Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Οι ταινίες της εβδομάδας: Το ξέρουν όλοι – Ο ένοχος

Το ξέρουν όλοι – Todos lo saben  132’ Σκηνοθεσία: Ασγκάρ Φαραντί Πρωταγωνιστούν: Χαβιέ Μπαρδέμ, Πενέλοπε Κρους, Ρικάρντο Νταρίν Ο Φαραντί..

Το ξέρουν όλοι – Todos lo saben 

132’

Σκηνοθεσία: Ασγκάρ Φαραντί

Πρωταγωνιστούν: Χαβιέ Μπαρδέμ, Πενέλοπε Κρους, Ρικάρντο Νταρίν

Ο Φαραντί στη δεύτερη ευρωπαϊκή ταινία του, με ένα καστ λαμπερών ηθοποιών της διεθνούς κινηματογραφικής σκηνής – Μπαρδέμ, Κρους, Νταρίν – και κορυφαίους ισπανούς ηθοποιούς προσγειώνεται σε μια ξένη σ’αυτόν πραγματικότητα και στήνει ένα θρίλερ σε μια μικρή επαρχιακή πόλη στη νότια Ισπανία γεμάτο χρώμα και ένταση.

Πολύ χρώμα. Η Ισπανία μοιάζει να έχει γοητεύσει τον Φαραντί. Στο πρώτο ημίωρο της ταινίας, καθώς γνωρίζουμε τους πρωταγωνιστές και τον χώρο όπου θα εξελιχθεί το δράμα, ο σκηνοθέτης μας συστήνει τη μεσαιωνική κωμόπολη της Τορρελαγούνα λουσμένη στο μεσογειακό φως: κάθε λεπτομέρεια, τα κτίρια, οι πλατείες, ο κόσμος που πίνει μπίρες καθισμένος στα τραπέζια, οι αμπελώνες, τα κεντρικά πρόσωπα της ιστορίας – που είναι πάρα πολλά – όλα ξεχειλίζουν από ένα χρώμα άγνωστο στις προηγούμενες ταινίες του. Σα να μαγεύτηκε από τη χώρα αυτή, που είναι τόσο διαφορετική από τη γενέτειρα του, και άλλαξε την παλέτα του, έδιωξε τα γκρίζα και τις ώχρες, ξέχασε τις μαύρες μαντίλες και αφέθηκε να παίξει με το χώμα και τον ουρανό της Καστίλης.

Και δούλεψε με μεγάλους ηθοποιούς. Προσπάθησε να αναδείξει το δραματικό ταλέντο της Κρους, το εύρος των εκφραστικών δυνατοτήτων του Μπαρδέμ, την υποδόρια ένταση του Νταρίν. Μέσα από την ιστορία του αποπειράθηκε να χτίσει την ιστορία μιας κοινότητας που θα μπορούσε και να είναι η ιστορία της ισπανικής επαρχίας των τελευταίων δεκαετιών.

Η Λάουρα, παντρεμένη με έναν Αργεντίνο, επιστρέφει στη γενέτειρα της για το γάμο της μικρής της αδελφής μαζί με τα δυο της παιδιά. Τη νύχτα του γάμου, ενώ όλοι γιορτάζουν στο πάτιο του πατρικού σπιτιού, άγνωστοι απαγάγουν την κόρη της και απειλούν πως θα την σκοτώσουν αν δεν τους καταβληθούν λύτρα. Η Λάουρα, απελπισμένη, στρέφεται προς τον Πάκο, τον νεανικό της έρωτα, για βοήθεια. Καθώς περνούν τα εικοσιτετράωρα και η ταυτότητα των δραστών παραμένει άγνωστη, τα μέλη της ευρείας οικογένειας αρχίζουν να υποψιάζονται ο ένας τον άλλο. Ο καθένας θα είχε λόγους για να έχει κάνει την απαγωγή.

Το κακό με τον Φαραντί είναι ότι μας έχει συνηθίσει σε αριστουργήματα. Και με κάθε νέα του δουλειά περιμένουμε πολλά. Σ’αυτήν του την ταινία προσπαθεί και πάλι – είναι η τρίτη φορά που χρησιμοποιώ τη λέξη ‘προσπαθει’; –  να κάνει αυτό που γνωρίζει πολύ καλά, να σκιαγραφεί ανθρώπινους χαρακτήρες και συμπεριφορές μέσα από συγκρούσεις και να τους εντάσσει στο κοινωνικό τους πλαίσιο.  Μόνο που τώρα προσπαθεί να το κάνει σε μια κοινωνία που, όσο κι αν τον εντυπωσιάζει με τον έντονα εκδηλωτικό της χαρακτήρα, δεν τη γνωρίζει. Και το σινεμά του Φαραντί είναι εσωτερικό σινεμά. Η κινηματογραφική του ματιά είναι σαν να ανοίγει ένα παράθυρο στους τοίχους των σπιτιών και να μας αφήνει να δούμε μέσα. Η κάμερα του είναι ευαίσθητη, ξέρει να πιάνει βλέμματα και κινήσεις και να χτίζει σπουδαία σενάρια μέσα από τις λεπτομέρειες. Εκεί πίσω, στο Ιράν. Σ’αυτή την ταινία, τη δεύτερη που γυρίζει εκτός Ιράν, οι συγκρούσεις είναι ορατές, οι χαρακτήρες δεν ανιχνεύονται αλλά επιβάλλονται, η πλοκή συμπαρασύρει τους πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές σε μια δίνη όπου παλιές έχθρες και κρυμμένα μυστικά τους φέρνουν τον έναν αντιμέτωπο με τον άλλο. Παρ’όλο που το σενάριο είναι ευρηματικό, οι χαρακτήρες που σμιλεύει φαίνονται αδύναμοι και σχηματικοί (με εξαίρεση την καταπληκτική Πενέλοπε Κρους). Ή, έστω, είναι πολύ υποδεέστεροι από αυτούς που μας έχει συνηθίσει.

Οι καλλιτέχνες, και πόσο μάλιστα σκηνοθέτες του διαμετρήματος του Φαραντί, αρέσκονται στο να πειραματίζονται. Έχοντας γίνει πλέον διεθνής αστέρας μετά από δυο Όσκαρ  ήθελε να αντιμετωπίσει την πρόκληση να γυρίσει και πάλι μια ταινία σε μια άλλη γλώσσα. «‘Έτσι έρχεσαι πιο κοντά σε μια άλλη κουλτούρα. Γυρίζοντας ένα χρόνο την ταινία, ήταν σαν να είχα ζήσει εκεί δέκα χρόνια. Καθημερινά ερχόμουν σε επαφή με εκατοντάδες ανθρώπους και προσπαθούσα να τους καταλάβω.» Το αποτέλεσμα είναι μια καλή ταινία, που δεν έχει όμως τη γοητεία που χαρακτηρίζει το έργο του.

***

Ο ένοχος – The guilty

Διάρκεια: 95’

Σκηνοθεσία: Γκούσταβ Μόλλερ

Πρωταγωνιστούν: Γιάκομπ Σεντερμπεργκ, Τζέσικα Ντινάζ, Ομάρ Σαργκαουί

Ένα καθηλωτικό θρίλερ γυρισμένο μέσα στους τέσσερεις τοίχους του τηλεφωνικού κέντρου ενός αστυνομικού τμήματος. Ο Άσγκαρ εξυπηρετεί το τηλεφωνικό κέντρο για τελευταία ημέρα, καθώς την επομένη θα γίνει το δικαστήριο για κάποιο παράπτωμα που διέπραξε και είχε ως αποτέλεσμα να τον αποσύρουν από τους δρόμους. Καθώς η μέρα κυλάει και απαντάει σε διάφορες κλήσεις, ενώ μιλάει και με τον πρώην διοικητή του τον βασικό του μάρτυρα για το δικαστήριο της επόμενης μέρας, ένα τηλεφώνημα από μια γυναίκα που χαμηλόφωνα του εκμυστηρεύεται πως βρίσκεται στο αμάξι ενός άντρα παρά τη θέληση της θα τον μπλέξει σε μια σκοτεινή υπόθεση την οποία θα προσπαθήσει να ξεδιαλύνει με μόνο όπλο το ακουστικό του.

Αξιοποιώντας στο μέγιστο τις υποκριτικές ικανότητες του Σέντερμπεργκ – βραβείο καλύτερου αντρικού ρόλου στο φετινό φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για ένα ρεσιτάλ ηθοποιίας  – ο Μόλλερ καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον κορυφώνοντας αριστοτεχνικά την ένταση και ξεδιπλώνοντας τα στοιχεία της υπόθεσης με σκανδιναβική λεπτομέρεια και λιτότητα, ενώ ταυτόχρονα χτίζει ένα γειωμένο στην πραγματικότητα πορτραίτο ενός οργάνου του νόμου και της τάξης.

Απόψεις