Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Οι ταινίες της βδομάδας: Touch me not – Museo

Το Φεστιβάλ Βερολίνου κυριαρχεί αυτή τη βδομάδα με δυο από τις φετινές του βραβεύσεις, τη Χρυσή Άρκτο και την Αργυρή..

Το Φεστιβάλ Βερολίνου κυριαρχεί αυτή τη βδομάδα με δυο από τις φετινές του βραβεύσεις, τη Χρυσή Άρκτο και την Αργυρή Άρκτο Σεναρίου.

Μη με αγγίζεις – Touch me not

Διάρκεια: 123’

Σκηνοθεσία: Αντίνα Πιντιλίε

Πρωταγωνιστούν: Λώρα Μπένσον, Τομάς Λεμαρκίς, Κρίστιαν Μπάγιερλάιν

Καλό είναι να ξέρει κάποιος τι περίπου είναι η ταινία που θα δει. Γιατί έτσι γλιτώνει από τις κακοτοπιές. Δεν είναι όλα για όλους. Κι αυτή εδώ είναι μια ακραία ταινία. Ακραία μα και ανατριχιαστικά αληθινή. Και μπράβο στην επιτροπή του Φεστιβάλ του Βερολίνου που τόλμησε να την βραβεύσει με τη Χρυσή Άρκτο, μια βράβευση που αμφισβητήθηκε  πολλούς σεμνότυφους, αποδεικνύοντας ότι η καρδιά του πρωτοποριακού κινηματογράφου χτυπά στη γερμανική πρωτεύουσα.

H Πιντιλίε, στην πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία, κάνει μια μεγάλη βουτιά στο ανθρώπινο ασυνείδητο και βάζει στον εαυτό της, και σε μας, μερικά καθοριστικής σημασίας ερωτήματα: υπάρχουν πράγματα που επιτρέπονται και άλλα που απαγορεύονται στον έρωτα; Υπάρχουν όρια ανάμεσα στην ομορφιά και την ασχήμια; Και ποια είναι αυτά; Ποιο είναι το ασφαλές όριο ανάμεσα στο δέρμα μας και στους άλλους; Πως αγαπάμε και πως αφήνουμε να μας αγαπήσουν;

Η νεαρή σκηνοθέτης στέκεται πίσω από την κάμερα και συνομιλεί με την ηρωίδα της. Η Λώρα, πενηντάχρονη και μόνη, καλεί στο σπίτι της συνοδούς επί πληρωμή για να μοιραστεί την μοναξιά της. Δεν θέλει να κάνει σεξ μαζί τους. Θέλει να τους βλέπει και να δοκιμάζει τις αντοχές της στην επαφή. Μέχρι που;

Οι μοναχικές της περιπλανήσεις στην πόλη την οδηγούν σε ένα κέντρο αποκατάστασης – θεραπείας – touch-yoga:  οι θεραπευόμενοι κάθονται σε ζευγάρια και αγγίζει ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Ο Τόμας αγγίζει τον Κριστιάν. Ο Κριστιάν έχει μυϊκή δυστροφία, ένα στόμα που βγάζει συνέχεια σάλια και δυο πανέμορφα γαλάζια μάτια. Ο Τομάς μέσα από το πρόσωπο του Κριστιάν μαθαίνει πολλά πράγματα για τον Κριστιάν και για τον εαυτό του.

Όταν βγαίνει από το κέντρο, ο Τομάς παρακολουθεί την πρώην ερωμένη του. Η Λώρα παρακολουθεί τον Τομάς που παρακολουθεί την πρώην ερωμένη του.

Σκηνές που μοιάζουν ασύνδετες, ενώνονται όμως από ένα οργανικό νήμα που κινεί τη σκέψη της Πιντιλίε – τη σχέση με το σώμα μας και με το σώμα των άλλων, με ή χωρίς διαμεσολαβήσεις. Και, καθώς το σώμα είναι κομμάτι της ψυχής, όσο πιο πολύ το εξερευνείς τόσο πιο κοντά φτάνεις στην ψυχή σου. Στην ταινία αυτή ακούγονται μεγάλες αλήθειες.

Προς το τέλος της ταινίας η Πιντιλίε θα κάνει την υπέρβαση: όταν της το ζητήσει η Λώρα, θα περάσει αυτή μπροστά από την κάμερα και θα μιλήσει για τις δικές της εμπειρίες. Σε μια ανατριχιαστικά ειλικρινή  κατάθεση ψυχής, θα αφηγηθεί δακρύζοντας ένα όνειρο της για να καταλήξει: αγαπάμε έτσι όπως έχουμε μάθει να μας αγαπούν. Α ρε Φρόυντ, πάντα στη γωνία περιμένεις.

Υστερόγραφο: μια ταινία δεν είναι σε καμία περίπτωση εγχειρίδιο ψυχανάλυσης ή οποιοδήποτε άλλο βιβλίο. Δεν είναι υποχρεωμένη να παρουσιάζει μια ολοκληρωμένη άποψη, ούτε να αποφεύγει αντικρουόμενες ή και αποκρουστικές όψεις. Κάποιες σκηνές  που σε άλλο πλαίσιο θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ‘σκληρό’ ‘διαστροφικό’ πορνό, σε αυτό το πλαίσιο νοηματοδοτούνται διαφορετικά. Να το έχουμε υπ’όψιν.

Ηθικό δίδαγμα: ο Κριστιάν με τη μυϊκή δυστροφία είναι ο μόνος που παρουσιάζεται να έχει μια υγιή ερωτική και συναισθηματική σχέση. Προς σκέψιν!

***

Ληστεία στο Μουσείο – Museo

Διάρκεια – 128΄

Σκηνοθεσία: Αλόνσο Ρουίθπαλάθιος

Πρωταγωνιστούν: Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ, Σιμόν Ράσελ Μπιλ, Λιν Γκιλμάρτιν

Δεύτερη ταινία με θέμα ληστεία σε μουσείο μέσα σε λίγους μήνες.  Μετά το «Μία αμερικάνικη ληστεία» έρχεται μια μεξικάνικη ληστεία δαφνοστεφανωμένη σε Βερολίνο και Αθήνα (Νύχτες Πρεμιέρας).  Αφηγείται την ιστορία μιας από τις μεγαλύτερες ληστείες στην παγκόσμια ιστορία των μουσείων. Αφηγείται;

Ο συγγραφέας και σεναριογράφος Ρουιθπαλάθιος δήλωσε πως έχει ‘χαλαρά εμπνευστεί’ από την υπόθεση που συγκλόνισε την μεξικανική κοινωνία το 1985, όταν 124 αντικείμενα, ανάμεσα τους και η νεκρική μάσκα από νεφρίτη ενός νεκρού αρχηγού των Μάγιας, κλάπηκαν από το Μουσείο Ανθρωπολογίας του Μεξικού. Το τι σημαίνει ‘έχει χαλαρά εμπνευστεί’ σηκώνει όμως πολύ νερό. Γιατί όταν εμπνέεσαι χαλαρά από τόσο σημαντικά ζητήματα, το αποτέλεσμα μπορεί να μην είναι αυτό που θέλεις.

Όσον αφορά τη σύλληψη και την εκτέλεση της ληστείας η έμπνευση δεν είναι καθόλου χαλαρή. Μια καλοσχεδιασμένη ληστεία που όλοι απέδωσαν αρχικά σε διεθνείς σπείρες αρχαιοκάπηλων είχε σχεδιαστεί και πραγματοποιηθεί από δυο φοιτητές της Κτηνιατρικής Σχολής στα τριάντα τους, με σχέση εξάρτησης του ενός από τον άλλο και των δυο από ουσίες. Ο Χουάν Νούνιεθ, ο ισχυρός του διδύμου, ήταν γόνος ευκατάστατης οικογένειας των προαστίων, ενώ ο Μπένγιαμιν Ουίλσον φρόντιζε μόνος του τον ετοιμοθάνατο πατέρα του. Εκεί που χρειάζεται η αληθοφάνεια και χτίζεται η περιπέτεια, η ταινία προσεγγίζει πιστά την ιστορική αλήθεια – όπως αυτή αποκαλύφθηκε χρόνια μετά τη ληστεία.

Από τη στιγμή που οι δυο επίδοξοι ληστές βρέθηκαν με έναν ουσιαστικά ανεκτίμητο θησαυρό στα χέρια τους – ή μάλλον στο σακ βουαγιάζ τους – η προσέγγιση γίνεται χαλαρή, με ηθικοπλαστικές εξάρσεις  που φτάνουν μερικές φορές στα όρια της γελοιότητας. Αν ο Ρουιθπαλάθιος ήθελε να μιλήσει για την αρχαιοκαπηλία και την καταλήστευση του λαού του από αντικείμενα που είναι ταυτότητα και ιστορία του, τότε τα χείλη των ληστών και των διαμεσολαβητών δεν είναι τα κατάλληλαγια να αρθρώσουν λόγο ενάντια στην αποικιοκρατία. Η σκηνή της συνάντησης  με τον άγγλο συλλέκτη για να πουληθούν τα κλοπιμαία βλέπεται μόνο ως μαύρη κωμωδία.

Στο υπόλοιπο μισό της ταινίας οι ήρωες και το σακ βουαγιάζ με το παρελθόν της χώρας σέρνονται κάπου κοντά στο Ακαπούλκο, σε μια προσπάθεια να σώσουν τας φρένας τους και την αυτοεκτίμηση τους. Η αίσθηση ότι  έκαναν κάτι ξεχωριστό έχει εξανεμιστεί και το αδιέξοδο του να βρίσκονται με ένα θησαυρό στα χέρια τον οποίο δεν μπορούν να κάνουν τίποτα,  ενώ έχουν όλη την αστυνομία στο κατόπι τους και όλη τη χώρα να τους κατηγορεί, τους πάει στα όρια τους και τους οδηγεί πίσω.

Υπάρχει όμως και μια άλλη ιστορία που κινείται παράλληλα: τα κλοπιμαία, αυτά τα αντικείμενα που με την κλοπή τους έγιναν τα σύμβολα ενός έθνους και ένωσαν όλους τους μεξικάνους στη βάση του προκολομβιανού παρελθόντος τους, ακολουθούν μια τρελή πορεία, έτσι όπως πετιουνται από δω κι από κει, γίνονται βοηθήματα για να σνιφάρουν ξεπεσμένες ντίβες, κούπα για τεκίλα και παιχνίδι για τα παιδιά στην παραλία. Η μάσκα του Μάγια φύλαρχου αποκτά διαστάσεις τιμωρού αγγέλου που στοιχειώνει τα παραληρήματα του Χουάν. Μαζί με τα υπόλοιπα κειμήλια παίρνουν τη θέση των πρωταγωνιστών, καθώς μαζί τους ταυτιζόμαστε και όχι με τους ανθρώπους. Αν αυτό ήθελε να πετύχει ο σκηνοθέτης, τότε σίγουρα τα κατάφερε. Συγκλονιστική η σκηνή  που οι μικροί ιθαγενείς μαθητές κολλούν τα προσωπάκια τους στο γυαλί και κοιτούν με δέος τις άδειες προθήκες – η αίθουσα με τα κτερίσματα του τάφου των Μάγια έμεινε ανοικτή με άδειες προθήκες και οι επισκέψεις πολλαπλασιάστηκαν, κυρίως από σχολεία, σαν μια πράξη διαμαρτυρίας αλλά και περηφάνιας.

Το τέλος της ιστορίας είναι πολύ διαφορετικό από αυτό που δείχνει η ταινία. Και πολύ πιο σουρεαλιστικό. Δεν λένε πως η πραγματικότητα ξεπερνάει κάθε φαντασία;

 

Απόψεις