Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

«Περπατώντας αργά στην προκυμαία, “Υπάρχω;” λες, κ᾿ ύστερα “δεν υπάρχεις!”»…

«Κάποιες βραδινές ώρες, που η πικρία και η μοναξιά δεσπόζουν στην ψυχή μας, τα «Ελεγεία και Σάτιρες» μας περιμένουν κάτω από την αρχαία λάμπα. Τέτοιες στιγμές δε θα λείψουν ποτέ απ’ τη ζωή μας. Μαζί μ’ αυτές θα ζει για πάντα κι ο Καρυωτάκης». Ελάχιστοι, από εκείνους που έχουν διαβάσει τα ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη, θα διαφωνήσουν με τη διαπίστωση του Γιάννη Ρίτσου (1938) -- O ποιητής Κ. Καρυωτάκης αυτοκτόνησε, σαν σήμερα, 21 Ιουλίου 1928.

«Κάποιες βραδινές ώρες, που η πικρία και η μοναξιά δεσπόζουν στην ψυχή μας, τα «Ελεγεία και Σάτιρες» μας περιμένουν κάτω από την αρχαία λάμπα. Τέτοιες στιγμές δε θα λείψουν ποτέ απ’ τη ζωή μας. Μαζί μ’ αυτές θα ζει για πάντα κι ο Καρυωτάκης». Ελάχιστοι, από εκείνους που έχουν διαβάσει τα ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη, θα διαφωνήσουν με τη διαπίστωση του Γιάννη Ρίτσου (1938). 

O ποιητής Κ. Καρυωτάκης αυτοκτόνησε, σαν σήμερα, 21 Ιουλίου 1928.  Πολλοί γνωρίζουν ότι ο Καρυωτάκης έβαλε ο ίδιος τέλος στη ζωή του, στην Πρέβεζα. Αντίθετα, η μεγάλη επιρροή του, στην ελληνική ποίηση, δεν είναι ευρέως γνωστή. Οι γενικόλογοι χαρακτηρισμοί, για τον «μηδενιστή» και «απαισιόδοξο» Καρυωτάκη,  δεν αφήνουν, συνήθως, να αναδειχθεί ο σαρκασμός και η κριτική που άσκησε (μέσω της ποίησης του) στην εποχή του, στις κοινωνικές δομές και σχέσεις, ακόμα και στον ίδιο του τον εαυτό.

Αξίζει να σημειωθεί κάτι που, επίσης, δεν αναφέρεται συχνά: Ο Κ. Καρυωτάκης είχε και συνδικαλιστική δράση ως δημόσιος υπάλληλος. 

Ο Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 30 Οκτωβρίου 1896. Από το 1912 δημοσιεύει ποιήματα σε διάφορα παιδικά περιοδικά. Δεκαεπτά ετών έρχεται στην Αθήνα και γράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στα τέλη του 1917 πήρε το πτυχίο του. Στη συνέχεια επιχείρησε να ασκήσει το δικηγορικό επάγγελμα.

Διορίστηκε ως υπάλληλος στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, μετατέθηκε σε διάφορες Νομαρχίες και άσκησε τα καθήκοντά του σε διάφορες υπηρεσίες. Αισθανόμενος απέχθεια για την κρατική γραφειοκρατία, την καυτηριάζει συχνά. Τον Φεβρουάριο του 1919, εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή, «Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων». Το 1921 κυκλοφορεί τη δεύτερη συλλογή του, τα «Νηπενθή». Την εποχή αυτή, συνδέεται στενά με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, συνάδελφό του στη Νομαρχία Αθήνας. Το Δεκέμβριο του 1927, εκδίδει την τελευταία του συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες».

Το Φεβρουαρίου του 1928 αποσπάστηκε στην Πάτρα και λίγο αργότερα στην Πρέβεζα. Η αλληλογραφία του με συγγενείς του την περίοδο αυτή αναδεικνύει την απόγνωση του Καρυωτάκη για την επαρχιακή ζωή και τη μικρότητα της τοπικής κοινωνίας. Στις 20 Ιουλίου πήγε στο Μονολίθι και αποπειράθηκε επί δέκα ώρες να αυτοκτονήσει, προσπαθώντας μάταια να πνιγεί. Την επόμενη μέρα (21 Ιουλίου) αγόρασε ένα περίστροφο κι επισκέφτηκε ένα καφενείο της Πρέβεζας. Αφού πέρασε λίγες ώρες μόνος του καπνίζοντας, πήγε σε μια παρακείμενη παραλία, τον Άγιο Σπυρίδωνα και έθεσε τέλος στη ζωή του κάτω από έναν ευκάλυπτο. Στην τσέπη του η αστυνομία βρήκε ένα σημείωμα, που εξηγούσε τους λόγους της αυτοκτονίας του:

«Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία, όμως, πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.

[Υ.Γ.] Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε, επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου».

Εκτός από το ποιητικό του έργο, ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά, ενώ μας άφησε και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών.  Η ποίηση του Καρυωτάκη δεν έχει ίχνος φιλολογίας, αισθηματισμού και φιλαρέσκειας, που υπάρχει σε αφθονία στους παλιότερους ποιητές. Αποπνέει την αίσθηση του μάταιου, του χαμένου, η στάση του είναι αντιηρωική και αντιδανική. Ο Καρυωτάκης γράφει ποιήματα για το άδοξο, το ασήμαντο, ακόμα και το γελοίο, ως διαμαρτυρία, που φθάνει στο σαρκασμό.

 

Δον Kιχώτες

 

          Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ώς την άκρη
          του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την Iδέα.
          Kοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ
          για να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία.

          Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων,
          αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμου,
          ο Σάντσος λέει «δε σ’ το ‘λεγα;» μα εκείνοι των μεγάλων
          σχεδίων αντάξιοι μένουνε και: «Σάντσο, τ’ άλογό μου!»

          Έτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα, μέσα
          στην μίαν ανάλγητη Zωή, του Oνείρου τους ιππότες
          άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρήν ανέσα,
          με μάτια ογρά, τις χίμαιρες ν’ απαρνηθούν τις πρώτες.

          Tους είδα πίσω να ‘ρθουνε ―παράφρονες, ωραίοι
          ρηγάδες που επολέμησαν γι’ ανύπαρχτο βασίλειο―
          και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέει,
          την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο!

 

Στο Άγαλμα της Eλευθερίας που φωτίζει τον κόσμο

 

          Λευτεριά, Λευτεριά, σχίζει, δαγκάνει
          τους ουρανούς το στέμμα σου. Tο φως σου,
          χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου.
          Πεταλούδες χρυσές οι Aμερικάνοι,
          λογαριάζουν πόσα δολάρια κάνει
          σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου.

          Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ’ αγοράσουν
          έμποροι και κονσόρτσια κι εβραίοι.
          Eίναι πολλά του αιώνος μας τα χρέη,
          πολλές οι αμαρτίες, που θα διαβάσουν
          οι γενεές, όταν σε παρομοιάσουν
          με το πορτραίτο του Dorian Gray.

          Λευτεριά, Λευτεριά, σε νοσταλγούνε,
          μακρινά δάση, ρημαγμένοι κήποι,
          όσοι άνθρωποι προσδέχονται τη λύπη
          σαν έπαθλο του αγώνος, και μοχθούνε,
          και τη ζωή τους εξακολουθούνε,
          νεκροί που η καθιέρωσις τους λείπει.

 

Απόψεις