Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

ΝΥΧΤΕΣ ΠΡΕΜΙΕΡΑΣ: Ντοκιμαντέρ που μας ταξιδεύουν

Η γη του μέλιτος – Honeyland (2019) / Δέντρα στην έρημο – Talking about trees (2019)

Για δεκαετίες τα θεωρούσαν αποπαίδια των ταινιών μυθοπλασίας, κάτι σαν επίκαιρα με καλύτερο μοντάζ. Τον εικοστό πρώτο αιώνα όμως τα..

Για δεκαετίες τα θεωρούσαν αποπαίδια των ταινιών μυθοπλασίας, κάτι σαν επίκαιρα με καλύτερο μοντάζ. Τον εικοστό πρώτο αιώνα όμως τα ντοκιμαντέρ έχουν κάνει μια δυναμική εμφάνιση, σε σημείο που να εκτοπίζουν τις ταινίες μυθοπλασίας σε πολλές λίστες. Λιτά, άμεσα, to the point, χωρίς να υπολείπονται σε δραματουργική ένταση ή εικαστική αρτιότητα, έχουν την ικανότητα να μας ταξιδεύουν σε κόσμους τόσο αληθινούς που μοιάζουν μαγικοί.

Η γη του μέλιτος – Honeyland (2019)

Διάρκεια: 90’

Σκηνοθεσία: Ταμάρα Κοτέβσκα, Λτζούμπομιρ Στεφάνοφ

Πρωταγωνιστούν: Χατίτζε Μουράτοβα, Ναζίφε Μοτράτοβα, Χουσεϊν Σάιν

Αυτό το μικρό εικαστικό θαύμα που έφυγε με τρία βραβεία από το φετινό Σαντάνς αξίζει να το δούμε εμείς εδώ στην ημεδαπή γιατί γυρίστηκε λίγο πιο πέρα από τα βόρεια σύνορα μας. Δυο νέα παιδιά πέρασαν τρία περίπου χρόνια με μια γυναίκα σε ένα χωριό κάπου στα βουνά της Βόρειας Μακεδονίας, όχι μακριά από τα Σκόπια,  και κατάφεραν να καταγράψουν μια ιστορία σε 90 λεπτά (μετά από ένα κοπιώδες μοντάζ τετρακοσίων ωρών ταινίας) που δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα οποιαδήποτε ταινία μυθοπλασίας.

Η γοητεία στο ντοκιμαντέρ είναι όλη αυτή η δουλειά που απαιτείται και που εμείς, οι θεατές, δεν μπορούμε να δούμε. Οι ώρες που χρειάζεται ο σκηνοθέτης να περάσει μαζί με τους πρωταγωνιστές που έχει επιλέξει για να αποκτήσει μια οικειότητα μαζί τους και να τον εμπιστευτούν. Γιατί τα ντοκιμαντέρ εκεί ακριβώς στηρίζονται, σε αυτή τη σχέση εμπιστοσύνης.

Ο φακός ακολουθεί την Χατιτζέ, μια μεσήλικη γυναίκα που ζει μόνη σε ένα χωριό που έχουν εγκαταλείψει οι παλιοί του κάτοικοι, μαζί με την κατάκοιτη μητέρα της, σ’ένα σπίτι χωρίς ηλεκτρικό και τρεχούμενο νερό. Μόνη της συντροφιά ο σκύλος, τα γατάκια της και τα μελίσσια της. Η Χατιτζέ έχει προσωπική σχέση με τις μέλισσες της, τις πιάνει, τους τραγουδάει και αφήνει πάντα το μισό μέλι στην κερήθρα για να φάνε, παρ’όλο που ο μόνος τρόπος να αποκτήσει χρήματα είναι να πουλήσει το μέλι της στα Σκόπια. ‘Μισό για μένα, μισό για σας’ τους λέει συνέχεια με τρυφερότητα.

Κάπου στη μέση του ντοκιμαντέρ και της παραμονής των δυο νέων στο απομονωμένο χωριό της Χατιτζέ έρχονται και εγκαθίστανται στον οικισμό ένα ζευγάρι περιπλανώμενοι κτηνοτρόφοι, τουρκόφωνοι όπως και η Χατιτζέ, με τα πέντε παιδιά τους. Την πρώτη χαρά της Χατιτζέ για την απρόσμενη συντροφιά που ήρθε να απαλύνει την μοναξιά της – παίζει χαρούμενη με τα παιδιά και μαθαίνει στον ένα γιο μελισσοκομία, κάνει παρέα με τον Χουσεΐν και τη γυναίκα του – θα ακολουθήσει η απογοήτευση και η απελπισία όταν ο Χουσεΐν, που ορέγεται τα χρήματα που κερδίζει η Χατζιγιέ από το μέλι, αποφασίζει να γίνει κι αυτός μελισσοκόμος. Με στόχο το κέρδος και χωρίς καμιά αγάπη γι ’αυτό που κάνει, θα καταστρέψει τόσο τα μελίσσια της Χατζιγιέ όσο και τα δικά του κοπάδια. Η οικογένεια θα φύγει όπως ήρθε κι η Χατιτζέ θα μείνει και πάλι μόνη.

Δυο εντελώς διαφορετικοί κόσμοι: η Χατιτζέ για την οποία η φύση και τα ζωντανά της είναι σύντροφοι και σύμμαχοι – η κινηματογράφηση της μελισσοκομικής τέχνης στην σχεδόν πρωτόγονη φάση της είναι από μόνη της ένα εθνογραφικό ντοκουμέντο – ο Χουσεΐν που από τη φύση θέλει μόνο να πάρει, χωρίς να τον νοιάζει τι θα αφήσει πίσω του. Η αντιπαράθεση ανάμεσα στο παλιό, την παράδοση που χάνεται, και το καινούργιο που ορμάει σαρώνοντας στο πέρασμα του τα πάντα αποτυπώνεται με αδρές εικόνες σε ένα πλαίσιο που ξαφνιάζει. Η σύγκρουση θα είναι αναπόφευκτη. Η νίκη αμφίβολη.

Η Χατιτζέ θα χάσει τα πάντα εκτός από το κουράγιο της. Μετά από μιάμιση ώρα οπτική πανδαισία, το τέλος είναι αφάνταστα συγκινητικό.

Δέντρα στην έρημο – Talking about trees (2019)

Διάρκεια: 90’

Σκηνοθεσία: Σουχαϊμπ Γκασμελμπάρι

Πρωταγωνιστούν: Σουλεϊμαν Ιμπραήμ, Ιμπραή Σανταντ

«Πρώτα ήταν η δημοκρατία ένα, μετά η δικτατορία ένα, μετά η δημοκρατία δυο, μετά η δικτατορία δυο, μετά ξανά η δημοκρατία τρία και μετά η δικτατορία που έχουμε μέχρι σήμερα.» Η πολιτική ιστορία της σύγχρονης Αφρικής σε δυο γραμμές.

Μια εύθυμη παρέα τεσσάρων γερόντων, που στα νιάτα τους ήταν η αιχμή του δόρατος του σουδανικού κινηματογράφου – ο ένας εξ αυτών είχε σπουδάσει στη Σοβιετική Ένωση τότε, παλιά – αποτελούν τον ‘Σουδανικό Όμιλο Ταινιών’, ό,τι έχει απομείνει από την κινηματογραφική ιστορία της χώρας σε ένα καθεστώς που μάλλον εχθρεύεται, μεταξύ άλλων και τον κινηματογράφο. Οι τέσσερεις φίλοι πηγαίνουν στην Οντουρμαν, μια πόλη κοντά στο Χαρτούμ, και προσπαθούν να κάνουν το κοινό να αγαπήσει πάλι τον κινηματογράφο και να βάλουν σε λειτουργία κάποιον από τους παλιούς κινηματογράφους της πόλης. Μιλούν με τους κατοίκους, κάνουν προβολές με ένα λάπτοπ και ένα προτζέκτορα σε πλατείες και έχουν το φιλόδοξο σχέδιο να δείξουν το Τζάνγκο ο Τιμωρός σε ένα ανοικτό κινηματογράφο, λίγο πριν ο ιδιοκτήτης του τον μετατρέψει σε αίθουσα για γαμήλιες δεξιώσεις. Βγάζουν και κολλάν αφίσες, μιλούν με τους κατοίκους, βάφουν ξανά την οθόνη αλλά στο τέλος έρχονται αντιμέτωποι με το τέρας της ισλαμικής λογοκρισίας.

Παροπλισμένοι αλλά όχι παραδομένοι. ‘Είμαστε πιο έξυπνοι, αλλά αυτοί είναι πιο δυνατοί.’ Το ντοκιμαντέρ ξεκινάει με το  να δείχνει τον ένα να βάζει στο κεφάλι ένα μαντήλι και να παριστάνει τη γυναίκα και τους άλλους να κάνουν γύρισμα μιμούμενοι πως έχουν μηχανήματα και κλακέτες. Έχουν χρόνια να πιάσουν κάμερα στο χέρι αλλά κυνηγούν ακόμα το όνειρο. Στη διάρκεια της ταινίας βλέπουμε αποσπάσματα από παλιές δικές τους δημιουργίες, όμορφες, ποιητικές εικόνες της πολύπαθης Αφρικής.

Τίποτα όμως δεν πτοεί τους τέσσερεις νεότατους γέροντες της ταινίας. Ξεχειλίζουν από χιούμορ, πάντα έχουν έτοιμη την απάντηση, διακωμωδούν με την κακοδαιμονία τους και δεν εγκαταλείπουν. Γιατί θα ήταν σαν να εγκαταλείπουν τη μεγάλη τους αγάπη, τον κινηματογράφο. Κι αυτή η ταινία είναι μια ωδή, ένας φόρος τιμής στην έβδομη τέχνη. Ο κινηματογράφος, σ’ εκείνα τα απομακρυσμένα γεωγραφικά πλάτη που έχουν επικρατήσει απολυταρχικές πολιτικές μπορεί να εκφράσει μια άρρητη αντίσταση, τη διάθεση των ανθρώπων να συγκροτήσουν άλλες κοινότητες πέρα από αυτές που τους επιβάλλουν.  Όπως λέει κι ένας κάτοικος της πόλης έξω από τον κλειστό κινηματογράφο «είναι πιο καλά να βλέπεις μια ταινία με πολύ κόσμο, και μαζί με τους φίλους σου, παρά μόνος σου στο σπίτι.»

 

Σχετικά θέματα

Απόψεις