Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Ναπολέων Λαπαθιώτης: «Ο κομμουνισμός είναι το τελευταίο ατού της ταλαιπωρημένης ανθρωπότητας»

Εἶμαι μόνος. Βραδυάζει. Τί νὰ κάνω… Τὰ χέρια μου εἶναι τόσο ἀπελπισμένα! Τὰ χέρια μου εἶναι τόσο κουρασμένα! Τ᾿ ἀφήνω..

Εἶμαι μόνος. Βραδυάζει. Τί νὰ κάνω…
Τὰ χέρια μου εἶναι τόσο ἀπελπισμένα!
Τὰ χέρια μου εἶναι τόσο κουρασμένα!
Τ᾿ ἀφήνω καὶ γλιστροῦν, ἀργὰ στὸ πιάνο…

Παίζω στὴ τύχη κάτι ἀγαπημένο,
κάτι παλιὸ καὶ γνώριμο καὶ πλάνο…
Καὶ πάλι σταματῶ. Δὲν ἐπιμένω.
Θὰ προτιμοῦσα μᾶλλον, νὰ πεθάνω…

Ο ποιητής του μεσοπολέμου, ένας από τους «καταραμένους» και «ιδανικούς αυτόχειρες» της λογοτεχνίας μας, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, μπορεί σήμερα να θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της νεοσυμβολιστικής και νεορομαντικής σχολής, ωστόσο αποτελούσε σκάνδαλο για τη συντηρητική αθηναϊκή κοινωνία του καιρού του και για την κοινωνική τάξη από την οποία προερχόταν καθώς τον χαρακτήριζαν ομοφυλόφιλο, ναρκομανή και κομμουνιστή.

 

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης γεννήθηκε στις 31 Οκτωβρίου 1888, στην πλατεία Αγίων Θεοδώρων στην Αθήνα και ήταν παιδί του Λεωνίδα Λαπαθιώτη, μαθηματικού και στρατιωτικού,  που διετέλεσε βουλευτής το 1903-1905 και έγινε υπουργός στρατιωτικών το 1909. Η μητέρα του, Βασιλική Παπαδοπούλου, ήταν ανιψιά του Χαρίλαου Τρικούπη. Άρχισε να γράφει ποιήματα από παιδί. Ένα πρωτόλειο έμμετρο δράμα του εκδόθηκε με φροντίδα του πατέρα του. Στα γράμματα εμφανίστηκε επίσημα το 1905, στο περιοδικό Νουμάς. Το 1907 μαζί με άλλους εννιά νεαρούς λογοτέχνες ίδρυσαν το περιοδικό Ηγησώ. Ο Λαπαθιώτης σπούδασε νομικά αν και δεν άσκησε ποτέ τη δικηγορία. Υποστηρικτής του Βενιζέλου στην αρχή, κατατάχτηκε στον στρατό ως ανθυπολοχαγός-διερμηνέας, θέση που διατήρησε ως το 1921. Στη δεκαετία του ’20 φυσά ο αέρας της Οκτωβριανής Επανάστασης. Επηρεάζει τους ποιητές του καιρού του, μαζί και τον Λαπαθιώτη που ενστερνίζεται τον κομμουνισμό.

Σε γράμμα του στο Ριζοσπάστη 13/6/1921 γράφει μεταξύ άλλων: «Κάθε μέρα όμως που περνά βλέπω πως τα πράγματα βαδίζουν ραγδαιότερα και πλέον επιτακτικά. Εκείνο που προχθές ήταν μια ευγενική διάθεσις και χθες μια ωραία προσπάθεια σήμερα πλέον αποβαίνει μια ανάγκη σιδηρά· όπως κι αν κάμωμε, προς οποιοδήποτε δρόμο και αν στραφούμε, το ίδιο πρόβλημα προβάλλει απ’ όλες τις μεριές και μας ζητεί μίαν λύσιν. Οποθενδήποτε και αν ορμώμεθα –οι μεν από την φυσικήν πνευματικήν ευγένειάν τους, οι δε από την άμεσον ανάγκην της λυτρώσεως– σήμερα συναντώμεθα όλοι επί ταυτόν· ο Σκοπός επείγει. Μ’ αυτό το γράμμα θέλω να σου διαπιστώσω, ότι ανήκω ολόψυχα στας τάξεις των θερμών στρατιωτών σου, πρώτη φορά γυμνά χωρίς προσχήματα σ’ εκείνους που παλαίουν για τον σκοπόν. Με την ελπίδα πως θα ‘ρθεί μια μέρα καθώς όλοι να χρησιμοποιηθώ επίσης στον Αγώνα. Σε χαιρετώ με το μέτωπο ψηλά  (ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ).

Το 1927 ο Ναπολέων Λαπαθιώτης δημοσιοποιεί ότι ασπάστηκε την κομμουνιστική ιδεολογία, ενώ με γράμμα του προς τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών θα ζητήσει τον αφορισμό του, αφού, όπως γράφει: «η χριστιανική θρησκεία όπως επίσης και κάθε άλλη θρησκεία μου έχει αποβή τελείως περιττή» (το γράμμα δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη). 

«Ο κομμουνισμός είναι το τελευταίο ατού της ταλαιπωρημένης ανθρωπότητας. Αν αποτύχει και σ’ αυτό, δεν της απομένει παρά η επιστροφή στο σκοτάδι και την αποκτήνωση»  (23.11.1932).

Το 1932 και μετά αρθρογραφούσε στο αριστερό περιοδικό «Πρωτοπόροι» και γράφει το πεζό «Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου».

Ακούς, ακούς; ζυγώνουν οι ξυπόλυτοι -ζητιάνοι της χαράς και της αγάπης- οι καταφρονεμένοι, με τα χοντρά, τα ροζιασμένα δάχτυλα και την αδέξια την περπατησιά, για να σου στρίψουν το άσπρο σου λαιμάκι -και για να σ’ αφανίσουν, μια για πάντα, μεταξωτή μυγιάγγιχτη κουκλίτσα, καμαρωτή μικρούλα τιγριδούλα, κοκώνα με τη σάπια την ψυχή!…

… Φτάνουν απ’ τα πέρατα του κόσμου, μ’ αξίνες, με σφυριά και με δρεπάνια, για να σου δώσουν τώρα, μια για πάντα, το μεγάλο μάθημα τ’ αξέχαστο, της πρώτης και στερνής δικαιοσύνης, καθώς την πήραν απ’ τα χέρια της ζωής -με τα θαμπά και τ’ άξεστα μυαλά τους πυρπολημένα από την αγανάκτηση…

… Φτάνουν οι γυμνοί κι αδικημένοι -κι οι ταπεινοί κι οι καταφρονεμένοι- που μέρα νύχτα τους κεντούσες με τα σίδερα, για να σου γλύφουν δουλικά τη φτέρνα- πλακώνουν τώρα, κύμα μανιασμένο, να τραγανίσουν τη ζεστή καρδιά σου, για το μεγάλο κρίμα που τους έκανες, να τους σκοτώνεις αναμεταξύ τους, για να ρουφάς τα δόλια τους μεδούλια, και να χορταίνεις, μέσ’ στην ξενοιασά σου, καλοθρεμμένο τέρας αστικό…

Ο θάνατος της μητέρας του, το 1937, θα τον κλονίσει ψυχολογικά. Το 1939 τυπώνει την πρώτη του ποιητική συλλογή. Η Κατοχή τον βρίσκει πάμφτωχο και εξουθενωμένο από τις καταχρήσεις. Όταν πεθαίνει ο πατέρας του, για να επιβιώσει αναγκάζεται να πουλάει τα βιβλία του και άλλα προσωπικά του αντικείμενα. Αυτό δεν θα τον αποτρέψει από το να φιλοξενήσει πολλούς ΕΛΑΣίτες στο σπίτι του, ενώ τα όπλα του πατέρα του (ήταν στρατιωτικός) θα τα παραδώσει στον ΕΛΑΣ Εξαρχείων.

«Αυτό, που με πτοεί και με συντρίβει, που μου δίνει ίλιγγο και θάμπος, το Δέος και το Ρίγος της Αβύσσου, και που ήδη ζωντανό με εκμηδενίζει, στη σκέψη μου, που κάνω για τον θάνατο, είναι, ότι αυτό, που λέμε θάνατος, είναι κάτι το πολύ μεγαλύτερο, το άπειρα αποκαλυπτικότερο, το απροσμέτρητο και το καταπληκτικότερο, το ριζικά διαφορετικό από ό,τι τώρα είναι δυνατό με την ανθρώπινη νόησή μας να φανταστούμε».

Στις 7 προς 8 του Γενάρη 1944 έδωσε τέλος στη ζωή του, αυτοκτονώντας με περίστροφο. Για να καλυφτούν τα έξοδα της κηδείας του χρειάστηκε να γίνει έρανος μεταξύ φίλων του λογοτεχνών.

Χθες την 1η μ.μ. ανευρέθη νεκρός εις την παρά την οδόν Κουντουριώτου 21 οικίαν του ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης. (…) Εκ της γενομένης προανακρίσεως εσχηματίσθη αμέσως η εντύπωσις ότι επρόκειτο περί αυτοκτονίας.

Το Βήμα, 9 – 1 – 1944

Καημὸς ἀλήθεια νὰ περνῶ
τοῦ ἔρωτα πάλι τὸ στενό,
ὥσπου νὰ πέσει ἡ σκοτεινιὰ
μιὰ μέρα τοῦ θανάτου…

Στενὸ βαθὺ καὶ θλιβερό,
ποῦ θὰ θυμᾶμαι γιὰ καιρό,
– τί μοῦ στοιχίζει στὴν καρδιὰ
τὸ ξαναπέρασμά του;

Εκτός από ποιήματα, έγραψε επίσης πάνω από 100 πεζογραφήματα, πολλές δεκάδες διηγήματα, καθώς και επιφυλλίδες και κριτικά και αισθητικά κείμενα. Το έργο του βρίσκεται διασκορπισμένο σε περιοδικά και εφημερίδες.

Η ζωή του αυτόχειρα ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, έγινε ταινία το 1985 από τον Τάκη Σπετσιώτη  με τους Τάκη Μόσχο, Γιώργο Κέντρο, Μιχαήλ Μαρμαρινό, Γιάννη Ζαβραδινό. 

Απόψεις