικότητα (The Chilean Medico–Social Reality), ενώ υπηρετούσε ως υπουργός υγείας στην κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου με επικεφαλής τον Pedro Aguirre Cerda. Ο Allende εξήγησε: «Το άτομο στην κοινωνία δεν είναι μια αφηρημένη οντότητα: ο άνθρωπος γεννιέται, αναπτύσσεται, ζει, εργάζεται, αναπαράγεται, αρρωσταίνει και πεθαίνει υπό αυστηρή υποταγή στο περιβάλλον, του οποίου οι εναλλασσόμενες συνθήκες ενεργοποιούν διαφορετικούς τρόπους αντίδρασης, έναντι των αιτιολογικών παραγόντων της νόσου. Το υλικό περιβάλλον καθορίζεται από τους μισθούς, τη διατροφή, τη στέγαση, τα ρούχα, τον πολιτισμό και πρόσθετους συγκεκριμένους και ιστορικούς παράγοντες».77 Ο Allende, όπως οι Du Bois και Bethune, χαρακτήρισε τη φυματίωση ως μία «κοινωνική ασθένεια» λόγω της πολύ μεγαλύτερης συχνότητας εμφάνισής της στους πληθυσμούς της εργατικής τάξης. Θεώρησε ασθένειες όπως ο τύφος, ως εκδηλώσεις προλεταριοποίησης και πτώχευσης. Όπως έγραψε ο Howard Waitzkin, «η έκθεση του Allende σχετικά με τους κοινωνικούς παράγοντες που συμβάλλουν στην αιτιολογία των μολυσματικών νόσων προμήνυσε πολλές εμφάσεις της σύγχρονης επιδημιολογίας. Τα επιχειρήματά του ξεπέρασαν την αναζήτηση συγκεκριμένων αιτιολογικών παραγόντων και θεραπειών – που αποτελούσαν την κυρίαρχη προοπτική της δυτικής ιατρικής τη στιγμή που έγραφε ο Allende».78

Όπως ο Marx, έτσι και ο Allende αναφέρθηκε στις εργασιακές νόσους ως μία «κοινωνική παθολογία» που προωθεί η καπιταλιστική εκβιομηχάνιση. Υπογράμμισε τις ανεπάρκειες της δυτικής ιατρικής, οι οποίες την ανάγκασαν να αγνοήσει σχεδόν εντελώς τον ρόλο της εργασιακής νόσου, με αποτέλεσμα την έλλειψη πληροφοριών σχετικά με το θέμα.79

Ο Allende ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τις επιπτώσεις του ιμπεριαλισμού στον περιορισμό της κοινωνικής ιατρικής στη Λατινική Αμερική και σε ολόκληρο τον τρίτο κόσμο. Ήταν ίσως ο πρώτος που άσκησε κριτική στις μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες ως φορείς της κυριαρχίας της υγείας από μονοπωλιακά κεφάλαια και ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Τόνισε τις πολύ υψηλότερες τιμές για τα εμπορικά σήματα και την παραπλανητική εμπορική προπαγάνδα των κορυφαίων πολυεθνικών φαρμακευτικών εταιρειών. Αφού εξελέγη πρόεδρος της Χιλής στην κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας το 1970, προώθησε την εθνικοποίηση της φαρμακευτικής βιομηχανίας, η οποία ελεγχόταν από ξένες διεθνείς εταιρείες και ζήτησε να γίνεται έλεγχος στις τιμές των φαρμάκων.80

Καπιταλισμός έναντι Οικο–σοσιαλιστικής Επιδημιολογίας

Ο θάνατος του Allende το 1973, κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος της Χιλής που ξεκίνησε ο Augusto Pinochet και υποστηρίχθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες, σηματοδότησε, ταυτόχρονα, όχι μόνο την κατάρρευση ενός από τα μεγάλα σοσιαλιστικά πειράματα και την έναρξη του νεοφιλελευθερισμού από τη στρατιωτική δικτατορία του Pinochet σε συνεργασία με τους οικονομολόγους του Σικάγου με επικεφαλής τον Milton Friedman· αντιπροσώπευε επίσης την απώλεια του Allende ως μιας από τις σπουδαίες προσωπικότητες της κοινωνικής ιατρικής. Πουθενά ο νεοφιλελευθερισμός δεν είχε πιο καταστροφικές επιπτώσεις από την καταστροφή των εγχειρημάτων δημόσιας υγείας και κοινωνικής ιατρικής σε όλο τον κόσμο.81

Η ριζοσπαστική άνοδος τη δεκαετία του 1970, ωστόσο, οδήγησε σε σημαντικές ανακαλύψεις στην κοινωνική επιδημιολογία, οι οποίες συνεχίστηκαν στη δεκαετία του ’80 και συγχωνεύθηκαν τη δεκαετία του ’90 με οικολογικές προοπτικές. Αυτό χρησίμευσε στην αναζωογόνηση και επέκταση της διαλεκτικής προοπτικής των Αέρων, Υδάτων και Τόπων σχετικά με την ενσωμάτωση της ανθρωπότητας στο ευρύτερο περιβάλλον της, που προωθούταν από καιρό από τους υλιστές και τους σοσιαλιστές διανοούμενους. Έτσι, η κυρίαρχη καπιταλιστική επιδημιολογική προοπτική των βιοϊατρικών παραγόντων και του τρόπου ζωής αμφισβητήθηκε ολοένα και περισσότερο από τη δεκαετία του 1970 από μια προσέγγιση που υπογράμμισε «την οικο-σοσιαλιστική θεωρία της κατανομής των ασθενειών: ενσαρκώνοντας το κοινωνικό και οικολογικό πλαίσιο». 82  Αυτά τα χρόνια έλαβε χώρα η άνοδος του διαλεκτικού ιστορικού υλισμού με το έργο ριζοσπαστικών μορφών, όπως η Hilary και ο Steven Rose, που προώθησαν κινήματα όπως το «επιστήμη για τους ανθρώπους» (“science for the people”) στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο, εισάγοντας τις έννοιες της «υλιστικής επιδημιολογίας», της «πολιτικής οικονομίας της υγείας» και της «κοινωνικής αιτιολογίας της νόσου».83 Ενδεικτικά αυτών των επαναστατικών νέων εξελίξεων αναφέρεται ότι η Barbara και ο John Ehrenreich δημοσίευσαν το Η Αμερικανική Δυναστεία της Υγείας το 1970. Ο Vicente Navarro ίδρυσε το 1971 το σημαντικότερο όργανο κριτικής στην κοινωνική ιατρική, το περιοδικό International Journal of Health Services. Η Barbara Ehrenreich και η Deirdre English ολοκλήρωσαν το Μάγισσες, Μαίες και Νοσοκόμες (Witches, Midwives, and Nurses) το 1973. Ο Lesley Doyal έγραψε την Πολιτική Οικονομία της Υγείας (The Political Economy of Health) το 1979. Ο Waitzkin ολοκλήρωσε τη Δεύτερη Ασθένεια (The Second Sickness) το 1983. Οι Levins και Richard Lewontin εξέδωσαν το Ο Διαλεκτικός Βιολόγος (The Dialectical Biologist) το 1985 και ο David Himmelstein και ο Steffie Woolhandler συνέστησαν το Γιατροί για ένα Εθνικό Πρόγραμμα Υγείας (Physicians for a National Health Program) το 1987 (ένα χρόνο μετά την επιμέλεια ενός ειδικού τεύχους του Monthly Review με θέμα «Επιστήμη, Τεχνολογία και Καπιταλισμός»).84

Στη δεκαετία του 1990, αυτές οι κρίσιμες προοπτικές για την ιατρική, την υγεία και τις ασθένειες συγχωνεύτηκαν με τις νέες οικολογικά προσανατολισμένες προσεγγίσεις, που χαρακτηρίζονταν ειδικά από την «οικο-σοσιαλιστική θεωρία της κατανομής των ασθενειών» (“ecosocial theory of disease distribution”) της Nancy Krieger, στην οποία ενσωμάτωσε «κατασκευές που σχετίζονται με την πολιτική οικονομία, την πολιτική οικολογία, τα οικοσυστήματα, χωροχρονικές κλίμακες και επίπεδα, βιολογικά μονοπάτια υλοποίησης και την κοινωνική παραγωγή της επιστημονικής γνώσης» προκειμένου να ξεπεραστεί το περιορισμένο, φιλικό προς το κεφάλαιο βιοϊατρικό μοντέλο της υγείας και της νόσου.85 Αυτή η οικο-σοσιαλιστική προσέγγιση είναι σύμφωνη με μία μακρά ιστορία της ανθρώπινης οικολογίας, που αντανακλάται στο έργο του ιστορικού-υλιστή βιολόγου Lancelot Hogben το 1930, με την ολιστική του έμφαση στο «οικολογικό σύστημα του ανθρώπου» (“the ecological system of man”).86

Στο βιβλίο Βιολογία υπό Επιρροή (Biology Under the Influence) το 2007, οι Lewontin και Levins επέκριναν ρητά την ακραία αναγωγή του έργου του ανθρώπινου γονιδιώματος που υποθέτει ότι η ασθένεια μπορεί να καταπολεμηθεί με σχεδιασμένα γονίδια, χωρίς να ληφθεί υπόψη η «τριπλή έλικα» που αντιπροσωπεύεται από τη διαλεκτική του γονιδίου, του οργανισμού, και του περιβάλλοντος.87 Παρόμοιες αναγωγικές φαντασιώσεις προέκυψαν από εκείνους που πίστευαν ότι τα αντιβιοτικά θα μπορούσαν να θεραπεύσουν όλες τις βακτηριακές λοιμώξεις, αποτυγχάνοντας να κατανοήσουν ότι τα βακτήρια, ως ζωντανοί οργανισμοί, εξελίσσονται και μεταλλάσσονται, αναιρώντας τις δράσεις συγκεκριμένων αντιβιοτικών. Η υπερβολική χρήση αντιβιοτικών στον καπιταλισμό, ιδιαίτερα σε μεγάλης κλίμακας αγροτικές επιχειρήσεις και εργοστάσια εκτροφής κοτόπουλων, όπου τα αντιβιοτικά χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση βακτηριακών νόσων που σχετίζονται με τον υπερπληθυσμό, έχει οδηγήσει στην ταχεία εξέλιξη ανθεκτικών στα αντιβιοτικά βακτηρίων ή “superbugs“, απειλώντας τον ανθρώπινο πληθυσμό — παράγοντας ακόμη μια περίπτωση αυτού στο οποίο ο Lankester (μετά τον Ένγκελς)  αναφερόταν ως «Η Εκδίκηση της Φύσης».88

Για τον Levins, γράφοντας στο «Είναι ο καπιταλισμός μια Ασθένεια;» (“Is Capitalism a Disease?”), οι πέντε πρωταρχικές κοινωνικές απαντήσεις στη σύγχρονη κρίση της υγείας απαιτούν την εστίαση στα ακόλουθα: (1) υγεία του οικοσυστήματος, (2) περιβαλλοντική δικαιοσύνη, (3) κοινωνικό προσδιορισμό της υγείας, (4 ) υγειονομική περίθαλψη για όλους και (5) εναλλακτική ιατρική.89 Σε αυτά πρέπει να προστεθεί, όπου είναι δυνατόν, μια οικο-σοσιαλιστική προσέγγιση της επιστημονικής έρευνας στον τομέα της ιατρικής. Η χώρα που παρουσιάζει καλύτερα μια τέτοια κοινωνική προσέγγιση στην υγειονομική περίθαλψη είναι η Κούβα, όπου λαμβάνονται υπόψη όλοι αυτοί οι παράγοντες. Παρά το γεγονός ότι είναι μια μικρή, φτωχή χώρα που αντιμετωπίζει οικονομικό αποκλεισμό από τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Κούβα έχει αναδειχθεί ως παγκόσμιος ηγέτης στη βιοτεχνολογία. Για παράδειγμα, είναι η μόνη χώρα στη Λατινική Αμερική που αναπτύσσει εμβόλια έναντι της COVID-19.90 Αυτό οφείλεται στην σοσιαλιστική και οικολογική της προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία θεωρεί την υγεία ως βασική παραγωγική συνιστώσα, στην οποία μετρά το συνολικό «ανθρώπινο κεφάλαιο», αντί να ορίζεται απλώς ως χαρακτηριστικό των ατόμων, διαμεσολαβούμενο από την κοινωνική τάξη. Έτσι, η Κούβα έχει υιοθετήσει έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο επιστημονικής έρευνας, ο οποίος βασίζεται στην αντίληψη ότι η γνώση είναι συλλογική, διεπιστημονική, συγκεκριμένη, τοπική και συχνά σιωπηλή. Αυτό, όπως εξήγησε ο Agustín Lage Dávila, διευθυντής του Κέντρου Μοριακής Ανοσολογίας στην Αβάνα, έρχεται σε αντιπαράθεση με τις κυρίαρχες ατομικιστικές, αναγωγικές, μη τοπικές και εξω-περιβαλλοντικές προσεγγίσεις που χαρακτηρίζουν το κυρίαρχο κεφαλαιοκρατικό μοντέλο επιστημονικής έρευνας.91

Βαρελάς Τάκης /«Πανδημίας Εποχή» / 35cm X 50cm / ξηρό παστέλ σε χαρτί.

Με την απαρχή της πανδημίας COVID-19, η σημασία της ιστορικής-υλιστικής επιδημιολογίας έχει γίνει ολοένα και πιο εμφανής, όπως στο έργο του Rob Wallace, συγγραφέα των Οι Μεγάλες Φάρμες γεννούν τη Μεγάλη Γρίπη και Νεκρούς Επιδημιολόγους (Big Farms Make Big Flu and Dead Epidemiologists).92 Για τον Wallace και τους επιδημιολόγους που σχετίζονται με την Structural One Health (μια πιο κρίσιμη, οικο-σοσιαλιστική παραλλαγή της πλέον κυρίαρχης προσέγγισης One Health που υιοθετήθηκε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας), το κλειδί είναι η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο το νέο κύμα θανατηφόρων επιδημιών συνδέεται όχι με τις «απόλυτες γεωγραφικές θέσεις», αλλά με τα κυκλώματα του κεφαλαίου που εισήχθησαν από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Αυτό περιλαμβάνει την καταστροφή των οικοσυστημάτων και τη συσσώρευση τεράστιων μονοκαλλιεργειών μεμονωμένων ειδών, ιδίως στις ζωικές μονάδες. Όλα αυτά ενθαρρύνουν τη διαρροή ζωονόσων σε εξημερωμένα ζώα και ανθρώπους, που μεταδίδονται στα κυκλώματα του κεφαλαίου, δημιουργώντας αυτό που ονομάζεται «οικολογική ανατροπή». Η επέκταση των καπιταλιστικών εμπορικών αλυσίδων και η νεοφιλελεύθερη κατεδάφιση των συστημάτων δημόσιας υγείας έχουν αυξήσει την ταχύτητα με την οποία οι ασθένειες εξαπλώνονται παγκοσμίως, καθιστώντας τους πληθυσμούς – ιδιαίτερα τους φτωχούς και φυλετικά καταπιεσμένους – πιο ευάλωτους.93

Όπως εξήγησε ο Wallace, «ο καπιταλισμός δεν αφορά μόνο την παραγωγή μεταβολικών ρήξεων μεταξύ της οικονομίας και της οικολογίας μας στο δρόμο προς το κέρδος, καταστρέφοντας την ικανότητά μας να αναπαραγόμαστε ως πολιτισμός. Πρόκειται επίσης για την παραγωγή νέων οικολογιών που αναπαράγουν το κεφάλαιο που απαλλοτριώνει το δίκτυο της ζωής».94 Μια παρόμοια άποψη προτείνεται από τον οπαδό του Μαρξ και του Kalecki, τον οικονομολόγο Riccardo Bellofiore, ο οποίος έχει δηλώσει δυναμικά: «Η υπόγεια ρίζα» της τρέχουσας κρίσης του κορωνοϊού, στις πολλαπλές οικονομικές, επιδημιολογικές και οικολογικές πτυχές της, έγκειται στη «συστηματική ληστεία και καταστροφή του «άλλου» για το κεφάλαιο.… Τόσο η «εξωτερική» φύση όσο και τα ανθρώπινα όντα ως μέρος της φύσης, στη διαλεκτική τους αλληλεπίδραση» υπόκεινται τώρα σε αυτό το σύστημα της καθολικής αποξένωσης. Αυτό οδήγησε την παρούσα στιγμή σε «μια ιδιαίτερα δραματική και ρητή περίπτωση απώλειας ελέγχου του μεταβολισμού μεταξύ της φύσης και της ανθρώπινης παρέμβασης».95

Σήμερα η ιδέα ότι τα ανθρώπινα όντα μπορούν να κατανοηθούν εκτός του ευρύτερου περιβάλλοντός τους έχει αποδειχθεί ότι είναι ένα από τα πιο θανατηφόρα λάθη στη μακρά ιστορία της ανθρωπότητας. Η επιστροφή σε μια διαλεκτική προοπτική για την ανθρωπότητα και τη φύση, που ανιχνεύεται πίσω στους αρχαίους Έλληνες και στην αντίληψη του Περί Αέρων, Υδάτων και Τόπων, και διατηρήθηκε και ενισχύθηκε εδώ και χιλιετίες μέσα από το έργο υλιστών, σοσιαλιστών και οικολόγων στοχαστών, είναι μια υπαρξιακή απαίτηση για οικολογική διαβίωση στην Ανθρωπόκαινο εποχή, σε έναν κόσμο πέρα από το κεφάλαιο.

 

Ο John Bellamy Foster είναι συντάκτης του Monthly Review και καθηγητής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Όρεγκον. Ο Brett Clark είναι αναπληρωτής συντάκτης του Monthly Review και καθηγητής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Γιούτα. Η Hannah Holleman είναι διευθύντρια του Monthly Review και αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Amherst College.  Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό MONTHLY REVIEW. AN INDEPENDENT SOCIALIST MAGAZINE  στις 1 Ιουνίου του 2021. Το αγγλικό κείμενο είναι διαθέσιμο εδώ.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΩΝ

Οι συγγραφείς χρησιμοποιούν σε όλη την έκταση του άρθρου τον όρο «Negro» αντί του πιο συνήθη, στη σύγχρονη βιβλιογραφία, «Afro-American». Αυτός είναι ο λόγος που επιλέξαμε τη χρήση του όρου «Nέγρος» στη μετάφραση.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Η συντακτική επιτροπή του InS ευχαριστεί την αρχιτέκτονα / εικαστικό κ. Βασιλική Φίλου για την προσφορά του πίνακα με τον τίτλο «Αλληγορία Νο 2» και τον ζωγράφο Παναγιώτη (Τάκη) Βαρελά, μέλος του ΔΣ του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (ως εκπρόσωπος του Επιμελητήριου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας) για τη προσφορά του πίνακά του από τη σειρά έργων με τον τίτλο «ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ ΕΠΟΧΗ», που φιλοτεχνήθηκαν για τη στήριξη του κινήματος των υγειονομικών κατά τη διάρκεια της πανδημίας, καθώς και για την υπόδειξη του αφιερώματος του εικαστικού Ανδρέα Μαράτου με τίτλο «Ζωγραφικά βλέμματα σε καιρούς πανδημιών» στην ιστοσελίδα alt.gr από το οποίο αντλήθηκαν οι πίνακες μεγάλων ζωγράφων με θέματα σχετικά με τις πανδημίες.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Frederick Engels, Socialism: Utopian and Scientific (New York: International Publishers, 1978), 45.
  2. Hippocratic author, Airs, Waters, and Places, διαθέσιμο στη σελίδαmit.edu. Βλ. επίσης Hippocratic Writings (London: Penguin, 1950). Στο κείμενο, ακολουθούμε τον Benjamin Farrington, καθώς αναφέρεται στον τίτλο ως Airs Waters Places. Βλ. Benjamin Farrington, Head and Hand in Ancient Greece (London: Watts and Co., 1947), 39.
  3. Charles E. Rosenberg, “Epilogue: Airs, Waters, Places,” Bulletin of the History of Medicine 86 (2012): 661; Nancy Krieger, Epidemiology and the People’s Heath (Oxford: Oxford University Press, 2011), vii–xi.
  4. Farrington, Head and Hand in Ancient Greece, 35.
  5. Karl Marx, Capital, vol. 1 (London: Penguin, 1976), 484–85.
  6. Παράθεση του Ramazzini στον Farrington, Head and Hand in Ancient Greece, 38; J. S. Felton, “The Heritage of Bernardino Ramazzini,” Occupational Medicine 47, no. 3 (1997): 167–79. Για μία πιο πρόσφατη μετάφραση, βλ. Bernardino Ramazzini, Diseases of Workers (Thunder Bay, Ontario: OH&S Press, 1993), 42.
  7. Paul de Kruif, The Microbe Hunters (San Diego: Harvest, 1996).
  8. Η Nancy Krieger εισήγαγε την έννοια «οικο-σοσιαλιστική» στις επιστήμες της υγείας το 1994 ως μέρος της «οικο-σοσιαλιστικής θεωρίας της κατανομής των ασθενειών», δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση σε αυτόν τον όρο. Krieger, Epidemiology and the People’s Health, 202–3, 213.
  9. Abdel R. Omran, “The Epidemiologic Transition,” Milbank Quarterly 49, no. 4, part 1 (1971): 509–38. Η έννοια της επιδημιολογικής μετάβασης φυσικά προϋπήρχε, πριν από την διατύπωση του όρου. Βλ., για παράδειγμα, H. G. Wells, Julian S. Huxley, and G. P. Wells, The Science of Life (New York: Literary Guild, 1934), 1089–90.
  10. John W. Sanders, Greg S. Fuhrer, Mark D. Jonson, and Mark S. Riddle, “The Epidemiological Transition: The Current Status of Infectious Diseases in the Developed World versus the Developing World,” Science Progress 9, no. 2 (2008): 1–38; M. H. Wahdan, “The Epidemiological Transition,” La Revue de Santé de la Méditrranée Orientale 2, no. 1 (1996): 8–20; Frank M. Snowden, “Emerging and Reemerging Diseases: A Historical Perspective,” Immunological Review 225, no. 1 (2008): 9–26.
  11. Richard Levins, “Is Capitalism a Disease?,” Monthly Review 52, no. 4 (September 2000): 11. Εισήχθη επίσης ως κεφάλαιο στο Richard Lewontin and Richard Levins, Biology Under the Influence (New York: Monthly Review Press, 2007): 297–319.
  12. John Bellamy Foster, The Return of Nature (New York: Monthly Review Press, 2020), 173–74, 183–84.
  13. George Eliot, Middlemarch (New York: Signet, 1981), 143–44.
  14. Michael E. Rose, “The Doctor in the Industrial Revolution,” British Journal of Industrial Medicine 28 (1971): 22–26; Ronald Meek, Economics, Ideology, and Other Essays (London: Chapman and Hall, 1967), 34–50.
  15. Accept ,” British Medical Journal, August 1, 1908.
  16. Foster, The Return of Nature, 28–29.
  17. Edward Smith, Health and Disease (London: Walton and Maberly, 1861); Encyclopedia.com, s.v. “Smith, Edward,” accessed April 27, 2021.
  18. Karl Marx and Frederick Engels, Collected Works, vol. 4 (New York: International Publishers, 1975), 403–6.
  19. Marx and Engels, Collected Works, vol. 4, 361–62, 389–92.
  20. Marx and Engels, Collected Works, vol. 4, 394, 407; Foster, The Return of Nature, 184, 196.
  21. Howard Waitzkin, The Second Sickness (New York: Free Press, 1983), 60–63; Foster, The Return of Nature, 212–15; Brett Clark and John Bellamy Foster, “Florence Kelley and the Struggle Against the Degradation of Life,” Organization & Environment 19, no. 2 (2006): 251–63.
  22. Lancelot Hogben, Science for the Citizen (New York: Alfred A. Knopf, 1938), 875.
  23. Marx, Capital, vol. 1, 348–49; Karl Marx, Capital, vol. 3 (London: Penguin, 1981), 949. Η παρατήρηση του Μαρξ που συνδέει το εμπόριο γκουανό και τις περιοδικές επιδημίες ως εξίσου αντιπροσωπευτικές του μεταβολικού ρήγματος, προανήγγειλε την ανάλυση του Lancelot Hogben, ο οποίος ολοκλήρωσε ένα κεφάλαιο με τίτλο «The Microbe Hunters» στο Science for the Citizen με μια συζήτηση για το εμπόριο γκουανό ως παράδειγμα διαταραχής του κύκλου του αζώτου και των επιπτώσεων στη γεωργία, βλέποντας σαφώς αυτές τις διαταραχές των φυσικών ουσιών ως «ανοησίες ενός νεαρού πολιτισμού». Βλ. Hogben, Science for the Citizen, 877–79.
  24. Σχετικά με την έννοια του σωματικού ρήγματος, βλ. John Bellamy Foster and Brett Clark, The Robbery of Nature (New York: Monthly Review Press, 2020), 23–32.
  25. Σχετικά με τον John Simon και την επιρροή του στους Μαρξ και Ένγκελς, βλ. Foster, The Return of Nature, 199–212.
  26. Marx, Capital, vol. 1, 812.
  27. John Simon, English Sanitary Institutions (London: Smith, Elder, Co., 1897), 437–39, 443–45, 455–58, 480–81; Foster, The Return of Nature, 199–204, 208, 211–12, 573.
  28. Marx, Capital, vol. 1, 812–13, 834–35.
  29. Henry Julian Hunter, παράρτημα 2 στο Report on the Housing of the Poorer Parts of the Population in Towns, στο Medical Officer of the Privy Council, Eighth Public Health Report, 1865 (London: Her Majesty’s Government, 1866), 89. Marx and Engels, Collected Works, vol. 35, 654; Marx, Capital, vol. 1, 814–15. Η έκδοση του Κεφαλαίου από την Penguin είναι ανεπαρκής εδώ καθώς λείπει ένα κρίσιμο μέρος της πρότασης του Χάντερ, σχετικά με το κεφάλαιο.
  30. Marx, Capital, vol. 1, 635–36, 818.
  31. Marx, Capital, vol. 1, 818–20.
  32. Marx, Capital, vol. 1, 846.
  33. Marx, Capital, 1, 723–24.
  34. Marx, Capital, vol. 1, 822.
  35. Edward Smith, παράρτημα 6 στο Medical Officer of the Privy Council, Sixth Public Health Report, 1863 (London: Her Majesty’s Government, 1864), 238, 249, 261–62; Karl Marx, On the First International (New York: McGraw-Hill, 1973), 5–7; Marx, Capital, vol. 1, 834–35; Foster and Clark, The Robbery of Nature, 107–8.
  36. Henry Julian Hunter, παράρτημα 14 στο “Report on the Excessive Mortality of Infants in Some Districts of England,” in Sixth Public Health Report, 1863, 453–59; Marx, Capital, vol. 1, 520–22, 835–36; Foster and Clark, The Robbery of Nature, 84–85.
  37. Μια δεκαετία νωρίτερα, ο Edwin Lankester, ως ιατρός της ενορίας του Saint James, μαζί με τον Δρ John Snow και τον Αιδεσιμότατο Henry Whitehead, είχαν ανακαλύψει περίτρανα ότι η πηγή της επιδημίας χολέρας του 1854 στο Λονδίνο ήταν η αντλία νερού της Broad Street, αποδεικνύοντας ότι η χολέρα ήταν μια ασθένεια που μεταδίδεται από το νερό-μια σημαντική ανακάλυψη που οδήγησε στη θεωρία περί μικροβιακής προέλευσης των ασθενειών. Βλ. Foster, The Return of Nature, 29–31, 37.
  38. Marx, Capital, vol. 1, 364–67.
  39. John Simon in Sixth Public Health Report, 1863, 29–31; Marx, Capital, vol. 1, 594; Marx, Capital, vol. 3, 190. Αυτό το απόσπασμα από τον John Simon είναι γεμάτο λανθασμένες παραθέσεις σε όλες τις αγγλόφωνες εκδόσεις του Capital. Φαίνεται ότι έχει μεταφραστεί στα αγγλικά από τα γερμανικά, αντί να χρησιμοποιηθεί το πρωτότυπο αγγλικό. Παρατίθεται εδώ από το πρωτότυπο.
  40. Ο Μαρξ και ο Lankester ήταν στενοί φίλοι τα τελευταία χρόνια της ζωής του πρώτου. Ο Μαρξ ενδιαφέρθηκε για το έργο του Lankester Degeneration, το οποίο ασχολήθηκε με τον παρασιτισμό. Βλ. E. Ray Lankester, Degeneration (London: Macmillan and Co., 1880). Ο Λάνκεστερ έλαβε το δικό του αντίτυπο του Κεφαλαίου από τον ίδιο τον Μαρξ. Βλ. Foster, The Return of Nature, 27, 35–40.
  41. Για αξιολογήσεις των επιτευγμάτων του Lankester, βλ. Foster, The Return of Nature, 24–72; Joseph Lester, Ray Lankester and the Making of Modern British Biology (Oxford: British Society for the History of Science, 1995).
  42. Ray Lankester, “On Undulina, the Type of a New Group of Infusoria,” Quarterly Journal of Microscopical Science 11 (1971): 387–89; Lester,  Ray Lankester, 149; E. Ray Lankester, The Kingdom of Man (New York: Henry Holt and Co, 1911), 173–74.
  43. Ray Lankester, “On Drepanidium Ranarum, the Cell-Parasite of the Frog’s Blood and Spleen,” Quarterly Journal of Microscopic Science XXII (1882): 53–65; Lester,  Ray Lankester, 147–48.
  44. Ray Lankester, Science from an Easy Chair: Second Series (London: Methuen and Co., 2015), 353.
  45. Ray Lankester, πρόλογος στο Olga Metchnikoff, Life of Elie Metchnikoff, 1845–1916 (Boston: Houghton Mifflin, 1921), vii–viii; E. Ray Lankester, The Advancement of Science (London: Macmillan and Co., 1890), 148, 150, 164–65.
  46. Lankester, The Kingdom of Man, 161, 166–67; Daniel R. Headrick, “Sleeping Sickness Epidemics and Colonial Responses in East and Central Africa, 1900–1940,” PLOS Neglected Tropical Diseases 8, no. 4 (2014); Maryinez Lyons, “Sleeping Sickness in the History of the Northeast Congo (Zaire),” Canadian Journal of African Studies 19, no. 3 (1985): 627–33; Gerasimos Langousis and Kent L. Hill, “Motility and More: The Flagellum of Trypanosoma brucei,” Nature Reviews Microbiology 12, no. 7 (2014): 505–18.
  47. Headrick, “Sleeping Sickness Epidemics.”
  48. Lankester, The Kingdom of Man, 165–66, 175, 189; Lester, Ray Lankester, 148–50.
  49. Lankester, The Kingdom of Man, 145, 165–71; Headrick, “Sleeping Sickness Epidemics.”
  50. Lankester, The Kingdom of Man, 160–61.
  51. Lankester, The Kingdom of Man, 32–33, 185–87.
  52. Lankester, Science from an Easy Chair, 343–44.
  53. Lankester, The Kingdom of Man, 31–33; Lester, Ray Lankester, 190.
  54. Lankester, The Kingdom of Man, 189.
  55. Lankester, The Kingdom of Man, 191.
  56. Norman Bethune quoted in The Scalpel, The Sword, by Sydney Gordon and Ted Allan (New York: Monthly Review Press, 1973), 250.
  57.  B. Du Bois, The Health and Physique of the Negro American(Atlanta: Atlanta University Press, 1906), 16. Βλ. Stephen Jay Gould, The Mismeasure of Man (New York: W. W. Norton & Company, 1996) για μια σημαντική κριτική των διαφόρων προκαταλήψεων, συνειδητών και ασυνείδητων, που επηρέασαν τον Broca και άλλους. Ο παραλληλισμός μεταξύ της κριτικής του Du Bois και του Gould είναι αρκετά συναρπαστικός.
  58. Du Bois, The Health and Physique of the Negro American, 24–25, 89.
  59. Du Bois, The Health and Physique of the Negro American, 89–90; W. E. B. Du Bois, The Philadelphia Negro (Philadelphia: Ginn & Co., 1899), 147–63.
  60. Du Bois, The Health and Physique of the Negro American, 89.
  61.  S. Haldane, Science Advances(London: George Allen and Unwin, 1947), 153–57.
  62. Frederick L. Hoffman, Race Traits and Tendencies of the American Negro (New York: American Economic Association, 1896), 148; Krieger, Epidemiology and the People’s Health, 109–10.
  63. Du Bois, The Health and Physique of the Negro American, 89.
  64. John William Trask, “The Significance of the Mortality Rates of the Colored Populations of the United States,” American Journal of Public Health 6 (1916): 254–60; Krieger, Epidemiology and the People’s Health, 117–20.
  65. Alice Hamilton, Industrial Poisons in the United States (New York: Macmillan Company, 1929); Alice Hamilton, Exploring the Dangerous Trades (Boston: Little, Brown and Company, 1943).
  66. Alice Hamilton, “Industrial Diseases, with Special Reference to the Trades in Which Women Are Employed,” Charities and the Commons, September 5, 1908.
  67. Hamilton, Industrial Poisons in the United States, 94–109; Alice Hamilton, Industrial Poisons Used in Rubber Industry (Washington DC: Government Printing Office, 1915), 13.
  68. Hamilton, Industrial Poisons Used in Rubber Industry, 6.
  69. Hamilton, Industrial Poisons Used in Rubber Industry, 26–30.
  70. Bethune quoted in The Scalpel, The Sword, 95.
  71. Bethune quoted in The Scalpel, The Sword, 250.
  72. Bethune quoted in The Scalpel, The Sword, 93–94.
  73. Pritha Chandra and Pratyush Chandra, “Bethune’s Socialized Medicine and the Public Health Crisis Today,” The Bullet, May 25, 2020.
  74. Bethune quoted in The Scalpel, The Sword, 96.
  75. Norman Bethune, “A Plea for Early Compression in Pulmonary Tuberculosis,” Canadian Medical Association Journal 27, no. 1 (1932): 37.
  76. Mao Zedong “In Memory of Dr. Norman Bethune,” in Away with All Pests, by Joshua S. Horn (New York: Monthly Review Press, 1971), 187–88.
  77. Salvador Allende quoted in Waitzkin, The Second Sickness, 66.
  78. Waitzkin, The Second Sickness, 67.
  79. Waitzkin, The Second Sickness, 68.
  80. Waitzkin, The Second Sickness, 68–69.
  81. Σχετικά με το πραξικόπημα στη Χιλή και το επακόλουθο δόγμα του νεοφιλελεύθερου σοκ που θεσπίστηκε υπό την επίβλεψη του Σικάγο, βλ. Naomi Klein, The Shock Doctrine (New York: Picador, 2008), 8, 70–80. Σχετικά με τις γενικές επιπτώσεις του νεοφιλελευθερισμού στην υγειονομική περίθαλψη, βλ. Howard Waitzkin, ed., Health Care Under the Knife (New York: Monthly Review Press, 2018).
  82. Krieger, Epidemiology and the People’s Health, 202.
  83. Hilary and Steven Rose, “The Problematic Inheritance: Marx and Engels on the Natural Sciences in Hilary Rose and Steven Rose, eds., The Political Economy of Science (London; Macmillan, 1976), 1–13; Giovanni Ciccotti, Marcello Cini, and Michelangelo De Maria, “The Production of Science in Advanced Capitalist Society,” in The Political Economy of Science, 36; Krieger, Epidemiology and the People’s Health, 172–79.
  84. Barbara Ehrenreich and John Ehrenreich, The American Health Empire (New York: Random House, 1970); Barbara Ehrenreich and Deidre English, Witches, Midwives, and Nurses (New York: Feminist Press/City University of New York, 1973); Lesley Doyal, The Political Economy of Health (London: Pluto, 1979); Richard Levins and Richard Lewontin, The Dialectical Biologist (Cambridge, MA: Harvard University Press, 1985); Vicente Navarro, “A Historical Review (1965–1997) of Studies on Class, Health, and Quality of Life: A Personal Account,” International Journal of Health Services 28, no. 3 (1998): 389–406; Krieger, Epidemiology and the People’s Health, 172–79; David U. Himmelstein and Steffie Woolhandler, eds., “Science, Technology and Capitalism,” special issue of Monthly Review 38, no. 3 (July–August 1986); David U. Himmelstein and Steffie Woolhandler, “The Corporate Compromise: A Marxist View of Health Policy,” Monthly Review 42, no. 1 (May 1990): 14–29. Οι Woolhandler και Himmelstein είναι κατ’ αντιστοιχία ο πρώτος και δεύτερος συγγραφέας της Έκθεσης της Κομισιόν για την υγεία στις ΗΠΑ που δημοσιεύτηκε στο Lancet τον Φεβρουάριο 2021: Steffie Woolhandler et al., “Public Policy and Health in the Trump Era,” Lancet, February 10, 2021. Η Έκθεση της Κομισιόν στο Lancet καταλήγει: «Οι πόροι για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, την αύξηση του βιοτικού επιπέδου, την κατάργηση των οικονομικών φραγμών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και την ιατρική περίθαλψη, την παροχή ιατρικής βοήθειας παγκοσμίως και την ενδυνάμωση των καταπιεσμένων κοινοτήτων στις ΗΠΑ πρέπει να προέλθουν από φόρους στους πλούσιους και βαθιές περικοπές των στρατιωτικών δαπανών. Όσον αφορά την υγειονομική περίθαλψη, η υπερβολική εμπιστοσύνη στον ιδιωτικό τομέα αυξάνει το κόστος και αλλοιώνει τις προτεραιότητες, η κυβέρνηση πρέπει να είναι φορέας, όχι μόνο χρηματοδότης, π.χ. να παρέχει άμεσα υγειονομική κάλυψη και να ασχολείται με την ανάπτυξη φαρμάκων αντί να πληρώνει ιδιωτικές εταιρείες για την εκτέλεση τέτοιων λειτουργιών.»
  85. Krieger, Epidemiology and the People’s Health, 203.
  86. Hogben, Science for the Citizen, 960.
  87. Lewontin and Levins, Biology Under the Influence, 244–51; Richard Lewontin, The Triple Helix (Cambridge, MA: Harvard University Press, 2000).
  88. Ian Angus, “Superbugs in the Anthropocene,” Monthly Review 71, no. 2 (June 2019): 1–28; Marx and Engels, Collected Works, vol. 25, 460–61.
  89. Levins, “Is Capitalism a Disease?,” 18–20.
  90. Don Fitz, Cuban Health Care (New York: Monthly Review Press, 2020), 216–18; Helen Yaffe, “Cuba Libre to COVID-Libre,” Canadian Dimension, April 15, 2021.
  91. Augustín Lage Dávila, “Socialism and the Knowledge Economy: Cuban Biotechnology,” Monthly Review 58, no. 7 (December 2006): 50–58; Lewontin and Levins, Biology Under the Influence, 352.
  92. Rob Wallace, Big Farms Make Big Flu (New York: Monthly Review Press, 2016), 297–315; Rob Wallace, Dead Epidemiologists (New York: Monthly Review Press, 2020).
  93. Alex Liebman, Ivette Perfecto, and Rob Wallace, “Whose Agricultures Drives Disease?,” Agroecology and Rural Economics Research Corps, October 5, 2020; Rob Wallace, Alex Liebman, Luis Fernando Chaves, and Rodrick Wallace, “COVID-19 and Circuits of Capital,” Monthly Review 72, no. 1 (May 2020): 12; Robert G. Wallace, Luke Bergmann, Richard Kock, Marius Gilbert, Lenny Hogerwerf, Rodrick Wallace, and Mollie Holmberg, “The Dawn of Structural One Health,” Social Science and Medicine 129 (2015): 68–77; Rob Wallace, “We Need a Structural One Health,” Farming Pathogens, August 3, 2012.
  94. Wallace, Dead Epidemiologists, 101.
  95. Riccardo Bellofiore, “The Winters of Our Discontent and the Social Production Economy,” Review of Political Economy, April 14, 2021, 12, 14.

 

 

Σχετικά θέματα

Απόψεις