Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Πρόταση δυσπιστίας: Μια συζήτηση που θα μεταβληθεί σε δικομματική «αρένα»

Οι τακτικές και οι στοχεύσεις Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ

Η συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας που ξεκινά σήμερα στην Βουλή και θα ολοκληρωθεί την Παρασκευή με ονομαστική (φανερή) ψηφοφορία είναι αναμφισβήτητο πως θα διεξαχθεί σε υψηλούς τόνους. Όχι μόνον λόγο της φύσης της διαδικασίας αυτής αλλά και της –αυτόματης- ένταξής της στην προεκλογική περίοδο.

Εύλογα αντιλαμβάνεται κανείς ότι οι πραγματικές διαστάσεις της υπόθεσης των υποκλοπών, που τεκμηριώνονται μετά τα στοιχεία που διένειμε στους πολιτικούς αρχηγούς η ΑΔΑΕ, δεν θα «βρούν χώρο» να αναδειχθούν, ιδίως αυτές που αφορούν τους μηχανισμούς μαζικής παρακολούθησης των πολιτών,  με έμφαση στα κοινωνικά τμήματα που αποτελούν εστίες συνδικαλιστικής ή πολιτικής αντίστασης. Άλλωστε κάτι τέτοιο δεν αποτελεί στόχο κανενός από τα δύο κυρίαρχα πολιτικά κόμματα. Διαφορετική είναι τακτική τους και αξίζει κανείς να την αναλύσει.

Η Νέα Δημοκρατία

Από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας είναι σαφές ότι δεν σκοπεύει να δώσει καμία ουσιαστική απάντηση για το ζήτημα των παρακολουθήσεων. Αντιθέτως το κυβερνητικό κόμμα έχει ξεκαθαρίσει την πρόθεση του να μεταβληθεί η αίθουσα της ολομέλειας σε «αρένα». Απέναντι στα στοιχεία για τις παρακολουθήσεις που προκύπτουν από την ΑΔΑΕ θα αντιπαραβάλλει την υπόθεση των αδειοδοτήσεων των καναλιών του 2016 με αφορμή την δίκη του πρώην υπουργού του ΣΥΡΙΖΑ Νίκου Παππα. Επίσης θα επαναφέρει την θεωρία της σκευωρίας για την Νovartis ένα στοιχείο που  αναμένεται να συσπειρώσει και τους «σαμαρικούς» της κοινοβουλευτικής της ομάδας. Όσον αφορά το ίδιο το θέμα των παρακολουθήσεων θα επικαλεστεί την εθνική ασφάλεια, τα «απόρρητα» αλλά και την υπό εξέλιξη και δίχως χρονικό ορίζοντα εισαγγελική έρευνα.

H κυβερνητική γραμμή έγινε ξεκάθαρη σήμερα από την δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη μόλις πληροφορήθηκε την επίσημη κατάθεση τη πρότασης δυσπιστίας. Όπως δήλωσε πρόκειται για «μία πάρα πάρα πολύ καλή ευκαιρία όχι μόνον για να επιβεβαιώσουμε την συνοχή της κοινοβουλευτικής μας ομάδας , αυτό είναι δεδομένο αλλά κυρίως να συγκρίνουμε πεπραγμένα τετραετιών. Εγώ δεν επιζητώ την σύγκρουση, επιδιώκω την σύγκριση. Ελάτε να συγκρίνουμε λοιπόν τι έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ 4 χρόνια και τι κάναμε εμείς. Νομίζω ότι θα είναι αρκετά καταλυτική αυτή η σύγκριση. Θα μας δοθεί η ευκαιρία να τη κάνουμε στη βουλή να μιλήσουν οι Υπουργοί για το έργο τους αλλά και για τα θέματα κράτους δικαίου. Γιατί και εκεί δεν πρέπει να ξεχνάμε όσα έγιναν την περασμένη τετραετία».

Πολύ πιο ευθέως όμως διασαφήνισε τις προθέσεις της κυβέρνησης την Τρίτη ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Γιάννης Οικονόμου. Πριν καν ακόμη αναληφθεί από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης η κοινοβουλευτική πρωτοβουλία. Αναφερόμενος στον Αλέξη Τσίπρα δήλωσε: «Ας τολμήσει να προβεί σε πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης. Εκεί θα τα συζητήσουμε όλα. Όλα! Πως ήταν η Ελλάδα με πρωθυπουργό τον κ. Τσίπρα και πως είναι σήμερα. Το κράτος δικαίου που επί των ημερών του αφέθηκε στα χέρια κάτι μαρτύρων σαν το «Μάξιμο Σαράφη» που συνελήφθη σήμερα για απάτη. Τις ένορκες καταθέσεις για σακούλες με χρήματα που πήγαιναν στα ταμεία του ΣΥΡΙΖΑ. Τον Α2 και τις κυπριακές offshore. Τις αθλιότητες για την δήθεν νεκρή Μαρία. Αυτά και πολλά ακόμα. Περιμένουμε λοιπόν».

Στην ίδια ακριβώς λογική κινήθηκε και ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης στην Βουλή, όταν ανακοίνωσε ότι η έναρξη της συζήτησης της πρότασης δυσπιστίας θα γίνει άμεσα προκειμένου να ολοκληρωθεί την Παρασκευή. Χρησιμοποίησε το νομικό θέσφατο «ένοχος, ένοχο ου ποιεί» λέγοντας πως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει «ανοιχτά δύο ειδικά δικαστήρια για χειραγώγηση θεσμών» προσθέτοντας ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ  για την υπόθεση της Novartis χρησιμοποίησε ως μάρτυρες μια εγκληματική οργάνωση, «είχε κρίση και γνώση, τους φόρεσε κουκούλες και τους ονόμασε Μάξιμους».

Ο ΣΥΡΙΖΑ

Από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ πάλι είναι σαφές ότι η πρόταση δυσπιστίας εντάσσεται στους σχεδιασμούς της αντιπολίτευσης ώστε το ζήτημα των υποκλοπών να αποκτήσει περίοπτη θέση, αν είναι δυνατόν κυριαρχική, στην προεκλογική αντιπαράθεση. Όχι μόνον γιατί πρόκειται για ένα ζήτημα που «χτυπά στην καρδιά» του Μεγάρου Μαξίμου, αλλά γιατί όπως φαίνεται αποτελεί και στοιχείο σύγκλισης με τον χώρο του κέντρου.

Κάθε άλλο παρά τυχαίες άλλωστε είναι οι εξαιρετικά ήπιες, ενίοτε εγκωμιαστικές αναφορές των στελεχών της αξιωματικής αντιπολίτευσης για νομικούς που ψέγουν την διαχείριση της υπόθεσης από τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Με πρώτο τον πρώην αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Σαμαρά, Ευάγγελο Βενιζέλο. Παράλληλα η ανάδειξη του θέματος ενισχύει τα «εμπόδια» που ούτως η άλλως υφίστανται για μια προσέγγιση μετεκλογική Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ. Μια και ο Νίκος Ανδρουλάκης είναι ο ίδιος θύμα παρακολούθησης.

Στην απόφαση της αξιωματικής αντιπολίτευσης να προκαλέσει συζήτηση για πρόταση δυσπιστίας συνέτεινε εκτός από το επικοινωνιακό στοιχείο, η πρόθεση να στραφεί η όλη υπόθεση κατά του Κυριάκου Μητσοτάκη προσωπικά. Μια κίνηση ενταγμένη στην λογική της «αρχηγικής αντιπαράθεσης» που ούτως ή άλλως προκρίνεται από τον ΣΥΡΙΖΑ. Στην Κουμουνδούρου θεωρούν ότι έτσι βλάπτεται σοβαρά το πολιτικό προφίλ του πρωθυπουργού όχι μόνον στο εσωτερικό αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ενδεικτικό είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επέλεξε άλλη μορφή κοινοβουλευτικής αντίδρασης που θα μπορούσε να επιφέρει εσωτερικό πλήγμα στην Νέα Δημοκρατία.

Αυτή θα ήταν η κατάθεση πρότασης μομφής εναντίον του πρόεδρου της Βουλής Κώστα Τασούλα, με αφορμή τους χειρισμούς του στο θέμα των υποκλοπών. Μια τέτοια εκδοχή θα διαφοροποιούνταν από την πρόταση δυσπιστίας στο εξής: Η τελική ψηφοφορία θα ήταν μυστική και όχι ονομαστική όπως στην διαδικασία που έχει δρομολογηθεί. Μια τέτοια συνθήκη θα έδινε μεγαλύτερη ευχέρεια σε κυβερνητικούς βουλευτές που θα ήθελαν να διαφοροποιηθούν από την Κ.Ο της Ν.Δ. Όμως η «μομφή στον πρόεδρο» θα διαρκούσε μόνον μία ημέρα και επιπρόσθετα η κριτική θα μετακινούνταν από το πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη σε αυτό του Κώστα Τασούλα.

Τέλος ένα τελευταίο στοιχείο της τακτικής του ΣΥΡΙΖΑ είναι να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την διαμόρφωση μιας νομικής «πλατφόρμας» για το ζήτημα των παρακολουθήσεων. Τέτοια που θα αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο ειδικών δικαστηρίων στο μέλλον. Τέτοια αναφορά άλλωστε υπήρξε και στην τοποθέτηση του Αλέξη Τσίπρα, αν και με διακριτικό τρόπο. Αυτό θα είναι ένα δεδομένο που θα μπορούσε να παίξει καταλυτικό ρόλο και σε τυχόν μετεκλογικές εξελίξεις.

 

Σχετικά θέματα

Απόψεις