Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Νύχτες πρεμιέρας – αφιέρωμα στον πολωνικό κινηματογράφο

Στον απόηχο προβολών ταινιών του 2018 που έχουν ήδη διαφημιστεί και τα εισιτήρια εξαντλούνται μέσα σε λίγες ώρες, στις 24ες..

Στον απόηχο προβολών ταινιών του 2018 που έχουν ήδη διαφημιστεί και τα εισιτήρια εξαντλούνται μέσα σε λίγες ώρες, στις 24ες Νύχτες Πρεμιέρας προβάλλονται εννιά πολωνικές ταινίες με τον εύηχο τίτλο «Διαμάντια του Πολωνικού κινηματογράφου», δίνοντας μας την ευκαιρία να ξαναθυμηθούμε ή να ανακαλύψουμε γνωστές και λιγότερο γνωστές ταινίες μιας μεγάλης μεταπολεμικής κινηματογραφικής σχολής.

Ο λόγος του αφιερώματος είναι, προφανώς, η παρουσία του Πάβελ Παβλικόφσκι στο φεστιβάλ, όπου έδωσε συνέντευξη τύπου και ήταν παρών στην avant-premiere της βραβευμένης με το βραβείο σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ των Καννών νέας του ταινίας «Ψυχρός Πόλεμος» (που θα δούμε λίαν συντόμως στις αθηναϊκές αίθουσες). Με  το Όσκαρ που κέρδισε για την Ida to 2015, έστρεψε ξανά το ενδιαφέρον του κοινού στον πολωνικό κινηματογράφο.

Ο Παβλικόφσκι γεννήθηκε στη Βαρσοβία αλλά έφυγε μαζί με την μητέρα του σε ηλικία 14 ετών, το 1971, και εγκαταστάθηκαν στην Αγγλία, όπου και σπούδασε και άρχισε να δουλεύει από τα τέλη της δεκαετίας του 80 σκηνοθετώντας ντοκιμαντέρ. Η πρώτη του ταινία μυθοπλασίας The Stringer ήταν βρετανική παραγωγή, γυρισμένη το 1998 στη Ρωσία και ακολούθησαν το Last resort, My summer of love και Η γυναίκα του Πέμπτου (τα δυο πρώτα μαζί με το Ida προβάλλονται στις Νύχτες Πρεμιέρας σε ένα αφιέρωμα στο έργο του σκηνοθέτη).

Σε κάποια στιγμή της ζωής του ο Παλινόφσκι κάνει την στροφή στη ζωή και την καριέρα του: επιστρέφει στη γενέτειρα του – επανεγκατάσταση στο χώρο και τις μνήμες του – και γυρίζει μια ασπρόμαυρη ταινία που διαπραγματεύεται έμμεσα ένα κομμάτι του δικού του τραυματικού παρελθόντος – στα είκοσι του έμαθε πως ο παππούς του ήταν Εβραίος και είχε εξοντωθεί στο Άουσβιτς. Η Ida ξύνει τις πληγές του κατοχικού παρελθόντος της Πολωνίας και τις ευθύνες της ανατολικοευρωπαϊκής κοινωνίας για τη μοίρα των εβραϊκής καταγωγής πολιτών της.

Η καινούργια του ταινία είναι κι αυτή ασπρόμαυρη και πρωταγωνιστής της είναι και πάλι η Πολωνία, η μεταπολεμική αυτή τη φορά. Η Πολωνία του Ψυχρού Πολέμου. Και η Ευρώπη του Ψυχρού Πολέμου. Μέσα από την ερωτική ιστορία δυο καταραμένων ηρώων ο Παβλικόφσκι αφηγείται – και πάλι με μινιμαλιστική ασπρόμαυρη φωτογραφία – την ιστορία μιας Ευρώπης διαιρεμένης στη μέση, όπου πουθενά δεν μπορεί να βρει κανείς καταφύγιο.

Στον «Ψυχρό Πόλεμο» θα επανέλθουμε όταν βγει στις αίθουσες. Επ ‘ευκαιρία των Νυχτών Πρεμιέρας, ας κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία του πολωνικού κινηματογράφου…

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος άφησε πίσω του μια Πολωνία σε διάλυση: πάνω από έξι εκατομμύρια θύματα, κατεστραμμένες υποδομές και εσωτερικές συγκρούσεις την επόμενη της ήττας των Γερμανών. Μαζί  και οι κινηματογραφικές υποδομές μιας μικρής αλλά παραγωγικής προπολεμικής κινηματογραφικής βιομηχανίας.

Το 1945 η κινηματογραφική βιομηχανία εθνικοποιείται υπό τη διεύθυνση του Αλεξάντρ Φορντ, γνωστού προπολεμικού σκηνοθέτη. Ιδρύεται η Φιλμ Πόλσκι και η Κινηματογραφική Σχολή Λοτζ, που σε λίγα χρόνια θα γίνει παγκοσμίως γνωστή. Την περίοδο μεταξύ 1947 και 1955 γυρίζονται μόλις τριάντα οκτώ ταινίες, μερικές όμως θεωρούνται κλασικές, όπως το Border Street του Φορντ και το Five Boys from Barska Street του Ζακουμπόφσκα. Στο τέλος της δεκαετίες δυο μαθητές της σχολής θα γυρίσουν δύο αριστουργήματα, που σηματοδοτούν την αρχή της «πολωνικής σχολής». Είναι το Στάχτες και Διαμάντια του Αντρέι Βάιντα και το Ερόικα του Αντρέι Μουνκ, που και τα δυο προβλήθηκαν στις Νύχτες Πρεμιέρας.

Με το που ορθοπόδησε ο πολωνικός κινηματογράφος, οι δημιουργοί του ήταν φυσικό να στρέψουν το βλέμμα στο άμεσο παρελθόν. Η Πολωνία, μια χώρα που από τον δέκατο έκτο αιώνα ήταν πεδίο σύγκρουσης και μαχών ανάμεσα στους Γερμανούς και τους Ρώσους, έζησε την ίδια ιστορία στο ζενίθ της στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο: ας μην ξεχνάμε πως ο πόλεμος ξεκίνησε με την εισβολή των χιτλερικών στρατευμάτων στην Πολωνία και την κατάληψη της Βαρσοβίας μέσα σε ένα μήνα. Η πολωνική κοινωνία – και οι πολωνοί auteurs του κινηματογράφου – κλήθηκαν να διαπραγματευτούν ένα τραυματικό πρόσφατο παρελθόν: τις εκατόμβες των θυμάτων και τους εκπατρισμούς, την ηρωική ήττα της εξέγερσης της Βαρσοβίας, τον διχασμό της αντίστασης μετά την απελευθέρωση και, τέλος, το βαθύ αποτύπωμα που άφησαν στη γη τα τρένα με κατεύθυνση τα έξι στρατόπεδα εξόντωσης στα ανατολικά της χώρας.

Στα δυο κορυφαία αυτά έργα της πολωνικής κινηματογραφίας οι σκηνοθέτες πιάνουν «στιγμές» μέσα από την καταιγίδα των εικόνων και των συμβάντων, τις επενδύουν εικαστικά και καταθέτουν τη δική τους ματιά και μαρτυρία για τα σκοτεινά χρόνια της δεκαετίας του 40. Οι έλληνες κινηματογραφιστές δεν είχαν τέτοια τύχη τότε!

Στάχτες και διαμάντια – 1958

Σκηνοθεσία: Αντρέι Βάιντα

Πρωταγωνιστούν: Σμπιγκνιεφ Σιμπούλσκι, Εύα Κιζέρφσκι, Βακλάου Ζαστρεζίνσκι

Μαθητής του Φορντ, ο Βάιντα ξεκινάει την κινηματογραφική του σταδιοδρομία με το Κανάλι, μια ταινία για την εξέγερση της Βαρσοβίας, έργο της πολωνικής αντίστασης της οποίας και ο ίδιος ήταν μέλος. Η δεύτερη ταινία του είναι το χρονικό μιας ημέρας, της 8ης Μαΐου 1945, επίσημη ημέρα της απελευθέρωσης της Πολωνίας, σε μια μικρή, ανώνυμη πολωνική πόλη.

Ενώ ο δήμαρχος της πόλης – ο οποίος προήχθη σε υπουργό – οργανώνει μια μεγάλη γιορτή στο τοπικό κέντρο διασκέδασης, μέλη της εθνικιστικής αντίστασης, οι «καταραμένοι» στρατιώτες  που έχουν καταφύγει στο δάσος μετά την επικράτηση των Σοβιετικών, έρχονται στην πόλη με αποστολή να σκοτώσουν έναν κομμουνιστή ηγέτη που μόλις έχει επιστρέψει από τη Μόσχα. Στην πρώτη απόπειρα αποτυγχάνουν και σκοτώνουν δυο περαστικούς. Ανατίθεται σε έναν από αυτούς, τον Μάτσιεκ, να ολοκληρώσει την αποστολή. Νοικιάζει ένα δωμάτιο δίπλα στο δωμάτιο του Στσούκα, του ανθρώπου που έχει αναλάβει να σκοτώσει, και περιμένει την κατάλληλη ευκαιρία.

Ενώ ο Μάτσιεκ ξεκινάει ένα ειδύλλιο με την όμορφη γκαρσόνα του μπαρ κάτω από το δωμάτιο του ξενοδοχείου, ο Στσούκα επισκέπτεται την κουνιάδα του και ζητάει να βρει το γιο του, που τον είχε αναλάβει αυτή όταν πέθανε η μητέρα του στην κατοχή. Ο Στσούκα ήταν αντίθετος με το να μεγαλώσει το αγόρι του στο δεξιών αντιλήψεων σπίτι των θείων του και γίνεται έξαλλος όταν η κουνιάδα του του λέει πως ο Μάρεκ είναι πια δεκαεφτά χρονών και δεν ξέρει που βρίσκεται. Αργότερα ο Στσούκα μαθαίνει πως ο Μάρεκ έχει καταταγεί στον «στρατό των καταραμένων» και έχει συλληφθεί. Στο διπλανό δωμάτιο ο Μάτσιεκ και η Κριστίνα κάνουν έρωτα.

Ο κομισάριος και ο «καταραμένος» στρατιώτης, οι δυο πόλοι της δύσκολης ιστορίας μιας χώρας που το τέλος του πολέμου δεν λύνει τα προβλήματά της. Οι προύχοντες της πόλης πίνουν σαμπάνια στη γιορτή του υπουργού μαζί με τις δυνάμεις του στρατού την ίδια ώρα που ο «καταραμένος» Μάτσιεκ αναρωτιέται γιατί, μετά από τόσο αίμα, δεν έχει δικαίωμα στη ζωή και στον έρωτα αλλά στο θάνατο, ο διπλός πράκτορας μεθοκοπάει μαζί με τον σκωπτικό δημοσιογράφο και τινάζουν τη φιέστα στον αέρα, η γριούλα που δίνει χαρτί για τις τουαλέτες – όπου γίνονται οι πιο σημαντικές συναντήσεις και διάλογοι – θυμοσοφεί.

Η ταινία είναι ένα εικαστικό διαμάντι. Μια παλέτα με πλούσιες αποχρώσεις ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο ζωγραφίζει εκπληκτικά κάδρα: η κλασική σκηνή με τους δυο εραστές μέσα στα χαλάσματα, με έναν Εσταυρωμένο ανάμεσα τους κρεμασμένο ανάποδα, ο θάνατος του Μάτσιεκ, οι φιγούρες στη γωνία του κάδρου, μέσα στα ερείπια, τα πυροτεχνήματα πάνω από το πτώμα του κομισάριου, ο μακάβρια παράλογος χορός των γλεντοκόπων τα ξημερώματα, κάθε πλάνο της ταινίας είναι και ένας πίνακας. Δικαίως ο Κόπολα και ο Σκορσέζε την βάζουν μέσα στις πιο αγαπημένες τους.

Ερόικα

Δυο νουβέλες: η πρώτη το «Σκέρτσο αλά πολάκα». Η δεύτερη «Οστινάτο λουγκούμπρε.»

Στην πρώτη ο Ντζίντιους, ένας μέθυσος που την κοπανάει από τον εθελοντικό στρατό της εξεγερμένης Βαρσοβίας για να γλιτώσει, επιστρέφει στο σπίτι του σε μια κοντινή κωμόπολη και βρίσκει τη γυναίκα του παρέα με έναν Ούγγρο αξιωματικό. Καθώς οι Ούγγροι αποχωρούν και προσφέρονται να βοηθήσουν τους Πολωνούς υπό όρους, ο Ντζίντιους θα αναλάβει ρόλο αγγελιοφόρου ανάμεσα στον επικεφαλής του ουγγρικού στρατού και την ηγεσία της Εξέγερσης και θα μπει δυο φορές μέσα στην Βαρσοβία με κίνδυνο της ζωής του, κάτι το οποίο διακωμωδεί. Αν και σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας παρουσιάζεται ως μια φιγούρα Σαρλώ ή Μπάστερ Κητον που γυροφέρνει ανάμεσα σε ερείπια, νεκρούς και σφοδρές συγκρούσεις, στο τέλος ανακαλύπτει την δονκιχωτική του φύση και φεύγει να πολεμήσει για μια χαμένη υπόθεση.

Στη δεύτερη μεταφερόμαστε σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου βρίσκονται φυλακισμένοι Πολωνοί αντιστασιακοί.  Αναγκασμένοι να ανέχονται ο ένας τον άλλο μέσα σε λίγα τετραγωνικά, οι μισοί κατηγορούν τους άλλους μισούς για την τυπολατρεία τους και την προσκόλληση στην στρατιωτική πειθαρχία, ενώ όλοι ζουν με το μύθο του γενναίου Ζαβιστόφσκι που ήταν ο μόνος που κατάφερε να αποδράσει. Δυο μόνο γνωρίζουν ο Ζαβιστόφσκι βρίσκεται στο πατάρι λίγα μόλις μέτρα πάνω από τα κεφάλια τους, κρυμμένος μετά την αποτυχημένη του απόπειρα να δραπετεύσει.

Όψεις του ηρωϊσμού – ή του αντιηρωισμού – η ταινία με έναν ιδιαίτερο και προσωπικό τρόπο ανιχνεύει το πρόσφατο παρελθόν της Πολωνίας μέσα από τις συμπεριφορές πολύ διαφορετικών ανθρώπων. Όλοι οι πρωταγωνιστές δίνουν καταπληκτικές ερμηνείες και ο πρόωρα χαμένος σκηνοθέτης Αντρέι Μουνκ συνθέτει ένα παζλ από προσωπικές ιστορίες για να μπορέσει να αρθρωθεί κάποτε αυτή η μία, η Ιστορία.

Σχετικά θέματα

Απόψεις