Σοβαρές ενστάσεις για τις συγχωνεύσεις στα σχολεία αποστέλλει στο υπουργείο Παιδείας και την Περιφερειακή Διεύθυνση Εκπαίδευσης Αττικής ο «Συνήγορος του Πολίτη», μετά από σχετικές αναφορές που έχει λάβει.
Συγκεκριμένα, αναφέρεται σε δημοτικά σχολεία που αιτήθηκαν διχοτόμηση ή τριχοτόμηση τάξεων λόγω της φοίτησης σημαντικού αριθμού μαθητών/τριών με αναπηρία ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες (ΕΕΑ) και δεν την έλαβαν, καθώς και σε τάξεις σε δημοτικά και νηπιαγωγεία που λειτουργούσαν με δύο ή τρία τμήματα που συγχωνεύθηκαν, με αποτέλεσμα τη συσσώρευση μεγάλου αριθμού παιδιών με αναπηρία ή/και ΕΕΑ σε ένα τμήμα, ακόμη και σε σχολεία που δεν διαθέτουν Τμήμα Ένταξης.
Επικαλείται τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού και τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία και υπ’ αυτό το πρίσμα εξετάζει το ισχύον θεσμικό πλαίσιο στη χώρα μας για τον αριθμό των μαθητών με αναπηρία ή και ΕΕΑ ανά τάξη, εντοπίζοντας προβλήματα τόσο στην ερμηνεία, όσο και στο ίδιο το πλαίσιο.
Αφετηριακή εκτίμηση του Συνηγόρου, όπως αναφέρει η σχετική έκθεση του Συνήγορου “αποτελεί ότι γενικότερα, ανεξάρτητα από το νομικό έρεισμα της αντίστοιχης απόφασης, η δημιουργία καθ’ εαυτή τμημάτων με μεγάλο αριθμό μαθητών/τριών λειτουργεί επιβαρυντικά στην εκπαιδευτική διαδικασία. Πολύ περισσότερο, επομένως, το έργο του/της εκπαιδευτικού και η παιδαγωγικά επιδιωκόμενη αλληλεπίδραση/κοινωνικοποίηση των παιδιών δυσχεραίνει σε περιπτώσεις αυξημένου αριθμού παιδιών με μαθησιακές ή άλλες δυσκολίες, που χρήζουν εξατομικευμένων χειρισμών και κατάλληλης προσαρμογής της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Αυτονόητο είναι ότι η αύξηση του αριθμού των μαθητών/τριών στη σχολική τάξη μειώνει την απολύτως κρίσιμη – ιδίως στις μικρές ηλικίες της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης- δυνατότητα των εκπαιδευτικών να εστιάσουν με τη δέουσα προσοχή στις ατομικές ανάγκες, να εντοπίσουν έγκαιρα κρίσιμες δυσκολίες και ζητήματα που απασχολούν τα παιδιά, να προλάβουν την εκδήλωση βίας ή να αναγνωρίσουν πιθανές ενδείξεις κακοποίησης/παραμέλησης, να διαθέσουν χρόνο για την οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης.”
Ετσι, αφού εξηγεί το σκεπτικό του, «διατυπώνει καταρχάς τη γενική εκτίμηση ότι οι ενέργειες της πολιτείας, μέσω του αρμόδιου υπουργείου και των υπηρεσιών του, θα έπρεπε να κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση εκείνης που διαφαίνεται μέσω των πρόσφατων αποφάσεων» και «υποστηρίζει ότι είναι απόλυτα επιβεβλημένη η θωράκιση των δομών της εκπαίδευσης και η ενίσχυση των ενταξιακών θεσμών, με τη δημιουργία μικρότερων τμημάτων, τη διασφάλιση επαρκούς και έγκαιρης (από την αρχή της χρονιάς) κάλυψης των αναγκών του συνόλου των μαθητών που χρήζουν και δικαιούνται παράλληλη στήριξη, τη λειτουργία τάξεων υποδοχής και τμημάτων, ένταξης, την έγκαιρη πλήρη στελέχωση όλων των σχολικών μονάδων με εκπαιδευτικούς όλων των ειδικοτήτων, τη διασφάλιση της παρουσίας εξειδικευμένων επαγγελματιών (ψυχολόγου, κοινωνικού λειτουργού) σε κάθε σχολική μονάδα της χώρας σε καθημερινή βάση κ.ά.».
Καλεί «να επανεξεταστεί η συγχώνευση των τμημάτων των τάξεων στα προαναφερόμενα σχολεία» και να δοθούν οδηγίες αντίστοιχα σε όλες τις Διευθύνσεις Εκπαίδευσης για την εξατομικευμένη αξιολόγηση των αναγκών όπου υπάρχει σημαντικός αριθμός μαθητών με ΕΕΑ. Ακόμα, «να προβλεφθεί η αναγκαία ευελιξία, ως προς τον ελάχιστο αριθμό μαθητών/τριών για τη συγκρότηση τμήματος», ώστε να λαμβάνονται υπόψη ιδιαιτερότητες, όπως το μέγεθος των σχολικών τάξεων και να μην επιβάλλεται συγχώνευση στις περιπτώσεις που εξαιτίας αυτής ορισμένοι μαθητές χαρακτηρίζονται «υπεράριθμοι» και αναγκάζονται σε μετεγγραφή. Επίσης, ζητά τροποποίηση της εγκυκλίου του καλοκαιριού, βάσει της οποίας εξομοιώνεται ο θεσμός της παράλληλης στήριξης με εκείνον του Τμήματος Ενταξης όσον αφορά την εφαρμογή του μέτρου της μείωσης του αριθμού ανά τμήμα κ.ά.