Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Συγκλονιστικές καταθέσεις για την πυρκαγιά στο Μάτι: «Καιγόμαστε» – «Φοβάμαι, μαμά μου»

«Οι δολοφονίες των ανθρώπων μας στο Μάτι να είναι η τελευταία τραγωδία σε αυτή τη χώρα»

Συνεχίστηκαν και σήμερα οι καταθέσεις μαρτύρων στη δίκη για την πυρκαγιά στο Μάτι το καλοκαίρι του 2018, με τους 104 νεκρούς, εγκαυματίες και τους συγγενείς που έχασαν τους δικούς τους ανθρώπους.

Συγκλονιστική ήταν η μαρτυρία της Βαρβάρας Βουκάκη-Φύτρου που μέσα σε λίγες ώρες έχασε τον σύζυγό της και τα δύο της παιδιά, στην προσπάθειά τους να σωθούν από την πυρκαγιά. «Για την Εβίτα, τον Αντρέα και τον Γρήγορη. Πέθαναν στη φονική πυρκαγιά στις 23ης Ιουλίου 2018 από τις εγκληματικές παραλείψεις και τα τραγικά λάθη όλων των κατηγορουμένων» είπε, ξεκινώντας την κατάθεσή της ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, οι παρόντες στο ακροατήριο σηκώθηκαν όρθιοι ως ένδειξη σεβασμού. Η ίδια προσπάθησε να περιγράψει όλα όσα έζησε. Ολες τις τηλεφωνικές συνομιλίες που είχε με την οικογένειά της, δίχως να μπορεί να βοηθήσει καθώς ήταν στην εργασία της. Στρεφόμενη προς τους δικαστές είπε: «Βοηθείστε οι δολοφονίες των ανθρώπων μας στο Μάτι να είναι η τελευταία τραγωδία σε αυτή τη χώρα».

Οπως είπε όταν έμαθε για τη φωτιά στο Νταού Πεντέλης, επικοινώνησε με τον σύζυγο, ο οποίος ήταν καθησυχαστικός. Ομως, οι συνεχείς κλήσεις της τον υποχρέωσαν να βγει έξω από το σπίτι και να κατευθυνθεί στη λεωφόρο Μαραθώνος για να έχει μια καλύτερη εικόνα. Και συνέχισε: «Γύρω στις έξι παρά βγήκε να δει. Με πήρε τηλέφωνο και ήταν άλλος άνθρωπος. Ηταν τρομοκρατημένος γιατί η φωτιά πλησίαζε απειλητικά. Θα έφευγε από το σπίτι για να βρει ασφαλές σημείο με τα παιδιά. Εγώ μόλις το άκουσα αυτό, έφυγα από το γραφείο. Οταν κατάφερα να βρεθώ στη λεωφόρο Μαραθωνος στην έξοδο προς Ραφήνα, αυτό που αντίκρισα ήταν τρομακτικό. Ακινητοποιημένα αυτοκίνητα. Δεν καταλάβαινα γιατί έχουν σταματήσει. Επαιρνα το Γρήγορη, τα παιδιά στα κινητά τους, δεν το σήκωναν». Και πρόσθεσε ότι κάποια στιγμή το τηλέφωνο το σήκωσε ο γιος της: «Το παιδί ήταν τρομοκρατημένο. Μου είπε ότι βρίσκεται στο λιμάνι του Ματιού, ότι γίνονταν εκρήξεις και ήταν μια χαοτική κατάσταση. “Φοβάμαι μαμα μου!” μου είπε. Του είπα ότι προσπαθώ να έρθω να τους βρω. Μου λέει “εσύ να μην έρθεις, θα έρθουμε εμείς”. Ηταν φοβισμένος κι εγώ δεν ήμουν εκεί. Να του κρατήσω το χέρι να του πω ότι όλα θα πάνε καλά».

 

Στη συνέχεια περιέγραψε πως οι δικοί της την απέτρεψαν και πάει να τους βρει με την κραυγή του συζύγου της «καιγόμαστε» και πρόσθεσε: «Ο Γρηγόρης μου έκανε ό,τι ήταν δυνατό για να σώσει τα παιδιά μας. Δεν μπορεί να ήταν οι δικοί μου. Οχι τα δικά μου τα παιδιά, όχι ο άντρας μου. Οχι έτσι».

Η μάρτυρας μίλησε για «ανυπαρξία κρατικού μηχανισμού» και περιέγραψε πως προσπαθούσε μέσα στα αποκαΐδια να βρει την οικογένειά της. Μίλησε για απανθρακωμένους ανθρώπους στα οχήματα τους, το φόβο της για το αν θα ξανάβλεπε τους δικούς της. Στο λιμάνι της Ραφήνας παρακολουθώντας τα καΐκια να κατεβάζουν διασωθέντες και με την ελπίδα ότι ανάμεσα τους ήταν η οικογένεια της, την προσέγγισε μια αξιωματικός, η οποία και την ενημέρωσε ότι είχε εντοπιστεί «ένα κοριτσάκι». Οπως ανέφερε: «Από τις φωτογραφίες που τους είχα δώσει…. Είχε μια φωτογραφία στο κινητό της. Με ρώτησε αν μπορεί να μου τη δείξει. Της είπα ναι. Πίστευα ότι δεν θα είναι το δικό μου παιδί. Και είδα τη φωτογραφία και δεν ήταν λάθος και ήταν η Εβίτα μου (…) Επρεπε να συνεχίσω. Η ζωή μου είχε τελειώσει, αλλά είχα άλλο ένα παιδί κι ένα σύζυγο. Επρεπε να σταθώ στα πόδια μου. Να ξανακατέβω στις βάρκες να τους βρω. Ερχονταν οι βάρκες και οι δικοί μου δεν κατέβαιναν».

Κάποια στιγμή ενημερώθηκε ότι βρέθηκαν άνθρωποι στο οικόπεδο Φράγκου, το οποίο βρισκόταν σε κοντινή απόσταση από το σημείο που είχε εντοπιστεί το αυτοκίνητο του συζύγου της. «Είχα περάσει απ’ έξω! Φώναξα, ποιος να μου πει ότι όταν πέρασα απ’ έξω το βράδυ ότι μέσα σε εκείνο το οικόπεδο εγώ η μάνα είχα χάσει το παιδί μου και τον άντρα μου» ….Μεταξύ υπηρεσιών τελικά επιβεβαίωσε το θάνατο και των τριών μελών της οικογένεια της. «Δε μπορώ να πιστέψω ότι από μια πυρκαγιά, την κρατική ανυπαρξία, χωρίς πυροσβεστικά, χωρίς εναέρια, να φτάνεις να χάνεις τους δικούς σου και να πηγαίνεις από τη μια υπηρεσία στην άλλη. Οχι εμάς, των ανθρώπων μας. Να σε σέρνουν και να σε τρέχουν και να μη ξέρει ένας να πει αν οι άνθρωποι σου είναι εδώ» είπε.

 

Νωρίτερα η Ι. Πέταλα μίλησε για τον εφιάλτη που έζησε και για το χαμό τον δύο γονιών της.

Η μάρτυρας αναφέρθηκε αρχικά πως επιχείρησε να φύγει από το σπίτι με τη μητέρα της καταλήγοντας στην παραλία. «Εκείνη την ημέρα γύρω στις 17.30 άκουσα στην τηλεόραση για τη φωτιά στο Νταού. Δέκα λεπτά μετά κόπηκε το ρεύμα και βγήκε όλη η γειτονιά έξω. Υπήρχε κάτι περίεργο στην ατμόσφαιρα, ο αέρας δυνατός. Είπαμε να κλειστούμε στο σπίτι. Την ώρα που έκλεινα το τελευταίο παντζούρι ακούω τη μαμά μου να ουρλιάζει. Είχαν λαμπαδιάσει κάτι κλαδιά. Αρπαξε η μαμά μου την τσάντα της κι εγώ τα κλειδιά και φύγαμε προς Περικλεούς. Την ώρα που φεύγαμε μια γειτόνισσα έμπαινε στο αμάξι της και πήγαμε μαζί της. Φύγαμε αναγκαστικά αριστερά κάτω. Η φωτιά μας κυνήγαγε από αριστερά και πίσω. Οταν ακινητοποιηθήκαμε είδα ότι η φωτιά ήταν πολύ κοντά. Τους λέω βγείτε έξω θα καούμε. Επεσε πολύ πυκνός μαύρος καπνός».

Παρά τις προσπάθειες, τελικά η φωτιά τους πρόλαβε υποχρεώνοντας τη να κινηθεί προς τη θάλασσα. «Επεσα κάτω, έχασα τα γυαλιά μου. Γύρισα πίσω και είδα πύρινες νιφάδες. Ενστικτωδώς κατευθύνθηκα προς θάλασσα. Ακουγα ανθρώπους να ουρλιάζουν. Περνούσε ένα νεαρός μόνο με το μποξεράκι του και μια μάνα με ένα λιπόθυμο παιδάκι ή νεκρό…Κάποιος μου λέει κοπέλια καίγεσαι. Είχα πιάσει φωτιά από πίσω. Εφτασα στη θάλασσα κι έπεσα κατευθείαν μέσα. Από πάνω καιγόντουσαν τα πάντα. Είχε εκρήξεις. Κάθισα δίπλα σε μια οικογένεια. Κάποια στιγμή κρύωνα. Θυμάμαι να είμαι στη θάλασσα με τα χέρια απλωμένα και να βγάζω τις σάρκες μου. Βγήκα έξω και ξαναμπήκα μέσα γιατί στέγνωσα και πέθαινα από τον πόνο» είπε χαρακτηριστικά.

Στη συνέχεια κάποιος ειδοποίησε να έρθει βοήθεια με αποτέλεσμα να έρθει ένα καραβάκι να τους παραλάβει από την παραλία στη Ραφήνα. «Ακουσα στην παραλία τη φωνή της γειτόνισσας. Της λέω που είναι η μάνα μου. Μου λέει είναι καλά. Προσπάθησα να τη βρω. Κάποια στιγμή ήρθε ένα καραβάκι, έπεσα λιπόθυμη. Φτάσαμε στη Ραφήνα. Κάποια στιγμή με πήγαν στο Θριάσιο, μετά από λίγο με πήγαν στο ΓΝΑ έμεινα 54 μέρες. Εχω καεί στα χέρια, πλάτη, γλουτούς και πόδια. Επαθα πνευμονική εμβολή, είχα επιπλοκές. Μπήκα ΜΕΘ 8 ημέρες. Είχαν πει ότι δε θα γλιτώσω. Δε μπορούσα να περπατήσω. Ακόμα με πονάνε στη ζέστη τα εγκαύματα. Δε μπορώ να λειτουργήσω σωστά. Δεν περνάει μέρα που να μη σκεφτώ αυτά που έχω ζήσει» ανέφερε. Οσο για τους γονείς της, με τους οποίους χωρίστηκε μέσα στον πανικό, εντοπίστηκαν νεκροί… Και εκείνη επεσήμανε την ανυπαρξία του κρατικού μηχανισμού και την έλλειψη ειδοποίησης.

 
 
Πηγή: 902.gr

Σχετικά θέματα

Απόψεις