Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Οι ταινίες της εβδομάδας: Το πορτραίτο μιας γυναίκας που φλέγεται – Η κορντιλιέρα των ονείρων

Το πορτραίτο μιας γυναίκας που φλέγεται – Portrait de la jeune fille en feu Διάρκεια: 119’ Σκηνοθεσία: Σελίν Σιαμά Πρωταγωνιστούν:..

Το πορτραίτο μιας γυναίκας που φλέγεται – Portrait de la jeune fille en feu

Διάρκεια: 119’

Σκηνοθεσία: Σελίν Σιαμά

Πρωταγωνιστούν: Νοεμί Μερλάντ, Αντέλ Χανελ, Λουάνα Μπαρτζάμι

Διαλέξτε μια ιστορική περίοδο. Κατά προτίμηση 18ο αιώνα. Κι ένα μέρος κάπου στην εξοχή. Αν γίνεται κοντά στη θάλασσα, προσθέτει σε δραματικότητα. Βάλτε για πρωταγωνίστριες γυναίκες. Πώς έκαναν παλιά πολεμικές ταινίες που έπαιζαν μόνο άντρες; Ήρθε η ώρα για ερωτικές ταινίες που θα παίζουν μόνο γυναίκες.

Διαλέξτε φρέσκα, όμορφα γυναικεία και εκφραστικά γυναικεία πρόσωπα. Δεν χρειάζεται πολλά. Δυο ή τρεις κοπέλες που το πρόσωπο τους να μιλάει στον φακό θα κάνουν τη διαφορά.

Επιδείξτε όλο σας το σκηνοθετικό ταλέντο. Βάλτε τους θεατές μέσα στον χώρο όπου εκτυλίσσεται η ιστορία σας, ένα απομονωμένο νησί στη Βρετάνη, ένα αρχοντικό που έχει εγκαταληφθεί στην τύχη του. Κάντε το με εικόνες απαράμιλλης ομορφιάς και ποίησης, επικουρούμενη από τη διευθύντρια φωτογραφίας Κλαιρ Μαθόν – τα βράχια στην παραλία βάφονται ροδιά από τον ήλιο που δύει, νομίζεις ότι άμα απλώσεις το χέρι θα πιάσεις τον  πέτρινο νεροχύτη στην κουζίνα και τα έπιπλα του σπιτιού, βλέπεις τους πόρους στο δέρμα των προσώπων.

Μείνετε πιστή στην αναπαράσταση της εποχής.  Τα κτίρια, η επίπλωση, τα ρούχα – αν ξεφύγει κι ένα εμπριμεδάκι λίγο αταίριαστο δεν πειράζει.

Ακολουθείστε τη θεωρία του Δόγματος. Καθόλου πρόσθετοι ήχοι παρά μόνο αυτοί που παράγει ο περιβάλλον χώρος και οι συνομιλίες των πρωταγωνιστριών. Κι εδώ δεν πειράζει να ξεφύγετε λίγο: το άρτια ηχογραφημένο σε στούντιο τραγούδι των αγροτισσών στη βραδινή πυρά ακούγεται σαν ύμνος αγγέλων.

Γράψτε ένα σενάριο που να δίνει υπόσταση στις πρωταγωνίστριες σας: τη Μαριάν, μια ανεξάρτητη γυναίκα, ζωγράφο, την κόμισσα, μια όμορφη, παραιτημένη αρχόντισσα, την Σοφί, την αγαθή υπηρέτρια, την Ελοίζ, την αρχοντοπούλα που έχει ζήσει όλη της τη ζωή μέσα στους τοίχους του σπιτιού και του μοναστηριού. Αναδύεται αμέσως η βασική αντίθεση ανάμεσα στο πρωταγωνιστικό δίδυμο Μαριάν/Ελοίζ: η Μαριάν είναι η χειραφετημένη γυναίκα που ζει μια ζωή αδιανόητη για τη συντριπτική πλειοψηφία των ομόφυλων της εκείνης της εποχής. Η Ελοϊζ γύρισε από το μοναστήρι για να παντρευτεί έναν άγνωστο άντρα στον Μιλάνο, τον οποίο η μητέρα της προόριζε για την αδελφή της που αυτοκτόνησε. Από τη μια φυλακή στην άλλη.

Πώς συναντιούνται; Η Μαριάν έρχεται στο νησί για να ζωγραφίσει το πορτραίτο της Ελοϊζ που θα στείλει  μητέρα της στον Ιταλό για να κλείσουν το προξενιό. Η Ελοϊζ δεν θέλει αυτό τον γάμο και είχε αρνηθεί να ποζάρει στον προηγούμενο ζωγράφο. Έτσι η Μαριάν δεν της φανερώνει την ταυτότητα της, παρουσιάζεται ως συνοδός για τους περιπάτους της Ελοϊζ, την παρατηρεί κα τη ζωγραφίζει στα κρυφά το βράδυ.

Κάπου εδώ έρχεται ο έρωτας. Ένας απαγορευμένος, καταραμένος, καταδικασμένος έρωτας πάντα συγκινεί. Πόσο μάλλον αν είναι ανάμεσα σε δυο γυναίκες, σχετικά ασυνήθιστο για έργα εποχής μέχρι πρότινος.

Για να ανθίσει αυτός ο έρωτας θα βρει έναν κενό χώρο – η κοντέσα/μητέρα φεύγει για ένα μικρό χρονικό διάστημα και το σπίτι και το νησί μετατρέπονται σε μια νησίδα όπου ανατρέπεται η καθεστηκυία τάξη – τόσο οι ταξικές διακρίσεις όσο και το ερωτικό πρωτόκολλο. Οικοδέσποινα, φιλοξενούμενη και υπηρέτρια θα μοιραστούν μυστικά και εμπειρίες.

Κάντε τα όλα αυτά κρατώντας χαμηλούς τόνους. Θα τους ξετρελάνετε στις Κάννες και τα άλλα διεθνή φεστιβάλ.

***

Η κορντιλιέρα των ονείρων – La cordillera de los sueňos

Διάρκεια: 84’

Σκηνοθεσία: Πατρίσιο Γκουσμάν

Τα περισσότερα μεγάλα έργα ολοκληρώνονται σε τρία μέρη. Θέση, αντίθεση, σύνθεση. Το τελευταίο έργο του κορυφαίου εν ζωή ντοκιμαντερίστα, του αυτοεξόριστου εδώ και σαράντα χρόνια Χιλιανού Πατρίσο Γκουσμάν, έρχεται να κλείσει την τριλογία και τους λογαριασμούς του σκηνοθέτη με την πολύπαθη πατρίδα του.

Η τριλογία ψηλάφισε με σεβασμό και ευαισθησία τη γεωγραφία της ιδιαίτερης αυτής χώρας: ξεκίνησε πριν από εννιά χρόνια στην έρημο Ατακάμα, στο βόρειο τμήμα της χώρας, το πιο άνυδρο σημείο του πλανήτη, Νοσταλγώντας το Φως των αστεριών αλλά και το φως στα μάτια των γυναικών που δε το βάζουν κάτω και συνεχίζουν να ψάχνουν τα κόκαλα των αγνοούμενων συγγενών τους ανάμεσα στα απολιθώματα.

Έπειτα πήγε στην άλλη άκρη της μακρόστενης χώρας του και έψαξε να βρει το Μαργαριταρένιο Κουμπί που συνδέει τους ιθαγενείς κατοίκους της παγωμένης Παταγωνίας με τους πολιτικούς κρατούμενους και τους εκτελεσθέντες της χούντας του Πινοσέτ. Και τέλος στράφηκε στη γραμμή που ενώνει αυτά τα δυο σημεία στο χάρτη, στην σπονδυλική στήλη της Χιλής, το μόνο μέρος του κόσμου που αποκαλούμε με τον γεωγραφικό του όρο: την Κορντιλιέρα.

Οι Άνδεις καθώς κατεβαίνουν προς την Παταγωνία στενεύουν και γίνονται μια απόκρημνη οροσειρά με κορυφές πάνω από 4500 μέτρα, ένα τείχος που χώριζε την Χιλή από τον υπόλοιπο κόσμο και την προστάτευε, ή έτσι τουλάχιστον νόμιζαν οι κάτοικοι της μέχρι τις παραμονές του πραξικοπήματος, ‘του πιο ισχυρού σεισμού, που άλλαξε τη ζωή μας για πάντα.’

Ο Γκουσμάν, μακριά από την πατρίδα του για σαράντα χρόνια, μη θέλοντας να γυρίσει και μην μπορώντας να τη βγάλει από το μυαλό του, επιστρέφει πίσω στο μισογκρεμισμένο πατρικό του, σε μια πόλη που δεν αναγνωρίζει πια, και στρέφει το βλέμμα του προς τα βουνά περιμένοντας αυτά, με τη σιωπηλή, αιώνια παρουσία τους πάνω από την πόλη, να του δώσουν τις απαντήσεις που ψάχνει απεγνωσμένα.

Η κάμερα περιδιαβαίνει κορυφές και απότομες χαράδρες, ο Γκουσμάν συναντάει καλλιτέχνες που εμπνεύστηκαν από τα βουνά, τα ζωγράφισαν, μάζεψαν πέτρες και έφτιαξαν γλυπτά. Στις πλαγιές τους βρήκαν σημάδια ζωής χιλιάδων χρόνων. ‘Καθ’όλη τη διάρκεια της δικτατορίας, η Κορντιλιέρα έμεινε ακλόνητη στη θέση της. Πιστεύω πως το βουνό είναι ένας μάρτυρας’ έτσι όπως στέκει πάνω από το Σαντιάγο, σαν να το παρατηρεί.

Επιστρέφοντας στην πόλη που μεγάλωσε, ο Γκουσμάν βρίσκει τον Πάμπλο Σάλας, έναν σκηνοθέτη που έμεινε στη Χιλή στη δικτατορία και κινηματογράφησε όποτε και όσο μπορούσε την καταστολή αλλά και την αντίσταση.

Χιλιάδες ώρες οπτικοακουστικό υλικό που, αν και ‘δεν είναι ούτε καν το πέντε τοις εκατό των όσων συνέβησαν’, όπως ομολογεί με πικρία ο Σάλας, συγκροτεί ένα πολύτιμο αρχείο για την ιστορία ενός μικρού λαού, στην άκρη του κόσμου, που τα έβαλε με το τέρας (‘ζήσαμε ένα όνειρο’ όπως λέει ο Γκουσμάν στην αρχή της πρώτης ταινίας της τριλογίας), τιμωρήθηκε αμείλικτα αλλά συνέχισε να αγωνίζεται και να διεκδικεί.

Πρόσωπα γεμάτα πείσμα που δεν κουράζονται ούτε φοβούνται να κατεβαίνουν στο δρόμο, να απαγγέλουν ποιήματα, να φωνάζουν τα ονόματα των χιλιάδων αγνοούμενων. Κι απέναντι τους η πάνοπλη αστυνομία της χούντας με τα γκλομπς στο χέρι.

Όλος ο μόχθος, η ποίηση αυτής ης τριλογίας ήταν η προσπάθεια του Γκουσμάν να σταθεί όρθιος και να αντιμετωπίσει το Τραύμα: μέσα από τα μάτια των γυναικών που δεν το βάζουν κάτω και συνεχίζουν να ψάχνουν τα οστά των αγαπημένων τους, τις αφηγήσεις των ανθρώπων που βασανίστηκαν και τώρα μέσα από το αρχειακό υλικό του Σάλας: ένα ανθρώπινο ποτάμι που για μέρες, για μήνες, όλη τη δεκαετία του ογδόντα ξεχείλιζε σαν ποτάμι στους δρόμους του Σαντιάγο αψηφώντας την καταστολή και ζητώντας δικαιοσύνη.

Μια δικαιοσύνη που δεν ήρθε ποτέ. Θυμάμαι ένα εγκωμιαστικό άρθρο για τα οικονομικά επιτεύγματα της Χιλής που διάβασα πριν από χρόνια στον Economist. ‘Χρειάστηκε δυστυχώς μια δικτατορία για να φτάσουμε εδώ’, έλεγε κάπου στον πρόλογο.

‘Μετά από όλα αυτά εκείνο που με στεναχωρεί είναι πως τελικά νίκησαν, έκαναν τη χώρα όπως ήθελαν’, λέει ο Σάλας στον Γκουσμάν προς το τέλος της συζήτησης. Η Χιλή του 21ου αιώνα είναι το ‘παιδί’ της δικτατορίας του Πινοσέτ, μια χώρα που υπακούει στα φιλελεύθερα προστάγματα του ΔΝΤ και του ΟΟΣΑ, που έχει αφήσει ατιμώρητους τους στρατιωτικούς και τους παραστρατιωτικούς να τσαλακώνουν κάθε μέρα την ψυχολογία και την αξιοπρέπεια των θυμάτων τους, που θέλει να διαγράψει την ιστορία των τελευταίων δεκαετιών, να εξορίσει την μνήμη. Αυτή την μνήμη υπηρετεί με πείσμα ο εξόριστος Γκουσμάν στην τριλογία του, ακολουθώντας τα ίχνη της στην έρημο, στους πάγους στις λεωφόρους, και τώρα πάνω στα βουνά. Εκεί θα βρει έναν μετεωρίτη, από αυτούς που φωτίζουν τα καλοκαιρινά βράδια τον ουρανό με την τροχιά τους. Και θα κάνει μια ευχή που θα κλείσει αυτό το έργο – κατάθεση ψυχής. Δεν θα σας πω ποια, να πάτε να δείτε την ταινία!

Απόψεις