Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Οι ταινίες της εβδομάδας: Η γη του άγριου μελιού (Honeyland)-Ο απόστρατος

Η γη του άγριου μελιού – Honeyland (2019) Διάρκεια: 90’ Σκηνοθεσία: Ταμάρα Κοτέβσκα, Λτζούμπομιρ Στεφάνοφ Πρωταγωνιστούν: Χατίτζε Μουράτοβα, Ναζίφε Μοτράτοβα,..

Η γη του άγριου μελιού – Honeyland (2019)

Διάρκεια: 90’

Σκηνοθεσία: Ταμάρα Κοτέβσκα, Λτζούμπομιρ Στεφάνοφ

Πρωταγωνιστούν: Χατίτζε Μουράτοβα, Ναζίφε Μοτράτοβα, Χουσεϊν Σάιν

Αυτό το μικρό εικαστικό θαύμα που έφυγε με τρία βραβεία από το φετινό Σαντάνς αξίζει να το δούμε εμείς εδώ στην ημεδαπή γιατί γυρίστηκε λίγο πιο πέρα από τα βόρεια σύνορα μας. Δυο νέα παιδιά πέρασαν τρία περίπου χρόνια με μια γυναίκα σε ένα χωριό κάπου στα βουνά της Βόρειας Μακεδονίας, όχι μακριά από τα Σκόπια,  και κατάφεραν να καταγράψουν μια ιστορία σε 90 λεπτά (μετά από ένα κοπιώδες μοντάζ τετρακοσίων ωρών ταινίας) που δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα οποιαδήποτε ταινία μυθοπλασίας.

Η γοητεία στο ντοκιμαντέρ είναι όλη αυτή η δουλειά που απαιτείται και που εμείς, οι θεατές, δεν μπορούμε να δούμε. Οι ώρες που χρειάζεται ο σκηνοθέτης να περάσει μαζί με τους πρωταγωνιστές που έχει επιλέξει για να αποκτήσει μια οικειότητα μαζί τους και να τον εμπιστευτούν. Γιατί τα ντοκιμαντέρ εκεί ακριβώς στηρίζονται, σε αυτή τη σχέση εμπιστοσύνης.

Ο φακός ακολουθεί την Χατιτζέ, μια μεσήλικη γυναίκα που ζει μόνη σε ένα χωριό που έχουν εγκαταλείψει οι παλιοί του κάτοικοι, μαζί με την κατάκοιτη μητέρα της, σ’ένα σπίτι χωρίς ηλεκτρικό και τρεχούμενο νερό. Μόνη της συντροφιά ο σκύλος, τα γατάκια της και τα μελίσσια της. Η Χατιτζέ έχει προσωπική σχέση με τις μέλισσες της, τις πιάνει, τους τραγουδάει και αφήνει πάντα το μισό μέλι στην κερήθρα για να φάνε, παρ’όλο που ο μόνος τρόπος να αποκτήσει χρήματα είναι να πουλήσει το μέλι της στα Σκόπια. ‘Μισό για μένα, μισό για σας’ τους λέει συνέχεια με τρυφερότητα.

Κάπου στη μέση του ντοκιμαντέρ και της παραμονής των δυο νέων στο απομονωμένο χωριό της Χατιτζέ έρχονται και εγκαθίστανται στον οικισμό ένα ζευγάρι περιπλανώμενοι κτηνοτρόφοι, τουρκόφωνοι όπως και η Χατιτζέ, με τα πέντε παιδιά τους. Την πρώτη χαρά της Χατιτζέ για την απρόσμενη συντροφιά που ήρθε να απαλύνει την μοναξιά της – παίζει χαρούμενη με τα παιδιά και μαθαίνει στον ένα γιο μελισσοκομία, κάνει παρέα με τον Χουσεΐν και τη γυναίκα του – θα ακολουθήσει η απογοήτευση και η απελπισία όταν ο Χουσεΐν, που ορέγεται τα χρήματα που κερδίζει η Χατζιγιέ από το μέλι, αποφασίζει να γίνει κι αυτός μελισσοκόμος. Με στόχο το κέρδος και χωρίς καμιά αγάπη γι ’αυτό που κάνει, θα καταστρέψει τόσο τα μελίσσια της Χατζιγιέ όσο και τα δικά του κοπάδια. Η οικογένεια θα φύγει όπως ήρθε κι η Χατιτζέ θα μείνει και πάλι μόνη.

Δυο εντελώς διαφορετικοί κόσμοι: η Χατιτζέ για την οποία η φύση και τα ζωντανά της είναι σύντροφοι και σύμμαχοι – η κινηματογράφηση της μελισσοκομικής τέχνης στην σχεδόν πρωτόγονη φάση της είναι από μόνη της ένα εθνογραφικό ντοκουμέντο – ο Χουσεΐν που από τη φύση θέλει μόνο να πάρει, χωρίς να τον νοιάζει τι θα αφήσει πίσω του. Η αντιπαράθεση ανάμεσα στο παλιό, την παράδοση που χάνεται, και το καινούργιο που ορμάει σαρώνοντας στο πέρασμα του τα πάντα αποτυπώνεται με αδρές εικόνες σε ένα πλαίσιο που ξαφνιάζει. Η σύγκρουση θα είναι αναπόφευκτη. Η νίκη αμφίβολη.

Η Χατιτζέ θα χάσει τα πάντα εκτός από το κουράγιο της. Μετά από μιάμιση ώρα οπτική πανδαισία, το τέλος είναι αφάνταστα συγκινητικό.

***

Ο απόστρατος

2019

Διάρκεια: 100’

Σκηνοθεσία: Ζαχαρίας Μαυροειδής

Πρωταγωνιστούν: Μιχάλης Σαράντης, Θανάσης Παπαγεωργίου, Γιώτα Φέστα

Το βραβείου του κοινού για το ελληνικό τμήμα του Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης πήγε σε μια τρυφερή ιστορία μετα-(εν)ηλικίωσης που περνάει μέσα από το προγονικό παρελθόν.

Μετα – (εν) ηλικίωση….γιατί η ενηλικίωση είναι δύσκολο πράγμα στις μέρες μας. Τις μέρες που παντρεύουν την οικονομική κρίση με τις υψηλές προσδοκίες που καλλιέργησαν οι γονείς της εποχής της ευμάρειας στα παιδιά τους. Ο Άρης έχει μεγαλώσει – έχει φτάσει στα τριάντα – και θέλει να φύγει από το πατρικό στη Γλυφάδα. Επειδή όμως δεν υπάρχουν τα χρήματα για να νοικιάσει ένα cosy διαμερισματάκι στο κέντρο, όπως ονειρεύεται, αναγκάζεται να καταφύγει – προσωρινά, όπως θέλει να πιστεύει και επαναλαμβάνει σε όποιον τον ρωτάει – στην μονοκατοικία του παππού του στου Παπάγου. Ενώ, από τη μια μεριά, προσπαθεί να βιοποριστεί με κάποιο ‘κύρος’ και ‘αίγλη’, και εισάγει άγνωστες μηχανές του καφέ για να γίνει κι αυτός ‘επιχειρηματίας’, από την άλλη διολισθαίνει στην μαύρη τρύπα των παιδικών και εφηβικών του αναμνήσεων καθώς περπατάει στους παλιούς δρόμους, συναντάει παλιούς φίλους και παλιές παρέες, και ανασυνθέτει μια ζωή που πίστευε πως έχει πια φύγει από πάνω του. Κι ενώ επαναλαμβάνει συνέχεια πως είναι περαστικός, αντιλαμβάνεται πως τίποτα δεν είναι πιο μόνιμο  από το προσωρινό.

Η ενηλικίωση μέσα από τη γνωριμία με τον πρόγονο, τον άνθρωπο του οποίου φέρει το όνομα – τον παππού τον έλεγαν Αριστείδη – και όλοι του λένε πόσο του μοιάζει.Τον Αριστείδη, τον απόστρατο στρατηγό.  Μέσα στο σπίτι του παππού κοιτάει στον καθρέφτη του, ξυρίζεται με το ξυραφάκι του, φοράει την στολή του και, τέλος, γίνεται φίλος με τον κολλητό του παππού του, τον κομμουνιστή εξόριστο που μετά το τέλος του εμφυλίου τον έφερε να ζήσει κοντά του, στη γειτονιά των καραβανάδων. Και έτσι, ενώ ανακαλύπτει τη δική του, μικρή οικογενειακή ιστορία, ανοίγει κι ένα παραθυράκι για να δει λίγο και την άλλη, τη μεγάλη, την ιστορία των δυο Ελλάδων του Εμφύλιου.

Τρυφερό, προσγειωμένο, τίμιο, συγκινητικό.

 

Απόψεις