Με «τα χέρια ελεύθερα» και «ζεστό χρήμα» οι ευρωπαϊκές πολεμικές βιομηχανίες θα πρέπει να βοηθηθούν από την ΕΕ για να αυξήσουν την παραγωγή όπλων και να είναι ανταγωνιστικές σε σχέση με άλλους ομίλους ανταγωνιστών. Αυτό τονίζει ένα προσχέδιο της έκθεσης για την ανταγωνιστικότητα που συνέταξε ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας και πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, σύμφωνα με δημοσίευμα του «Politico», σκιαγραφώντας με λεπτομέρειες την «οικονομία πολέμου» στην οποία έχουν εισέλθει η ΕΕ και τα κράτη – μέλη.
Καθώς κλιμακώνεται στρατιωτικά και πολιτικά η ιμπεριαλιστική σύγκρουση ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – ΕΕ και Ρωσίας στην Ουκρανία, απειλώντας να επεκταθεί σε όλη την Ευρώπη, οι ευρωπαϊκές πολεμικές βιομηχανίες έχουν μπει για τα καλά σε μια «κούρσα» εξοπλισμών και ανταγωνισμού με άλλα μονοπώλια και επομένως, τονίζει η έκθεση Ντράγκι, θα πρέπει να έχουν πλήρη πρόσβαση στα χρηματοδοτικά εργαλεία της ΕΕ, να μην ανησυχούν για τη γραφειοκρατία καθώς αυξάνουν την παραγωγή όπλων και να μην μπλοκάρονται οι συγχωνεύσεις, παρά τις «ανησυχίες» για τον ανταγωνισμό.
Προωθεί την ιδέα να τροποποιηθούν οι δανειοδοτικές πολιτικές της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και να μην αποκλείονται οι αμυντικές επενδύσεις. Επίσης, «πάνε περίπατο» τα πλαίσια βιώσιμων χρηματοδοτήσεων της ΕΕ και τα κριτήρια περιβαλλοντικών – κοινωνικών επιπτώσεων και εταιρικής διακυβέρνησης (ESG).
Η έκθεση, που θα κατατεθεί στην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, εξετάζει πώς η ευρωπαϊκή βιομηχανία μπορεί να ανακτήσει πλεονεκτήματα στην παγκόσμια σκηνή.
«Με την επιστροφή του πολέμου στην άμεση γειτονιά της ΕΕ, την εμφάνιση νέων τύπων υβριδικών απειλών και μια πιθανή μετατόπιση της γεωγραφικής εστίασης και των αμυντικών αναγκών των ΗΠΑ, η ΕΕ θα πρέπει να αναλάβει μεγαλύτερη ευθύνη για τη δική της Άμυνα και Ασφάλεια», σημειώνεται στο προσχέδιο.
Κάνει αναφορά σε πολλές «προκλήσεις» που αντιμετωπίζει ο αμυντικός τομέας της ΕΕ, όπως οι ανεπαρκείς αμυντικές δαπάνες -που έχουν πολλαπλασιαστεί τα τελευταία δυο χρόνια- με την επισήμανση ότι η ΕΕ στο σύνολό της δαπανά περίπου το 1/3 από όσα οι ΗΠΑ για την «άμυνα».
Οι ευρωπαϊκές πολεμικές βιομηχανίες δραστηριοποιούνται επίσης σε μικρές εγχώριες αγορές, ενώ οι χώρες της ΕΕ δεν συντονίζονται στις προμήθειες και εξαρτώνται κατά 80% από διεθνείς προμηθευτές, κυρίως από τις ΗΠΑ.
Οι συστάσεις περιλαμβάνουν την εισαγωγή της αρχής της «ευρωπαϊκής προτίμησης» για την αγορά αμυντικού εξοπλισμού, για την παροχή κινήτρων για ευρωπαϊκές αμυντικές λύσεις έναντι των ανταγωνιστών.
Επιπλέον, προτείνεται πιο «σφιχτή» εξουσία στην ΕΕ για θέματα εξωτερικής πολιτικής και «άμυνας», και συγκεκριμένα ο καθορισμός ενός μοντέλου διακυβέρνησης σε όλη την Επιτροπή, μέσω της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας, και τέλος τη δημιουργία μιας κεντρικής «Αρχής Αμυντικής Βιομηχανίας», που θα προμηθεύεται κεντρικά για λογαριασμό των χωρών της ΕΕ.
«Η αρχή θα διοικείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπό την κοινή προεδρία του ύπατου εκπροσώπου – αντιπροέδρου της Επιτροπής – επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Αρχής Άμυνας», σημειώνεται στο έγγραφο. «Συμβουλευτικό ρόλο θα έχουν ειδικές ομάδες του κλάδου, που θα αποτελούνται από εκπροσώπους της βιομηχανίας και των κρατών – μελών της ΕΕ».
Η έκθεση θα συζητηθεί σήμερα κεκλεισμένων των θυρών, ενώ αναμένεται να δημοσιευτεί τη δεύτερη βδομάδα του Σεπτέμβρη.ι