Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Οι – πολλές – ταινίες της βδομάδας

Άγνωσται αι βουλαί των εταιρειών διανομής. Ενώ την προηγούμενη βδομάδα πιστέψαμε πως, πριν καλά – καλά μαζευτούμε πίσω από τις..

Άγνωσται αι βουλαί των εταιρειών διανομής. Ενώ την προηγούμενη βδομάδα πιστέψαμε πως, πριν καλά – καλά μαζευτούμε πίσω από τις διακοπές, μπήκαμε με τα μπούνια στην νέα κινηματογραφική σεζόν, αυτή εδώ έχει άρωμα μεσοκαλόκαιρου, με τέσσερις ταινίες παλιές, από τέσσερις διαφορετικές χώρες και τέσσερα διαφορετικά κινηματογραφικά ρεύματα.

***

Με πρώτο τον Οκτώβρη του Σεργκέι Αϊζενστάιν (Ε.Σ.Σ.Δ. – 1927). Ο μεγάλος σοβιετικός δημιουργός, μετά την αποθέωση που γνώρισε με το “Θωρηκτό Ποτέμκιν” (1925), γυρίζει το 1927 τον Οκτώβρη κατά παραγγελία για τον εορτασμό των δέκα χρόνων από την ρωσική Επανάσταση του 1917.

Η ταινία στέκεται σε κρίσιμες καμπές  της πορείας προς την επανάσταση.

Ο Αϊζενστάιν και ο συν-σεναριογράφος του Γκριγκόρι Αλεξαντρόφ χρησιμοποίησαν εκατοντάδες προσωπικές μαρτυρίες, συνεντεύξεις, φωτογραφίες, έντυπα παντός είδους, καθώς και το βιβλίο του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζον Σάιλας Ριντ με τίτλο «Δέκα Ημέρες που Συγκλόνισαν τον Κόσμο».

«Εδώ, αντίθετα από το Ποτέμκιν, το «μοντάζ των  εντυπώσεων» δίνει  τη θέση του στο  «ιδεολογικό μοντάζ», μέσω του οποίου εικάζεται  στο φιλμ ένας λυρισμός και μια καταλυτική ειρωνεία που δεν  υπάρχουν στο Ποτέμκιν. «Δεν  είμαι ρεαλιστής, είμαι ματεριαλιστής. Ξεκινάω από το ρεαλισμό για να φτάσω στην πραγματικότητα», έλεγε ο Αϊζενστάιν….

«Ο Οχτώβρης πρέπει να αντιμετωπιστεί όχι ως ιστορικό-επικό φιλμ, αλλά ως δοξαστικός παιάνας για ένα ιστορικό γεγονός. Παιάνας από τον οποίο έχουν αποκλειστεί εμπρόσθετα τα ατεκμηρίωτα λυρικο-αισθηματικά ξεσπάσματα.» (Β.Ραφαηλίδης, 27-11-1974)

***

Έπεται η Dolce Vita, η Γλυκιά Ζωή του Φεντερίκο Φελίνι ( Ιταλία – 1960). Χρυσός Φοίνικας  για το δημιούργημα του ασύλληπτου Ιταλού που έκανε το Βατικανό να βγάζει όχι άσπρο αλλά μαύρους καπνούς.

Ένας εσταυρωμένος ίπταται πάνω από τη Ρώμη και στην ταράτσα ενός κτιρίου, δίπλα στην πισίνα, τον χαιρετάνε κορίτσια με τολμηρά μπικίνι. ‘Habemus blasphemy.’

Ο μαιτρ στα καλύτερα του. Στυλιστικά αξεπέραστος, με τις ανθρώπινες φιγούρες να ‘χορεύουν’ από πλάνο σε πλάνο,  ο Φελίνι μας αφηγείται τις περιπέτειες του Μαρσέλο Ρουμπίνι, ενός δημοσιογράφου σκανδαλοθηρικών εντύπων που προσπαθεί να γίνει συγγραφέας  (που δεν είναι άλλος από τον αγαπημένο του Μαρσέλο Μαστρογιάνι) στο μαλακό υπογάστριο της αστικής Ρώμης.

Επτά νύχτες – της δημιουργίας, ή μήπως τα εφτά κεφάλια του τέρατος της Αποκάλυψης;  – σεργιάνι στη μαγευτική πόλη, πρωταγωνίστρια κι αυτή της ταινίας, μέσα από ξεφαντώματα και σμιξίματα πάθους που φανερώνουν την πίκρα της ‘γλυκιάς ζωής.’

Τελευταία στάση το σημαδιακό 1968 και στις δυο μεριές του Ατλαντικού.

***

Η νύχτα των ζωντανών νεκρών. (Η.Π.Α. – 1968). Ταινία – σταθμός, ακόμα και για όσους δεν λατρεύουν το είδος, όπως εγώ. Ο εικοσιοκτάχρονος τότε Τζορτζ Ρομέρο με τον πολύ χαμηλό προϋπολογισμό των μόλις 114.000 δολαριων, εγκαινιάζει μια καινούργια εποχή για το σινεμά τρόμου και όχι μόνο.

 Δυο αδέλφια επισκέπτονται τον τάφο του πατέρα τους σε ένα απομακρυσμένο νεκροταφείο και βρίσκονται περικυκλωμένοι από ζόμπι. Η αδελφή καταφέρνει να δραπετεύσει  και βρίσκει καταφύγιο σε μια εγκαταλελειμμένη αγροικία, όπου συναντά έναν νεαρό μαύρο που ψάχνει βενζίνη και άλλους πέντε που έχουν κρυφτεί στο υπόγειο.

Όλοι αυτοί πρέπει να οργανώσουν όσο γίνεται καλύτερα την αντίσταση τους στην επέλευση των ζωντανών νεκρών.

Μεταφέροντας τον μύθο των νεκροζώντανων από τα νησιά της Καραϊβικής στην παγκόσμια μητρόπολη, καταφέρνει  σε μιάμιση μόλις ώρα να μας παγώσει το αίμα από τον φόβο, να ασκήσει μια καυστικότατη κριτική στην κοινωνία που ζει, να «επιβάλει» τον μαύρο πρωταγωνιστή του και να αναδείξει τις φυλετικές προκαταλήψεις στην Αμερική (δεν ξεχνάμε τη χρονιά που γυρίστηκε η ταινία, στην κορύφωση του κινήματος χειραφέτησης των μαύρων) και, πρώτα και πάνω απ’όλα, να μεταφέρει ένα κλειστοφοβικό κλίμα αδιέξοδου, να τονίσει την απέλπιδα προσπάθεια να παλέψει κάποιος για τη ζωή του όταν όλα γύρω μοιάζουν τελειωμένα.

***

Και τέλος

Κλεμμένα Φιλιά – baisers volés

Διάρκεια: 90’

Σκηνοθεσία: Φρανσουά Τρυφώ

Πρωταγωνιστούν: Ζαν Πιερ Λεώ, Κλωντ Ζαντ, Ντελφίν Σεϋρίγκ

Το γαλλικό ‘νέο κύμα’ με τον πιο τρυφ-ερ-ό του εκπρόσωπο. Μια όχι πολύ γνωστή ταινία του Τρυφώ, ο οποίος αντιμετωπίζει τη ζωή και τον ίδιο του τον εαυτό με επιείκεια και μια ελαφριά δόση ειρωνείας. Ο αντι – ήρωας του είναι ο γκαφατζής της διπλανής πόρτας. Τον ενσαρκώνει ο Ζαν Πιερ Λεώ, το alter ego του σκηνοθέτη και πρωταγωνιστής σε πολλές ταινίες του.

Ο Αντουάν Ντουανέλ, μετά την αποπομπή του από το στρατό λόγω απειθαρχίας –  γεγονός που δεν του προξενεί κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα – προσπαθεί να βρει λύση στα δυο του μεγάλα προβλήματα: τον βιοπορισμό και τις σχέσεις του με τις γυναίκες. Και στα δυο με την ίδια ελαφρότητα. 

Όταν απολύεται από την πρώτη του δουλειά ως νυχτερινός ρεσεψιονίστ σε ξενοδοχείο – και ενώ η αγαπημένη του Κριστίν δεν ενδίδει – προσλαμβάνεται σε ένα γραφείο ντεντέκτιβ και μετά από διάφορες κωμικές παρακολουθήσεις καταλήγει σε ένα κατάστημα υποδημάτων πολυτελείας, να κατασκοπεύει τις υπαλλήλους του προβληματικού επιχειρηματία κου Ταμπάρντ. Εκεί  γνωρίζει και ερωτεύεται την αρκετά μεγαλύτερη του κα Ταμπάρντ και οι απόψεις του για τις σχέσεις αλλάζουν άρδην.

Γυρισμένη λίγο πριν τον Μάη του 68 – έκανε πρεμιέρα στη Γαλλία το Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς – η ταινία απηχεί το πνεύμα της εποχής. Ζητήματα που σε κανονικές συνθήκες είναι σημαντικά – η εξεύρεση εργασίας, οι ερωτικές σχέσεις – χάνουν τη σοβαρότητα τους και η ζωή γίνεται αντιληπτή ως ανατρεπτικό αστείο. Γιατί όχι άλλωστε; Αφού κάτω από την άσφαλτο βρίσκεται η παραλία.

Απόψεις