Απώλεια 300 χιλιάδων θέσεων εργασίας και πλέον, σε σχέση με την προ μνημονιακή περίοδο, καταγράφει η ελληνική αγορά εργασίας, σύμφωνα με νέα έρευνα, από το Ινστιτούτο Ερευνών της ΓΣΕΕ, ενώ τα ευρήματα δείχνουν ότι το τελευταίο διάστημα αυξάνονται περισσότερο, μόνο οι θέσεις στον τομέα των υπηρεσιών.
(Φυσικά, δεν χρειάζεται να σημειώσουμε πως ενώ το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ διαπιστώνει την άθλια κατάσταση της εργατικής τάξης στη χώρα, την ίδια ώρα, η ίδια η ΓΣΕΕ συναγελάζεται με την κυβέρνηση και τους βιομήχανους)
Κατά το γ΄ τρίμηνο του 2024, ο συνολικός όγκος της απασχόλησης στην ελληνική οικονομία εμφανίζεται μειωμένος κατά 305,2 χιλ. άτομα σε σύγκριση με το γ΄ τρίμηνο του 2009.
Όπως αναφέρεται «το μερίδιο των θέσεων εργασίας στον δευτερογενή τομέα παραγωγής στον συνολικό όγκο της απασχόλησης να περιορίζεται το εν λόγω διάστημα κατά 4,7 ποσοστιαίες μονάδες (από 21,4% το γ΄ τρίμηνο του 2009 σε 16,7% το γ΄ τρίμηνο του 2024), ενώ στον πρωτογενή τομέα κατά μία ποσοστιαία μονάδα (από 11,2% σε 10,2%). Αντίθετα, το μερίδιο των θέσεων απασχόλησης στους κλάδους του τομέα των υπηρεσιών ενισχύθηκε από 67,4%, που ήταν το γ΄ τρίμηνο του 2009, στο 73,1% το γ΄ τρίμηνο του 2024».
Την ίδια στιγμή, η ελληνική οικονομία καταγράφει ιδιαίτερα χαμηλές επιδόσεις και όσον αφορά το ποσοστό των εργαζομένων που απασχολούνται σε δυναμικούς κλάδους υψηλής τεχνολογίας.
Το ποσοστό αυτό το 2023 διαμορφώθηκε στο 3,4%, τιμή που, αν και αυξημένη σε σχέση με το 2009 και το 2019, είναι η δεύτερη χαμηλότερη στο σύνολο των κρατών-μελών της ΕΕ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το ποσοστό των ατόμων που απασχολούνταν το 2023 στην Ελλάδα σε μεταποιητικούς κλάδους υψηλής τεχνολογίας ανήλθε μόλις στο 0,8% του συνόλου των απασχολουμένων, ποσοστό που κατατάσσει τη χώρα μας, μαζί με τη Ρουμανία και την Κροατία, στην πέμπτη θέση από το τέλος μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ
Παρά το γεγονός ότι αντίστοιχη δυναμική παρατηρείται και στο σύνολο της ΕΕ, με το μερίδιο των θέσεων απασχόλησης στον τομέα των υπηρεσιών στη συνολική απασχόληση να έχει αυξηθεί σε βάρος των άλλων δύο τομέων παραγωγής, το ιδιαίτερο στοιχείο αναφορικά με τη χώρα μας είναι ότι η μεταβολή αυτή ήταν εντονότερη παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα παρουσιάζει διαχρονικά αρκετά χαμηλότερα ποσοστά απασχολουμένων στον δευτερογενή τομέα σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες.
Παρά το υψηλό ποσοστό των εργαζομένων που απασχολούνται στον τομέα των υπηρεσιών, το ποσοστό εκείνων που είχαν μια θέση εργασίας σε κλάδους του συγκεκριμένου τομέα οι οποίοι ήταν υψηλής τεχνολογίας και έντασης γνώσης ήταν επίσης ιδιαίτερα χαμηλό. Ειδικότερα, το ποσοστό αυτό το 2023 διαμορφώθηκε στην Ελλάδα στο 2,6%, φέρνοντας τη χώρα μας στην προτελευταία θέση στην ΕΕ.
Το κόστος στέγασης
Ιδιαίτερη έμφαση δίνει η έρευνα και στο κόστος στέγασης, όπου καταγράφει πως η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη θέση της ΕΕ όσον αφορά το πραγματικό κόστος των δαπανών στέγασης.
Όπως σημειώνει το 28,5% ποσοστό του πληθυσμού που διαβιώνει σε νοικοκυριά ξοδεύει για τη στέγασή του ποσοστό που υπερβαίνει το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του το 2023, ποσοστό μεγαλύτερο με διαφορά από τις υπόλοιπες χώρες.
Οι αναλυτές εξειδικεύουν ακόμη περισσότερο το εύρος της οικονομικής επιβάρυνσης που δημιουργεί το κόστος στέγασης και παρουσιάζουν στοιχεία για το ακριβές ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος που δαπανούσαν το 2023 δύο τύποι νοικοκυριών ‒ένα μονοπρόσωπο και ένα που αποτελείται από δύο ενήλικες και δύο ανήλικα παιδιά‒ για την κάλυψη του στεγαστικού τους κόστους.
Από τα στοιχεία προκύπτει ότι, όσον αφορά τα μονοπρόσωπα νοικοκυριά, το 2023 το ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος που δαπανούσαν για να ανταποκριθούν στις ανάγκες στέγασής τους ανερχόταν στη χώρα μας στο
50,4%, ποσοστό που είναι το υψηλότερο μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, υπερβαίνοντας μάλιστα κατά 19,7 ποσοστιαίες μονάδες το αντίστοιχο του μέσου όρου της ΕΕ. Από την άλλη, τα τετραμελή νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο παιδιά, το 2023 δαπανούσαν για την κάλυψη του κόστους στέγασης το 35,5% του διαθέσιμου εισοδήματός τους, με την Ελλάδα να εμφανίζει και σε αυτή την κατηγορία τη χειρότερη επίδοση στην ΕΕ.