Στις 26 Σεπτέμβρη 1687 (16 Σεπτέμβρη με το παλιό ημερολόγιο), Παρασκευή, κατά τις 7 το βράδυ, έγινε το μεγάλο κατά της ελληνικής και της παγκόσμιας κληρονομιάς ανοσιούργημα. Ο Παρθενώνας καταστράφηκε.
Μετά από τέσσερις μέρες συνεχών βομβαρδισμών, τα κανόνια του Βενετού δόγη Φραγκίσκου Μοροζίνι, κάτω από το φως της πανσέληνου, καταφέρνουν να ανατινάξουν τον Παρθενώνα στον ιερό βράχο της Ακρόπολης.
Η έκρηξη και η ανατίναξη προκάλεσαν απερίγραπτο πανικό. Τριακόσιοι Τούρκοι φονεύθηκαν από τα μάρμαρα που εκτοξεύονταν προς όλες τις κατευθύνσεις. Η πυρκαγιά μεταδόθηκε στα γύρω σπίτια, καθώς μάλιστα δεν υπήρχε αρκετό νερό η φωτιά απλωνόταν όλο και περισσότερο. Όλη τη νύχτα της 26ης προς 27η Σεπτέμβρη και όλη την επόμενη ημέρα η Ακρόπολη καιγόταν.
Ο ναός του Παρθενώνα χρησιμοποιούνταν ως μπαρουταποθήκη από τους Οθωμανούς. Κάποιος έδωσε αυτή την πληροφορία στο Μοροζίνι. Οι Τούρκοι ήλπιζαν ότι θα σεβαστεί το μνημείο και δε θα ρίξει βολές εναντίον του. Ο Μοροζίνι δε δίστασε. Βομβάρδιζε επί τέσσερις ημέρες τον ιερό βράχο. Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 1687, επτά η ώρα το βράδυ. Ήταν η τέταρτη μέρα που ο Μοροζίνι βομβάρδισε ανηλεώς την Ακρόπολη. Μια «τυχαία βολή», όπως τη χαρακτήρισε αργότερα στην κυβέρνηση της Βενετίας, ανατίναξε τον ιερό βράχο. Μια οβίδα τρύπησε τη στέγη του Παρθενώνα και χτύπησε πεντακόσια βαρέλια πυρίτιδας….
Το βράδυ 21ης προς 22α Σεπτεμβρίου ο Καίνιξμαρκ, σύμφωνα με περιγραφές, τοποθετεί τα πυροβόλα του· στον λόφο των Μουσών κανονιοστοιχία από δεκαπέντε τηλεβόλα, στην Πνύκα εννέα και στον λόφο του Αρείου Πάγου πέντε τεράστιους όλμους. Οι Τούρκοι πυροβολούν ασταμάτητα κατά των Βενετών προσπαθώντας να τους εμποδίσουν να στήσουν τα πυροβόλα τους. Το πρωί της 23ης Σεπτεμβρίου τα πυροβολεία των Βενετών βρίσκονται στην οριστική τους θέση και αρχίζουν να βάλλουν συστηματικά εναντίον της Ακρόπολης.
Επικεφαλής του πυροβολικού βρίσκεται ο Αντόνιο Μουτόνι, Κόμης Σαν Φελίτσε, τον οποίο οι περισσότερες μαρτυρίες κατηγορούν ως εντελώς ανίκανο. Αρκετά ειρωνικές περιγραφές συνεργατών του μας λένε ότι «συχνά τα βλήματα περνούσανε πάνω από το Φρούριο και πέφτανε από την άλλη μεριά με αποτέλεσμα να φονεύσουν τους πολιορκούντες και όχι τους πολιορκημένους».
Μην βλέποντας αποτελέσματα, οι Βενετοί στήνουν νέο πυροβολείο στην ανατολική πλευρά του Φρουρίου, στέλνουν συνεργάτη στον Μουτόνι που ονομάζεται Λέανδρος, επιστατεί δε προσωπικά ο Καίνιξμαρκ. Στις 25 Σεπτέμβρη, σύμφωνα με τον κόμη Λεόν ντε Λαμπόρντ, μια βόμβα πέφτει σε μια μικρή αποθήκη πυρίτιδας στα Προπύλαια, η πυρίτιδα αναφλέγεται και ένα τμήμα τους καταρρέει. Οι Βενετοί συνεχίζουν να πυροβολούν το Κάστρο με αμείωτη ένταση.
Οι πληροφορίες της εποχής σχετικά με το «τυχαίο» της ανατίναξης του Παρθενώνα συγκρούονται. Άλλες πηγές αναφέρουν ότι η βολή ήταν τυχαία, άλλες όμως ότι ήταν κατευθυνόμενη. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Γερμανού αξιωματικού Σομπιεβόλσκυ, στις 22 Σεπτέμβρη, κάποιος που είχε διαφύγει από το Κάστρο πληροφόρησε τους Βενετούς ότι όλα τα πυρομαχικά είχαν μεταφερθεί μέσα στον ονομαζόμενο «Ναό της Αθηνάς» και ότι εκεί είχαν εγκατασταθεί όλοι οι ανώτεροι Τούρκοι πιστεύοντας ότι οι Χριστιανοί ποτέ δεν θα έβλαπταν τον ναό. Μετά την πληροφορία αυτή, οι περισσότεροι όλμοι κατευθύνουν τα πυρά τους προς τον ναό, χωρίς όμως επιτυχία καθώς ο ναός ήταν από μάρμαρο -δηλαδή το κτήριο ήταν καλά προστατευμένο.
Τη νύχτα της 26ης προς 27η Σεπτέμβρη που ήταν πανσέληνος, μια βόμβα –ορισμένοι υποστηρίζουν ότι την έριξε ένας υπολοχαγός από το Λούνεμπουργκ– κατάφερε να διαπεράσει από κάποιο άνοιγμα τη στέγη και να αναφλέξει τη μεγάλη ποσότητα πυρίτιδας που ήταν αποθηκευμένη στο εσωτερικό του ναού.
Η έκρηξη που ακολούθησε άνοιξε τον ναό στα δύο, καταστρέφοντας το τελειότερο κτίσμα της κλασικής τέχνης. Ανατράπηκαν σχεδόν στο σύνολό τους οι τρεις από τους τέσσερις τοίχους του σηκού και κατέπεσαν τα τρία πέμπτα από τα ανάγλυφα της ζωφόρου. Από τη στέγη φαίνεται ότι δεν έμεινε απολύτως τίποτε στη θέση του.
Κατέπεσαν έξι κίονες της νότιας πλευράς, οκτώ της βόρειας και ό,τι απέμεινε από την ανατολική πρόσταση εκτός από ένα κίονα. Οι κίονες συμπαρέσυραν στην πτώση τους τα τεράστια μάρμαρα των επιστυλίων, τα τρίγλυφα και τις μετόπες. Ολόκληρο το κτίσμα υπέστη φοβερό κλονισμό.
Οι Βενετοί, σύμφωνα με τις πηγές, ξέσπασαν σε ζητωκραυγές. Άλλοι φώναζαν «ζήτω η Δημοκρατία», άλλοι «ζήτω ο Καίνιξμαρκ».
Ο Τουρκοβενετικός πόλεμος 1684-1689 – Ο Μοροζίνι στην Αθήνα
Το 1684 η Βενετία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Εκείνα τα χρόνια οι Τούρκοι ήσαν απασχολημένοι με τους πολέμους στο βορρά. Οι Τούρκοι, αφού κατέλαβαν πολλές πόλεις της Πολωνίας και της Ρωσίας, το 1683 πολιορκούν τη Βιέννη. Όμως ο στρατός τους υπό τον Μεγάλο Βεζίρη Καρά Μουσταφά ηττάται στις 12 Σεπτέμβρη από τον πολωνικό στρατό υπό την αρχηγία του βασιλιά της Πολωνίας Ιωάννου Σομπιέσκυ και του δούκα Καρόλου της Λωρραίνης.
Η Βενετία θεωρεί ότι είναι η εποχή είναι κατάλληλη και θέλησε να επωφεληθεί. Καταρτίζεται μισθοφορικό σώμα από πολεμιστές πολλών εθνικοτήτων κύριας Γερμανών, με αρχηγό τον Φραγκίσκο Μοροζίνι (εξελληνισμένα Φραγκίσκος Μαυροκηνός ή Μαυρογένης).
Ο Φραγκίσκος Μοροζίνι καταγόταν από πολύ γνωστή οικογένεια της Βενετίας. Πρόγονοί του υπήρξαν δόγηδες, ναύαρχοι, αρχιστράτηγοι, Λατίνοι πατριάρχες της Κωνσταντινούπολης. Νεότατος διακρίνεται για την ανδρεία του και τις στρατιωτικές του αρετές στις μάχες κατά των πειρατών του Αιγαίου και κατά των Τούρκων στον Τουρκοβενετικό πόλεμο.
Το 1654, σε ηλικία μόνον τριάντα έξι ετών, ορίζεται αρχιστράτηγος και αρχιναύαρχος της Βενετίας, υπερασπιστής της Κρήτης, αρχηγός του πολέμου κατά των Τούρκων. Ο πρώτος Τουρκοβενετικός πόλεμος κράτησε μέχρι το 1669. Στις 27 Σεπτέμβρη 1969, ο Μοροζίνι, μετά από σκληρότατους αγώνες, υπογράφει τη συνθήκη παράδοσης του Χάνδακα και επιστρέφει στη Βενετία ηττημένος αλλά ήρωας. Κατηγορείται για προδοσία και εισάγεται σε δίκη. Κηρύσσεται αθώος κατά πλειοψηφία. Απογοητευμένος, αποσύρεται οικειοθελώς από τον δημόσιο βίο και ζει σε πλήρη αφάνεια.
Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, το 1684, με απόφαση της Γερουσίας και του Συμβουλίου των Έξι, ο Φραγκίσκος Μοροζίνι, ηλικίας εξήντα έξι ετών, διορίζεται γενικός αρχηγός όλων των κατά ξηρά και θάλασσα δυνάμεων της Δημοκρατίας, αρχιστράτηγος όλων των πολεμικών επιχειρήσεων κατά της Τουρκίας.
Την πρώτη χρονιά (1685) οι Βενετοί καταλαμβάνουν την Πρέβεζα και τη Λευκάδα και τα φρούρια της Κορώνης και της Καλαμάτας.
Την επόμενη χρονιά (1686) Ο Μοροζίνι αναθέτει την διοίκηση των μισθοφορικών στρατευμάτων στον κόμη Όθων Γουλιέλμο Φον Καίνιξμαρκ. Γρήγορα με αιφνιδιαστικές επιθέσεις και μεθοδικές πολιορκίες, το ένα με το άλλο τα λιμάνια και τα φρούρια της Πελοποννήσου –Πύλος, Ναυαρίνο, Μεθώνη, Κορώνη, Άργος, Ναύπλιο…
Δωροδοκίες των Αθηναίων στον Μοροζίνι
Μετά την κατάληψη του Ναυπλίου διάφορες πόλεις, φοβούμενες τις καταστροφές από τον πόλεμο και τις λεηλασίες των Τούρκων που θα ακολουθούσαν, στέλνουν αντιπροσώπους στον Μοροζίνι με σκοπό να του προσφέρουν χρήματα με αντάλλαγμα να μη χτυπήσει τις πόλεις τους. Ο Μοροζίνι κανόνιζε τότε το ποσό που αναλογούσε σε κάθε πόλη.
Τέλη Αυγούστου 1686 ένας αντιπρόσωπος των Αθηνών, ο Καπουτσίνος Μιχαήλ Αγγελος Νταμπίρα, επισκέπτεται τον Μοροζίνι και δηλώνει πρόθυμος να καταβάλει ποσό ώστε να μην επιτεθούν ο Βενετοί στην Αθήνα. Οι Βενετοί ζήτησαν, εάν οι Αθηναίοι ήθελαν ειρήνη, για όσο διαρκεί ο πόλεμος, 40.000 ρεάλια το χρόνο. Ο καπουτσίνος Αγγελος Νταμπίρα επέστρεψε άπρακτος.
Αρχές Σεπτέμβρη νέα αντιπροσωπεία των Αθηναίων με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Ιάκωβο και τους πρόκριτους Σταμάτιο Γάσπαρη, Μιχαήλ Δημάκη, Γεώργιο Δούσμανη και του Ξένου Ιάκωβου Damestre, έρχεται να διαπραγματευθεί το ποσό. Μετά από πολλές διαπραγματεύσεις συμφωνούν να καταβληθούν 9.000 ρεάλια και ο Μοροζίνι τους υπόσχεται ότι δεν θα ενοχληθούν.
Την επόμενη χρονιά, αρχές Σεπτέμβρη 1867, μετά την κατάληψη της Κορίνθου και κύρια της Πάτρας από τους Βενετούς, μια τρίτη αντιπροσωπεία προκρίτων Αθηναίων, καταφθάνει στον Μοροζίνι, η οποία ζητά πλέον από τον Μοροζίνι να κυριεύσει την Αθήνα και το Κάστρο (την Ακρόπολη), φοβούμενοι το μένος των Τούρκων και τις αναμενόμενες λαφυραγωγίες. Διαβεβαιώνουν τους Βενετούς ότι οι Τούρκοι έχουν τρομοκρατηθεί, ότι το φρούριο της Ακροπόλεως βρίσκεται σε κακή κατάσταση και ότι η άλωση είναι ζήτημα ημερών.
Ο Μοροζίνι, παρά τις αρχικές επιφυλάξεις του για τον χρόνο της εκστρατείας, αποφάσισε να συμφωνήσει με τον Πολεμικό Συμβούλιο που συνεδρίασε στην Κόρινθο και διέταξε την εκστρατεία των Αθηνών.
Οι Τούρκοι της Αθήνας, καθώς γνωρίζουν ότι ο οχυρωμένος βράχος της Ακρόπολης αποτελεί το πρώτο και σημαντικότερο εμπόδιο για την κατάκτηση της Στερεάς Ελλάδας και επειδή βεβαίως οι κινήσεις των Αθηναίων δεν τους έχουν καθόλου διαφύγει, κάνουν τις ανάλογες προετοιμασίες. Κατασκευάζουν λοιπόν νέα οχυρωματικά έργα για να ενισχύσουν τη δυτική πλευρά της Ακρόπολης, όπου βρίσκεται και η μόνη ευάλωτη είσοδος. Επισκευάζουν τα τείχη, χτίζουν έναν πύργο δυτικά του ναού της Αθηνάς Νίκης και ενισχύουν τον προμαχώνα μεταξύ του ναού και του Μνημείου του Αγρίππα για να τοποθετήσουν μια δεύτερη συστοιχία από κανόνια. Επειδή χρειάζονται πρόχειρο οικοδομικό υλικό, κατεδαφίζουν τον ναό της Αθηνάς Νίκης και χρησιμοποιούν τα αρχιτεκτονικά του μέλη μαζί με πέτρες και χώματα για το χτίσιμο του προμαχώνα.
Κατάπλους στον Πειραιά, άνοδος και πολιορκία της Ακρόπολης
Ο Μοροζίνι, για να εξαπατήσει τους Τούρκους και να τους καταλάβει απροετοίμαστους, στις 9 Σεπτέμβρη στέλνει τμήμα του βενετικού στόλου υπό τον ναύαρχο Βενιέρ προς την Εύβοια. Οι Τούρκοι πράγματι καθησυχάζουν ότι προς το παρόν ο κίνδυνος αποσοβήθηκε.
Την επομένη όμως μέρα η αρμάδα βρέθηκε στον Πειραιά μεταφέροντας ολόκληρο τον βενετικό στρατό – 9.880 άνδρες και 871 άλογα, πυροβόλα, βόμβες, πολεμοφόδια και άφθονο υλικό πολιορκίας.
Στις 21 Σεπτέμβρη, μέρα Κυριακή, η γαλέρα του Μοροζίνι και του Καίνιξμαρκ μαζί με τις άλλες γαλέρες αγκυροβόλησε στον Πειραιά, αποβιβάσθηκε ολόκληρος ο στρατός και αμέσως κατευθύνθηκε προς την Αθήνα και στρατοπέδευσε στον Ελαιώνα.
Εκείνο το πρωί οι Τούρκοι βλέποντας αγκυροβολημένο στον Πειραιά ολόκληρο τον βενετικό στόλο, τρομοκρατήθηκαν. Με μεγάλη βιασύνη να μάζεψαν ό,τι πολύτιμο είχαν και να ανέβηκαν στην Ακρόπολη. Μέχρι το μεσημέρι είχαν κλεισθεί όλοι οι Τούρκοι μέσα στο Κάστρο.
Στο μεταξύ η ίδια επιτροπή από προκρίτους που είχε προσκαλέσει τον Μοροζίνι, τον επισκέπτεται και του δίνει υπόσχεση υποταγής, βοήθειας, τοπογραφικές και στρατηγικές πληροφορίες. Οι Αθηναίοι συντάσσονται με τους Βενετούς γιατί, αν έμεναν ουδέτεροι, όποιος και να κέρδιζε αυτοί θα υφίσταντο τις συνέπειες και οι βόμβες του Μοροζίνι θα κατέστρεφαν την πόλη. Αποφασίζουν λοιπόν να ταχθούν υπέρ των Βενετών ανοιχτά και να μείνουν στην πόλη, φροντίζουν πάντως παράλληλα να κρύψουν ό,τι πολύτιμο έχουν από φόβο και προς τους Τούρκους και προς τους Βενετούς.
Οι Βενετοί ξεκινούν με σώμα 150 ανδρών υπό τον συνταγματάρχη Ραουγκράφ φον ντερ Πφαλτς και καταλαμβάνουν την Αθήνα. Στέλνουν μήνυμα στους Τούρκους ζητώντας την παράδοση του Φρουρίου με αντάλλαγμα την ανενόχλητη αναχώρηση των Τούρκων μαζί με όλα τους τα κινητά αγαθά. Ο Αγάς του Κάστρου Αλής αρνείται. Έχει πυρομαχικά και περιμένει τον Σερασκέρη με ενισχύσεις. Η κύρια δύναμη των στρατευμάτων υπό τον Καίνιξμαρκ –με οδηγούς Αθηναίους– βαδίζει μέσα από τον ελαιώνα της Αττικής και, χωρίς να μπει στην Αθήνα, καταλαμβάνει τα κυριότερα στρατηγικά σημεία από τα οποία θα μπορούσε να προσβληθεί η Ακρόπολη, κυρίως τους λόφους και τα υψώματα δυτικά του Κάστρου.
Ταυτόχρονα, μηχανικοί της στρατιάς από βόρεια προσπαθούν να ανοίξουν υπόγειες στοές ώστε με εκρηκτικές ύλες να προκαλέσουν την ανατίναξη του Φρουρίου. Οι Τούρκοι τους πυροβολούν συνεχώς και τους αποδεκατίζουν. Οι Βενετοί καταφέρνουν να φτάσουν μέχρι το σπήλαιο της Αγραύλου, όπου η σκληρότητα της πέτρας του βράχου τους αναγκάζει να σταματήσουν.
Τελικά μετά από τέσσερις μέρες συνεχών βομβαρδισμών, στις 26 Σεπτέμβρη 1687 τα κανόνια του Βενετού δόγη Φραγκίσκου Μοροζίνι, κάτω από το φως της πανσέληνου, καταφέρνουν να διαπράξουν ένα μεγάλο έγκλημα κατά της ελληνικής και της παγκόσμιας κληρονομιάς ανοσιούργημα. Ανατίναξαν τον Παρθενώνα στον ιερό βράχο της Ακρόπολης.
Παρ’ όλα αυτά, οι Τούρκοι δεν αποφάσιζαν να παραδοθούν ενώ κινδύνευαν να καούν όλοι, επειδή είχαν λάβει την είδηση ότι πλησιάζει ο Σερασκέρης με ισχυρές τουρκικές δυνάμεις. Πράγματι, νωρίς το πρωί της 28ης Σεπτέμβρη φάνηκαν τα στρατεύματα του Σερασκέρη. Ο Καίνιξμαρκ όμως τους περίμενε και εστράφη αμέσως εναντίον τους με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού και του ιππικού του. Ο Σερασκέρης τρομοκρατήθηκε, υποχώρησε χωρίς να ρίξει ούτε μια βολή και οι πολιορκούμενοι Τούρκοι είδαν να σβήνει και η τελευταία τους ελπίδα.
Αποφάσισαν να παραδοθούν και υψώνουν λευκή σημαία στον πύργο των Προπυλαίων στις 28 Σεπτέμβρη.
Στις 29 Σεπτεμβρίου συντάσσεται συνθήκη που αρχίζει με τα λόγια «εξ ευσπλαχνίας». Οι Τούρκοι λαμβάνουν εγγύηση ζωής και ελεύθερης αναχώρησης με δικαίωμα μεταφοράς όσων αποσκευών θα μπορούσαν να μεταφέρουν στους ώμους τους, εξαιρουμένων φυσικά των όπλων και των πυρομαχικών.
Οι Τούρκοι παραδίδονται το μεσημέρι της 29ης Σεπτέμβρη και η βενετική σημαία υψώνεται στην Ακρόπολη μπροστά από τα Προπύλαια.
Η εγκατάλειψη από τους Βενετούς της Αθήνας – Ο ξεριζωμός των Αθηναίων
Σε τρεις μήνες οι αλλεπάλληλες παρενοχλήσεις του Σερασκέρη των Θηβών επιβάλλουν στους Βενετούς να πάρουν σοβαρά μέτρα για την ασφάλειά τους. Στην Αθήνα πάλι, λόγω συγκέντρωσης του πληθυσμού της Αττικής και του στρατού, τα τρόφιμα άρχισαν να σπανίζουν, οι μισθοφόροι άρχισαν διαρπαγές και λεηλασίες, επιπλέον εξαπλώθηκε λοιμός. Στο μεταξύ, οι Τούρκοι συγκεντρώνουν δυνάμεις στη Θήβα.
Στις 31 Δεκέμβρη 1687 (21 Δεκέμβρη με το παλιό) ο Μοροζίνι συγκαλεί στον Πειραιά πολεμικό συμβούλιο όπου εκθέτει την κρισιμότητα της κατάστασης. Αποδεικνύει ότι για να οχυρωθεί σωστά η Αθήνα απαιτούνται πολλά έτη εργασίας και περίπου 3.000 εργάτες και αποκλειομένου αυτού προτείνει την εγκατάλειψη της Αθήνας και της επανόδου σ’ αυτήν μετά την άλωση της Χαλκίδας, τον εκπατρισμό των Αθηναίων για να αποφευχθεί η σφαγή τους από τους Τούρκους και τέλος την καταστροφή εκ θεμελίων με εκρηκτικές ύλες της πόλης και της Ακρόπολης ώστε να μην μπορούν να οχυρωθούν ξανά οι Τούρκοι.
Τρεις ημέρες αργότερα συνέρχεται ξανά το πολεμικό συμβούλιο, καθώς νεώτερες εκθέσεις παρουσιάζουν την κατάσταση εξαιρετικά κρίσιμη. Αποφασίζεται οριστικά η μετανάστευση των Αθηναίων, σε άλλες υπό τους Βενετούς περιφέρειες.
Ο Μοροζίνι καλεί τους προκρίτους και τους ανακοινώνει τις αποφάσεις του συμβουλίου.
Οι Αθηναίοι προσφέρουν χρήματα, προτείνουν να σχηματίσουν στρατιωτικά σώματα τα οποία να αναλάβουν την άμυνα εναντίον των Τούρκων και την οικονομική συντήρηση των σωμάτων για έναν χρόνο, αλλά ο Μοροζίνι αρνείται.
Στις 12 Φλεβάρη, το πολεμικό συμβούλιο παίρνει ομόφωνα την οριστική απόφαση άμεσης εγκατάλειψης των Αθηνών. Εξετάζεται η πρόταση καταστροφής της πόλης. Ευτυχώς ούτε μέσα υπήρχαν ούτε χρόνος. Για να καταστραφούν εκ θεμελίων τα τείχη της Ακροπόλεως και τα μνημεία χρειάζονταν χιλιάδες εργατών και εργασία μεγάλης διάρκειας. Κανείς από τους παρόντες δεν σκέφθηκε άλλο λόγο για την αποφυγή της καταστροφής των μνημείων εκτός από την έλλειψη εργατών, εργαλείων και χρόνου.
Στις 4 Απρίλη 1688 μέχρι τις 9 Απρίλη οι Βενετοί και οι μισθοφόροι τους αδειάζουν την Αθήνα. Από τις 14/24 Μάρτη εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και οι περισσότερη Αθηναίοι, που φεύγουν στην αρχή για την Αίγινα, τη Σαλαμίνα και τα νησιά του Αιγαίου και έφτασαν, πρόσφυγες, να κατοικήσουν στις κτήσεις των Βενετών, στο Ναύπλιο, τη Δημητσάνα. Στη Γαστούνη, στη Κορώνη ως την Κέρκυρα, την Κεφαλονιά, τη Ζάκυνθο κλπ. Οι πτωχότεροι μετέβησαν πεζοί στη Κόρινθο.
Στις 9 Απρίλη 1688 οι Τούρκοι εισβάλουν και λεηλατούν ότι απόμεινε από την πόλη. Η Αθήνα έμεινε παντέρημος τρεις ολόκληρους χρόνους.
Οσοι από τους Αθηναίους περισώθηκαν και θέλησαν, μετά από συμφωνία με τους Οθωμανούς, επανήλθαν σταδιακά στην Αθήνα. Η κυρίως επάνοδος φαίνεται ότι έγινε στις αρχές του 1690. Τίποτα όμως δεν ήταν το ίδιο. Η δεύτερη περίοδος κάτω από τους Οθωμανούς ήταν κατά πολύ χειρότερη από την πρώτη και κράτησε μέχρι το ξέσπασμα της επανάστασης του 1821.
Οι Βενετοί δεν φύγανε με άδεια χέρια
Στις 4 Δεκέμβρη 1687, η Γερουσία της Βενετίας είχε στείλει το εξής ψήφισμα στον Μοροζίνι:
«Ελάβαμε το σχεδιάγραμμα της πόλης των Αθηνών και του φρουρίου αυτής το οποίο εξεπόνησε ο Κόμης ντε Σαν Φελίτσε και μετ’ ευχαριστήσεως παρατηρήσαμε τα υπάρχοντα εκεί αρχαία περίφημα μνημεία. Εξουσιοδοτούμεν την Υμετέραν Σύνεσιν να αφαιρέσει και να αποστείλει εις ημάς ενταύθα εκείνο που θα έκρινε πιο σπουδαίο και πιο καλλιτεχνικό δυνάμενο να επαυξήσει την αίγλην της Κυριάρχου, το οποίο θα χρησιμεύσει επίσης ως νέο αιώνιο μνημείο της Ημετέρας Διακεκριμένης Αρετής».
Ο Μοροζίνι επιλέγει τα καλύτερα διατηρημένα αγάλματα του δυτικού αετώματος και προσπαθεί να τα αποσπάσει. Γράφει στην αναφορά του στις 19 Μαρτίου: «Κατεβλήθη προσπάθεια να αφαιρεθεί το μέγα αέτωμα αλλά κατέπεσεν από το πελώριο εκείνο ύψος και είναι θαύμα πως δεν έπαθε κάτι κάποιος εργάτης. Η αιτία είναι ότι το οικοδόμημα είναι καμωμένο χωρίς κονίαμα και οι διάφοροι λίθοι είναι συνηρμοσμένοι ο ένας με τον άλλο με αξιοθαύμαστη τέχνη. Άλλωστε από την έκρηξη της εν αυτώ πυριτιδαποθήκης το οικοδόμημα υπέστη σοβαρότατον κλονισμόν. Η αδυναμία, του να εγκαταστήσουμε ικριώματα, μεταφέροντας από τις γαλέρες τα ψηλά κατάρτια και άλλα αναγκαία μηχανήματα μας αναγκάζει να εγκαταλείψωμεν κάθε περαιτέρω απόπειραν. Διακόπτεται συνεπώς κάθε προσπάθεια περί αφαιρέσεως άλλων ανάγλυφων κοσμημάτων. Άλλωστε ελλείπουν από τα οικοδομήματα τα πλέον αξιοθαύμαστα κομμάτια και όλα τα υπολειφθέντα είναι κατώτερα και παρουσιάζουν ελλείψεις οφειλομένας εις την πολυκαιρίαν.
Οπωσδήποτε», συνεχίζει, «αποφάσισα να παραλάβω μία λέαινα ωραιοτάτης τέχνης, αν και της λείπει το κεφάλι, το οποίο όμως μπορεί κάλλιστα να αντικατασταθεί με το μάρμαρο που θα σας στείλω μαζί με τη λέαινα και που είναι καθ’ όλα όμοιο».
Συνολικά ο Μοροζίνι πήρε όσα λιοντάρια βρήκε: ένα από την Ακρόπολη, ένα από την περιοχή του Θησείου και βέβαια τον γνωστό Λέοντα του Πειραιά εξαιτίας του οποίου το λιμάνι του Πειραιά είχε ονομασθεί Πόρτο Λεόνε. Οι λέοντες αυτοί μεταφέρθηκαν στη Βενετία και από τότε κοσμούν ως τρόπαια των νικητών τον ναύσταθμο της Δημοκρατίας.
Οι αξιωματικοί του Μοροζίνι, Βενετοί και ξένοι, πήραν μαζί τους όσα κομμάτια μεταφέρονταν εύκολα. Τεμάχια από τον Παρθενώνα ή άλλα μνημεία των Αθηνών που βρίσκονται σήμερα σε ιδιωτικές συλλογές και μουσεία της Ευρώπης, χωρίς να ξέρει κανείς πώς, είναι πιθανόν να μεταφέρθηκαν την εποχή αυτή από στρατιώτες της στρατιάς του Μοροζίνι.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι του γραμματέως του Μοροζίνι Σαν Γκάλλο, ο οποίος πήρε μαζί του το κεφάλι του γυναικείου αγάλματος που έπεσε από το δυτικό αέτωμα κατά την αποτυχημένη απόπειρα των Βενετών και κατατεμαχίστηκε. Μετά πολλές περιπέτειες, ο Γερμανός αρχαιολόγος Βέμπερ που είχε μελετήσει τα παρθενώνια γλυπτά από τα εκμαγεία του Έλγιν, το αγόρασε από έναν Βενετό μαρμαρά τη στιγμή που αυτός ετοιμαζότανε να το σπάσει, όπως μας περιγράφει ο Λαμπόρντ, ο οποίος αργότερα το αγόρασε από τον Βέμπερ και το έβγαλε κρυφά από την Ιταλία. Σήμερα η «κεφαλή Λαμπόρντ» βρίσκεται στο Λούβρο.
Ένας άλλος Βενετός αξιωματικός πήρε τμήμα της ζωφόρου όπου διακρίνονται δύο ιππείς της πομπής και το κεφάλι ενός αλόγου. Σήμερα βρίσκονται στο Μουσείο της Ιστορίας της Τέχνης στη Βιέννη.
Ένας Δανός αξιωματικός ονόματι Χάρτμαντ πήρε δύο κεφαλές από μία από τις νότιες μετόπες. Σήμερα βρίσκονται στο Εθνικό Μουσείο της Κοπεγχάγης. Πάντως η εσπευσμένη αφενός αναχώρηση, οι αρρώστιες και η αδυναμία μεταφοράς πολλών πραγμάτων καθώς και το απροσδιόριστο μέλλον της εκστρατείας ήταν οι λόγοι που δεν έγινε συστηματική λεηλασία. Αλλά ο δρόμος της διαρπαγής είχε ήδη ανοίξει.
ΒΑΣΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ:
–Ιστορία των Αθηνών, Δημητρίου Γρ. Καμπούρογλου, τόμος Τρίτος
–Ο Μοροζίνι, οι Βενετοί και η Ακρόπολη, Κορνηλίας Χατζηασλάνη, Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη