Ο Νικόλαος Ασημόπουλος – το πραγματικό όνομα του Νικόλα Άσιμου – γεννήθηκε, σαν σήμερα, 20 Αυγούστου 1949. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στην Κοζάνη, όπου ως έφηβος ασχολήθηκε με τον αθλητισμό (άλμα εις ύψος και ποδόσφαιρο). Η συνέχεια ήταν διαφορετική. Πήγε στη Θεσσαλονίκη, για σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή, ασχολήθηκε με το θέατρο.
Από μικρός έγραφε στιχάκια, αρκετά αργότερα πήρε την πρώτη του κιθάρα και έγινε αυτοδίδακτος μουσικός. Μετά το 1973 έζησε στην Αθήνα, όπου με άλλους καλλιτέχνες, έπαιζε μουσική σε συνδυασμό με κείμενα, σκετς κ.α. («5η εποχή», «11η εντολή», «Χνάρι», «Μουσικό Θέατρο Φτώχειας», «Σούσουρο»).
Ο Άσιμος διακινούσε μόνος του τις γνωστές «παράνομες κασέτες» του στο κέντρο της Αθήνας, συνέχιζε να παίζει μουσική με άλλα σχήματα, ενώ συμμετείχε και σε εκδηλώσεις, θέατρο του δρόμου κ.α. Το 1977, με την κατηγορία πως «επηρεάζει αρνητικά το κοινωνικό σύνολο», φυλακίστηκε μαζί με άλλους πέντε εκδότες συγγραφείς. Το 1982 κυκλοφορεί ο πρώτος του δίσκος με τίτλο «Ξαναπές τον» (συμμετείχε η Χαρούλα Αλεξίου και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου). Ένα χρόνο πριν έγραψε το βιβλίο με τίτλο «Αναζητώντας Κροκανθρώπους».
Τα επόμενα χρόνια έζησε στα Εξάρχεια και, σε μια περιπετειώδη πορεία, έγραφε τραγούδια, έπαιζε στο δρόμο, πουλούσε τις κασέτες του, αλλά και βιβλία, παιχνίδια, παλιές κάρτες κ.α.
Ο Νικόλας Άσιμος αυτοκτόνησε στις 17 Μαρτίου 1988, αφήνοντας πίσω του τραγούδια που ξεπερνούν τον όρο «αντισυμβατικά», όπως συνηθίζουν να λέγονται. Ήταν ένας ιδιαίτερος δημιουργός, που κατάφερνε μέσα από τη μουσική και τους στίχους του να μιλήσει για την δική του αλήθεια και είχε πάντα έντονες κοινωνικές και πολιτικές αναφορές. Οι δίσκοι «Το φανάρι του Διογένη» και το «Γιουσουρούμ – Στο φαλιμέντο του κόσμου» κυκλοφόρησαν μετά το θάνατο του.