Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Θρασύδειλα φασιστοειδή βεβήλωσαν το μνημείο της Βαγγελίτσας Κουσιάντζα στον Παλαμά Καρδίτσας

Τη θρασύδειλη βεβήλωση από φασιστοειδή, «μέσα στη νύχτα, του μνημείου της Βαγγελίτσας Κουσιάντζα που στήθηκε στην κεντρική πλατεία του Παλαμά..

Τη θρασύδειλη βεβήλωση από φασιστοειδή, «μέσα στη νύχτα, του μνημείου της Βαγγελίτσας Κουσιάντζα που στήθηκε στην κεντρική πλατεία του Παλαμά τα προηγούμενα χρόνια, τιμώντας την εκτελεσμένη κομμουνίστρια Παλαμιώτισσα δασκάλα, μαχήτρια του ΔΣΕ για την προσφορά της στους λαϊκούς αγώνες», καταγγέλλει η Τομεακή Επιτροπή Καρδίτσας του ΚΚΕ:

«Από την πρώτη στιγμή, φασιστικοί κύκλοι της περιοχής, αντέδρασαν με πολλούς τρόπους στην τοποθέτηση της πλακέτας, πιστεύοντας πως έτσι θα αλλάξουν την ιστορία και θα κάνουν το λαό να ξεχάσει. Οι απόγονοι των ταγματασφαλιτών μπορεί σήμερα να έβγαλαν τις κουκούλες και να φόρεσαν τα κοστούμια τους, δεν μπορούν να κρύψουν όμως ότι παραμένουν τα μαντρόσκυλα του σάπιου καπιταλιστικού συστήματος που κάνουν τη βρώμικη δουλειά για λογαριασμό του» αναφέρει χαρακτηριστικά και επιρρίπτει ευθύνες στη Δημοτική Αρχή (ΚΙΝΑΛ-Σύριζα) του Παλαμά «που έστειλε εξώδικο στην Τομεακή Επιτροπή Καρδίτσας του ΚΚΕ για “κατάληψη κοινόχρηστου χώρου” προειδοποιώντας ότι θα πράξει τα “νόμιμα” και θα ξηλώσει την τιμητική πλακέτα, μετά από καταγγελίες γνωστών φασιστοειδών της περιοχής, δίνοντας έτσι αέρα στα πανιά τους για να συνεχίσουν την αντικομουνιστική τους υστερία».

Υπογραμμίζει ωστόσο πως «δεν υπολόγισαν ότι ο λαός μας ξέρει να τιμά τους κομμουνιστές και τους αγωνιστές που έδωσαν τη ζωή τους για την απελευθέρωση της Ελλάδας, στον αγώνα για την απελευθέρωση του λαού από τα δεσμά της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, για το σοσιαλισμό – κομμουνισμό».

Γι’ αυτό «και η τιμητική πλακέτα στήθηκε και κοσμεί την πλατεία του Παλαμά εδώ και 2 χρόνια», γι’ αυτό «και θα ξαναστήνεται όσες φορές και αν τη βεβηλώσουν. Γιατί πίσω από το μνημείο υπάρχει ολόκληρη  η ιστορία της κομμουνίστριας Βαγγελίτσας Κουσιάντζα και των υπόλοιπων συντρόφων της, στελεχών του ΚΚΕ, που εκτελέστηκαν,  η οποία  δείχνει ότι για τους κομμουνιστές ο ηρωισμός είναι κάτι φυσικό όπως η ανάσα».

Άλλωστε, τονίζει, «είναι χαρακτηριστικά τα τελευταία λόγια της Βαγγελίτσας Κουσιάντζα όπως καταγράφονται στο βιβλίο του Β. Φυτσιλή με τίτλο “Βαγγελίτσα Κουσιάντζα, μια ηρωίδα του λαού”:

“ειλικρινά δεν με νοιάζει καθόλου για τη ζωή μου, δεν λυπάμαι που θα πεθάνω. Το μόνο που λυπάμαι είναι που δεν θα μπορέσουμε να τελειώσουμε το έργο μας. Να βγάλουμε πέρα αυτόν τον αγώνα. Να απαλλαγεί ο λαός μας από τη σκλαβιά και την καταπίεση. Να χαρεί μια άσπρη μέρα. Αλλά θα το τελειώσουν οι άλλοι που μένουν πίσω μας. Ο λαός είναι πηγή αστείρευτη και θα νικήσει”.  Εκτελέστηκε ζητωκραυγάζοντας “Ζήτω το ΚΚΕ”!». 

Καταλήγοντας καλεί το λαό και τη νεολαία της περιοχής να δώσουν απάντηση στους φασίστες μέσα από τη δράση τους στο λαϊκό κίνημα αλλά και να συνεχίσουν να τιμούν και να περιφρουρούν το μνημείο και την ιστορία του.

Βαγγελίτσα Κασιάντζα — Διδασκάλισσα

Η Βαγγελίτσα γεννήθηκε στον Παλαμά το 1918. Ηταν το δεύτερο απ’ τα έξι παιδιά του Κουσιάντζα. Σπούδασε στο διδασκαλείο στην Αλεξανδρούπολη και βγήκε δασκάλα το ’38. Διορίστηκε στο Βλοχό, ύστερα στο Μάρκο και8 στη συνέχεια δίδαξε στον Παλαμά.

Καταγράφει ο Βασίλης Φυτσιλής στο βιβλίο του «Βαγγελίτσα Κουσιάντζα»:

«Μέσα στον ηρωικό εκείνο ξεσηκωμό, για το διώξιμο του ξένου κατακτητή, για τη λευτεριά και την κοινωνική απελευθέρωση, πάνω σε κείνο το πυρωμένο αμόνι, η Βαγγελίτσα Κουσιάντζα σφυρηλάτησε το χαρακτήρα και την ταυτότητα της μαχήτριας, της λαϊκής αγωνίστριας. Της πιστής μέχρι το θάνατο στα μεγάλα ιδανικά του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και του σοσιαλισμού.

Σύντομα αναδείχνεται σε στέλεχος του Κόμματος και του ΕΑΜ. Δουλεύει ασταμάτητα, μέρα και νύχτα. Χωρίς αναπαμό, χωρίς ξεκούραση. Μ’ ένα ζευγάρι αρβυλάκια στα ποδάρια της, με μια γκλιτσούλα κοντή στο χέρι, πετάει από χωριό σε χωριό και ξεσηκώνει τις καρδιές του σκλαβωμένου λαού.

Μαστιγώνει με την κοφτερή της γλώσσα τους φασίστες καταχτητές, τους βάρβαρους της “Αριας φυλής”, που πάτησαν τον τόπο μας, που σκόρπισαν τη φρίκη και τον όλεθρο σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα.

Στητή πάνω στο πρόχειρο πατάρι, ή πίσω απ’ το σανιδένιο τραπεζάκι, μιλάει στις συγκεντρώσεις και στα μεγάλα μάτια της καίει η φωτιά, η φλόγα του μαχητή. Μ’ ένα τσουλούφι απ’ τα μαλλιά της ανασηκωμένο πάνω απ’ το μέτωπο, αγέρωχη και φοβερή, σαν άλλος Κολοκοτρώνης, κεραυνώνει τον ξένο καταχτητή και τα ντόπια σκουλήκια του ΕΑΣΑΔ:

“Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους!..”, αντηχούσε συχνά οργισμένη η διαπεραστική φωνή της.

Είχε ένα πάθος ασίγαστο για τον αγώνα. Για τη λευτεριά!»

«Και ήρθε η πολυπόθητη απελευθέρωση. Μα, εμείς, δεν προφτάσαμε να χαρούμε ούτε μια μέρα τη λευτεριά μας. Κι ας δώσαμε γι’ αυτήν τόσες θυσίες, τόσο αίμα…

Η Βαγγελίτσα, μαζί με όλους τους άλλους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, δέχεται πάνω της όλο το βάρος του διωγμού, απ’ το μισαλλόδοξο μεταβαρκιζιανό κράτος. Και περνάει στην παρανομία.

Κρύβεται σε σπίτια φιλικά, “αχρωμάτιστα”, που δεν κινούν τις υποψίες των ληστοσυμμοριών της Δεξιάς και των χωροφυλάκων. Στη Σέκλιζα, στη Ραχούλα και σ’ άλλα χωριά, άνθρωποι του λαού, με κίνδυνο μεγάλο και για την ίδια τη ζωή τους, της προσφέρουν καταφύγιο. Μα, το κυνηγητό είναι αδιάκοπο κι ανελέητο. Την πιάνουν με τη βοήθεια ντόπιων χαφιέδων που τη γνώριζαν. Τη βασανίζουν απάνθρωπα στο Σταθμό Χωροφυλακής της Ραχούλας. Και κατόπι, στα μπουντρούμια της Καρδίτσας. Της σκίζουν με μαχαίρι τα πόδια και της ρίχνουν καυτό λάδι στις πληγές. Της βάζουν βραστά αυγά κάτω απ’ τις μασχάλες, για να κάνουν πιο αβάσταχτο το μαρτύριό της. Να την αναγκάσουν να “ομολογήσει”…

Μα, η Βαγγελίτσα δεν έχει τίποτα να κρύψει και τίποτα να ομολογήσει. Οι πράξεις, ο αγώνας της στην Εθνική Αντίσταση είναι καθαρός σαν το κρύσταλλο. Και τελικά απαλλάσσεται απ’ τις κατηγορίες “διά βουλεύματος”.

Σύντομα, όμως, την ξαναπιάνουν. Και τη ρίχνουν πάλι στα κρατητήρια της Καρδίτσας. Μια κρίση καρδιακή, που παθαίνει εκεί, αναγκάζει τους δεσμοφύλακές της να τη μεταφέρουν στο Νοσοκομείο. Απ’ όπου, σε λίγες μέρες, φίλοι και σύντροφοί της απ’ έξω, αλλά κι απ’ το ίδιο το προσωπικό του νοσοκομείου, τη βοηθάν να δραπετέψει, και τη φυγαδεύουν προς τα χωριά του Ιταμου.

Μα η τρομοκρατία ξαπλώνεται παντού, κάθε μέρα και πιο άγρια. Για τους αγωνιστές, ο δρόμος του βουνού είναι πια αναπόφευκτος. Είναι η μόνη εκλογή που τους απομένει.

Η Βαγγελίτσα, γραμματέας της Αχτίδας Σέκλιζας του Κόμματος, βρίσκεται πάντα στο πόστο της, εκεί γύρω στα χωριά του Ιταμου. Καθοδηγεί τις οργανώσεις, συντονίζει, σε συνεργασία με τα ένοπλα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού, τον πολιτικό με το στρατιωτικό αγώνα.

Στις αρχές του Απρίλη 1947, με τις μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των κυβερνητικών, θα βρεθεί στην Καστανιά της Καρδίτσας, μαζί με άλλα στελέχη της Νομαρχιακής Επιτροπής και του Γραφείου Περιοχής Θεσσαλίας.

Και με το στρατιωτικό ελιγμό των τμημάτων του ΔΣ και την υποχώρησή μας προς Αγραφα, βρεθήκαμε στα Βραγγιανά, κι από κει στον αυχένα της Νιάλας».

Την Κυριακή του Πάσχα 13 Απρίλη 1947 οι αντάρτες αναχωρούν από τη Νιάλα. Το Πέρασμα της Νιάλας ολοκληρώνεται… η τραγωδία όμως όχι.

Σε 4-5 αντίσκηνα που ήταν κάπως απομακρυσμένα, ο δυνατός άνεμος και το διαβολεμένο βουητό δεν επέτρεψαν να ακουστούν οι φωνές «φεύγουμε… φεύγουμε…». Μέσα σε αυτές τις σκηνές είχαν βρει καταφύγιο 31 αντάρτες και «πολιτικοί», ανάμεσά τους και μια γυναίκα, η Βαγγελίτσα Κουσιάντζα.

Τα μισοπαγωμένα μέλη της πολιτικής οργάνωσης και μερικούς άλλους πολίτες τους ξύπνησαν από το λήθαργο οι βρισιές και οι κλοτσιές ανδρών του κυβερνητικού στρατού, οι οποίοι ήρθανε πρωί πρωί από το χωριό Αγραφα, για να δούνε τους δικούς τους, τους φόρεσαν χειροπέδες και έπειτα από ένα πικρό οδοιπορικό τους μετέφεραν στη Λαμία. Εκεί τους πέρασαν από το έκτακτο Στρατοδικείο, στις 3 Μάη 1947, και δέκα απ’ αυτούς τους καταδίκασαν σε θάνατο, τους δε υπολοίπους σε ισόβια δεσμά.

Η ώρα της εκτέλεσης, διηγείται ο Βασίλης Φυτσιλής, για τους δέκα μελλοθανάτους φθάνει στις 4 το πρωί, στις 9 Μάη 1947. Τόπος εκτέλεσης το νεκροταφείο της Ξηριώτισσας. Οι μελλοθάνατοι άφοβοι μπροστά στο θάνατο στήνουν τον ηρωικό χορό του Ζαλόγγου. Η Βαγγελίτσα, φορώντας το κόκκινο μεταξωτό φουστάνι της, σέρνει πρώτη το χορό και την ακολουθούν οι υπόλοιποι εννέα τραγουδώντας, σ’ αυτό το “παράξενο” το συγκλονιστικό ξεφάντωμα.

‘Εκπληκτοι, οι άνδρες του εκτελεστικού αποσπάσματος που προέρχονται από το 106 Τάγμα, από το ανεπανάληπτο αυτό θέαμα, αρνούνται να τους εκτελέσουν. Το φονικό έργο θα το αναλάβουν “μαυροσκούφηδες” και “ΜΑΥδες”.

Οι δέκα αγωνιστές και ήρωες που έπεσαν νεκροί μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα είναι:

Αθανάτος Δημήτρης, από το Ελευθεροχώρι Ελασσόνας, μαχητής του ΔΣΕ
Βαρνάβας Αλέκος, από το Νεοχώρι Τρικάλων, μαχητής του ΔΣΕ
Καψάλης Θανάσης, από τη Συκία Ελασσόνας, μαχητής του ΔΣΕ
Κυρίτσης Χαρίλαος, από τη Χάσια, μαχητής του ΔΣΕ
Χασιώτης Δημήτριος, από τη Συκία Ελασσόνας, μαχητής του ΔΣΕ
Γαλανίτσας Αλέκος, από τον Ματαράγκα Καρδίτσας, πολιτικό στέλεχος
Κουσιάντζα Βαγγελίτσα, από τον Παλαμά Καρδίτσας, πολιτικό στέλεχος
Παπαγεωργίου Μήτσος, από το Καπουτσί, πολιτικό στέλεχος
Τσιρώνης Βασίλης, από την Καρδίτσα, πολιτικό στέλεχος
Χαλκιάς Κώστας, από την Καρδίτσα, πολιτικό στέλεχος.

 

Σχετικά θέματα

Απόψεις